1.
Σε σειρά άρθρων στο περιοδικό Monthly Review αλλά και στην ιστοσελίδα του περιοδικού Monthlyreview.gr, έχει επιχειρηθεί η ανάδειξη της καρτελοποίησης της πολιτικής που έχει επιβληθεί στην ΕΕ και ως εκ τούτου και στην χώρα μας με τη μορφή του δικομματισμού και την εναλλαγή δύο «όμοιων» κομμάτων στην εξουσία όπως ακριβώς συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Βεβαίως στην ΕΕ έχουμε γίνει μάρτυρες της κοινής σύμπραξης των δύο κομμάτων στο σχηματισμό κυβέρνησης (Γερμανία), γεγονός που επιβεβαιώνει συμβολικά αλλά και ουσιαστικά την ταύτιση των κομμάτων αυτών στο πολιτικό αλλά και στο ιδεολογικό επίπεδο.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, δεκαπέντε χρόνια μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, η διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης, έχουν αλλάξει ριζικά το οικονομικό περιβάλλον σ’ ολόκληρη την υφήλιο και έχουν επιτείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομιών. Tο οικονομικό σύστημα της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς διαπιστώνεται εύκολα ότι έχει επικρατήσει σχεδόν παντού. Tα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις αναπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, για να «επιβιώσουν στη σύγχρονη πραγματικότητα», έχουν αναγκαστεί εδώ και χρόνια να εγκαταλείψουν τις σοσιαλιστικές τους πολιτικές και να υιοθετήσουν, με αδέξιο τρόπο συχνά, τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας της καπιταλιστικής αγοράς.
Αυτή η διαδικασία προσαρμογής έχει οδηγήσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη συμφιλίωση με τον καπιταλισμό αυτή τη φορά με όρους νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα μετά την εγκατάλειψη των θέσεων της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, έρχεται και η στιγμή της πλήρους εγκατάλειψης και των συμβόλων, των ιστορικών παραστάσεων και εικόνων που συνόδευαν την σοσιαλδημοκρατία από την ημέρα της εμφάνισής της στο ιστορικό προσκήνιο. Η αλλαγή των συμβόλων σηματοδοτεί την συνειδητή απόφαση εγκατάλειψης του παρελθόντος . Σήμερα τα ιστορικά εργατικά κόμματα της Δύσης βιώνουν μία ακόμα κρίση, που τώρα όμως αγγίζει τον πυρήνα της ιστορικής τους ταυτότητας.
Οι σύγχρονοι σοσιαλδημοκράτες επιδιώκουν να εμφανιστούν ως οι εκσυγχρονιστές και οι πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές του καπιταλιστικού συστήματος.
Βρίσκονται στη φάση όπου περιορίζουν την μεταρρυθμιστική τους πολιτική σε εσωτερικές αλλαγές του καπιταλισμού σε ένα τετράγωνο πλαίσιο που τις πλευρές του αποτελούν οι οικονομικές έννοιες της ανταγωνιστικότητας, αποδοτικότητας , ευλυγισίας και ιδιωτικοποίησης. Παράλληλα διατυπώνεται και μια κάποια επίκληση ηθικών αρχών περί ελευθερίας και σε λιγότερες περιπτώσεις περί δίκαιης κοινωνίας. . Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορεί να εκφραστεί σε ένα ιδεολογικό και θεωρητικό λόγο διαφορετικό από αυτόν του οικονομικού φιλελευθερισμού εκτός από τη διέξοδο της επίκλησης ορισμένων αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού όπως αυτός διαμορφώθηκε την εποχή της μαζικοδημοκρατίας[1].
Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε την αργή έκλειψη του σοσιαλδημοκρατικού / σοσιαλιστικού προτάγματος από την προοδευτική ευρωπαϊκή πολιτική. Σήμερα το σοσιαλιστικό πρόταγμα το συναντάμε ως ιδεοληψία, δημαγωγία ή νοσταλγία. Και πάντα ως απογοήτευση.
2[2].
Παρατηρώντας την εξέλιξη των γεγονότων διαπιστώνεται εύκολα ότι υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που χαρακτηρίζει την πορεία της Ευρώπης μέχρι και σήμερα είτε με τη μορφή της ΕΟΚ, είτε με την αντίστοιχη της ΕΕ. Η πρωτοκαθεδρία της οικονομίας εις βάρος της πολιτικής αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα. Το γεγονός αυτό στενεύει απελπιστικά τις δυνατότητες επιλογής δεδομένου ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία λειτουργεί η οικονομική είναι πολύ συγκεκριμένα. Η οικονομική φιλοσοφία της ΕΕ τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της, λόγω της ιστορικής συγκυρίας επηρεαζόταν από στοιχεία του κεϋνσιανού φιλελευθερισμού. Τα αποτελέσματα ήταν απολύτως ικανοποιητικά και υπήρχε οικονομική ευμάρεια Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου εντάχθηκε σε ένα πλαίσιο που πρωταρχικά εξυπηρετούσε τους στόχους της Γερμανίας και μετά των υπολοίπων κεντρικών ευρωπαϊκών χωρών εντός ενός διεθνούς πολιτικού πλαισίου που χαρακτηριζόταν από τη σχετική υποχώρηση της οικονομίας των ΗΠΑ[3]. Η απατηλή εντύπωση της γερμανικής άρχουσας τάξης αλλά και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών ότι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ με οικονομικά μέσα (ένα εκ των οποίων είναι το κοινό νόμισμα ως αντίπαλο δέος του δολαρίου) διατηρήθηκε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η αμερικανική αντεπίθεση που άρχισε με τον Ρέηγκαν και συνεχίζεται ακάθεκτη μέχρι τις μέρες μας, κατέστησε σαφές «ποιος αποφασίζει για τα χρήματα…». Από τα μέσα της δεκαετίας ’80 όταν κυριάρχησε ο νεοφιλελευθερισμός, η οικονομική κοσμοαντίληψη της ΕΕ προσδιορίστηκε απολύτως από το οικονομικό δόγμα του νεοκλασικού φιλελευθερισμού προσαρμοζόμενη δίχως ουδεμία αντίρρηση στα κελεύσματα της αμερικανοδημιούργητης παγκοσμιοποίησης. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί την αμερικανική απάντηση με στόχο την απόλυτη κυριαρχία στον πλανήτη. Επιβάλλει σαφείς κανόνες στο παιχνίδι μέσω των οποίων ακόμα και η ΕΕ εξαναγκάζεται να καταβάλει φόρο υποτέλειας στον ηγεμόνα με τη μορφή της αγοράς αμερικανικών χρεογράφων. Οι άρχουσες τάξεις της ΕΕ και τα όργανά τους, πρώτη από όλα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λειτουργούν ως εκτελεστές της εγκαθίδρυσης της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς». Αυτή η απόφαση επιχειρείται να περάσει στους ευρωπαϊκούς λαούς με προπαγανδιστικές ρήσεις του τύπου «να αναδείξουμε την ΕΕ την πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου…» και άλλα παρόμοια. Στόχος υποτίθεται ότι είναι η διατήρηση της ευημερίας των πολιτών της.
3.
Η πρώτη δεκαετία ένταξης της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ, συνέπεσε με δύο γεγονότα τα οποία υπό μίαν έννοια κινούνταν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Το πρώτο αφορούσε στο διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο ενώ το δεύτερο αντίστοιχα στο εθνικό επίπεδο. Στο διεθνές επίπεδο η εμφάνιση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης σηματοδοτεί από τη μια πλευρά την ολοκληρωτική εγκατάλειψη του μέχρι τότε κυρίαρχου οικονομικού υποδείγματος, του κεϋνσιανού-φορντικού, και από την άλλη την εγκαθίδρυση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Τα συνεπαγόμενα από αυτή την αλλαγή είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Αυτό που πρέπει μόνο να ειπωθεί είναι ότι η αλλαγή αυτή υιοθετημένη κατ’ αρχάς από τις ΗΠΑ πραγματώθηκε σιγά -σιγά σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ γινόταν κυβέρνηση. Η διακηρυγμένη οικονομική του πολιτική ήταν εντελώς κεϋνσιανής αντίληψης σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει καθεστώς πλήρους απασχόλησης, περιορισμού των έντονων ανισοτήτων μέσω της ανακατανομής του εισοδήματος με σκοπό τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων η οποία θα λειτουργούσε ως φορέας αύξησης της ενεργούς ζήτησης και συνεπώς μαζί με τις δημόσιες επενδύσεις ως ατμομηχανή της ανάπτυξης, του κοινωνικού κράτους και της βελτίωσης των παραγωγικών και των τεχνικών υποδομών της χώρας. Ο βασικός πολιτικός στόχος ήταν η ανεξάρτητη οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί στο βαθμό που θα αντιμετωπίζονταν με αποτελεσματικότητα οι χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες του παραγωγικού συστήματος και οι μείζονες ανισορροπίες του μακροοικονομικού συστήματος. Η ασκούμενη οικονομική πολιτική αφενός θα διαχειριζόταν μακροοικονομικά τη ζήτηση και αφετέρου θα επεδίωκε και τις απαραίτητες διαρθρωτικές παρεμβάσεις στη διαδικασία της συσσώρευσης με σκοπό την αύξηση και τη βελτίωση της ποιότητας της εγχώριας παραγωγής. Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής ήταν προσανατολισμένος στη σταθεροποίηση της οικονομίας σε καθεστώς ανάπτυξης. Η όλη προσπάθεια για λόγους εσωτερικής συνέπειας και συνοχής της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής δεν είχε το επεκτατικό και αναπτυξιακό αποτέλεσμα που επεδίωκε. Είχε θετικές (δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος) αλλά και αρνητικές πλευρές (όξυνε περαιτέρω τις μακροοικονομικές ανισορροπίες μη επιτυγχάνοντας την άμβλυνση των διαρθρωτικών προβλημάτων του εγχώριου παραγωγικού ιστού). Όμως αυτό που πραγματικά σημάδεψε την όλη προσπάθεια ήταν ότι αυτή, μετά από την πρώτη τετραετία, αποδείχτηκε ότι ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το διεθνές περιβάλλον και με τα οικονομικά δόγματα που κυριαρχούσαν σε αυτό και πρωτίστως με τις επιλογές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι οποίες μέχρι τότε υποστήριζαν τις κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές. Η υποχώρηση των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πρωτίστως στις ασφυκτικές πιέσεις των αμερικανών και των συμμάχων τους επέτρεψε να επεκταθούν χωρίς ουσιαστική αντίδραση όλες οι απορρέουσες πολιτικές από το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Η κυριαρχία συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχου υποδείγματος οικονομικής πολιτικής καθώς και η ένταξη της χώρας στην ΕΕ δημιουργούσαν ένα ασφυκτικό εξωτερικό περιβάλλον μεγάλων πιέσεων στην εθνική οικονομία και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Ελλάδος. Η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίστηκε από την εγκατάλειψη της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής και την υιοθέτηση της αντίληψης (σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη) «πρώτα σταθεροποίηση και μετά βλέπουμε…». Η πολιτική της σταθεροποίησης της οικονομίας απαιτούσε την εφαρμογή περιοριστικής μακροοικονομικής πολιτικής. Ο κύβος είχε ριφθεί. Εξαντλήθηκε κάθε περίπτωση υποστήριξης κάποιας εθνικής ιδιαιτερότητας. Η Ελλάδα ακολουθεί αργά αλλά σταθερά την πορεία προς την ενσωμάτωσή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με δυσμενείς όρους συμμετοχής.
4.
Η περίοδος που συμπίπτει με την τελευταία δεκαπενταετία στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από νέες εξελίξεις και νέα φαινόμενα στην πολιτική[4] ,οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι εξελίξεις αυτές συντελούνται υπό το καθεστώς της συνθήκης του Μάαστριχτ, την οποία αποδέχτηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, την υιοθέτησαν ασμένως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (Παπανδρέου, Σημίτη) και συνεχίζει χωρίς ενδοιασμούς η κυβέρνηση Καραμανλή. Η ασκηθείσα ολόκληρη την συγκεκριμένη περίοδο οικονομική πολιτική, εξυπηρέτησε αποκλειστικά την επίτευξη του βασικού και κυρίαρχου στόχου – της ένταξης της χώρας στο «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης και του εθνικού νομίσματος στη ζώνη του ευρώ. Έτσι οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία συντελούνται σ’ ένα θεσμοποιημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης (πλήρης απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων, κεφαλαίων και εργασίας, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) σε συνδυασμό με ποσοτικές αγκυλώσεις (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης) που επιβαρύνουν περαιτέρω τις αρνητικές επιπτώσεις της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η ευρωπαϊκή στρατηγική της δημιουργίας του κοινού νομίσματος προβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές ελίτ ως απάντηση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της ανάγκης για περαιτέρω ισχυροποίηση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου. Δικαιολογήθηκε ως η αναγκαία προσαρμογή της ευρωπαϊκής οικονομίας στις νέες συνθήκες διεθνοποίησης του πολυεθνικού κεφαλαίου, με την παράλληλη υπόσχεση της διατήρησης των κατακτήσεων των εργαζομένων έστω και υπό νέα μορφή. Όμως, για όλους εκείνους που αντιπάλεψαν τη συγκεκριμένη στρατηγική, εξαρχής υπήρχε βεβαιότητα για τη κατάληξη του εγχειρήματος στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση. Η αποδοχή εκ μέρους των Ευρωπαίων των κανόνων του παιχνιδιού μιας διεθνοποιημένης οικονομίας, όπως επιβλήθηκαν από το αμερικανικό οικονομικό υπόδειγμα, ήταν εξαρχής βέβαιο ότι θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην υιοθέτηση της συνολικής αμερικανικής κοινωνικής και οικονομικής φιλοσοφίας. Δημιουργήθηκε συνεπώς ένα ενιαίο διεθνές περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη πρόταση οικονομικής πολιτικής τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι: ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης και των αναδιανεμητικών λειτουργιών του κράτους με συνέπεια την ακύρωση βασικών χαρακτηριστικών της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, «απελευθέρωση των αγορών», μείωση των πραγματικών μισθών, ευελιξία και απορύθμιση της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής προστασίας, απολύσεις κ.τ.λ., με βασική επιδίωξη τη σταθερότητα των μακροοικονομικών μεγεθών του πληθωρισμού και των δημοσίων ελλειμμάτων, τη μείωση του κόστους παραγωγής, τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας με διαρθρωτικές αλλαγές μείωσης του κόστους εργασίας, τον περιορισμό και την κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων και τελικά την ουσιαστική απαλλαγή του συστήματος από οποιαδήποτε συλλογική διαπραγμάτευση. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και εξακολουθεί να κινείται η ελληνική οικονομική πολιτική πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα αναβαθμίσει τη θέση της χώρας στο συγκεκριμένο περιβάλλον της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας ολόκληρη την περίοδο 1992–2005, έχει ως αποτέλεσμα σημαντικό κοινωνικό κόστος, δηλαδή υψηλή ανεργία, συρρίκνωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ένταση των εισοδηματικών ανισοτήτων σε βάρος της εργασίας, περιθωριοποίηση, κοινωνικούς αποκλεισμούς και συγχρόνως υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις[5] αποτέλεσαν(ούν) τις βασικές διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες και τα δύο κυβερνητικά κόμματα όχι μόνον υιοθέτησαν αλλά τις πρόβαλλαν και ως πανάκεια για κάθε πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Ο δημόσιος τομέας αφού υπέστη τα πάνδεινα από τους εκάστοτε κυβερνώντες τώρα παραδίδεται βορά στα χέρια του ιδιωτικού κεφαλαίου του οποίου, ειδικά στην Ελλάδα, διαγράφεται εν μια νυκτί η ιστορική του διαδρομή. Όλη η δόξα στους σημερινούς νικητές, η λήθη στους ηττημένους.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996–2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές αλλά και υπερέβαλαν πολλάκις υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες υποσχέσεις. Ο όρος «ισχυρή οικονομία», αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης, αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997–2004… Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επί τέλους την «επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους. Οι ισχυρισμοί περί ισχυρής οικονομίας λειτούργησαν με τρόπο αντίστοιχο της παλιάς Μεγάλης Ιδέας με κατεύθυνση προς τη Δύση αυτή τη φορά. Σιγά- σιγά δημιουργήθηκε και εξαπλώθηκε στην ελληνική κοινωνία ένας εκσυγχρονιστικός φονταμενταλισμός βασιζόμενος υποτίθεται στον ορθό λόγο, λες και όλες οι υπόλοιπες απόψεις ήσαν ανορθολογικές. Η μονοσήμαντη σκέψη σε όλο της το μεγαλείο κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία.
Στον ίδιο, και σε πολλά σημεία, χειρότερο δρόμο βαδίζει σήμερα και η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή (2004-2007) . Αν στη θέση του «σημιτικού εκσυγχρονισμού» θέσουμε την «καραμανλική μεταρρύθμιση» θα είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι στην ουσία αλλά και στους τύπους πρόκειται για ακριβώς το ίδιο εγχείρημα Μάλιστα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια συνολική επίθεση καθαρά νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα ενάντια στην αγορά εργασίας και στις εργασιακές σχέσεις που τη διέπουν, ενώ βεβαίως συνεχίζεται η ίδια οικονομική πολιτική σε όλες τις επιμέρους αγορές με μεγαλύτερη ένταση στοχεύοντας στην πλήρη «ένταξή» τους στην ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση[6].
5.
Περιορίζοντας την ανάλυσή μας στην οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική που επικαλούνται τα δύο κόμματα του καρτέλ της πολιτικής στην Ελλάδα, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για να δείξουμε την σχεδόν απόλυτη ομοιότητά τους μπορούμε να συγκρίνουμε απλά τα δύο κυβερνητικά τους προγράμματα. Βεβαίως αυτό που έχει καταθέσει το ΠΑΣΟΚ μόνο πρόγραμμα δεν μπορεί να θεωρηθεί , αλλά λόγω ελλείψεως άλλου , πρέπει να περιορισθούμε σε ότι υπάρχει. Και τα δύο προγράμματα είναι δημοσιευμένα σε έντυπη μορφή και στο διαδύκτιο[7] άρα υπάρχει εύκολη πρόσβαση στον κάθε πολίτη. Η απλή ανάγνωσή τους αρκεί για να γίνει αντιληπτή η απόλυτη ταύτισή τους.
Ας δούμε λοιπόν τους βασικούς άξονες των δύο προγραμμάτων.
–Το αναπτυξιακό όραμα και των δύο κομμάτων ουσιαστικά στηρίζεται στο πλαίσιο για την ανάπτυξη των χωρών της ΕΕ όπως αυτό καθορίστηκε στη Συμφωνία της Λισσαβόνας το 2000 και προσαρμόστηκε με τις αλλαγές του 2005.
Κατά τη σύνοδο κορυφής της Λισσαβόνας , το Μάρτιο του 2000, οι ηγέτες των Κυβερνήσεων της ΕΕ , συμφώνησαν σ’ ένα νέο στρατηγικό στόχο : να την αναδείξουν «στην πιο ανταγωνιστική και δυναμική , βασισμένη στη γνώση οικονομία στον κόσμο, ικανή για αειφόρο οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Η στρατηγική που έγινε γνωστή ως στρατηγική της Λισσαβόνας απαιτούσε δράση σε διάφορα μέτωπα : την εσωτερική αγορά , την κοινωνία των πληροφοριών , την έρευνα , την εκπαίδευση , τις διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία , καθώς και ένα μακροοικονομικό μείγμα πολιτικής που να ευνοεί την ανάπτυξη και τα βιώσιμα δημόσια οικονομικά. Οι περισσότεροι από αυτούς τους τομείς δράσης βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και ως εκ τούτου , αναγκαστικά χρειάζεται ταυτόχρονη και ενιαία αντιμετώπισή τους. Πολλά από τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στη Λισσαβόνα , δεν ήταν νομοθετικά αλλά διακυβερνητικά , βασιζόμενα στο συντονισμό και στα συγκριτικά πρότυπα μεταξύ των εθνικών-κρατών μελών ,όπου η Επιτροπή και τα κράτη-μέλη έχουν ρόλο παρατηρητή .Συνοπτικά οι γενικοί στόχοι αφορούσαν στην :
Α) Εσωτερική αγορά
Καθοριστικό στοιχείο της ΣτΛ ήταν μια ολοκληρωμένη και πλήρως λειτουργούσα ενιαία ευρωπαϊκή αγορά .Η άρση των εμποδίων στον ανταγωνισμό και η πρόσβαση των εταιρειών άλλων κρατών μελών στις εθνικές αγορές με ίσους όρους θεωρήθηκαν στοιχεία καίρια για την οικονομική ανάπτυξη.
Β) Δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Παρότι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης ήταν καθοριστικός στόχος της ΣτΛ , αυτή θεωρήθηκε ότι θα είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης που θα προκύψει από τη βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα , τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη μείωση της γραφειοκρατίας..
Γ)Περιβάλλον φιλικό προς τις Επιχειρήσεις.
Τα κράτη-μέλη κλήθηκαν να ανταλλάξουν βέλτιστες πρακτικές και να προσπαθήσουν να εξαλείψουν τη γραφειοκρατία και να μειώσουν το κόστος της ίδρυσης νέων εταιρειών.
Δ)Κοινωνία της Πληροφορίας.
Βασικός πυλώνας της ΣτΛ ήταν η ανάπτυξη της κοινωνίας των πληροφοριών, η οποία αναμένεται να βοηθήσει τη στροφή προς μια οικονομία βασισμένη στις γνώσεις και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε τομείς με έντονο αναπτυξιακό δυναμικό.
Ε)Μακροοικονομικό μείγμα πολιτικής.
Στη Λισσαβόνα δεν υιοθετήθηκαν αλλαγές ως προς το μείγμα της ακολουθούμενης μέχρι τότε μακροοικονομικής πολιτικής., βασικοί άξονες της οποίας ήταν το Σύμφωνο Σταθερότητας και η Νομισματική πολιτική που ακολουθούσε η ανεξάρτητη ΕΚΤ με μοναδικό στόχο ο πληθωρισμός να παραμένει κάτω του 2%. Απλά αναφέρθηκε ότι χρειάζεται η πιο σωστή εξισορρόπηση την μέσων.
ΣΤ)Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Στη Λισσαβόνα έγινε έκκληση για αποτελεσματικές και διαφανείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες , καθώς και επιτάχυνση της ολοκλήρωσης των εθνικών χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η) Έρευνα και Εκπαίδευση.
Η έρευνα και η εκπαίδευση έχουν μείζον αντίκτυπο στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Στη Λισσαβόνα τονίσθηκε : «η επένδυση στους ανθρώπους και η ανάπτυξη ενός ενεργητικού και δυναμικού κράτους πρόνοιας» είναι ζητήματα καίρια για την οικονομία της γνώσης. Τούτου σημαίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν στόχο να αυξήσουν τις κατά κεφαλήν επενδύσεις στους ανθρώπινους πόρους και να δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στη δια βίου μάθηση, δεδομένου ότι η βελτίωση των δεξιοτήτων ενισχύει την απασχολησιμότητα.
Τα προγράμματα και των δύο κομμάτων αποτελούν απλά προσαρμογή στις κατευθυντήριες οδηγίες της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Το ΠΑΣΟΚ προσποιείται ότι η ΣτΛ αποτελεί κατάκτηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και δεν θέλει να παραδεχθεί ότι πρόκειται για κοινή απόφαση όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Υπό μιαν έννοια αποτελούν το δεσμευτικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ασκηθεί η αναπτυξιακή πολιτική των μελών- χωρών . Εκτός όμως του πλαισίου λειτουργίας καθορίζονται οι στόχοι του προγράμματος και επιπλέον καθορίζονται τα μέσα και οι τρόποι που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την επιτυχία των στόχων. Αυτό το τελευταίο είναι και το πλέον σημαντικό διότι στενεύει ασφυκτικά τους βαθμούς ελευθερίας άσκησης οικονομικής πολιτικής επιτρέποντας την χρήση μέτρων που συνάδουν μόνο με την συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία που διέπει την όλη λειτουργία της ΕΕ.
6.
Στο μακροοικονομικό επίπεδο η ασκούμενη οικονομική πολιτική είναι απολύτως η ίδια διότι απλούστατα στηρίζεται στον ίδιο τρόπο ανάγνωσης της πραγματικότητας μέσω της νεοφιλελεύθερης οπτικής. Συγκεκριμένα και τα δύο κόμματα στηρίζονται στις παρακάτω παραδοχές :
α.
Η οικονομία της αγοράς θεωρείται ουσιαστικά σταθερή τείνουσα εγγενώς προς την ισορροπία. Η αγορά αποτελεί ένα μηχανισμό αυτορυθμιζόμενο, μη επιδεχόμενο περαιτέρω βελτιώσεων, άριστο σε σχέση με την υποχρέωση να συντονίζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ατομικές επιλογές. Παράλληλα, εξασφαλίζει την τάξη, την αποτελεσματικότητα , την κοινωνική αρμονία και τη διαχρονική σταθερή εξέλιξη των οικονομικών γεγονότων. Το εννοιολογικό πλαίσιο του «Μακροοικονομικού Υποδείγματος» ,μέσω του οποίου αναλύεται η οικονομική πραγματικότητα και λαμβάνονται οι αποφάσεις οικονομικής πολιτικής , στηρίζεται στη λογική που διέπει τα Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας (Dynamic Stochastic General Equilibrium Model) (DSGEM) της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας (ΝΚΜ).
β.
Η απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς επιβάλλει την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την αποσάθρωση του δημοσίου χώρου. Δημόσια μπορούν να είναι μόνο εκείνα τα αγαθά που σύμφωνα με την νεοκλασική οικονομική θεωρία προκύπτουν από τον τεχνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διαιρετές σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις ή για αγαθά και υπηρεσίες που εμφανίζονται εκεί όπου μεγάλες εξωτερικές λειτουργίες απαιτούν δημόσια δραστηριότητα. Επομένως σχεδόν τα πάντα , με δεδομένες τις υπάρχουσες δημόσιες υποδομές και τη συστηματική εκποίησή ή παραχώρησή τους , μπορούν να παραχθούν από την ιδιωτική οικονομία. Η κάθε παρέμβαση του δημοσίου στερεί ζωτικό χώρο από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Παράλληλα κάθε παρέμβαση του δημοσίου θεωρείται εκ προοιμίου αναποτελεσματική σύμφωνα με τα οικονομικά κριτήρια της νεοκλασικής αντίληψης
γ.
Η βασική θεωρητική προκείμενη, επί της οποίας εδράζεται η συγκεκριμένη θεωρία, είναι ο Νόμος του Say. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, η προσφορά δημιουργεί τη ζήτησή της. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των δαπανών παραγωγής πρέπει κατ’ ανάγκη να δαπανηθεί αμέσως ή εμμέσως για την αγορά των παραχθέντων αγαθών. Τα άτομα θα βρουν τρόπους ώστε να δαπανήσουν τα χρήματά τους.
Ο νόμος του Say ισχύει στη θεώρηση του παρόντος υποδείγματος που αποτελεί τη βάση της αντίληψης του λεγομένου «τρίτου δρόμου».
Η μακροοικονομική πολιτική (ιδιαιτέρως η δημοσιονομική πολιτική) μπορεί να αποσταθεροποιήσει την οικονομία της αγοράς.
Αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο της Ενεργούς Ζήτησης δεν παίζει ανεξάρτητο ρόλο στον (μακροπρόθεσμο) προσδιορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας και προσαρμόζεται για να υποστηρίξει το από την πλευρά της προσφοράς προσδιοριζόμενο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας το οποίο ανταποκρίνεται στο Φυσικό Ποσοστό Ανεργίας ή στο NAIRU ( Non accelerating inflation rate of unemployment). Με τον τρόπο αυτό γίνεται αποδεκτό ότι η οικονομία παράγει σε ένα «φυσικό» επίπεδο καθοριζόμενο από δυνάμεις ξένες με τη ανθρώπινη δράση. Τα οικονομικά μεγέθη «αντικειμενοποιούνται» αποχτώντας αυτόνομη υπόσταση . Παύουν να είναι κοινωνικά ελεγχόμενα μεγέθη.
δ.
Η απεμπλοκή της Ενεργού Ζήτησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας ,με στόχο την πλήρη απασχόληση των πόρων, προκαλεί την αχρήστευση της δημοσιονομικής πολιτικής ,δεδομένου ότι η τελευταία αποτελεί το βασικό μέσον επίδρασης της ενεργού ζήτησης. Όμως η άρνηση άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής συμπαρασύρει ταυτόχρονα την κύρια και πρωταρχική λειτουργίας της ως βασικού αναδιανεμητικού μηχανισμού εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Άρα εκλείπει ο βασικός κεϋνσιανός μηχανισμός αναδιανομής του συστήματος .
Η όποια διάθεση βοήθειας υπάρχει σε διάφορες κατηγορίες αναξιοπαθούντων πολιτών, λόγω της λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς, περιορίζεται σε στοχευμένη και συγκυριακή παροχή πόρων με την μορφή της φιλανθρωπίας. Το πρόταγμα της σοσιαλδημοκρατικής αναδιανομής μεταλλάσσεται σε παροχή «θρησκευτικής καλοσύνης». Είναι εντυπωσιακό ότι και τα δύο κόμματα εμμένουν στη σημερινή συγκυρία στα ζητήματα «αναδιανομής» κάνοντας ακριβώς τις ίδιες προτάσεις σχετικά με τη δημιουργία ενός δίκτυ προστασίας ενάντια στη φτώχεια την οποία έχουν δημιουργήσει με την εφαρμοζόμενη οικονομική τους πολιτική.
ε.
Ο χαμηλός πληθωρισμός προτάσσεται ως ο μοναδικός στόχος της οικονομικής πολιτικής ο οποίος εξυπηρετείται από την νομισματική πολιτική, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός αποτελεί εξόχως νομισματικό φαινόμενο. Όμως η Νομισματική πολιτική δεν θα πρέπει να ασκείται από την εκάστοτε Πολιτική Κυβέρνηση της χώρας αλλά από «ειδικούς» με τη μορφή μιας «Ανεξάρτητης» Κεντρικής Τράπεζας. Οι πολιτικοί έχουν την τάση να χρησιμοποιούν τη ΝΠ για βραχυχρόνια οφέλη (χαμηλότερη ανεργία) σε βάρος μακροχρονίων απωλειών (υψηλότερο πληθωρισμό).
Μια «Ανεξάρτητη» Κεντρική Τράπεζα έχει επίσης υψηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης για τις Χρηματοπιστωτικές Αγορές, από ότι οι Πολιτικές ηγεσίες. Η λαϊκή κυριαρχία , το θετικότερο απαύγασμα της νεωτερικότητας ,θύμα στα πόδια της δήθεν απολιτικής τεχνοκρατίας των ειδικών.
στ
Η θεώρηση της μακροπρόθεσμης μεγέθυνσης της οικονομίας ακολουθεί κατά βήμα τα ενδογενή νεοκλασικά υποδείγματα ανάπτυξης. Από τα υποδείγματα αυτά απορρέει το βάρος που δίνεται στο ρόλο του ανθρωπίνου κεφαλαίου και της εκπαίδευσης στη διαδικασία μεγένθυσης της οικονομίας. Οι θεωρίες της ενδογενούς μεγένθυσης, οι οποίες υποθέτουν αυξανόμενες οικονομίες κλίμακας, βασίζονται και σε συντελεστές παραγωγής που δεν μπορούν να παραχθούν μόνο από ιδιώτες π.χ η γνώση και η πληροφορία. Επειδή ο Δημόσιος Τομέας είναι ο βασικός προμηθευτής εκπαίδευσης «επαναξιολογείται» στο πλαίσιο των απαιτήσεων της νεοφιλελεύθερης οικονομίας έτσι ώστε «προσαρμοζόμενος στις νέες συνθήκες» να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν. Η αποδοχή του Δημοσίου Τομέα στην παραγωγή της εκπαίδευσης υποστηρίζεται πρωταρχικά από τα νεοκλασικά υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης . Οι σοσιαλδημοκράτες και οι οπαδοί του τρίτου δρόμου ακολουθούν αποδεχόμενοι ασμένως.
ζ.
Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τα ελλείμματα του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, οι πληθωριστικές πιέσεις αλλά και η ανεργία στην ελληνική οικονομία , σύμφωνα με τις θεωρήσεις αλλά και τις κυβερνητικές πρακτικές και των δύο κομμάτων οφείλονται πρωταρχικά στο αυξημένο κόστος εργασίας και στις έντονες ανελαστικότητες που παρατηρούνται στην ελληνική αγορά εργασίας. Στην ακολουθούμενη μακροοικονομική λογική των δύο κομμάτων , όταν υπάρχει ανεργία, την ευθύνη την έχει ο πραγματικός μισθός, σύμφωνα με τον οποίο έχει υπολογισθεί η προσφορά εργασίας. Εάν παρατηρηθεί υπέρβαση της προσφοράς στην αγορά εργασίας σε σχέση με τη ζήτηση, τότε οι επιχειρηματίες δύνανται να αυξήσουν την απασχόληση μόνο αν μειωθεί ο πραγματικός μισθός.
Μια πτώση του πραγματικού μισθού, θα είναι συνεπώς ικανή να αποκλείσει την ανισορροπία στην αγορά εργασίας. Στην αντίθετη περίπτωση μια μείωση των τιμών θα επιτρέψει την απορρόφηση της υπερβάλλουσας προσφοράς αγαθών σε σχέση πάντα με τη ζήτηση.
η.
Η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για τα δύο κόμματα υπόκειται στους ίδιους κανόνες που επιβάλλει το σύμφωνο σταθερότητας. Το ασφαλιστικό ζήτημα και για τα δύο κόμματα αποτελεί αποκλειστικά δημοσιονομικό πρόβλημα ενώ η αντιμετώπισή του εντάσσεται σιγά -σιγά αλλά σταθερά στις λύσεις που επιβάλλει η ΕΕ και το ΔΝΤ.
θ.
Συμπερασματικά, η θεμελίωση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής είναι ίδια , γι’ αυτό και η οικονομική πολιτική είναι ίδια μεταξύ των «δεξιών» και «σοσιαλδημοκρατικών» κομμάτων της Δύσης. Γι’ αυτό υπάρχει αυτή η σύγκλιση σε επίπεδο ασκούμενης πολιτικής στην ΕΕ. Το καρτέλ της πολιτικής στηρίζεται στην κοινή φιλοσοφική αντίληψη της οικονομίας.
7.
Η οικονομική λογική λειτούργησε εντός ενός κυρίαρχου πλαισίου πολιτικής ερμηνείας η οποία ονομάστηκε Δημοκρατία του Κέντρου. Πρόκειται για την ελληνική έκφραση αυτού που στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης ονομάστηκε ιδεοτυπικά «Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αγοράς». Η επικράτησή της προϋπόθετε το κλείσιμο της προηγούμενης εποχής στην οποία το Πολιτικόν είχε την προτεραιότητα και ο Λαός , με τα χαρακτηριστικά που του είχαν αποδοθεί από τη μεταπολίτευση , αποτελούσε το υποκείμενο αναφοράς όλων των εκκλήσεων στη χάραξη και στην άσκηση της πολιτικής διεργασίας. Η περίοδος της δημοκρατίας των μαζών μέσω της «δημοκρατίας των κομμάτων» έπρεπε να κλείσει και έκλεισε. Έχει μεγάλη σημασία να αναλυθούν οι τρόποι του παραπάνω κλεισίματος σε μια άλλη ανεξάρτητη μελέτη δεδομένου ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ. Η νέα πολιτική εποχή εδράζεται ολοκληρωτικά στην υπόθεση της ύπαρξης ενός «καινούργιου λαού» στο όνομα του οποίου θα αναφέρονται από εδώ και στο εξής οι όποιες πολιτικές επιλογές και θα λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Ο «καινούργιος λαός» δεν είναι άλλος από τα μεσαία στρώματα , τα νεοπαγή αστικά στρώματα που εισέρχονται στη πολιτική σκηνή ωθούμενα από τα κύματα της παγκοσμιοποίησης και την απορύθμιση των αγορών. Τα κοινωνικά αυτά στρώματα κατά την πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης , όπου υπερισχύουν οι οικονομικές διεργασίες , γίνονται οι βασικοί φορείς του «σύγχρονου» εκθειάζοντας τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες προσδίδοντάς τους χαρακτήρα ενός «φυσικού νόμου» με απόλυτη προοδευτική κατεύθυνση. Επομένως καθίστανται το πρότυπο κοινωνικό υποκείμενο στη συμπεριφορά του οποίου θα πρέπει να προσαρμοσθεί και η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων. Ο εγγενής ειρηνικός και συναινετικός χαρακτήρας των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών και η πεποίθηση της συνεχούς αυξητικής διαδικασίας του οικονομικού παιγνίου (όλοι κερδίζουν) , όπως περιγράφεται από την νεοκλασική οικονομική σκέψη , λειτουργεί αποτρεπτικά στη συγκρουσιακή συγκρότηση του κοινωνικού αποδυναμώνοντας το Πολιτικόν. Η πρόταξη των μεσαίων στρωμάτων ως βασικών κοινωνικών παραγόντων στη συγκεκριμένη συγκυρία απέκρυψε εντέχνως την επιχειρούμενη διαμόρφωση της πραγματικότητας οδηγώντας ευθέως σε αυτό που ονομάζεται Νατουραλιστική Δημοκρατία της Αντιπολιτικής ή με άλλα λόγια Δημοκρατία του Κέντρου. Στο πλαίσιο αυτό το σύνολο των βασικών πολιτικών μηχανισμών της χώρας αναγορεύονται ως Κεντρώοι. Σπρώχνονται στο να τοποθετηθούν στο Κέντρο του πολιτικού συστήματος και να καταλάβουν το Μεσαίο Χώρο. Επιχειρούν με κάθε μέσο να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι όχι μόνο είναι στο Κέντρο αλλά και ότι το Κέντρο αποτελεί το Πολιτικό Παρόν και Μέλλον της Χώρας. Είναι όμως πασίδηλο ότι ο πυρήνας του Κέντρου είναι μόνο Φιλελεύθερος με διαφορετικές αποχρώσεις στις αποφάνσεις του. Φιλελεύθερος εμπλουτισμένος με έντονη ρητορεία που αποπροσανατολίζει με μαθηματική ακρίβεια ως προς τις προθέσεις του.
Είναι η Δημοκρατία της διάλυσης των ιδεολογικών πόλων , της απουσίας αξιολογικών ερωτημάτων , η κυριαρχία της αχρωμάτιστης κοινότητας «Όλων» , η επικράτηση της Αντιπολιτικής. Είναι η Δημοκρατία ενός φαντασιακού , θολού και απροσδιόριστου χώρου , υποθετικά αποενοχοποιημένη από όποιες ιδεολογικές επιδράσεις και συμβολικά ανήκουσα σε ένα έλλογο, αλλά μη υπαρκτό , κοινωνικό Κέντρο , το οποίο όμως συγχρόνως στο πραγματικό πεδίο της ασκούμενης πολιτικής είναι υπεύθυνο και ύποπτο για κάθε τι βρώμικο που γίνεται ή που σχεδιάζεται μελλοντικά να γίνει. Τη Δημοκρατία του Κέντρου επικαλείται το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και του Παπανδρέου και η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή , οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες στην Γερμανία , οι Νέοι Εργατικοί και οι Συντηρητικοί στη Μεγάλη Βρετανία , ο συνασπισμός της Ελιάς και ο Οίκος των Ελευθεριών στην Ιταλία, ο Σαρκοζί και η Ρουαγιάλ στην Γαλλία.
Η Δημοκρατία του Κέντρου πόρρω απέχει από το να ενσαρκώνει το κοινό καλό , το «ευ ζειν» της αρχαίας ελληνικής Πόλις. Για να είναι καλή η κοινωνία πρέπει να είναι πολιτική κοινωνία , μια κοινωνία όπου υπάρχει κυβέρνηση ανθρώπων και όχι απλώς και μόνο διαχείριση πραγμάτων. Η συναίνεση με αυτούς τους όρους είναι προφανώς απάτη. Άλλωστε η συναίνεση είναι έννοια χωρίς βάθος, αν και του συρμού. Το ουσιώδες είναι να καταλάβουμε πώς επιτυγχάνεται η συναίνεση. Η διάκριση ανάμεσα σε κατάκτηση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης είναι στην πραγματικότητα πολύ αμυδρή , αποτελεί κυρίως ζήτημα οπτικής γωνίας. Η μη συγκρουσιακή κοινωνία γέρνει αποφασιστικά υπέρ Κάποιου. Ο περιορισμός στη διαχειριστική λογική είναι ένας ψεύτικος περιορισμός. Πρόκειται για κάτι χειρότερο. Πρόκειται για την ταξική επικράτηση του Ολιγαρχικού Πλούτου και της απόλυτης νίκης των κυρίαρχων κοινωνικών ελίτ. Πρόκειται για αυτό που συμβαίνει σήμερα στη δεύτερη φάση της Παγκοσμιοποίησης όπου έχουν πέσει οι μάσκες και η Κυριαρχία εκδηλώνεται με την πραγματική της μορφή. Η «κοινή συναίνεση» της Δημοκρατίας του Κέντρου» οδήγησε αναπόδραστα στην αποδόμηση της λαϊκής Υποκειμενικότητας , του ενός πόλου της σύγκρουσης αναδεικνύοντας την απόλυτη κυριαρχία του έτερου πόλου. Στη θέση του αποδομηθέντος πόλου και στο κενό που δημιουργεί η απουσία του αναδύεται ο λαϊκισμός ως απαραίτητος μηχανισμός κάλυψης των αναγκών νομιμοποίησης της συναινετικής Δημοκρατίας του Κέντρου που στην ουσία σημαίνει ιδεολογική επικάλυψη της απόλυτης επικυριαρχίας των πολιτικών ελίτ.
Δ.
Σ’ αυτό το αποϊδεολογικοποιημένο περιβάλλον η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ αδυνατεί να προκαλέσει την όποια ανάπτυξη και εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων όπως αυτές υπήρχαν στο παρελθόν, μετατρεπόμενη σε διαχειριστικό μηχανισμό συναλλαγών μεταξύ εκπροσώπων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ποικίλων εταιρειών και επιχειρήσεων. Η Δημοκρατία της Αγοράς , επιβάλλοντας τους κανόνες του παιχνιδιού στον τρόπο της υλικής παραγωγής , καθιστά τους εκπροσώπους της δυτικότροπης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας , στη μεγάλη τους πλειοψηφία , απλούς διεκπεραιωτές, επ ‘αμοιβή ,των βουλήσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των οικονομικών συμφερόντων τους.
Αυτό που συνέβη τα τελευταία είκοσι χρόνια σε ολόκληρη τη Δύση και συνεπώς στην Ελλάδα είναι η μετάλαξη της πολιτικής δράσης σε εργαλείο εξυπηρέτησης κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων υπερεθνικών επιχειρήσεων και ισχυρότατων ομάδων πελατειακών διασυνδέσεων. Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται απολύτως κατανοητό το ότι τα δύο ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν και δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Βρίσκονται απολύτως ενσωματωμένα στη λογική της διαχείρισης και της διαπλοκής. Παράλληλα έχοντας «καρτελοποιήση» την πολιτική , μπλοκάρουν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων χειραγωγητικών μηχανισμών οποιαδήποτε δυνητική διέξοδο του πολιτικού συστήματος , αναπαράγοντας διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του. Τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε απόλυτο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο στην υλική αποκατάσταση ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ. Έχοντας απωλέσει την ικανότητά τους να προασπίζουν συλλογικά αιτήματα μεταλλάχθηκαν σε οργανισμούς προσοδοφόρων οικονομικών επιχειρήσεων. Δημιουργώντας «θεατρικότητα στην επικοινωνία», αναπτύσσουν μια ακατάσχετη ρητορεία που επί της ουσίας πάντοτε ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν.[8]
Καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού στα μέτρα τους διαπληκτιζόμενα «θεατρικά» για ζητήματα που αυτά έχουν επιλέξει και προτείνουν «λύσεις» το ένα έναντι του άλλου, που ουσιαστικά διαφοροποιούνται στο «φαίνεσθαι» και καθόλου στην ουσία. Αδιαφορούν παντελώς για το τι πραγματικά χρειάζεται ο τόπος , αντιμαχόμενα ρητορικά για παραλήψεις του ενός ή του άλλου όταν ήταν στην κυβέρνηση. Αδυνατούν να χαράξουν εθνική στρατηγική και με βάση αυτήν να αντιμετωπίσουν κρίσεις χαμηλής ή υψηλής έντασης. Στελεχώνονται από πρόσωπα δίχως κοινωνική καταξίωση δεδομένου ότι η απόλυτη πλειοψηφία τους αποτελείται από άτομα χωρίς στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία γαλουχημένα στα κομματικά θερμοκήπια όπου ανθούν μόνον οι δολοπλοκίες και οι βυζαντινισμοί. Η έννοια της πολιτικής συρρικνώνεται στο πως θα εξασφαλίσουν την εκλογή τους ή το προσωπικό τους συμφέρον.
Η συντελεσθείσα αποδόμηση του πόλου της λαϊκής υποκειμενικότητας συμπαρασύρει στην αποσύνθεση τις όποιες πολιτικές προτάσεις έχουν μέχρι σήμερα δει το φως της δημοσιότητας. Η κατάργηση του δημόσιου χώρου και ο ευτελισμός του καθετί που απλά αναφέρεται ως δημόσιο συμπαρασύρει ένα δικαιϊκό και πολιτικό πολιτισμό που παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματά του αποτελούσε ένα πρόχωμα στη κατακλυσμιαία επίθεση του αδηφάγου κεφαλαίου. Μόνο η ανασύνθεση της λαϊκής υποκειμενικότητας στον ελληνικό χώρο μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση για μια καινούργια πορεία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν τα προβλήματα του αντιμετωπισθούν ως προβλήματα που γεννιούνται από τον ύστερο πολυεθνικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό. Στην ουσία χρειάζεται να αντιμετωπίσει τα οικονομικά , κοινωνικά , πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που γεννά η μετανεωτερικότητα και το εκτεχνικευμένο , εμπορευματοποιημένο σύμπαν του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι η ανασύνθεση του λαϊκού πόλου μπορεί να γίνει μόνο σε μία αριστερή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και με πρωτοβουλίες που οδηγούν σε όξυνση τις αντιθέσεις του υπάρχοντος καθεστώτος. Όλες οι άλλες προσπάθειες είναι φανερό ότι καταλήγουν σε αδιέξοδη ενσωμάτωση με τις βουλήσεις των φορέων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας. Δηλαδή με τις βουλήσεις της μονοκράτηρας , ΗΠΑ και των πολυεθνικών επιχειρήσεων που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους φορείς της παγκοσμιοποίησης.
Μάρτιος 2008
[1] Κ.Μελάς , Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία: από την Πολιτική στον Νεοφιλελευθερισμό.
[2] Μια πληρέστερη ανάλυση των θεμάτων που πραγματεύομαι εδώ υπάρχει στο :Κ. Μελάς , 1981-2006 Είκοσι πέντε χρόνια της Ελλάδας στην ΕΕ. Ιστοσελίδα MR.gr
[3] Κ. Μελάς , Παγκοσμιοποίηση . Εξάντας 1999.
[4] Κ. Πατρινός, Η Πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο. MR Σεπτέμβριος 2006 ;
[5] Για το θέμα αυτό βλ. E. Altvater, Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά, εκδ. The Monthly Review Imprint, Αθήνα 2006, καθώς και τον πρόλογό μου στο ανωτέρω κείμενο.
[6] Έχω δείξει στην εργασία μου « Η φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κομμάτων διαφέρει από την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση ;». Mr.gr, την απόλυτη ταύτιση της φιλοσοφίας που διέπει την μακροοικονομική πολιτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
[7] Τα προγραμματικά κείμενα του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται στο http://www.pasok.gr/portal/gr/(Θέσεις).
Το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ βρίσκεται στο http://www.nd.gr/
[8] Λ. Κάνφορα , Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας. Μεταίχμιο 2005.