Μετά τον επικοινωνιακό βομβαρδισμό περί ισχυρής, ανταγωνιστικής και σταθερά βιώσιμης οικονομίας, σιγά σιγά άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας εκθέσεις, άρθρα και δημοσιεύματα κυρίως στο διεθνή τύπο που επιχειρούν να προχωρήσουν λίγο παραπέρα από το, καλλωπισμένο και εντέχνως ωραίο επιφαινόμενο, και να βγάλουν στην πρώτη σειρά τα πραγματικά διαχρονικά προβλήματα που συνεχίζουν να κατατρέχουν την ελληνική οικονομία και την περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη.
Τι έχει λοιπόν να επιδείξει η κυβέρνηση στα πέντε χρόνια διακυβέρνησης;
Ένα μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην πενταετία 1,72%. Δεν τον λες και κάτι το θαυμαστό. Το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι ο ρυθμός είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Σωστά. Όμως η κυβέρνηση ξεχνά ότι η οικονομία μέχρι και το 2018 ήταν σε καθεστώς μνημονίων και είχε απωλέσει το 27,3% του ΑΕΠ (σε τιμές αναφοράς 2015). Ενώ η ΕΕ είχε αυξήσει το ΑΕΠ κατά 17,0% και επομένως η αλγεβρική διαφορά εκτινάσσεται στο 47,4%. Μια οικονομία σε τόσο μεγάλη συρρίκνωση είναι εύκολο να εκτιναχθεί μετά την τόσο μεγάλη συμπίεση. Όμως ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης 1,72% δεν ονομάζεται και εκτίναξη!!! Με απλά λόγια αναμενόμενο ήταν η μεγαλύτερη μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ από τις χώρες τις ΕΕ οι οποίες ως κατά κύριο λόγο βιομηχανικές χώρες πλήγεισαν πολύ περισσότερο από την κρίση της εφοδιαστικής αλυσίδας, την αύξηση των τιμών της ενέργειας, τα περιοριστικά δασμολογικά μέτρα, και τις γενικότερες γεωπολιτικές αβεβαιότητες.
Μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες κάτι το οποίο οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού (κυρίως μειώθηκε την περίοδο 2021-2022). Όμως Το δημόσιο χρέος ( ως ποσοστό του ΑΕΠ) παραμένει το υψηλότερο της ΕΕ και ένα από τα υψηλότερα διεθνώς.
Η χώρα επανήλθε στην επενδυτική βαθμίδα, οι αγορές ψηφίζουν Ελλάδα και βλέπουν ευκαιρίες και προοπτική. Όμως :
- Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι απογοητευτικά χαμηλό (55% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης, έναντι περίπου 70% πριν από την κρίση χρέους!).
- Tο 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ΕΖ-20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ΕΖ-20 και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ (Eurobank research 7 ημέρες Οικονομία, 30.10.2023)
- Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους. H Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα €32,3 χιλ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2 χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση ((Eurobank research 7 ημέρες Οικονομία, 30.10.2023).
- Ωστόσο, η τελευταία ανάκαμψη έχει αυξήσει ελάχιστα το επίπεδο διαβίωσης των Ελλήνων, σε σχέση με το αντίστοιχο στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, και δεν έχει καταφέρει να βγουν οι Έλληνες από την τελευταία θέση, ως οι πιο φτωχοί στην ευρωζώνη. Αυτό είναι κάτι σχετικά νέο για την Ελλάδα καθώς μέχρι το 2009, το ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με εκείνο του μέσου όρου της ΕΕ. Έκτοτε, 10 χώρες έχουν αυξήσει τους δείκτες στον τομέα της διαβίωσης, πάνω από την Ελλάδα. Έτσι, η Ελλάδα είναι η φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία. Όμως, η Βουλγαρία μειώνει ραγδαία τη διαφορά με την Ελλάδα, και δεν είναι παράλογο, να περιμένουμε ότι η Ελλάδα σύντομα θα γίνει η φτωχότερη χώρα στην ΕΕ.
- Το 2019 η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά απασχολούμενο ήταν χαμηλότερη κατά 18,3% σε σχέση με το 2009, ενώ στην ΕΖ-20 είχε αυξηθεί κατά 7,9%. Η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ήταν αυξημένη κατά 2,6%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι 1,8% σε σχέση με το 2019. Παρόμοια ήταν και η εικόνα στην ΕΖ-20 (+0,6% και -2,5% αντίστοιχα). Όπως είναι προφανές, το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών μισθών στην Ελλάδα, όπως και η αύξησή τους με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των εταίρων μας με αντίστοιχα επίπεδα μισθών (όπως οι χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης), έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους.
- Παρά τα λεγόμενα η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου κ.λπ.).
- Στη συγκράτηση των ονομαστικών αποδοχών των εργαζομένων οφείλεται η όποια βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας : Ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, όπως τον υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, μετά τη σοβαρή του υποχώρηση (βελτίωση) το 2022, παρουσίασε εκ νέου μικρή μείωση (βελτίωση) και το 2023. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2023, αλλά με σημαντικά μικρότερο ρυθμό από εκείνον των βασικών εμπορικών εταίρων. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά μόλις 4,0%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στη ζώνη του ευρώ ήταν 6,0% σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και 6,2% σύμφωνα με την ΕΚΤ, εν μέσω υψηλών αυξήσεων των ονομαστικών μισθών ανά εργαζόμενο και μικρής ή και αρνητικής μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (5,3% και -0,8% αντίστοιχα στη ζώνη του ευρώ σύμφωνα με την ΕΚΤ). Μάλιστα, η εκτιμώμενη μέση αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2023 στην ευρύτερη ομάδα εμπορικών εταίρων εντός και εκτός ζώνης του ευρώ ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος βελτιώθηκε λόγω της μεγαλύτερης συγκράτησης των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων σε σχέση με τους αντίστοιχους των κύριων εμπορικών εταίρων και όχι λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτό δείχνει ότι η συγκράτηση των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων, που έχει αντικαταστήσει τη διολίσθηση του νομίσματος όταν υπήρχε εθνικό νόμισμα, είναι ένα συγκυριακό μέτρο και δεν έχει θετικές επιδράσεις στην αύξηση της μακροχρόνιας διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας που έχει ανάγκη η οικονομία της χώρας. Όμως στην Ελλάδα, το μέτρο αυτό, έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον την περίοδο των μνημονίων , και συνεχίζεται καθ’ όλη τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, δημιουργώντας ψευδή συμπεράσματα για την διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και κυρίως αφήνοντας χωρίς ουσιαστική λύση το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας
- Αντιθέτως ,την τελευταία δεκαετία, η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (απασχόληση) στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι θετική και σημαντική, παρά το ότι υπαμείβεται. Με απλά λόγια η αυξημένη απασχόληση στηρίζει τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας. Η παραπάνω εξέλιξη προφανώς συνάδει με την χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας είναι χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, όπως άλλωστε και ο μεγάλος όγκος των επενδύσεων.
Το υπόδειγμα που άρχισε να εφαρμόζεται με τα μνημόνια και συνεχίζεται και με την κυβέρνηση Μητσοτάκη στηρίζεται στο εξής τρίπτυχο : αύξηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, εισροές ΑΞΕ, και χαμηλές αμοιβές εργασίας. Οι χαμηλές αμοιβές εργασίας είναι απαραίτητες για τη στήριξη των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) δεδομένου ότι η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή λόγω των ποσοτικά ολίγων επενδύσεων αλλά και των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επενδύσεων κυρίως των ΑΞΕ (κατευθύνονται στα ακίνητα, real estate, τουρισμό, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες). Το μέλλον αυτού του υποδείγματος είναι προδιαγραμμένο: διεύρυνση των ανισοτήτων, και συνεπώς δυσκολίες διευρυμένης αναπαραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου, το οποίο για την ώρα στηρίζεται στον τουρισμό και στους πόρους του ΤΑΑ.
DNEWS ΤΕΤΑΡΤΗ 01 ΜΑΙΟΥ 2024