Νομισματική Ισορροπία (Ανισορροπία)
Ως νομισματική ισορροπία, εννοούμε την κατάσταση εκείνη όπου η προσφορά χρήματος ισούται με τη ζήτηση της.
Στην κατάσταση αυτή η προσφερόμενη ποσότητα χρήματος καλύπτει τις ανάγκες της οικονομίας, οι οποίες συνιστούν την ποσότητα του ζητουμένου χρήματος.
Με την έννοια αυτή, η νομισματική ισορροπία αποτελεί ένα σύστημα αλληλοσυσχετιζομένων μεταβλητών που στη δεδομένη περίοδο, βρίσκονται σε ισορροπία.
Δεδομένου ότι η νομισματική ισορροπία είναι η κατάσταση κατά την οποία ισορροπία η προσφερόμενη και η ζητούμενη ποσότητα χρήματος, τούτο μεταφράζεται ότι και οι ανεξάρτητες μεταβλητές που προσδιορίζουν τα δύο αυτά μεγέθη (Προσφορά και Ζήτηση) στην αλληλοσυσχέτισή τους θα πρέπει να ισορροπούν.
Θα μπορούσαμε, κυρίως για λόγους αναλυτικούς που σχετίζονται με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και ευρύτερα με την οικονομική πολιτική, να διακρίνουμε την νομισματική ισορροπία σε τρεις κατηγορίες: τη σταθερή, την ουδέτερη και την ασταθή.
- Σταθερή νομισματική ισορροπία, είναι εκείνη κατά την οποιά, οποιαδήποτε παρουσιαζόμενη ανισορροπία παράγεται από κάποιο τυχαίο γεγονός. Οι επιδράσεις που παράγονται ταχύτατα και αυτόματα, χωρίς δηλ. επεμβάσεις διοικητικού χαρακτήρα, τείνουν να απορροφηθούν επαναφέροντας την οικονομία στην κατάσταση ισορροπίας στην οποία βρισκόταν πριν την εκδήλωση της ανισορροπίας.
- Ουδέτερη νομισματική ισορροπία, είναι εκείνη η οποία αφού διαταραχθεί από κάποιον παράγοντα (π.χ. πληθωριστικού χαρακτήρα) αποκαθίσταται σε νέα θέση χωρίς περαιτέρω επιδράσεις.
- Ασταθή νομισματική ισορροπία, είναι εκείνη που όταν διαταραχθεί μια φορά, δημιουργεί μια κατάσταση σωρευτικής ανισορροπίας. Δηλ. επιχειρείτααι να ισορροπήσει σε νέα θέση, αυτό επιτυγχάνεται πρόσκαιρα, δημιουργείται νέα κατάσταση ανισορροπίας κ.λ.π.
Αν η ζητούμενη ποσότητα χρήματος δεν είναι ίση με την προσφερόμενη, τα χαρτοφυλάκια ορισμένων οικονομικών μονάδων (νοικοκυριών, επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων) δεν είναι σε ισορροπία.
Τούτο σημαίνει ότι ή η ποσότητα χρήματος που προσφέρεται δεν είναι ίση προς την ποσότητα που η κοινότητα υπό τις δεδομένες συνθήκες επιθυμεί να διακρατήσει ή η ποσότητα αυτή δεν είναι ίση προς την ποσότητα που το τραπεζικό σύστημα επιθυμεί να προσφέρει ή και τα δυο.
Στην περίπτωση αυτή ομιλούμε για νομισματική ανισορροπία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αυτή μπορεί να προκύψει από μεταβολές σε κάθε ανεξάρτητη μεταβλητή των συναρτήσεων ζητήσεως και προσφοράς χρήματος.
Στην κατάσταση νομισματικής ανισορροπίας, οι νομισματικές αρχές πριν επέμβουν, χρειάζεται να μελετήσουν προσεκτικά τις πηγές προέλευσης της ενόχλησης λαμβάνοντας υπ’ όψη όλες τις πιθανές επιδράσεις. Είναι γνωστόν ότι η διερεύνηση των συνεπειών της νομισματικής ανισορροπίας σημαίνει την προσπάθεια καταγραφής της πορείας των μεταβλητών που διαράχθηκαν. Επειδή όμως το χρήμα είναι ένα “μέσον” που διαχέεται σ’ όλην την οικονομία η ανάλυση της νομισματικής ανισορροπίας θα πρέπει να ενταχθεί σ’ ένα γενικό μακροοικονομικό υπόδειγμα του συνόλου της οικονομίας.
Στο κεφάλαιο αυτό θα προσπαθήσουμε να περιορίσουμε την ανάλυση μας, στις μεταβολές στα χαρτοφυλάκια και γενικότερα στις μεταβολές που αφορούν στο νομισματικό επίπεδο.
Αυτό σημαίνει ότι θα αγνοήσουμε τις επιδράσεις στο κοινωνικό προϊόν και στις τιμές, παρότι αυτό είναι το αντικείμενο της νομισματικής θεωρίας. Με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
To σημείο εκκίνησης της νομισματικής διαταραχής θεωρούμε ότι είναι η μεταβολή της “Προσφοράς Χρήματος” δηλαδή το σύνολο των ρευστών διαθεσίμων και ρευστών περιουσιακών στοιχείων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι μιλώντας για μεταβολή του μεγέθους της Προσφοράς Χρήματος εννοούμε τόσο την αύξηση όσο και τη μείωση του μεγέθους αυτού θεωρώντας σύμμετρες τις επιδράσεις του στα νομισματικά ή πραγματικά μεγέθη.
Ομως έχει υποστηριχθεί η άποψη[1] ότι υπάρχει σημαντική “ασυμμετρία” μεταξύ της περίπτωσης αύξησης της προσφοράς χρήματος και της περίπτωσης μείωσης της. Συγκεκριμένα η μείωση της προσφοράς χρήματος φαίνεται ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσει ανακατατάξεις στα ιδιωτικά χαρτοφυλάκια και στη συνολική δαπάνη παρά η αύξηση της προσφοράς χρήματος η οποία αναλόγως των συνθηκών μπορεί να απορροφηθεί ευκολότερα μέσω διακυμάνσεων των επιτοκίων και οι συνέπειες της στο πραγματικό προϊόν να είναι αμελητέες.
Μεταβολή της Προσφοράς Χρήματος
Η μεταβολή της προσφοράς χρήματος προέρχεται από τη δράση της Κεντρικής Τράπεζας. Εξειδικεύοντας αυτή τη δράση, τουλάχιστον στις αρχικές επιδράσεις της, έχουμε τις παρακάτω δυνατότητες:
α) Η Κεντρική Τράπεζα παρεμβαίνει διαμέσου της ανοικτής αγοράς, αγοράζοντας τίτλους. Με τον τρόπο αυτό αυξάνει τα διαθέσιμα των εμπορικών Τραπεζών.
β) Η Κεντρική Τράπεζα εφοδιάζει (δανείζοντας) την Κυβέρνηση με νέο χρώμα για την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
γ) Η Κεντρική Τράπεζα διαμέσου της ανοικτής αγοράς αυξάνει την προσφορά χρήματος για την χρηματοδότηση νέων επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες προγραμματίζονται λόγω αύξησης των προσδοκιών κέρδους.
Οι παραπάνω πράξεις εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας, θα επιδράσουν στις οικονομικές αποφάσεις των δρώντων υποκειμένων, προκαλώντας διαφόρων ειδών αποτελέσματα στην οικονομική λειτουργία του συστήματος.
Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν αν ομαδοποιηθούν σε υποκαταστάσεως, εισοδήματος, περιουσιακά και προσδοκιών.
Ως υποκαταστάσεως θεωρούμε το αποτέλεσμα που προέρχεται από τη διαφοροποίηση της μορφής παρακράτησης ου πλούτου εκ μέρους των οικονομούντων ατόμων.
Τέτοιο αποτέλεσμα έχουμε στην περίπτωση (α) παραπάνω. Βέβαια το αποτέλεσμα υποκαταστάσεως μπορεί να έχει συνέπειες π.χ. μεταβολή στα επιτόκιο, η οποία μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση της κοινωνίας για αύξηση των δαπανών.
Ως εισοδήματος θεωρούμε το αποτέλεσμα εκείνο που έχει άμεσες επιδράσεις διαμέσου της αύξησης της δαπάνης στο εισόδημα [περιπτώσεις (β) και (γ)].
Ως περιουσιακό αποτέλεσμα θεωρούμε εκείνο που μεταβάλλει την αγοραστική αξία των περιουσιακών στοιχείων των οικονομικών μονάδων και είναι συνέπειες του αποτελέσματος υποκαταστάσεως.
Μπορούμε να αναφέρουμε την εξής περίπτωση : η απόκτηση τίτλων στην ανοικτή αγορά από την Κ. Τ. μπορεί να επιτευχθεί λογικά μόνο με την προσφορά ονομαστικής τιμής ανώτερη από την τρέχουσα έτσι ώστε να πεισθούν οι κατέχοντες να πωλήσουν του τίτλους τους. Ετσι τα ρευστά διαθέσιμα τους θα αυξηθούν.
Αυτό είναι ένα περιουσιακό αποτέλεσμα (wealth effect) της αυξήσεως της προσφοράς χρήματος.
Αποτέλεσμα προσδοκιών (expectations effects) έχουμε όταν η αύξηση προσφοράς χρήματος εκ μέρους της Κ.Τ. επιβάλλει στις οικονομικές μονάδες να αξιολογήσουντην πολιτική αυτή σχηματίζοντας προσδοκίες, θετικές ή αρνητικές, σχετικά με την επίδραση της στο προϊόν και στις τιμές.
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ
Η “Νεο-Κεϋνσιανή” Ανάλυση
Το συμφέρον που μπορεί κάποιος να έχει με το να (διατηρεί) παρακρατεί χρηματικά αποθέματα, έχει ένα αντίτιμο, κάποιο κόστος: το κόστος, στην πραγματικότητα, της μη – χρησιμοποίησης των χρηματικών αποθεμάτων, δεσμευμένων κατά κάποιο τρόπο, για την απόκτηση μιας μεγαλύτερης ποσότητας αγαθών ή εναλλακτικών νομισματικών προϊόντων. Ως γενική αρχή οι κάτοχοι του ρευστού χρήματος θα διευρήνουν το σύνολο των ρευστών χρηματικών τους αποθεμάτων μέχρι του σημείου που το παραγόμενο συμφέρον από την παρακράτηση τους καλύπτει τουλάχιστον τα επιπρόσθετα κόστη από το να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους με μια μικρότερη ποσότητα των υπολοίπων αγαθών (πραγματικών ή νομισματικών).
Για να μπορεί να επιτευχθεί αυτό το όριο, ο κάτοχος του χρήματος μπορεί, κατ’ αρχήν, να μεταβάλει την αγορά οποιουδήποτε άλλου αγαθού (νομισματικό, κεφαλαιουχικό, καταναλωτικό . . . ) για να εξισορροπήσει το απόθεμα χρήματος στο επιθυμητό απόθεμα σε σχέση με τις άλλες δυνατότητες χρησιμοποίησης των πόρων.
Γενικά, εάν η επιπρόσθετη χρησιμότητα ενός οποιουδήποτε αγαθού δεν ισοφαρίζει το κόστος της, το βάρος της διαδικασίας προσαρμογής πέφτει, τουλάχιστον αρχικά, στις μεταβολές της δαπάνης των στενών υποκατάστατων του συγκεκριμένου αγαθού.
Εάν η σούπα ντομάτας γίνεται πολύ ακριβή, η «ορθή» απάντηση θα είναι να αγορασθεί λιγότερη ποσότητα σούπας ντομάτας και περισσότερη σούπα κρέατος και όχι λιγότερη ντοματόσουπα και περισσότερες μετοχές.
Ο μηχανισμός μετάδοσης, διαμέσου του οποίου οι νομισματικές επιδράσεις προσδιορίζουν γενικά τις αποφάσεις δαπάνης, θα προσδιορίζεται από τον τρόπο που το κοινό θεωρεί την επαναισορρόπηση του χαρτοφυλακίου του σε απάντηση της ενόχλησης ή της διασάλευσης στις νομισματικές αγορές. Αυτές οι αντιδράσεις και συνεπώς ο μηχανισμός μετάδοσης, εξαρτώνται από εκείνα τα μέσα ή τις ενέργειες που κατευθύνονται σε εκείνα τα μέσα που θεωρούνται στενά υποκατάστατα των χρηματικών ρευστών αποθεμάτων.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των θεωρητικών προσεγγίσεων «Κεϋνσιανού» και «νεο-ποσοτικού» βασίζεται πρωταρχικά στις αποκλίνουσες a priori προσδοκίες στο βαθμό υποκατάστασης μεταξύ χρήματος και άλλων νομισματικών μέσων και μεταξύ νομισματικών μέσων και πραγματικών μέσων.
Είναι πίστη των νεο-κεϋνσιανών ότι τα νομισματικά “αγαθά” και ειδικά τα βραχυπρόθεσμα (με υψηλή ρευστότητα) αποτελούν στενά υποκατάστατα του χρήματος, ενώ τα πραγματικά αγαθά δεν αποτελούν στενά υποκατάστατα.
Την άποψη αυτή την υποστηρίζουν με τα κάτωθι επιχειρήματα
α) τη δυσκολία να οριστεί το σύνολο των μέσων που πραγματικά αποτελούν το απόθεμα χρήματος (δηλ. των όμοιων μέσων κάτω από πολλές πλευρές).
β) η ευκολία και η απλότητα με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί μια θέση ρευστότητας σε κάθε χρονική στιγμή διαμορφωθέντος του χαρτοφυλακίου των νομισματικών μέσων για το σκοπό αυτό.
γ) την ύπαρξη (δημιουργία) μιας τυπολογίας των νομισματικών αγαθών, σύμφωνα με το βαθμό ρευστότητας. Ετσι ιεραρχούνται τα νομισματικά αγαθά από το χρήμα έως τις μετοχές.
Εάν οι νομισματικές αρχές, αύξαναν την προσφορά χρήματος, μέσω πράξεων «Ανοικτής Αγοράς» τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε ανισσοροπία. Για να επανέβρουν την ισορροπία τους, υπολογίζοντας το εναλλακτικό κόστος παρακράτησης των διαφόρων νομισματικών αγαθών, θα γίνει μέσω αγορών των στενών υποκαταστάτων του χρήματος (νομισματικά αγαθά) αρχίζοντας από τα πιο στενά άρα και πιο ρευστά, και όχι με την αγορά ευθέως φυσικών αγαθών.
Αυτές οι ενέργειες θα αυξήσουν τις τιμές των νομισματικών αγαθών, αρχικά των πλέον ρευστών, γεγονός που θα οδηγήσει στη συνέχεια σε αγορά λιγότερο ρευστών κ.λ.π.
Αυτή η «ενέργεια» στις νομισματικές αγορές, θα εξαπλωθεί σχεδόν σ’ όλο το εύρος των αγαθών στις νομισματικές αγορές, μειούμενο σιγά σιγά αλλά αυξάνοντας την «αβεβαιότητα», όσο απομακρύνεται από το αρχικό σημείο ενόχλησης.
Οι Κεϋνσιανοί θεωρούν ότι οι επιδράσεις της προσφοράς χρήματος στη Δαπάνη, εξαντλείται ολοκληρωτικά διαμέσου μεταβολών των επιτοκίων στα νομισματικά αγαθά. Εαν είναι αληθής αυτή η ανάλυση σηματοδοτεί συγκεκριμένα πράγματα για την άσκηση της Οικονομικής Πολιτικής.
Αυτά είναι ότι η Νομισματική Πολιτική μπορεί να παρέμβει κατ’ ευθείαν στον έλεγχο των επιτοκίων αντί της προσφοράς χρήματος.
Βεβαίως, όσον αφορά στο θέμα της άσκησης νομισματικής πολιτικής διαμέσου χειρισμού των «επιτοκίων», θα πρέπει να πούμε ότι είναι τα πραγματικά επιτόκια που επιδρούν στις αποφάσεις για δαπάνη, ενώ οι κυβερνώντες ελέγχουν μόνο το ονομαστικό επιτόκιο. Για να εκτιμηθεί το πραγματικό κόστος ενός δανείου, το ονομαστικό επιτόκιο πρέπει να προσαρμοσθεί σύμφωνα με τις προσδοκίες σχετικά με το μελλοντικό ύψος του επιτοκίου, ôïõò ðéèáíïýò íÝïõò öüñïõò ê.ë.ð.
Επιπροσθέτως στο γνωστό αποτέλεσμα του «Κόστους του Κεφαλαίου», υποστηρίζεται ότι η επίδραση της μεταβολής των επιτοκίων θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης αποτελέσματα «διαθεσιμότητας» και «πλούτου».
Τα αποτελέσματα «Διαθεσιμότητας», είναι γενικώς, το αποτέλεσμα της παρουσίας ανελαστικότητας ορισμένων επιτοκίων και συνεπώς της διαφοροποίησης αυτών των επιτοκίων από τα αντίστοιχα επιτόκια που καθορίζονται ελεύθερα στην αγορά.
Στις περιπτώσεις αυτές η απόκλιση μεταξύ επιτοκίων της αγοράς και των αντίστοιχων ελευθέρως καθοριζομένων μπορεί να επιδράσει στους διαύλους τροφοδότησης.
Το «αποτέλεσμα πλούτου» εμφανίζεται, πάνω απ’ όλα, καθόσον μεταβολές των επιτοκίων μεταβάλλουν την αξία των φυσικών αγαθών. Πέρα από τη θεωρητική προσέγγιση, αμφισβητήθηκε έντονα το πόσο μεταβολές των επιτοκίων έχουν επιδράσεις στις αποφάσεις δαπάνης.
Συνήθως θεωρούν ότι οι αποφάσεις για δαπάνη εμφανίζονται ελάχιστα ευαίσθητες σε μεταβολές των επιτοκίων.
Αυτό μεταφράζεται για τους κεϋνσιανούς ότι η νομισματική πολιτική επιδρά κατά τρόπο ασήμαντο στο επίπεδο της δαπάνης. Αυτή η άποψη ήταν πολύ αποφασιστική για τον προσδιορισμό του τρόπου που ασκήθηκε η νομισματική πολιτική τα χρόνια 1946 – 1976.
Το πρόβλημα που παρουσιάζεται πάντοτε είναι εκείνο της εκτίμησης του επιπέδου των πραγματικών επιτοκίων, από τη στιγμή που μπορεί να παρατηρηθεί μόνον στα ονομαστικά επιτόκια.
Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των «ρευστών μορφών» που θεωρούνται στενά υποκατάστατα του χρήματος, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η αναγκαία μεταβολή των επιτοκίων, σ’ αυτές τις «μορφές», για να επανα-ισορροπήσουν την αγορά χρήματος, μετά από μια αρχική ενόχληση. Συνεπώς, μεγαλύτερο θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα στη δαπάνη, διαμέσου μεταβολών των επιτοκίων (διαμέσου πράξεων ανοικτής αγοράς) για ένα δεδομένο περιβάλλον προσδοκιών.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός υποκατάστασης μεταξύ χρήματος και υπολοίπων νομισματικών μέσων, τόσο μικρότερο θα πρέπει να είναι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα από μια συγκεκριμένη μεταβολή της προσφοράς χρήματος.
Επομένως, θα μπορούσαμε σχηματικά να φανταστούμε στην περίπτωση αυτή μια νομισματική πολιτική η οποία θα χρειάζονταν μεγάλες μεταβολές προσφοράς χρήματος για να επηρεαστεί το επίπεδο των επιτοκίων και συνεπώς το επίπεδο της δαπάνης.
Στην περίπτωση αυτή βεβαίως υπάρχουν αρκετές πρακτικές δυσκολίες που κυρίως εντοπίζονται στην ύπαρξη μιας ευλύγιστης ανεπτυγμένης και αποτελεσματικής τραπεζικής διαμεσολάβησης. Εκτός της τραπεζικής διαμεσολάβησης βεβαίως απαιτείται ένα γενικά ανεπτυγμένο νομισματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο θα εξασφάλιζε μια σταθερότητα στη σχέση μεταξύ του όγκου του χρήματος και των μεταβολών του επιτοκίου.
Εάν υπάρχει υψηλός βαθμός υποκατάστασης μεταξύ χρήματος και άλλων νομισματικών μέσων, ο οποίος θα μπορούσε να εκτιμηθεί με ικανή ασφάλεια, τότε μαι μεταβολή της προσφοράς χρήματος θα μπορούσε να επιφέρει ένα μικρό, αλλά προβλεπόμενο αποτέλεσμα στα επιτόκια των υποκατάστατων νομισματικών μεγεθών.
Εάν τα «άλλα νομισματικά μεγέθη» δεν είναι στενά υποκατάστατα του χρήματος, κατά μέσο όρο, αλλά η συσχέτιση ήταν υποκείμενη σε σημαντικές μεταβολές, τότε οι αλλαγές στην προσφορά χρήματος, θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικές επιδράσεις, αλλά απρόβλεπτες.
Υπάρχει λοιπόν, μια στενή σχέση μεταξύ της υπόθεσης της στενής υποκατάστασης μεταξύ χρήματος και εναλλακτικών νομισματικών μέσων και της σταθερότητας αυτής της σχέσης, και της σπουδαιότητας και της πίστης που μπορεί να αποδωθεί στον έλεγχο του χρηματικού αποθέματος.
Η «Μονεταριστική» Ανάλυση
Στην μονεταριστική ανάλυση το χρήμα θεωρείται ένα μέσον με μοναδικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να θεωρείται υποκατάστατο γενικά όλων των μέσων, πραγματικών και νομισματικών και όχι μόνον ορισμένων νομισματικών.
Σύμφωνα με τη μονεταριστική οπτική η επίδραση της νομισματικής πολιτικής πραγματοποιείται διαμέσου μιας μετρίας αλλά επεκταμένης αλλαγής όλων των προγραμματισμένων δαπανών, τόσο νομισματικού όσο και πραγματικού χαρακτήρα. Η επίδραση των μεταβολών του αποθέματος χρήματος θα είναι συνεπώς πολύ εκτενής, αντί να είναι περιορισμένη στην μεταβολή των επιτοκίων. Μια αύξηση του επιτοκίου π.χ. των εντόκων γραμματίων του δημοσίου, δεν θα πρέπει να προκαλέσει μια σημαντική μείωση της Ζήτησης Χρήματος, καθόσον τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου δε θεωρούνται στενά υποκατάστατα των ρευστών διαθεσίμων.
Οι μεταβολές των επιτοκίων θα πρέπει περισσότερο να επιδράσουν τη σχετική ζήτηση των άλλων «μέσων» της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των πραγματικών «μέσων». Η δαπάνη για την απόκτηση πραγματικών και νομισματικών μέσων, θεωρείται ευαίσθητη στις μεταβολές των αντίστοιχων ειδικών επιτοκίων, οι μονεταριστές, γενικά, θεωρούν ότι το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης ανταποκρίνεται με περισσότερη ευαισθησία σε μεταβολές των επιτοκίων από όσο νομίζουν οι Κεϋνσιανοί.
Η γενική επίδραση της νομισματικής πολιτικής σ’ όλα τα ειδικά επιτόκια τείνει, παρ’ όλα αυτά, να ξεπερασθεί σε κάθε ειδική περίπτωση, από ειδικές θεωρήσεις σχετικές για κάθε μέσο (μεταβολή των προτιμήσεων, ειδικές συνθήκες προσφοράς και ζήτησης σε κάθε αγορά κ.λ.π.) έτσι ώστε δεν είναι δυνατόν να θεωρείται κάθε ειδικό επιτόκιο ως αντιπροσωπευτικό και σημαντικό, της συνολικής επίδρασης της νομισματικής πολιτικής.
Από τη στιγμή που οι μεταβολές της νομισματικής πολιτικής έχουν για γενική επίδραση, η οποία παρατητείται στα πραγματικά επιτόκια, είναι άχρηστο να αναζητείται ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ, που αντιπροσωπεύει το αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής.
Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ μονεταριστών και Κεϋνσιανών συνίσταται στις αποκλίνουσες ερμηνείες του βαθμού που τα διάφορα εναλλακτικά νομισματικά μέσα μπορούν να είναι «στενά υποκατάστατα του χρήματος». Ειδικότερα εάν υπάρχει στενή υποκατάσταση μεταξύ ρευστών και νομισματικών μέσων ή ρευστών και πραγματικών μέσων.
Ας υποθέσουμε ότι οι Νομισματικές Αρχές πωλούν Ομόλογα στην Ανοικτή Αγορά.
Ο καθαρός κεϋνσιανός θα υποστήριζε ότι:
Τα επιτόκια θα υψώνονταν. Δεν θα πρέπει όμως να υψωθούν πολύ, παρότι αυτή η αύξηση στη νομισματική αγορά, θα οδηγούσε τους πολίτες να οργανώσουν τις δουλειές τους με μικρότερη ποσότητα χρήματος. Συνεπώς οι Νομισματικές Αρχές, με τη μείωση της προσφοράς χρήματος, επιτυγχάνουν μια σημαντική επίδραση στις νομισματικές αγορές. Επειδή όμως, οι δαπάνες στον πραγματικό τομέα, δεν επηρεάζονται ευθέως, αλλά εμμέσως από τις αλλαγές στις νομισματικές αγορές, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να περιμένουμε μεγάλη μείωση της δαπάνης.
Ο «καθαρός» μονεταριστής θα ήταν σύμφωνος με το γεγονός ότι τα επιτόκια θα πήγαιναν προς τα άνω από τις πωλήσεις στην «ανοικτή αγορά». Αυτή η αύξηση των επιτοκίων, όμως, δεν θα τείνει στην αποκατάσταση της ισορροπίας με τρόπο ώστε το κοινό να είναι ικανοποιημένο με χαμηλότερη αναλογία μεταξύ αποθέματος χρήματος σε σχέση με το συνολικό εισόδημα ή σε σχέση με τον πλούτο.
Οι αρχικές πωλήσεις των τίτλων, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων, θα προκαλέσουν μονάχα σε μερική ισορροπία βραχυχρόνια στις νομισματικές αγορές. Με άλλα λόγια, λόγω της πτώσης της τιμής τους, το κοινό θα ήθελε να διατηρήσει μια ποσότητα μεγαλύτερη από αυτούς τους τίτλους, γεγονός που θα γινόταν πράξη μέσω των πωλήσεων στην ανοικτή αγορά.
Αλλά το γεγονός αυτό πιθανόν να σημαίνει για το κοινο το εξής: ικανοποιεί την επιθυμία του, λόγω πτώσης των τιμών τους, να παρακρατήσει τίτλους, όμως αυτό του αφήνει λιγότερο ρευστό, πράγμα πιθανόν που δεν επιθυμεί, επομένως θα μπορούσε να προβεί σε πράξεις στην αγορά αγαθών, τέτοιας μορφής ώστε να (ξανα)βρεί την ισορροπία ρευστών ως ποσοστό του εισοδήματος. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της μείωσης της πραγματικής δαπάνης. Ποιά δαπάνη θα μείωνε στην αγορά των αγαθών εξαρτάται από τις αλλαγές των αποδόσεων σ’ όλη την gamma των τίτλων με αφορμή των αρχική χρηματική ενόχληση.
Συνολικά, η νομισματική πολιτική, προκαλώντας μείωση του αποθέματος χρήματος θα πρέπει να προκαλέσει μια ανάλογη μείωση σε κάποιο τμήμα της δαπάνης του συστήματος.
Εν τω μεταξύ, τα επιτόκια, που είχαν «ανέβει», λόγω των πράξεων ανοικτής αγοράς, θα πρέπει να αρχίσουν να «πέφτουν», ως αποτέλεσμα «αντιπληθωριστικό» της στενής νομισματικής πολιτικής σ’ όλη την οικονομία, επηρεάζοντας τόσο τη Ζήτηση Κεφαλαίων (για δάνεια) στις αγορές, όσο και τον πληθωρισμό.
Ετσι εάν τα εναλλακτικά νομισματικά μέσα, ήσαν πολύ στενά υποκατάστατα του χρήματος, η νομισματική πολιτική (υπό την στενή έννοια επενέργειας του αποθέματος χρήματος για μεταβολή των επιτοκίων), θα πρέπει να είναι πολύ ασθενής εάν δεν είναι, θα πρέπει να είναι πολύ ισχυρή. Το πρόβλημα είναι σχεδόν αυτό.
Η επαλήθευση των Διαφορετικών Ερμηνειών
Επομένως το ζήτημα που προέκυψε από την προηγούμενη ανάλυση είναι να βρεθεί ο τρόπος (εμπειρικά) ώστε να εξακριβωθεί η αλήθεια των Δύο απόψεων.
Ο συνηθισμένος τρόπος για να εξακριβωθεί ο βαθμός υποκατάστασης μεταξύ δύο οποιονδήποτε «μέσων» συνίσταται στην παρατήρηση της μεταβολής των ζητουμένων ποσοτήτων των δύο «μέσων» όταν αλλάζει η σχετική τιμή (το επιτόκιο) σ’ αυτά τα «μέσα», με σταθερές τις άλλες συνθήκες.
Στην περίπτωση των ρευστών διαθεσίμων, για τα οποία δεν καταβάλεται διακεκριμένο επιτόκιο, για να εξακριβωθεί εάν το χρήμα (ρευστά) είναι στενό υποκατάστατο άλλων νομισματικών μέσων, ο τρόπος συνίσταται να αναλυθεί κατά πόσον μεταβάλεται το ζητούμενο απόθεμα χρήματος σε απάντηση μεταβολής της τιμής (επιτόκιο) των άλλων νομισματικών μέσων, τα οποία θεωρούνται δυναμικά στενά υποκατάστατα.
Εάν παρατηρηθεί ότι η Ζήτηση Χρήματος μεταβάλεται σημαντικά σε απάντηση μικρών μεταβολών των τιμών (επιτοκίων) των άλλων νομισματικών μέσων, το αποτέλεσμα αυτό θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιβεβαίωση ότι το χρήμα είναι στενό υποκατάστατο αυτών των μέσων.
Δηλαδή, υπολογίζεται η ελαστικότητα του επιτοκίου της Ζήτησης Χρήματος, υποδεικνύοντας την εκατοστιαία μεταβολή του αποθέματος χρήματος συνδεδεμένο σε μια δεδομένη εκατοστιαία μεταβολή των επιτοκίων στις εναλλακτικές μορφές. Υψηλή ελαστικότητα του επιτοκίου υποδηλώνει ότι μια σημαντική εκατοστιαία πτώση των αποθεμάτων χρήματος θα πρέπει κανονικά να συνοδεύει μια μικρή εκατοστιαία αύξηση των επιτοκίων των εναλλακτικών νομισματικών μορφών, συνεπώς εκφράζει υψηλό βαθμό υποκατάστασης.
Οι εμπειρικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, κυρίως στις Η.Π.Α. και Μ. Βρετανία, σε γενικές γραμμές θα μπορούσαν να υπογραμμίσουν τα παρακάτω : υπάρχει μια σχέση σημαντικώς αρνητική μεταξύ μεταβολών των επιτοκίων και μεταβολών των αποθεμάτων χρήματος (δηλαδή, πιο υψηλό το επιτόκιο, πιο χαμηλή θα είναι η ποσότητα των αποθεμάτων χρήματος που συνδέονται με δεδομένο επίπεδο ονομαστικών εισοδημάτων), αλλά η ελαστικότητα της Ζήτησης Χρήματος σε σχέση με το επιτόκιο, παρουσιάζεται πολύ χαμηλή. Με Ζήτηση Χρήματος Μ1.
Το διάστημα στο οποίο κινείται είναι [-01 έως -1]. Η ελαστικότητα -1, σημαίνει ότι αν αυξηθεί το επιτόκιο κατά 10% (π.χ. από 4,0 στο 4,4%, το απόθεμα χρήματος πρέπει να μειωθεί κατά 10%). Εάν η Ζήτηση Χρήματος είναι η Μ2 η ελαστικότητα θα είναι ακόμη χαμηλότερη, γιατί με την αύξηση του επιτοκίου μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων όψεως θα περάσει στις καταθέσεις ταμιευτηρίου. Εάν χρησιμοποιηθούν τα βραχυχρόνια επιτόκια αντί για τα μακροχρόνια επιτόκια επίσης υπάρχει ακόμη χαμηλότερη ελαστικότητα καθόσον οι μεταβολές των βραχυχρονίων επιτοκίων είναι μεγαλύτερες.
Αν χρησιμοποιηθούν δεδομένα (για τα επιτόκια) τριμηνιαία ή ετήσια έχουμε διαφοροποιήσεις. Τούτο σημαίνει ότι οι στατιστικές εξακριβώσεις δεν είναι τέτοιας μορφής, που να καταλήγουν σε μονοσήμαντες εκτιμήσεις. Ομως είναι αρκετές για να συμπεράνουμε, τα παρακάτω, τα οποία είναι γενικώς αποδεκτά: μπορούν να απορριφθούν οι ακραίες θέσεις τόσο των Κεϋνσιανών όσο και των Μονεταριστών.
Η υπόθεση των μονεταριστών είναι ότι η ελαστικότητα της Ζήτησης Χρήματος σε σχέση με το επιτόκιο είναι ΜΗΔΕΝ, έτσι ή επαναϊσορροπία μετά τη μεταβολή των χρηματικών αποθεμάτων, θα πραγματοποιηθεί διαμέσου μεταβολής των ονομαστικών εισοδημάτων.
Η υπόθεση των κεϋνσιανών, δεν υποστηρίζεται επαρκώς, διότι οι τιμές της ελαστικότητας των επιτοκίων είναι πολύ χαμηλές, για να υποστηριχθεί η υπόθεση ότι μια μεταβολή της προσφοράς χρήματος «διαλύεται», μόνο με μικρές μεταβολές των επιτοκίων χωρίς άλλες συνέπειες.
Χώρος Συμφωνίας (Από Εμπειρικές – Στατιστικές διερευνήσεις)
Παρότι οι εμπειρικές έρευνες θα πρέπει να θεωρούνται εκ των πραγμάτων ότι έχουν όρια σ’ αυτό που προσπαθούν να αποδείξουν, δεν μπορούμε εντούτοις να μη λάβουμε υπόψη κατά μεγάλο μέρος έστω και ενδεικτικά τα συμπεράσματα τους σε σχέση πάντα με τις θεωρητικές προσεγγίσεις.
Οι παρακάτω απόψεις, παρόλα αυτά, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από μεγάλη κατηγορία μελετητών.
1) Οι αρχικές επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής παρουσιάζονται κανονικά υπό τη μορφή αλλαγών στις συνθήκες των νομισματικών αγορών. Αλλωστε η άσκηση της νομισματικής πολιτικής κατ’ αρχήν εκεί κατευθύνεται.
2) Δεν είναι αληθές ότι οι πράξεις που κατευθύνονται στη μεταβολή του χρηματικού αποθέματος προκαλούν μόνο μικρή μεταβολή του επιτοκίου χωρίς περαιτέρω επιδράσεις, ούτε ότι η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος μπορεί να μεταβάλεται χωρίς όρια.
3) Οι πωλήσεις (οι αγορές) χρεωγράφων στην «Ανοικτή Αγορά» αυξάνουν (μειώνουν) την οριακή απόδοση τόσο των χρηματικών αποθεμάτων όσο και των χρεωγράφων. Οποιαδήποτε διαδοχική επίδραση στη δαπάνη και στη ζήτηση πραγματικών αγαθών, απορρέει από την προσπάθεια επαναισορρόπησης της συνολικής ισορροπίας χαρτοφυλακίου, κατά τέτοιο τρόπο που οι οριακές αποδόσεις όλων των στοιχείων (νομισματικών ή πραγματικών) να είναι ίσες (οριακή απόδοση). Μ’ αυτή την έννοια η νομισματική πολιτική «μεταφέρεται» πάντα διαμέσου της επίδρασης του επιτοκίου.
4) Είναι δυνατόν η αρχική επίδραση της νομισματικής πολιτικής στα ονομαστικά επιτόκια να τείνει να αντιστραφεί μετά από μια περίοδο. Π.Χ. οποιαδήποτε αύξηση της Ζήτησης φυσικών αγαθών, βοηθούμενη από τα χαμηλότερα ποσοστά απόδοσης των νομισματικών μέσων (συμπεριλαμβανομένων των ρευστών διαθεσίμων), θα ενισχύσει περαιτέρω Ζήτηση Δανείων στις νομισματικές αγορές, σπρώχνοντας έτσι εκ νέου προς τα άνω τα επιτόκια, παράλληλα τα χρηματικά εισοδήματα που δημιουργούνται από αυτές τις δαπάνες θα προκαλέσουν μια περαιτέρω ζήτηση ρευστών διαθεσίμων. Εάν η αυξημένη ζήτηση φυσικών αγαθών οδηγεί σε προσδοκίες πιο γρήγορων ρυθμών πληθωρισμού, η αύξηση των ονομαστικών αποδόσεων, που προήλθαν από την παρακράτηση νομισματικών αγαθών και ρευστών, θα μειωθεί σε πραγματικούς όρους έτσι ώστε η διαδοχική αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη για την επίτευξη ισορροπίας.
5) Η δύναμη της νομισματικής πολιτικής εξαρτάται πρωταρχικά από την ελαστικότητα απάντησης εκείνων που λαμβάνουν τις οικονομικές αποφάσεις – επιχειρ. καταναλ. κ.λ.π. – σε μια απόκλιση μεταξύ των ποσοστών απόδοσης των νομισματικών αγαθών (μέσων), συμπεριλαμβανομένων την απόδοση των ρευστών διαθεσίμων και του ποσοστού απόδοσης των φυσικών αγαθών.
Υπάρχουν ορισμένες εμπερικές μελέτες σχετικά με την ελαστικότητα απάντησης διαφόρων μορφών Δαπάνης – πάγια, εργοστασιακές κατασκευές και κατοικίες, δαπάνες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά κ.λ.π. – που έχουν δείξει, ειδικά για στοιχεία των Η.Π.Α., μεταβολές των ονομαστικών επιτοκίων.
Ομως, παρόλα αυτά, φαίνεται ότι αυτή η ανταπόκριση υπόκειται σε μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις και ως εκ τούτου παρά τη στατιστική σημαντικότητα δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιαστικές.
Η σταθερότητα της εισοδηματικής ταχύτητας του χρήματος
Δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθούν με καθαρό τρόπο ούτε οι πραγματικές αποδόσεις στα παρακρατούμενα μέσα (νομισματικά), στη βάση των οποίων τα οικονομούντα άτομα θα μπορούσαν να αποφασίσουν, ούτε η ακριβής διαδικασία προσαρμογής του χαρτοφυλακίου. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να οπτικοποιηθεί και να μετρηθεί η μετάδοση των αποτελεσμάτων της νομισματικής πολιτικής.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, ο μοναδικός σκοπός της νομισματικής πολιτικής είναι ο επηρεασμός του επιπέδου του ονομαστικού εισοδήματος, δεν είναι αναγκαστικά σημαντικό να παρατηρηθεί και να κατανοηθεί σε κάθε λεπτομέρεια ο μηχανισμός μετάδοσης.
Είναι ικανή συνθήκη να συσχετίσουμε τη μεταβολή των ονομαστικών εισοδημάτων ως απάντηση σε μια προηγούμενη μεταβολή του επιπέδου του αποθέματος του χρήματος.
Συνεπώς το επόμενο βήμα συνίσταται στο να διερευνήσουμε τη στατιστική σχέση που συνδέει ευθέως τις μεταβολές του αποθέματος χρήματος και τις μεταβολές των ονομαστικών εισοδημάτων.
Η Στατιστική Σχεση μεταξύ Αποθέματος Χρήματος και Χρηματικού Εισοδήματος
Σύμφωνα με τους θεωρητικούς που ασχολούνται με τη νομισματική πολιτική όλων των αποχρώσεων, οι κινήσεις του αποθέματος χρήματος και του χρηματικού εισοδήματος παρουσιάζουν στενή συσχέτιση μακροχρονίως.
Παρότι υπάρχουν περίοδοι που η συσχέτιση δεν είναι «σημαντική», (π.χ. τα πρώτα χρόνια του αιώνα στα δεδομένα Η.Π.Α.) εν τούτοις φαίνεται ότι τα δύο μεγέθη κινούνται γενικά με τους ίδιους ρυθμούς.
Η ύπαρξη μιας σημαντικής στατιστικής σχέσης μεταξύ των δύο μεγεθών δε σημαίνει τίποτε για την ύπαρξη ή όχι αιτιακής σχέσης μεταξύ των δύο μεγεθών.
Οι μονεταριστές υποστηρίζουν, ότι το απόθεμα χρήματος (η προσφορά χρήματος) είναι ένα εξωγενές μέγεθος που προσδιορίζεται ανεξάρτητα από τις ενδογενείς μεταβλητές του συστήματος (επιτόκιο, ονομ. εισόδημα, κ.λ.π.). Δηλαδή θεωρούν ότι δεν υπάρχει καμμία επίδραση των χρηματικών εισοδημάτων στην προσφορά χρήματος.
Για μια στιγμή ας δεχθούμε αυτή την υπόθεση. Σύμφωνα με αρκετές εμπειρικές έρευνες, σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι η διακύμανση των (varianza residua) της σχέσης που συνδέει τις μεταβολές του αποθέματος χρήματος και των χρηματικών εισοδημάτων είναι ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ως αναλογία των βραχυχρόνιων αλλαγών αυτών των μεταβλητών – ένα ή δύο τρίμηνα – αλλά πολύ λιγότερο σημαντική ως αναλογία των αλλαγών μακροχρονίως (δύο ή περισσότερα έτη).
Οι παρατηρήσεις αυτές για τους μονεταριστές, επεξηγήθηκαν ως απόδειξη ότι, επιβεβαιώνουν ακόμη περισσότερο την άποψη τους και ειδικότερα ότι η Προσφορά Χρήματος είναι αφενός μεν εξωγενές μέγεθος, αλλά «δύσκολης χρησιμοποίησης» και ως εκ τούτου θα πρέπει να χρησιμοποιείται με σταθερό τρόπο. Εξ ού και η πρόταση τους για σταθερή επέκταση της προσφοράς χρήματος από τη μεριά των Νομισματικών Αρχών.
Η ερμηνεία αυτή των μονεταριστών, προήλθε από εμπειρικές έρευνές των στοιχείων που αφορούν στην οικονομία των Η.Π.Α. Οι εμπειρικές αυτές έρευνες, όπως έχουμε αναφέρει, έδειξαν την ύπαρξη σημαντικής Διακύμανσης (varianza residua) της σχέσης, πάνω απ’ όλα βραχυχρονίως και σε συνδυασμό με την ύπαρξη πιθανών μακροχρόνιων και μεταβλητών χρονικών υστερήσεων στον τρόπο λειτουργίας, εμποδίζει τη νομισματική πολιτική να είναι ένα συμφέρον μέσον άσκησης νομισματικού ελέγχου.
Στην Κεϋνσιανή θεωρία μεταβολές της προσφοράς χρήματος επηρεάζουν αρχικά τα επιτόκια των νομισματικών αγαθών και στη συνέχεια επιδρούν στη ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών (επενδύσεων). Από τη στιγμή που σταθεροποιείται η «Αυτόνομη Δαπάνη»[2], το επίπεδο του χρηματικού εισοδήματος προσδιορίζεται από τη διαδικασία του πολλαπλασιαστή. Δεδομένου ότι η νομισματική πολιτική είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που επιδρούν το επίπεδο της αυτόνομης δαπάνης και ειδικά τις πάγιες επενδύσεις, θα πρέπει, ίσως, να αναμένεται η παρατήρηση μιας στενότερης σχέσης μεταξύ αυτόνομης δαπάνης και χρηματικού εισοδήματος παρά μεταξύ αποθέματος χρήματος και χρηματικού εισοδήματος.
Οι μονεταριστές αντίθετα υποστηρίζουν ότι η δαπάνη κάθε τύπου επηρεάζεται γενικά από τη νομισματική πολιτική (αδιάφορο αν αυτό γίνεται διαμέσου της μεταβολής των επιτοκίων για να καταλήξει στην επαναϊσορροπία του χαρτοφυλακίου). Ετσι, εάν το απόθεμα χρήματος παραμένει το ίδιο, μια αύξηση της ζήτησης ενός τομέα της οικονομίας (αυτόνομο ή όχι, αδιάφορο για τους μονεταριστές) θα εξισορροπηθεί με την πτώση της ζήτησης κάποιου άλλου τομέα.
Η διαμάχη αυτή θα μπορούσε να επιλυθεί ανατρέχοντας στη στατιστική διερεύνηση. Ομως τα αποτελέσματα τέτοιων ερευνών συνήθως δεν δίνουν αποτελέσματα τέτοια που να «λύνουν» αποφασιστικά το πρόβλημα υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.
Το κρίσιμο σημείο είναι η εξακρίβωση της υπόθεσης, του κατά πόσον η προσφορά χρήματος (ή ειδικότερα η Νομισματική Βάση) προσδιορίζεται εξωγενώς. Αν μπορεί να αποδειχθεί αυτό τότε η απλή σχέση συσχέτισης μεταξύ προσφοράς χρήματος και χρηματικού εισοδήματος μπορεί να μετατραπεί σε αιτιακή σχέση.
Ορισμένοι παράγοντες που προσδιορίζονται με τις μεταβολές της προσφοράς χρήματος (Νομισματική Βάση) είναι ενδογενείς. Ετσι μια μεγάλη ανάγκη να ληφθεί δάνειο για τις ανάγκες της Δημόσιας Διοίκησης ή ένα πλεόνασμα του Ισοζυγίου Πληρωμών, τείνουν να αυξήσουν την προσφορά χρήματος. Δηλαδή έχουν κατά κανόνα επεκτατικά χαρακτηριστικά στην οικονομία. Συνεπώς υπάρχουν λόγοι να αναμένεται ότι αυξήσεις των χρηματικών εισοδημάτων συνδέονται με μεταβολές του αποθέματος χρήματος, χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά ένας αιτιακός δεσμός που πηγαίνει από το χρήμα στα χρηματικά εισοδήματα.
Θεωρητικά, μια Κεντρική Τράπεζα μπορεί να ελέγξει την προσφορά χρήματος με πολιτικές πράξεις. Ομως ένα μέσο πολιτικό δεν είναι απαραιτήτως και μια εξωγενής μεταβλητή.
Εάν, μια αύξηση του χρηματικού εισοδήματος υποχρεώνει τους υπευθύνους να μεταβάλλουν την προσφορά χρήματος (Νομισματική Βάση), η ύπαρξη μιας απλής στατιστικής σχέσης μεταξύ κίνησης χρηματικών εισοδημάτων και κίνησης της προσφοράς χρήματος δεν επιτρέπει να διακρίνουμε αιτιακούς μηχανισμούς σύνδεσης. Θα πρέπει να αναλυθούν οι παράγοντες που εμφανώς έχουν οδηγήσει τις αρχές να προκαλέσουν ή να δεχθούν μεταβολές της προσφοράς χρήματος.
Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι ένας από τους στόχους της οικονομικής πολιτικής είναι η μείωση του εύρους διακύμανσης των επιτοκίων, και ταυτόχρονα, να υποστηρίξει μια τάση – εξέλιξη των επιτοκίων που να συνάδει με τη γενικότερη οικονομική πολιτική. Καθόσον ακολουθείται μια πολιτική σταθεροποίησης των νομισματικών αγορών, η προσφορά χρήματος πρέπει να τείνει να μεταβληθεί με τα χρηματικά εισοδήματα – χωρίς αναγκαστικά να έχει αιτιακό αποτέλεσμα στα εισοδήματα.
Μια αύξηση των εισοδημάτων σε σχέση με τα χρηματικά αποθέματα προκαλεί στενότητα ρευστότητας και το κοινό θα οδηγηθεί να πωλήσει νομισματικά αγαθά για να επανέλθει στη θέση ρευστότητας, σπρώχνοντας έτσι προς τα άνω τα επιτόκια, οι αρχές, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό (που εξαρτάται από τη θέληση τους για την εξέλιξη του ύψους των επιτοκίων), θα προχωρήσουν στην απορρόφηση (αγορά) αυτών των νομισματικών μέσων, συνεπώς θα αυξηθεί η προσφορά χρήματος.
Υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες στο γεγονός ότι μεταβολές του επιπέδου ορισμένων θεμελιωδών μεταβλητών στο εσωτερικό του συστήματος (επίπεδο εισοδήματος ή επιτοκίων) έχουν οδηγήσει σε μεταβολές της προσφοράς χρήματος. Στην περίπτωση αυτή η προσφορά χρήματος δεν είναι εξωγενής, και η στατιστική σχέση μεταξύ μεταβολών της προσφοράς χρήματος και μεταβολών των χρηματικών εισοδημάτων δεν μπορεί να παρουσιαστεί από μόνη σαν σημαντική απόδειξη μιας ποσοτικής νομισματικής πολιτικής. Ακόμη, δεδομένου ότι οι στατιστικές σχέσεις που προέρχονται από το παρελθόν, εξαρτώνται από τον ιδιαίτερο τύπό του πολιτικού στόχου που ακολουθείται από τις δημόσιες αρχές στη δεδομένη χρονική περίοδο, δεν προσφέρουν καμμία εγγύηση ότι θα συνεχισθούν και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, εάν η ταχύτητα ήταν αρκετά σταθερή στο παρελθόν, αυτό δεν εγγυάται και τη μελλοντική σταθερότητα, εάν οι δημόσιες αρχές αποφασίζουν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Post hoc, ergo propter hoc?
Υπάρχει επομένως μια διπλή σχέση μεταξύ κινήσεων του αποθέματος χρήματος και των κινήσεων των χρηματικών εισοδημάτων, και οι αιτιακές επιδράσεις πηγαίνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Θα μπορούσαμε όμως να προσπαθήσουμε να απομονώσουμε και να εκτιμήσουμε ξεχωριστά την πυκνότητα των αιτακών σχέσεων.
Θα είναι πιο εύκολο εάν οι αλληλοσχετίσεις δεν είναι ταυτόχρονες, αλλά διαδοχικές. Έτσι, εάν η προσφορά χρήματος αντιδράσει σε μεταβολές των χρηματικών εισοδημάτων με μια δεδομένη υστέρηση χρονική, η εάν τα χρηματικά εισοδήματα αντιδράσουν σε μεταβολές του χρηματικού αποθέματος μόνον με μια χρονική υστέρηση, θα ήταν δυνατό να εξετασθούν ξεχωριστά οι σχέσεις.
Ιδιαίτερα, εάν μεταβολές του χρηματικού αποθέματος προκαλούν μεταβολές στα χρηματικά εισοδήματα, τότε θα πρέπει να αναμένεται ότι μεταβολές της ποσότητας του χρήματος προηγούνται των αναμενομένων μεταβολών των χρηματικών εισοδημάτων για κάποια χρονική περίοδο, η οποία εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια της διαδικασίας μετάβασης.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, μεταβολές του χρηματικού αποθέματος είναι εν μέρει το αυτόματο αποτέλεσμα της μεγένθυσης των αυτόνομων δαπανών – π.χ. των εξαγωγών, των δημοσίων δαπανών ή των επενδύσεων – και εν μέρει εξαρτώνται από την αντίδραση των κυβερνώντων σε πιέσεις των νομισματικών αγορών, τότε θα πρέπει να αναμένεται ότι τα χρηματικά εισοδήματα θα αυξάνουν λιγότερο ή περισσότερο ταυτόχρονα με την αύξηση του χρηματικού εισοδήματος.
Συνεπώς ηεξέταση της χρονικής εξάπλωσης με την οποία οι μεταβολές του χρηματικού αποθέματος ακολουθούν ή προηγούνται, τις μεταβολές των χρηματικών εισοδημάτων θα πρέπει να είναι ουσιαστικής σημασίας για οποιαδήποτε ευθεία προσπάθεια καθορισμού της πρωταρχικής αιτιακής κατεύθυνσης.
Οι έρευνες που έγιναν π.χ. στη Μεγ. Βρετανία (1965 – 1970) έδειξαν ότι κινήσεις του χρηματικού αποθέματος προηγούνται της κίνησης των χρηματικών εισοδημάτων.
Οι συσχετίσεις έδειξαν ότι υπάρχουν δύο μέγιστα σημεία. Υπάρχει μια δυνατή συσχέτιση μεταξύ των δύο σειρών όταν οι σειρές του χρηματικού αποθέματος προηγούνται βραχυχρόνια των χρηματικών εισοδημάτων περίπου κατά 2 – 3 μήνες.
Φαίνεται ότι υπάρχει και μια δεύτερη δυνατή συσχέτιση η οποία αναφέρεται σε μια χρονική υστέρηση πολύ μεγαλύτερη, 4 – 5 τρίμηνα. Οι συσχετίσεις γενικά είναι πιο δυνατές όταν χρησιμοποιούνται οι χρηματικές σειρές υπό τη μορφή Μ2 και όχι Μ1.
Πραγματοποιήθηκαν πολλές ακόμα στατιστικές διερευνήσεις σχετικά με το κατά πόσον προηγούνται οι κινήσεις του χρηματικού αποθέματος των κινήσεων των χρηματικών εισοδημάτων.
Γενικά το σύνολο των εκτιμήσεων έδειξε ότι οι κινήσεις των χρηματικών αποθεμάτων προηγούνται αλλά η χρονική περίοδος είναι πάρα πολύ διαφορετική από μελέτη σε μελέτη.
Το συμπέρασμα είναι ότι στατιστικά υπάρχει η δυνατότητα να υποστηριχθεί ότι οι κινήσεις των Χρηματικών Αποθεμάτων προηγούνται αν και πολύ βραχυχρονίως. Το συμπέρασμα αυτό είναι ικανό να μας δείξει ότι υπάρχει αιτιακή σχέση που ξεκινά από τα Χρηματικά Αποθέματα και καταλήγει στα Χρηματικά Εισοδήματα;
Θα μπορούσαμε π.χ. να υποστηρίξουμε ότι κάθε χρονική σειρά που προηγείται χρονικά κάποιας άλλης η οποία ακολουθεί, είναι και η αιτία αυτής της συσχέτισης;
Σίγουρα υπάρχει στενότατη συσχέτιση μεταξύ επισκέψεων στα τουριστικά γραφεία και ταξειδιών στο εξωτερικό.
Μάλιστα οι πρώτες προηγούνται των δεύτερων. Όμως κανένας δε διανοήθηκε να υποστηρίξει ότι οι πρώτες είναι η αιτία των δεύτερων. Ίσως τις διευκολύνει. Η επιθυμία είναι η αιτία του ταξειδιού. Αναλόγως, η επιθυμία αύξησης της δαπάνης μπορεί να έπεται από μια συσσώρευση χρήματος αναγκαίου για χρηματοδότηση της δαπάνης. Η ζήτηση αυτών των επιπλέον χρημάτων μπορεί να προκαλέσει πιέσεις στις νομισματικές αγορές και συνεπώς οι αρχές επιδιώκοντας να διατηρήσουν τη διακύμανση των επιτοκίων, εντός ενός συγκεκριμένου εύρους, μπορούν εν μέρει να ικανοποιήσουν τη ζήτηση.
Τι, η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει ?
Α) Η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να σταθεροποιήσει το επιτόκιο, εκτός από περιόδους πολύ βραχυχρόνιες. Η αδυναμία αυτή προέρχεται από τη μη – κατανόηση της σχέσης που διέπει το χρήμα και το επιτόκιο.
Υποθέτουμε ότι η Κ.Τ. τίθεται σε κίνηση ώστε να διατηρήσει χαμηλό το επίπεδο του επιτοκίου. Αυτό μπορεί να το επιτύχει αγοράζοντας χρεώγραφα. Συνεπώς οι τιμές τους ανεβαίνουν και οι αποδόσεις τους πέφτουν. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό αυξάνουν τα τραπεζικά διαθέσιμα, οι τραπεζικές πιστώσεις και τέλος η συνολική προσφορά χρήματος.
Διαμέσου αυτής της διαδικασίας, οι Κεντρικοί και λοιποί τραπεζίτες, πιστεύουν ότι αυξάνοντας την ποσότητα χρήματος μειώνονται τα επιτόκια. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Αυτοί παρουσιάζουν την καμπύλη ρευστότητας με αρνητική κλίση. Το κοινό οδηγείται στην παρακράτηση περισσότερης ποσότητας χρήματος, μόνο αν μειωθούν τα επιτόκια. Και οι δύο έχουν δίκιο μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Η αρχική επίδραση της αύξησης της ποσότητας του χρήματος με ένα ρυθμό γρηγορότερο έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί ευκαιριακά το επιτόκιο χαμηλότερο από το επίπεδο που θα ήταν αν δεν είχε συμβεί αυτό. Αλλά αυτή η επίδραση είναι μόνο η αρχή μιας διαδικασίας και όχι το τέλος. Η γρηγορότερη εξάπλωση της ποσότητας χρήματος θα δώσει κίνητρο για δαπάνες, τόσο διαμέσου του χαμηλότερου επιτοκίου στις επενδύσεις όσο και επηρεάζοντας τις άλλες δαπάνες και για το λόγο αυτό επηρεάζοντας τις σχετικές τιμές των ρευστών διαθεσίμων, οι οποίες θα είναι υψηλότερες από αυτό που θα επιθυμούσε το κοινό.
Αλλά η δαπάνη ενός προσώπου είναι το εισόδημα ενός άλλου.
Εισοδήματα σε αύξηση θα προκαλέσουν τρία αποτελέσματα:
- αύξηση της προτίμησης για ρευστότητα, λόγω της αύξησης των συναλλαγών
- αύξηση της ζήτησης δανείων.
- αύξηση των τιμών (άρα μείωση της πραγματικής ποσότητας χρήματος
Δημιουργείται επομένως αντίστροφη διαδικασία αρκετά γρήγορα (λιγότερο από ένα χρόνο) της αρχικής τάσης για μείωση των επιτοκίων. Τα τρία αποτελέσματα (μαζί) σε διάρκεια 1 – 2 έτη θα ξαναφέρουν το επιτόκιο εκεί που θα ήταν αρχικά. Παράλληλα, η εμφάνιση ενός τέταρτου αποτελέσματος θα «σπρώξει» το σύστημα ακόμη πιο μακριά, και θα καταστήσει οριστικά φανερό ότι σε μεγαλύτερη εξάπλωση της προσφοράς χρήματος θα αντιστοιχεί ένα επιτόκιο υψηλότερο και όχι χαμηλότερο όπως προβλέπεται για άλλες συνθήκες [αποτέλεσμα Fischer].
Τούτο διότι το κοινό παρατηρώντας την αύξηση των τιμών θα σχηματίσει προσδοκίες για περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού, άρα τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν (Fischer) για να καλύψουν την άνοδο του πληθωρισμού. Το γεγονός αυτό θα εξαναγκάσει τις νομισματικές αρχές σε διαδοχικές και πιο εκτενείς «πράξεις ανοικτής αγοράς».
Το γεγονός αυτό επεξηγεί γιατί σε αρκετές περιπτώσεις, υψηλά ονομαστικά επιτόκια συναρτώνται με γρήγορες εξαπλώσεις ποσοτήτων χρήματος. Το αντίθετο γεγονός, δηλ. χαμηλά επιτόκια συναρτώνται με στενότητα επέκτασης του χρήματος.
Εμπειρικά γεγονότα, χαμηλά επιτόκια συνδυάζονται με «στενή» νομισματική πολιτική, υψηλά επιτόκια με «εκτατική» νομισματική πολιτική.
Παραδόξως, οι νομισματικές αρχές θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ονομαστικά επιτόκια χαμηλά, εργαζόμενοι προς μια κατεύθυνση αντίθετη από την αναμενόμενη, δηλαδή εφαρμόζοντας μια αντιπληθωριστική πολιτική. Αναλόγως θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ονομαστικά επιτόκια υψηλά διαμέσου μιας πληθωριστικής πολιτικής δεχόμενοι συγκυριακά κινήσεις των επιτοκίων προν την αντίθετη κατεύθυνση από την επιθυμητή.
Αυτή η θεώρηση επεξηγεί όχι μόνον γιατί η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να περιορίσει το ύψος των επιτοκίων, αλλά επίσης το γιατί τα επιτόκια είναι «ψεύτικοι» δείκτες για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Για το λόγο αυτό είναι πολύ σωστότερο να προτιμηθεί ο ρυθμός μεταβολής της ποσότητας του χρήματος. Το γεγονός αυτό είναι μερικώς αποτέλεσμα εμπειρικό και όχι θεωρητικό.
Η απασχόληση ως πληροφοριακό κριτήριο της Νομισματικής Πολιτικής
Ως γνωστόν είναι γενική πεποίθηση ότι μια χρηματική εξάπλωση τείνει να προωθήσει την απασχόληση και μια νομισματική στενότητα να προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Η γενική αυτή πεποίθηση είναι λανθασμένη επειδή δεν λαμβάνει υπόψη της τη μακροχρόνια περίοδο.
Ας θυμηθούμε τον K. Wickell και την έννοια «φυσικό επιτόκιο» και τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί από την έννοια του «επιτοκίου αγοράς».
Οι νομισματικές αρχές (οι τραπεζικές στην κυριολεξία αναφέρει ο Κ.W.) μπορούν να «ρίξουν» το επιτόκιο αγοράς κάτω από το αντίστοιχο «φυσικό» μόνο δημιουργώντας πληθωρισμό, και αντίστροφα, μπορούν να επιτύχουν το αντίθετο αποτέλεσμα μόνο διαμέσου του αντιπληθωρισμού.
Στην ανάλυση που προηγήθηκε ανέτως μπορούμε να κάνουμε αναφορά στη θέση του K. Wicksell με τη μόνη διαφοροποίηση ότι έχουμε εισαγάγει και την άποψη του I. Fisher μεταξύ ονομαστικού και πραγματικού επιτοκίου.
Αυτή η ανάλυση μπορεί να γίνει και για την αγορά εργασίας. Σε οποιαδήποτε στιγμή υπάρχει ένα επίπεδο ανεργίας το οποίο έχει την ιδιότητα να είναι (compatibile) συμβατό με το επίπεδο ισορροπίας σε συνάρτηση με το επίπεδο των πραγματικών μισθών [tassi di salario reali].
Σ’ αυτό το επίπεδο ανεργίας, οι πραγματικοί μισθοί τείνουν κατά Μ.Ο. να αυξάνονται με ένα ποσοστό «φυσικό» secolare, δηλ. με ένα ποσοστό (ρυθμό) που μπορεί να διατηρηθεί απείρως, φθάνει ο σχηματισμός του κεφαλαίου, η τεχνολογική πρόοδος κ.λ.π. να διατηρούν τις μακροχρόνιες τάσεις τους.
Ένα επίπεδο ανεργίας κατώτερο (από το «φυσικό») είναι δείκτης υπερβάλλουσας ζήτησης εργασίας, γεγονός που θα προκαλέσει πιέσεις για αύξηση των πραγματικών μισθών. Ένα επίπεδο ανεργίας υψηλότερο αντιστοίχως είναι δείκτης υπερβάλλουσας προσφοράς εργασίας και θα προκαλέσει πιέσεις για μείωση των πραγματικών μισθών.
Αναγνωρίζεται αμέσως μια στενή αναλογία που υπάρχει μεταξύ αυτής της προσέγγισης και της καμπύλης Phillips>
Η ανάλυση του Phillips έχει ένα βασικό μειονέκτημα, καθόσον δεν διακρίνει μεταξύ ονομαστικών μισθών και πραγματικών μισθών, όπως ακριβώς η ανάλυση του Wicksell δεν διακρίνει μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών επιτοκίων.
Εξυπακούεται ότι η ανάλυση του Phillips αφορούσε έναν κόσμο στον οποίο όλοι προέβλεπαν πως οι ονομαστικοί μισθοί θα παρέμεναν σταθεροί, αναξαρτήτως το τι θα συνέβαινε στις τιμές και στους (πραγματικούς) μισθούς.
Ας υποθέσουμε, αντίθετα, ότι όλοι προβλέπουν ότι οι τιμές θα αυξηθούν με έναν ρυθμό ανώτερο του 75% ετησίως. Στην περίπτωση αυτή οι μισθοί θα πρέπει να αυξηθούν με τον ίδιο ρυθμό για να διατηρηθούν αναλλοίωτοι οι πραγματικοί μισθοί.
Μια υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας θα μετατραπεί σε αύξηση των ονομαστικών μισθών λιγότερο γρήγορη από εκείνη των προβλεπομένων μισθών, και όχι σε μια απόλυτη μείωση των μισθών. Αν οι ασκούντες την οικονομική πολιτική εφαρμόσουν μια νομισματική πολιτική μείωσης του πληθωρισμού π.χ. στο 45%, οι μισθοί θα συνεχίσουν να ανέρχονται υπό την επίδραση των προηγουμένων προβλέψεων με ρυθμό, παρότι μικρότερο από των προηγουμένων ετών, εντούτοις υψηλότερο από τον καινούργιο ρυθμό αύξησης των τιμών (δηλ. το 45%), με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά η ανεργία.
[1] J.R.Hicks: [Critical Essays in Monetary Theory. Oxford University Press 1997. Óåë. 51-53]
[2] «Αυτόνομη Δαπάνη» θεωρούνται γενικά οι Δημόσιες Δαπάνες και οι Πάγιες Επενδύσεις, που δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο σημαντικό και απόλυτο από τις ενδογενείς μεταβλητές του οικονομικού συστήματος.
ΜΑΡΤΙΟΣ 2003