Στην Έκθεση του Διοικητή για το 2023 αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας μας (σ.137):
«Σύμφωνα με την κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (World Competitiveness Ranking, 20.6.2023), η Ελλάδα το 2022 έχασε δύο θέσεις στη συνολική κατάταξη, κατατασσόμενη 49η μεταξύ 64 οικονομιών, θέση όπου βρισκόταν και το 2020.
Η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα βελτιώθηκε οριακά (53η από 55η θέση), αντισταθμίζοντας την οριακή υποχώρηση της αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα (48η από 46η θέση).
Ωστόσο, ως προς τη μακροοικονομική επίδοση κατατάχθηκε 7 θέσεις χαμηλότερα από ό,τι το 2021 (58η από 51η θέση), κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της υπογεννητικότητας και του υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Σύμφωνα με την έρευνα του IMD, τα λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας είναι το περίπλοκο φορολογικό πλαίσιο, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, το αναποτελεσματικό πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας, η παρατηρούμενη χαμηλή ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης και η έλλειψη ισχυρής κουλτούρας για έρευνα και ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το διεθνή δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation
(18.10.2023), ο οποίος εξετάζει πάνω από 40 μεταβλητές φορολογικής πολιτικής, η Ελλάδα κατατάχθηκε και πάλι 25η μεταξύ 38 κρατών το 2022, όπως και το 2021.
Ωστόσο, η επίδοσή της σε απόλυτους όρους κατέγραψε μικρή μείωση, καθώς, σύμφωνα με την έκθεση, επιδεινώθηκαν οι βαθμολογίες της στους φόρους κατανάλωσης και τους διασυνοριακούς φορολογικούς κανόνες, ενώ στους φόρους ακινήτων βελτιώθηκαν. Συγκριτικά καλύτερη θέση συνεχίζει να καταλαμβάνει ως προς τους υποδείκτες φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων (8η και 19η αντίστοιχα), ενώ υστερεί στη φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων (28η) και της κατανάλωσης (33η). Ως κυριότερες αδυναμίες αναφέρεται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα, παρά μόνο μέχρι ένα περιορισμένο ποσό, να συμψηφίσουν τις λειτουργικές τους ζημίες με μελλοντικά κέρδη ούτε επιτρέπεται να συνυπολογίσουν ζημίες στο φορολογητέο εισόδημα προηγούμενων χρήσεων, καθώς και ο υψηλός ΦΠΑ σε μία από τις πιο στενές φορολογητέες βάσεις, η οποία καλύπτει μόνο το 36% της τελικής κατανάλωσης.
Τέλος, η Ελλάδα υποβαθμίστηκε για πρώτη φορά μετά από δέκα έτη προόδου στο δείκτη αντίληψης της διαφθοράς του οργανισμού “Διεθνής Διαφάνεια” (Transparency International Corruption Perceptions Index, 31.1.2024). Υποχωρώντας κατά τρεις βαθμούς, το 2023 κατατάχθηκε 59η μεταξύ 180 υπό εξέταση χωρών και 24η μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ.
Αντίθετα, η Ελλάδα το 2023 επέστρεψε στην κατηγορία “πλήρης δημοκρατία” στο Δείκτη Δημοκρατίας του Economist (15.2.2024) κατατασσόμενη στην 20ή θέση, 5 θέσεις υψηλότερα σε σχέση με το 2022».
Προφανώς στο βασικό ζήτημα της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας,τόσο σημαντικού, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, τα αναφερόμενα αποτελέσματα δείχνουν να έχουν χειροτερέψει επί κυβέρνησης Μητσοτάκη . Σε όρους όμως διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα φαίνεται ότι συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τις περισσότερες προηγμένες χώρες, αλλά και την ΕΕ των 28. Το εγχώριο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι δυσμενέστερο σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες, κυρίως σε όρους σχετικής φορολογίας, σχετικού μη μισθολογικού κόστους, κόστους ενέργειας, κόστους χρηματοδότησης, αλλά και σε όρους θεσμικού πλαισίου που αφορά τη γενικότερη λειτουργία του Δημοσίου αλλά και τη νοοτροπία των Ελλήνων επιχειρηματιών.