Εισαγωγή.
Το Monthly Review συνεχίζοντας την προσπάθεια ανάδειξης και διερεύνησης σημαντικών ζητημάτων που εντάσσονται στο χώρο των πολιτικών ιδεών παρουσιάζει τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας στην οποία τέθηκε το παρακάτω ερώτημα : …… Πώς πιστεύετε ότι η ελληνικότητα εμπεριέχεται σήμερα στην πολιτική στρατηγική των ελληνικών κομμάτων;
Οι ληφθείσες απαντήσεις επιτρέπουν μια κατ’ αρχάς ανάγνωση των βασικών γραμμών του υπάρχοντος προβληματισμού των συμμετεχόντων και συγχρόνως δίδουν τη δυνατότητα εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για το κατά πόσον οι πολιτικοί σχηματισμοί στην Ελλάδα έχουν την ικανότητα αλλά και τη θέληση να ενσωματώνουν στα προγράμματά τους ζητήματα που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν χώρο ιδεολογικής αντιπαράθεσης κοινωνικών δυνάμεων.
Είναι φανερό ότι οι απαντήσεις στο ερώτημα , όπως αυτό έχει τεθεί από τη ΣΕ του περιοδικού, δεν προϋποθέτουν την αποδοχή κάποιου συγκεκριμένου περιεχομένου της έννοιας της ελληνικότητας ούτε βεβαίως αυτή καθ’ αυτή την αποδοχή της έννοιας. Οι φορείς των απαντήσεων χρειάζεται να τοποθετηθούν επί αυτού του ζητήματος ως προϋπόθεση των απαντήσεών τους. Παρέχεται ως εκ τούτου η δυνατότητα οι απαντήσεις να κινηθούν σε ολόκληρο το υπάρχον φάσμα χωρίς περιορισμούς και προκαταλήψεις.
Επίσης ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα επιζητεί τη μεταφορά της συζήτησης στο παρόν της σύγχρονης πολιτικής και πολιτιστικής σκηνής. Ουσιαστικά θα μπορούσε να διατυπωθεί και με τον παρακάτω τρόπο: Τι σημαίνει η ελληνικότητα (με την προϋπόθεση της αποδοχής της έννοιας) ως πολιτική συμπεριφορά στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα; Με τη διευκρίνιση αυτή προκύπτει ευλόγως το ζήτημα της διερεύνησης του πολιτικού με το πολιτιστικό (και όχι μόνο) σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός παγκοσμιοποιείται εν μέσω οικονομικών κρίσεων , πολεμικών συγκρούσεων και κοινωνικών αναταραχών.
Ιστορική διαδρομή της έννοιας .
Το ζήτημα της ελληνικότητας επανέρχεται κατά καιρούς και έχει απασχολήσει την πολιτιστική παραγωγή και την πολιτική ζωή της νεότερης Ελλάδας. Η έμφαση στην αναζήτηση ή στη διεκδίκηση της «ελληνικότητας» , σε διάφορες ιστορικές περιόδους , δείχνει νομίζουμε με σαφήνεια ότι μέχρι σήμερα εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό ένα πρόβλημα του οποίου η επίλυση , αν μη τι άλλο παραμένει μετέωρη , υποδηλώνοντας την ύπαρξη συγκρουσιακών καταστάσεων σε ζητήματα εθνικής ιδιοπροσωπίας και γνήσιας εγγενούς παράδοσης.
Ως έννοια η ελληνικότητα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα σε μια περίοδο αναζήτησης της ιστορικής συνείδησης ή ταυτότητας των Ελλήνων και αποτέλεσε έκτοτε, κατά καιρούς, αντικείμενο έντονων συζητήσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διανοουμένων της χώρας μας.
Είναι γνωστό ότι η λέξη «ελληνικότητα», σύμφωνα με τον Στέφανο Κουμανούδη , εισάγεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 από τον Κωνσταντίνο Πωπ και ο Πολυλάς την πρωτοεισάγει το 1860 στην απάντησή του προς τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της Σολωμικής ποίησης[1]. Όμως παρακολουθώντας τις ιστορικές εξελίξεις του 19ου αιώνα, , οι εξάρσεις στη συζήτηση περί ελληνικότητας σχετίζονται ουσιαστικά αφενός με τις προσπάθειες δημιουργίας και σταθεροποίησης του νέου ελληνικού έθνους . Από τον καιρό του Σολωμού το ζήτημα της ελληνικότητας επανέρχεται σταθερά ως αντικείμενο προβληματισμού και δημόσιου διαλόγου, σε βαθμό που να καθιερώνεται ως διακριτικό στοιχείο της νεοελληνικής κουλτούρας. Με μια διαφορά: στη νεοελληνική ιστορία των ιδεών εμφανίζεται ως πρόβλημα πολιτισμικό, όχι πολιτικό. Κατά τον 20ου αιώνα η συζήτηση επικεντρώνεται με προβλήματα που έχουν σχέση με την εξάπλωση και την ένταξη της Ελλάδος στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον.
Συγκεκριμένα θα μπορούσαν να αναφερθούν επιλεκτικά οι ακόλουθες χαρακτηριστικές περιπτώσεις έξαρσης της συζήτησης.
– Ως πρώτη περίπτωση μπορεί να αναφερθεί ο Αδαμάντιος Κοραής , ο οποίος στην περίφημη διάλεξή του προς το γαλλικό κοινό το 1804 επιχειρούσε έναν παραλληλισμό αρχαίας και νεότερης Ελλάδας για να κερδίσει τη συμπάθειά του προς τους συμπατριώτες του. Πρόκειται για τη σύνδεση του προβλήματος του Διαφωτισμού με το πρόβλημα της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων. Επίσης σε παλαιότερα κείμενά του σχετικά με την κατάσταση του ελληνισμού, όπως με το κείμενό του Αδελφική Διδασκαλία αντιτάχθηκε στις συντηρητικές θέσεις της Πατρικής Διδασκαλίας, η οποία αντιδρούσε απέναντι στον Διαφωτισμό και την πνευματική πρόοδο και υποστήριζε την Οθωμανική κυριαρχία. Ο Κοραής φοβούταν ότι όσο η Ελλάδα παραμένει ξένη προς τον Διαφωτισμό και δέσμια των «καλογήρων», οι φωτισμένοι Ευρωπαίοι δεν θα την υπολήπτονται και θα ακολουθούσαν φιλοτουρκική πολιτική, ενώ αντίθετα μια φωτισμένη Ελλάδα θα ενέπνεε και στους Ευρωπαίους στάση αντιτουρκική.[2] Επίσης με το κείμενό του Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως της Ελλάδος προσπάθησε να τονώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για την απελευθέρωση και να ενισχύσει την αγωνιστική διάθεση.
– Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή του Κ. Παπαρρηγόπουλου και άλλων ιστορικών οι οποίοι προσπάθησαν να ανασκευάσουν τους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συνέδεσε ιστορικά την αρχαιότητα τη νεότερη Ελλάδα μέσω του Βυζαντίου. Τις ίδιες απόψεις είχε υποστηρίξει νωρίτερα ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στην Εισαγωγή του στον τόμο της έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών, το 1852. Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο ο ελληνισμός δεν έσβησε ολοκληρωτικά με την ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. αλλά συνέχισε να υπάρχει και μάλιστα κατόρθωσε να αναγεννηθεί με τη σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν ήταν εκφυλισμένο υπόλειμμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους αλλά αποτελούσε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εναρκτήριο σημείο του Νέου Ελληνισμού προσδιόρισε το 1204, δηλαδή την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Διαφώνησε με τον ιστορικό Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, ο οποίος στα έργα του Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον μεσαίωνα (1830) και στο « Περί της καταγωγής των συγχρόνων Ελλήνων» (1835) υποστήριζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε εξαφανιστεί τον 6ο μ.Χ., ύστερα από την κάθοδο σλαβικών φύλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους. Είναι γνωστό ότι όταν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δημοσιοποίησε την πρώτη μορφή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, το 1853, στους περισσότερους λόγιους επικρατούσε η άποψη ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ένα κράτος, στο οποίο κυριαρχούσε η θρησκοληψία και η δεισιδαιμονία. Μια άλλη μερίδα ιστορικών, με κύριο εκπρόσωπο τον Κ. Τσοποτό, θεωρούσαν ότι οι ελληνικές κοινότητες ήταν προϊόν του οθωμανικού φορολογικού συστήματος και ότι δεν υπήρχε κανένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις κοινότητες του Βυζαντίου και της Νεότερης Ελλάδας. Επίσης είναι γνωστό ότι μεγάλη μερίδα λογίων της εποχής κατέκρινε την προσπάθεια του Παπαρρηγόπουλου να «ενσφηνώσει» το Βυζάντιο, ανάμεσα στην αρχαία και νεότερη Ελλάδα. Αναφέρουμε ως παράδειγμα τον Στέφανο Κουμανούδη ο οποίος το 1853, λίγους μήνες μετά την έκδοση της μονότομης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, σε δημοσίευμά του στράφηκε εναντίον όσων εξέφρασαν απόψεις για την σημασία του Βυζαντίου, αναφερόμενος στον Παπαρρηγόπουλο, τον Ζαμπέλιο. Ο Κουμανούδης μάλιστα χρησιμοποιούσε τον όρο «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειος σχολή» όταν αναφερόταν επικριτικά στις απόψεις του.
– Όμως η συζήτηση περί ελληνικότητας ,τον 20ο αιώνα συνδέθηκε κατεξοχήν με τη γενιά του ’30. Η επαναφορά της συζήτησης περί ελληνικότητας δεν θα πρέπει να μην συνδέεται με τα συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ελληνική επικράτεια την περίοδο μεταξύ του 1907 και του 1936. Η κατάληξη της σημαντικής αυτής περιόδου σηματοδοτεί την τελική αποτυχία της εθνικής αστικής τάξης να ηγεμονεύσει στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, δίνουν το έναυσμα στη γενιά του ’30 να επεδιώξει μια νέα σύνθεση της ελληνικής παράδοσης σε επαφή και με διάλογο με τις ευρωπαϊκές φόρμες του ύστερου μοντερνισμού , να ανανεώσει με σχετική επιτυχία την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, οι οποίες, για πρώτη ίσως φορά, απέκτησαν οικουμενικές φιλοδοξίες και στόχευση. Την περίοδο του Μεσοπολέμου οι συζητήσεις σχετικά με την ελληνικότητα αφορούσαν κυρίως το χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης, καθώς γνωστοί δημιουργοί της εποχής εκείνης θέλησαν με το έργο τους να αναδείξουν την ιδιαιτερότητα του Έλληνα ανθρώπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε στη μακραίωνη ιστορική του πορεία, να προβάλουν δηλαδή το άλλο, το «αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης, απαλλαγμένο από τις φιλελληνικές και ανθελληνικές παραμορφώσεις της Δύσης. Για τους προοδευτικούς Έλληνες διανοούμενους του Μεσοπολέμου, ελληνικότητα σήμαινε, πάνω απ’ όλα, επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας, ιστορίας και καθημερινότητας, φύσης, αισθητικής και τρόπου ζωής.
– Το ζήτημα της ελληνικότητας επανήλθε με δριμύτητα στα ελληνικά δρώμενα την τελευταία περίοδο κατά την οποία έχουν συμβεί δύο σημαντικές εξελίξεις , πρώτον η παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται και δεύτερον η ένταξη και η σταδιακή ενσωμάτωση της Ελλάδας , με πολύ συγκεκριμένους όρους ,στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμφανίζεται έτσι εκ νέου και μάλιστα σε πραγματικούς – πολιτικούς όρους το ερώτημα : σήμερα, σε μια «ενοποιούμενη με πολύ συγκεκριμένους όρους » Ευρώπη και έναν παγκοσμιοποιούμενο κόσμο, πώς ορίζεται και ποια είναι η θέση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας για την ελληνική πολιτική; Στην κυρίαρχη οπτική το θέμα αυτό τίθεται μέσα στο παραμορφωτικό πλαίσιο ενός εξωγενούς κώδικα της διεθνούς πολιτικής συγκυρίας, που ορίζεται από την πολωτική αντίθεση ανάμεσα σε «εθνικισμό» και «παγκοσμιοποίηση». Και σ’ αυτό το πλαίσιο, η έννοια της εθνικής ταυτότητας έχει υποστεί άγρια κακομεταχείριση δεδομένου ότι η επικυρίαρχη άποψη είναι αυτή της πολιτιστικής ομογενοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας εκδοχής των διεθνών εξελίξεων. Η σταδιακή αλλά σταθερή ενσωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας στο νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΕΕ, σηματοδοτεί υπό μία έννοια το τέλος της εθνικής εξαίρεσης. Η διαδικασία αυτή «διαβάζεται» με διαφορετικό τρόπο από τις πολιτισμικές λογικές που διαμορφώθηκαν, ωθούμενες κυρίως από την προσπάθεια. ερμηνείας της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου .
Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι στις δύο πρώτες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν η συζήτηση επικεντρώνεται στην προσπάθεια ανασκευής απόψεων που έρχονται κυρίως από την Ευρώπη και από το διεθνές περιβάλλον γενικότερα. Πρόκειται για αμυντικές απαντήσεις και αντιδράσεις σε εξωτερικές προκλήσεις με στόχο την ανάδειξη της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και ιδιαιτερότητας και την κατοχύρωση της ελληνικής συνείδησης ή ταυτότητας. Μάλιστα στα δύο πρώτα σχήματα η όλη προσπάθεια έγκειται όχι στη δημιουργία ενός ελληνικού μύθου αλλά λειτουργούν είτε παθητικά στην υιοθέτηση ενός τρόπου αντίληψης που έχει κατασκευάσει η Ευρώπη για το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας , είτε αμυνόμενα στην αμφισβήτηση της φυλετικής καθαρότητας.
Στο τρίτο σχήμα η όλη προσπάθεια διέπεται από ένα επιθετικό πνεύμα κατατείνοντας στην ανάδειξη των βαθύτερων και αναλλοίωτων στοιχείων της ελληνικής ιδιοπροσωπίας με στόχο το γόνιμο και ισότιμο διάλογο με την Ευρώπη και τον Κόσμο.
Στο τέταρτο σχήμα διαφαίνεται μια αμηχανία και μια αδυναμία ανάδειξης εκείνων των στοιχείων που «εν τοις πράγμασι» μπορούν να αποτελέσουν τον χώρο συστηματικής περιχάραξης της έννοιας της ελληνικότητας στις παρούσες συνθήκες με αποτέλεσμα την εμφάνιση ακροτήτων και ως εκ τούτου την μεταξύ τους οξεία αντιπαράθεση . Επίσης εδώ είναι οι πολιτικές επιλογές τροφοδότες της συζήτησης. Πάντως εν κατακλείδι , θα υπογραμμίζαμε ότι αυτή η αγωνιώδης και διαρκής αναζήτηση προσώπου, η οποία διατρέχει όλον τον εικοστό αιώνα, η εθνική μας ανασφάλεια και το άγχος της ελληνικότητας, επιτείνονται από τη σημερινή «παγκόσμια αταξία», τις συζητήσεις για τις «ετερότητες», τις πολιτισμικές, φυλετικές και εθνοτικές ταυτότητες.
Βασικά θεωρητικά σχήματα προσέγγισης της ελληνικότητας.
Από τις δοθείσες απαντήσεις μπορούν να συναχθούν τα παρακάτω θεωρητικά σχήματα προσέγγισης που υποβαστάζουν την έννοια της ελληνικότητας.
-Το πρώτο θεωρητικό σχήμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νεορομαντικό ή οργανικό. Είναι το σχήμα που σημαδεύεται ανεξίτηλα από ένα κυρίως λόγιο νεορομαντισμό, από μια νεορομαντική αυθεντικότητα. Προϋποθέτει κατ’ αρχάς το συνολικό παρελθόν ως ζωντανό παρόν με την έννοια ότι στα νεότερα πολιτιστικά φαινόμενα μπορούν να ανεβρεθούν στοιχεία και ίχνη του παρελθόντος. Τα στοιχεία αυτά δεν «ανήκουν» μόνο στο φαντασιακό του ελληνικού λαού αλλά είναι στοιχεία υλικά και μπορούν να ανιχνευθούν σε ποικίλες εκδηλώσεις . Βρίσκονται ενσωματωμένα σε οντολογικά χαρακτηριστικά του έλληνα αλλά είναι επιμελώς σκεπασμένα από τον κουρνιαχτό των ιδεολογικών και όχι μόνο κατακτητών του έθνους και αρκεί μια συστηματική και επιμελής ιδεολογική ανασκαφή για να έρθουν στην επιφάνεια και να αποτελέσουν πάλι τη μοναδική διέξοδο του ελληνικού έθνους. Πρόκειται για τη χαμένη ή καλλίτερα σκεπασμένη αυθεντικότητα. Για μια νοσταλγία για το δοξασμένο παρελθόν που όμως δεν θέλει να παραμείνει ως τέτοια αλλά επιθυμεί να χειραγωγήσει το μέλλον. Στον πυρήνα αυτού του νεορομαντισμού βρίσκεται η πεποίθηση ότι το πλέον βαθύ, ουσιώδες και δεσμευτικό επίπεδο της συλλογικής ύπαρξης ενός λαού είναι ένας βιωματικός ιστός που υφαίνεται έξω από τη «ρηχή» σφαίρα της πολιτικής και των κοινωνικών αγώνων για την εξουσία, ένα ψυχικό και συναισθηματικό έδαφος που καμιά ιδεολογία, κανένας θεσμός και καμία μορφή οργάνωσης δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν ή να μετασχηματίσουν. Εδώ συναντά κανείς αυτούσια την παλαιά αντίληψη που αντιδιαστέλλει τη βαθιά ψυχή του έθνους στις ψυχρές ιδεολογίες του κράτους, τα πολύτιμα κοιτάσματα της γλώσσας και της αίσθησης του ανήκειν στη διαβρωτική επίδραση των εξωτερικών επιρροών. . Η Ελλάδα ή, όπως λέγεται συχνά, ο «τόπος» μετατρέπονται σε μιαν ουσία στη βάση της οποίας όλοι οι άλλοι προσδιορισμοί, όλες οι άλλες διαιρέσεις και σύνθετες απορίες προβάλλουν ως ισχνά και παροδικά επιφαινόμενα.
– Το δεύτερο θεωρητικό σχήμα (Η κυρίαρχη πολιτιστική λογική , στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ που άσκησαν την εξουσία την συγκεκριμένη περίοδο) είναι αναμφισβήτητα αυτή που αναφέρεται στον εκσυγχρονισμό και κατά συνέπεια στο μοντερνισμό. Η άποψη αυτή δέχεται κάθε «νεωτεριστικό» άνοιγμα στο διεθνές περιβάλλον ως σημάδι προόδου και επίτευξης του οικουμενικού οράματος του Διαφωτισμού όπως ο τελευταίος διαβάζεται από τους ντόπιους εκσυγχρονιστές. Η άποψη αυτή συνάδει με την αντίληψη που υποστηρίζει την ολοκλήρωση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας ως πρωταρχικό καθήκον αρνούμενη να αντιληφθεί ότι το μοντέρνο σήμερα δεν είναι παρά «ένα εκβλάστημα του μεταμοντέρνου» και η όποια λειτουργία ή χρησιμότητα του είναι να υποβοηθήσει την αποτελεσματικότερη λειτουργία της μεταμοντέρνας κοινωνίας, , η οποία αντιμετωπίζει κάθε τι το μεταμοντέρνο ως ευκαιρία απόδρασης από τα βάρη και τα πάθη του παρελθόντος επιδιώκοντας να βιώσει μόνο το παρόν.
Σε αυτό το σχήμα καθετί που αναφέρεται σε εθνικό και σε ελληνικότητα χρειάζεται να υποταχθεί στις διαδικασίες «της προόδου» όπως αυτές προσδιορίζονται από την αναπόδραστη κίνηση των νόμων της καπιταλιστικής κοινωνίας , είτε με τη μορφή της νεωτερικότητας είτε της μετανεωτερικότητας, οι οποίοι νόμοι είναι ά-χρονοι και μη υπαγόμενοι σε ιστορικότητα. Το φιλελεύθερο όραμα ενός επερχόμενου κόσμου χαρακτηριζόμενου από παγκόσμιες και οικουμενικές αξίες είναι κυρίαρχο υποτάσσοντας στο πέρασμά του όλες της εθνικές ιδιομορφίες και τα εθνικά χαρακτηριστικά . Η πολιτιστική και πολιτισμική ομοιομορφία θα είναι το αποτέλεσμα της εξάπλωσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της «δημοκρατίας» που αυτό «μόνο» μπορεί να προσφέρει. Το εθνικό όχι μόνο υποτάσσεται στο παγκόσμιο εν τοις πράγμασι αλλά οφείλει να επιταχύνει την υποταγή αυτή. Η αποψίλωση του εθνικού κράτους από ότι το καθιστούσε εθνικό αποτελεί πρόοδο για την ανθρωπότητα.
Η ανάγνωση της παγκοσμιοποίησης ως «φυσικής» διαδικασίας αναδεικνύει ως κυριότερη πολιτική στρατηγική αυτή της «προσαρμογής». Η επιτυχής προσαρμογή στις αναπόφευκτες εξελίξεις εντάσσει μια χώρα στο στρατόπεδο αυτών που κερδίζουν από την παγκοσμιοποίηση. Η ανάγνωση της παγκοσμιοποίησης ως φυσικής διαδικασίας και η στρατηγική της «προσαρμογής» αποτελούν τη βάση λειτουργίας των μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών καθώς και την απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας του μεταμοντερνισμού ως πολιτιστικής πρόσληψης της μετανεωτερικότητας του ύστερου καπιταλισμού.
– Η Τρίτη προσέγγιση έχει ως γεννήτορα την αντίληψη που διαμόρφωσε η λεγόμενη γενιά του 30. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη το παρελθόν προϋποτίθεται ως παρουσία στο παρόν ως μια υφολογική και αισθητική συνέχεια. Έχει μια αρχετυπική λειτουργία ως μια δομή βάθους που κάθε φορά ανανεώνεται και μετασχηματίζεται προκαλώντας μια συνεχή αναδημιουργία στον εαυτό του. Έτσι υπάρχει η αναφορά στην παράδοση χωρίς να αποκλείεται η γόνιμη ανανέωση με αποτέλεσμα τη σχετικοποίηση του παρελθόντος και την πρόταξη ως ενδιαφέροντος το παρόν.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όχι μόνο των αγορών αλλά και των πολιτισμών, κατά την οποία επιταχύνεται η ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών και κειμένων, αποτελεί ουτοπία η σκέψη ότι ένα κράτος-έθνος μπορεί να παραμένει αύταρκες, στραμμένο και αναδιπλωμένο στον εαυτό του. Απέναντι στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και τον αυτάρεσκο εθνικισμό, που πολλές φορές φτάνει στα όρια του φονταμενταλισμού, πρέπει να αναζητήσουμε τη διαλεκτική ένταση του τοπικού με το παγκόσμιο. Ο ελληνικός πολιτισμός δεν διαμορφώθηκε με κλειστά σύνορα αλλά μέσα από τη διαφορά, τη σύγκριση και τον αδιάκοπο εμπλουτισμό του με το ξένο. Η προσέγγιση του κόσμου συμβαίνει μέσα από την τοπική ταυτότητα, από τις ιδιαίτερες αγάπες που έχει ο καθένας διαμορφώσει και που συνιστούν ομόκεντρους κύκλους –οικογένεια, γειτονιά, πόλη, περιοχή– ο μέγιστος των οποίων είναι η ανθρωπότητα. Έτσι ενώ παραμένει η πίστη στην οντολογική διάρκεια του ελληνισμού , η ελληνικότητα προκύπτει κυρίως διαισθητικά από συνεχείς ανασχηματισμούς του παρελθόντος.
– Η τέταρτη θεωρητική προσέγγιση που προκύπτει από τις απαντήσεις είναι αυτή που προβάλλει πρωταρχικά την έννοια της ταξικής σύλληψης των πολιτιστικών δεδομένων.Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη αυτό που ονομάζεται «εθνικό», «ελληνικό», «πατριωτικό» κ.λπ. δεν διαβάζεται από όλους το ίδιο. Σε επίπεδο μάλιστα συμφερόντων τάξεων, η προσέγγιση του «ελληνικού», του «πατριωτικού», του «εθνικού» για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα από τη μια μεριά, και για την αστική τάξη, το μονοπωλιακό κεφάλαιο από την άλλη, είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα. Η συζήτηση περί της ελληνικότητας στο χώρο της ιστορίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας χρησιμοποιείται από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, για να υπηρετήσει τους στόχους και τους σκοπούς συγκεκριμένων συμφερόντων: συμφερόντων της αστικής τάξης της χώρας, της οικονομικής ολιγαρχίας, τα οποία, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, υπηρετούνται και από τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με τις μορφές του αστικού εθνικισμού και του αστικού κοσμοπολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιούνται, εξηγούνται και λειτουργούν για τη στήριξη της καπιταλιστικής καταπίεσης, σε βάρος του λαού, όπως παλιότερα στήριζαν και ενίσχυαν την καταπίεση των φεουδαρχών ή, ακόμη πιο πίσω, των δουλοκτητών. Η συγκεκριμένη έννοια ως κατηγορία διαμορφώθηκε, σύμφωνα πάντα με αυτή την αντίληψη, μέσα από τις διαδικασίες εθνικής ταυτοποίησης που συνόδευσαν την ανάδυση του νεοελληνικού κράτους-έθνους και τα μεγάλα ιστορικά τραύματα της: την αδυνατότητα ολοκλήρωσης των προταγμάτων της επανάστασης του 1821 και προπαντός τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι ακριβώς η βίαιη είσοδος της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική εποχή, με σταθμό την καταστροφή του 1922, εκείνη που φέρνει την ελληνικότητα στο επίκεντρο της συζήτησης στη λογοτεχνία και την Τέχνη – αλλά όχι μόνον εκεί. Είναι μια πρώτη αντίδραση στη φύση της εποχής, στο ρόλο των ιμπεριαλισμών πάνω στις τύχες των λαών, γεγονός που δίνει κατ’ αρχήν ένα χαρακτήρα λαϊκό ή κι αντι-ιμπεριαλιστικό στην εκδοχή της ελληνικότητας, την ορατή σ’ ορισμένους ιδιαίτερα δημιουργούς της δεκαετίας του ’30, κάτι που θα ενταθεί στις συνθήκες της Κατοχής και της Αντίστασης. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η κατηγορία της «ελληνικότητας» με τον υπερταξικό της χαρακτήρα δεν ξεπερνά τον ορίζοντα μιας αυτόνομης, χωρίς καταστροφικές ξένες επεμβάσεις, ανάπτυξης της χώρας μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια.
Όσοι ανυψώνουν την ελληνικότητα σε μεταφυσική ρυθμιστική αρχή των πάντων, μιλούν «για ένα πουκάμισο αδειανό», για μια ελληνικότητα-φάντασμα
Η ελληνικότητα είναι περιγραφική ή αξιολογική έννοια ;
Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το ερώτημα αν η ελληνικότητα είναι μια περιγραφική ή μια αξιολογική έννοια. Και εδώ είναι φανερό ότι από τις απαντήσεις υπάρχει ένας διχασμός.
Αν δεχθούμε ότι η λέξη σημαίνει την αίσθηση που παράγεται από εκείνα τα στοιχεία που βιώνονται και αναγνωρίζονται, σε κάθε εποχή, ως ελληνικά – στοιχεία που είναι διαφορετικά ή δεν είναι τα ίδια με τα στοιχεία που συνθέτουν την αίσθηση και το βίωμα των ανθρώπων ενός άλλου έθνους ή μιας άλλης χώρας τότε ανεπιφύλακτα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η έννοια ελληνικότητα είναι περιγραφική και όχι αξιολογική. Το περιεχόμενό της είναι κάτι που υπάρχει και που το αισθάνεται κανείς, όπως το περιεχόμενο των εννοιών ιταλικότητα, αγγλικότητα, ισπανικότητα κτλ.
Δεν υπάρχει απολύτως κανένας τρόπος να γίνει δυνατή μια οποιαδήποτε αξιολόγηση του περιεχομένου των παραπάνω εννοιών. Συγχρόνως ο περιγραφικός τρόπος αντιμετώπισης της έννοιας στο εσωτερικό της χώρας επιτρέπει ο καθένας να δηλώνει απερίφραστα και δίχως ενδοιασμούς το πώς την αντιλαμβάνεται.
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη που αντιλαμβάνεται με αξιολογικό τρόπο την έννοια της ελληνικότητας θεωρώντας την ως μια ουσία υπερβατική ή ανώτερη από τα άλλα εθνικά βιώματα, όπως πιστεύουν οι ελληνοκεντρικοί. Είναι γνωστές οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες οι έλληνες έχουν θέσει και αντιμετωπίσει όλα τα ζητήματα του πνεύματος αλλά και της πολιτικής διαβίωσης των ανθρώπων και ότι αποτελούν το κέντρο της ανθρωπότητας. Επίσης καλό θα ήταν να θυμηθούν ότι η αξιολογική προσέγγιση της ελληνικότητας ήταν αυτή που πολύ πρόσφατα διαίρεσε με ψυχροπολεμικό τρόπο την ελληνική κοινωνία σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους εθνικόφρονες και τους κομμουνιστές. Ότι η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη ήταν η «υπαρκτή» μορφή της ελληνικότητας. Ότι χωρίς να είναι η ιδέα (της ελληνικότητας) αποκλειστική αιτία για ό,τι μεταπολεμικά επακολούθησε, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποσυσχετισθεί της κατασκευής ενός σκληρού κοινωνικο-πολιτικού αποκλεισμού που σφράγισε τη «στρεβλή ανάπτυξη» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αλλά και σήμερα, είναι μια ορισμένη «ελληνικότητα» αυτή η οποία μπορεί να νομιμοποιεί ανάλογες κοινωνικές αλλά και κρατικές πρακτικές αποκλεισμού των «άλλων» με σοβαρό κίνδυνο την παραγωγή τόσο του εθνοτικού εθνικισμού όσο και του ρατσισμού.
Η ελληνικότητα εμπεριέχεται σήμερα στην πολιτική στρατηγική των ελληνικών κομμάτων;
Σύμφωνα με τη συντριπτική πλειοψηφία των απαντήσεων αυτό δεν συμβαίνει. Η θέληση πάλι της συντριπτικής πλειοψηφίας θα ήθελε αυτό να συμβαίνει . Βεβαίως κάθε θέληση εκκινεί από τη διαφορετική οπτική περί του περιεχομένου της έννοιας της Ελληνικότητας. Επανέρχονται έτσι στην επιφάνεια οι βασικές ομαδοποιήσεις που έχουμε περιγράψει προηγουμένως. Υπάρχει μεταξύ των απαντήσεων μία η οποία θέτει το ζήτημα διαφορετικά . Σύμφωνα με την άποψη αυτή αν δομικό στοιχείο της ελληνικότητας, αλλά και κάθε τέτοιου είδους πολιτισμικής ιδιαιτερότητας (γερμανικότητας, ιταλικότητας, κ.λπ.), είναι να θέτει τα σύνορα της διαφοράς της έναντι των άλλων, και κυρίως έναντι των κάθε φορά «ισχυρών», αυτά τα σύνορα είναι ακριβώς πολιτισμικά, όχι πολιτικά. Τα ζητήματα πολιτισμικής «ταυτότητας» δεν μπορούν, ούτε πρέπει, να επιλύονται από την πολιτική. Ο αναγκαίος συνυπολογισμός από τους πολιτικούς φορείς (τα κόμματα) μιας πολιτισμικής ιδιο-τροπίας (όπως κάθε φορά ερμηνεύεται) δεν μπορεί να υπονομεύει την ιδιοσυγκρασία του πολιτικού στοιχείου. Η αυτονομία του είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την κοινή συμβιωτική συνθήκη.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009
[1] Δ. Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο. Οδυσσέας 1989 σ.35.
[2] Π. Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Θεμέλιο 2000. σελίδες 201-212.