Εισαγωγική Παρατήρηση.
Η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης είναι υπό μιαν έννοια ταυτισμένη με την εμφάνιση και τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών. Από το 16ο μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη γίνεται η γεωγραφική περιοχή στην οποία λαμβάνει χώρα η δημιουργία ενός μοναδικού πολιτειακού φαινομένου στη νεώτερη ιστορία της ανθρωπότητας ,του έθνους κράτους , το οποίο εξακολουθεί μέχρι και τις μέρες μας να συνιστά το βασικό θεσμικό υποκείμενο των διεθνών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι δημιουργός χώρος της ανάδυσης του νεότερου κυρίαρχου κράτους. Στη βάση της νεωτερικότητας θεωρίας της κυριαρχίας υπάρχει ένα περιεχόμενο που πληρώνει και τρέφει τη μορφή της κυρίαρχης εξουσίας : η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και επικύρωση της αγοράς ως θεμελίου των αξιών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς αυτό το περιεχόμενο , που εργάζεται αενάως στο εσωτερικό του μηχανισμού κυριαρχίας , αυτή (η μορφή κυριαρχίας) δεν θα είχε καταφέρει να καταλάβει ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ευρωκεντρισμός διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους εθνοκεντρισμούς (όπως τον σινοκεντρισμό) και απέκτησε παγκόσμια περιωπή , κυρίως επειδή υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις του κεφαλαίου[1] . Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι αδιαχώριστη από την κεφαλαιοκρατία. Είναι μια κεφαλαιοκρατική κυριαρχία , μια μορφή προστάγματος το οποίο υπερκαθορίζει τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας ως λειτουργία της ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Η μελέτη της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας ως μέρους της ανθρώπινης ιστορίας δεν μπορεί να γίνει υιοθετώντας ως άμεσο ερμηνευτικό φορέα το οικονομικό στοιχείο το οποίο κάτω από συγκεκριμένες θεωρήσεις περιγράφει μια λίγο-πολύ ευθύγραμμη πρόοδο με ηθικά φορτισμένη κατάληξη και μια ευτυχή κατάληξη της ανθρώπινης ιστορίας . Η ανθρώπινη ιστορία με βάση το πρωτείο της οικονομίας όπως είναι εύκολα κατανοητό οδηγεί σε εσχατολογικές καταλήξεις. Η άρνηση αυτής της εσχατολογικής προσέγγισης δύναται να ανατραπεί περνάει μέσα από την άρνηση του πρωτείου της οικονομίας τουλάχιστον όπως το θεωρούν πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις. Η Ιστορία γίνεται τώρα ανοιχτή ως προς τις πιθανές εκβάσεις (όχι αναγκαστικά ως προς τους δρώντες μηχανισμούς), γιατί δεν δρα εντός της μία πάγια ιεραρχία παραγόντων, όπου ο ένας είναι πάντα πιο καθοριστικός από κάποιον άλλον, αλλά το βάρος και η σπουδαιότητά τους ποικίλλουν συνεχώς ανάλογα με τη συγκυρία. Η οικονομία δεν παύει φυσικά να έχει το ιδιαίτερο βάρος της μέσα στους διαμορφωτικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής, όμως υποτάσσεται στη γενική λογική και στη γενική μορφολογία των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινες υπάρξεις που ζουν κοινωνικά. Σε αυτό το σχήμα η πολιτική θεωρία αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη γέφυρα ανάμεσα σε φιλοσοφικές ή ανθρωπολογικές γενικεύσεις και σε πολιτικές αναλύσεις με τη στενότερη έννοια.
Παρατήρηση Πρώτη.
Ποιες είναι σχέσεις ισχύος ΕΕ και ΗΠΑ[2] ;
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να θεωρούνται λανθασμένες μια σειρά αντιλήψεων οι οποίες υποστηρίζουν ότι:
Εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες εκδηλώνεται μια ιδιαίτερη προσπάθεια από την πλευρά των οπαδών της ευρωπαϊκής ενοποίησης για τη διαμόρφωση ενός ιδεολογικά φορτισμένου κλίματος για την αυτονομία της Ευρώπης. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, οι ΗΠΑ στοχεύουν στη διαρκή υποταγή της ΕΕ και επομένως οι πολιτικές προσπάθειες επίτευξης σχετικής ή πλήρους αυτονόμησης της ΕΕ πρέπει να υποστηριχθούν από τους ευρωπαϊκούς λαούς και τις πολιτικές δυνάμεις που τους εκφράζουν. Μια τέτοια αντίληψη παραβλέπει συνειδητά ότι η ΕΕ οικοδομήθηκε για 50 χρόνια και έφθασε στη σημερινή της μορφή, υπό την προστασία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Επίσης δημιουργείται το ερώτημα αν η ΕΕ θα μπορέσει να συνεχίσει την πορεία ολοκλήρωσής της αναλαμβάνοντας η ίδια το οικονομικό βάρος της άμυνας και της ασφάλειάς της. Στο ερώτημα αυτό, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ευρώπης απαντούν ψελλίζοντας για μια στρατηγική διασφάλισης σχετικής αυτονομίας μέσα στους ευρωατλαντικούς θεσμούς γεγονός που επίσης δείχνει την αδυναμία ή τη μη θέληση των ιθυνόντων της ΕΕ να προχωρήσουν σε πραγματική εξισορρόπηση των ευρωαντλαντικών σχέσεων ισχύος.
Σύμφωνα με την άποψή μας αντιθέτως :
Η Δύση αποτελεί έναν ιεραρχημένο καθεστωτικό μηχανισμό και παρόλες τις διακρατικές τριβές και ανταγωνισμούς που τον χαρακτηρίζουν κυρίως στο οικονομικό επίπεδο , εξακολουθεί να αναπαράγεται και να επεκτείνεται προς ανατολάς ενσωματώνοντας πρωταρχικά σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Η ΕΕ είναι μια οικονομική ένωση η οποία βαδίζει σε μια μορφή πολιτικής ολοκλήρωσης, αλλά συνυπάρχει από την αρχή της δημιουργίας της με το ΝΑΤΟ το οποίο αποτελεί τον πολιτικοστρατιωτικό βραχίονα της Δύσης. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν κοινά συμφέροντα, Αυτό το βασικό σχήμα, με τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις, θα εξακολουθήσει να υφίσταται και στο προσεχές μέλλον. Η ΕΕ δεν αποτελεί πόλο πολιτικοστρατιωτικής ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα. Αντίθετα, τέτοιου είδους πόλο αποτελούν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ. Ο δυναμισμός της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει μεταφερθεί στην Ασία, και η Ενωμένη Ευρώπη εκ των πραγμάτων δεν αναμένεται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις.
Είναι βέβαια γνωστό ότι ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, κινείται εδώ και αρκετά χρόνια προς την κατεύθυνση των περιφερειακών ολοκληρώσεων.
Ένας άκρως ανταγωνιστικός κόσμος των οικονομικών συνασπισμών θα είναι και ένας κόσμος εντονότερων στρατιωτικών συγκρούσεων λόγω του μεγέθους και της ισχύος των πολιτικών οντοτήτων που θα εμπλέκονται.[3]
Η αδυναμία να συμπεριληφθούν στις αναλύσεις η γεωπολιτική «στιγμή» σε έναν «ανοικτό» και ρευστό κόσμο είναι καθοριστική. Το οποιοδήποτε θεσμικό μόρφωμα στον σημερινό (και όχι μόνο) κόσμο, είναι απαραίτητο πρωταρχικά να κερδίσει την επιβίωσή του και συγχρόνως να αναπαράγει τις συνθήκες αναπαραγωγής του σε ένα συγκρουσιακό πλαίσιο. Η επιβίωση ξεκινά πάντοτε από τα έξω. Απαραίτητο προαπαιτούμενο η κυριαρχία στο εσωτερικό του.
Παρατήρηση Δεύτερη.
Η Ευρώπη είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας πολυμορφίας που βρίσκει έκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι συνειδησιακά ταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και έκφραση της «πατρίδος τους» της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών τους , σε πολλές περιπτώσεις του θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί, ακόμα δε της εθνικής τους φυσιογνωμίας.
Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά πολύ κάθε προγενέστερη διατύπωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας. Η εθνική ιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα. Όλα τα νήματα μιας μακριάς εξέλιξης κατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την πνευματική ουσία, του λαού και του έθνους υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορία και μια γλωσσική κοινότητα. Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης, μιας σταθερής αγοράς, η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις και εκπολιτισμό. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια διαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής και απαραβίαστης , ακαταπολέμητης ενότητας.[4] Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και οικείας εστίας τους» και να συναινέσουν σε κάτι που είναι απόμακρο , άγνωστο , μη οικείο, γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο.
Όμως δεν είναι μόνο οι ευρωπαϊκοί λαοί που παρουσιάζουν έντονη ή λιγότερο έντονη αντίθεση να «παραχωρήσουν» μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της εθνικής τους κυριαρχίας σε κάποιο υπερκρατικό μόρφωμα . Είναι και τα ίδια τα κράτη με τις κυβερνήσεις τους που δυσκολεύονται να προβούν σε αυτή τη διαδικασία , παρά τα όσα δημοσίως λέγονται.
Κάθε μεγάλη δύναμη της ΕΕ συμμετέχει στις κοινές διαδικασίες πρωταρχικά ως φορέας των συμφερόντων της εθνικής της κυριαρχίας και για αυτό άλλωστε οι όποιες αποφάσεις έχουν ληφθεί αποτελούν προϊόν συμβιβασμού και διαφύλαξης των συμφερόντων τους . Κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη έχει συγκεκριμένο σχέδιο για την πορεία της ΕΕ ενταγμένο στη δική της πλανητική ή περιφερειακή στρατηγική.
Το Εθνικό Συμφέρον δεν εκλείπει αλλά επιδιώκεται ολοένα και περισσότερο να εξυπηρετείται όχι προδήλως και ευθέως αλλά μέσω της επιρροής την οποία τα κράτη ασκούν στους κοινούς θεσμούς και στις κοινές πολιτικές των πολυμερών ή διεθνών δομών.Οι διακυβερνητικοί θεσμοί «αποτελούν σκληρές αρένες εργαλειακών διακρατικών διαπραγματεύσεων» στερούμενοι της ικανότητας να παράγουν συλλογικές νόρμες[5] .
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια , κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία στηρίζεται ως γνωστό ,στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές» Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί μόνο έτσι η λύση , ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς , διευρύνοντας το φάσμα των τομέων της από κοινού δράσης , βαθαίνοντας την ολοκλήρωση[6]. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ[7],[8].
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση , εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης[9].
Παρατήρηση Τρίτη
Σε αυτές τις τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές αλλά και τις εξίσου σημαντικότατες κοινωνικές διεργασίες που παρατηρούνται η αριστερά αγκομαχά και μόλις μετά βίας καταφέρνει να επιβιώσει στον πολιτικό χάρτη της ΕΕ.
Η εκλογική πορεία της ευρωπαϊκής αριστεράς[10] την τελευταία περίοδο ύπαρξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι άκρως απογοητευτική . Στον Πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι διάφορες κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν σε αυτό μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2009.
Πίνακας
Έδρες | Κοινοβουλευτικές Ομάδες |
265 | Λαϊκοί/Χριστιανοδημοκράτες |
185 | Σοσιαλιστές |
84 | Φιλελεύθεροι |
55 | Πράσινοι |
55 | Συντηρητικοί |
35 | Αριστερά |
28 | Ευρώπη Ελευθερίας και Δημοκρατίας |
29 | Μη Εγγεγραμμένοι |
736 | Σύνολο |
Εκ των εκλογικών αποτελεσμάτων συνάγεται ότι η απήχηση της αριστεράς είναι περιορισμένη σε συγκεκριμένο επίπεδο του εκλογικού σώματος. Για λόγους που χρειάζεται να εξηγηθούν η ευρωπαϊκή αριστερά παρουσιάζει δομική αδυναμία στο να επεκτείνει την επιρροή της στο εκλογικό σώμα και συνεχίζει τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια να παραμένει καθηλωμένη στα συγκεκριμένα ποσοστά. Μέχρι σήμερα το σημαντικό αυτό ζήτημα φαίνεται να μην έχει απασχολήσει σοβαρά κανένα από τους κομματικούς σχηματισμούς που την απαρτίζουν. Αποδεχόμενη η ίδια θεωρητικά των εαυτό της ως φορέα της αλήθειας της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού δεν έχει ποτέ ουσιαστικά θέσει το ερώτημα γιατί συγχρόνως αδυνατεί να τον εκφράσει και εκλογικά. Το ουσιαστικά σημαίνει να θέσει το ερώτημα του κατά πόσον η ίδια με τον τρόπο που πολιτεύεται και δρα αποτελεί μέρος του συγκεκριμένου προβλήματος. Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι οι βασικοί κομματικοί σχηματισμοί να έχουν αποδεχτεί το ρόλο του κομπάρσου στο εκλογικό σκηνικό ικανοποιούμενοι με τα συγκεκριμένα ποσοστά που εξασφαλίζουν στοιχειωδώς την επιβίωση τους . Δεν φαίνεται να υπάρχουν φιλοδοξίες για κάτι το περισσότερο και τούτο γίνεται ορατό δια γυμνού οφθαλμού . Το όνειρο κάθε κόμματος είναι η εξουσία την οποία επιδιώκει να καταλάβει και να την ασκήσει. Για το λόγο αυτό πολιτεύεται . Η απλή ύπαρξη στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής σηματοδοτεί με μαθηματική ακρίβεια το πολιτικό τέλος και τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται το συγκεκριμένο κόμμα.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της αριστεράς στην Ευρώπη , έχουν επιτευχθεί σε μια μακρά περίοδο η οποία έχει σημαδευθεί από πλείστα όσα γεγονότα , τα οποία σύμφωνα με τις θεωρητικές αναλύσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μόνο ευνοϊκά για τις αριστερές δυνάμεις.
Η Αριστερά περισσότερο έχει τάξει στον εαυτό της ρόλο συνδικάτου παρά πολιτικού σχηματισμού. Η συνεχής αναφορά στις καθημερινές ανάγκες και τα προβλήματα του εν τοις πράγμασι δύσκολα οριζομένου εργαζόμενου λαού, (εργαζόμενος λαός είναι το σύνολο των απανταχού πάσης φύσεως και κατηγορίας εργαζομένων) λειτουργεί υπό μια ψυχαναλυτική έννοια «απωθητικά» ως προς τις πολιτικές διεργασίες τις οποίες πρέπει πρωταρχικά να υπηρετεί ένας πολιτικός σχηματισμός. Κανένα συνδικάτο δεν μπορεί να λύσει τα πολιτικά προβλήματα των μελών του , γι’ αυτό υπάρχουν οι πολιτικοί σχηματισμοί.
Σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής είναι αδύνατον να επιβάλλει έστω και μερικώς την άποψή της ή να εισακουστεί έστω σε επίπεδο συνεισφοράς στην διατύπωση νομοσχεδίων ή στην τροποποίησή τους ή στην αντίκρουση ή στην εμπόδιση της ψήφισή τους. Σε επίπεδο νομοθετικού έργου και δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου σύμφωνα με το οποίο λειτουργεί , εργάζεται και σχεδιάζει ο ευρωπαίος πολίτης για τη ζωή του η αδυναμία παρέμβασης της αριστεράς είναι καθολική. Μπορεί ένα μέρος της να θέλει αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί. Όμως κανένας πολίτης σε καμία χώρα του κόσμου δεν μπορεί να συμμετέχει αενάως σε πολιτικούς σχηματισμούς που δεν έχουν ούτε σχέδιο για την κατάκτηση της εξουσίας αλλά και ούτε τη δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό που διαμορφώνει και καθορίζει την καθημερινότητά του. Στην καλύτερη τον περιπτώσεων οδηγείται στην απογοήτευση και στην αδράνεια .
Παρατήρηση Τέταρτη
Τι να κάνουμε ; Απλά να επιχειρήσουμε να δράσουμε πολιτικά. Πρόταξη του πολιτικού. Τι σημαίνει αυτό χρειάζεται μια ολόκληρη συζήτηση από θέση αρχής.
Κώστας Μελάς 31.05.2011
[1] A.Dirlik, The Postcolonial Aura . Boulder, Westview Press 1977.
[2] Έχουμε εκφράσει την άποψή μας , για το τελευταίο ζήτημα στα: Κ Μελάς, Για το μέλλον της Ευρώπης.Monthly Review. Νοέμβριος 2005. Τεύχος 11. Κ. Μελάς, Τα Όρια Επέκτασης της ΕΕ και ποιες Δυνάμεις Καθορίζουν τη Διαδικασία αυτή. Η Σαστισμένη Ευρώπη. Εξάντας 2009. Κεφάλαιο Δεύτερο.
.
[3] Β. Χωραφάς- Κ.Μελάς: Ποια είναι τα όρια επέκτασης της ΕΕ και ποιες οι δυνάμεις που καθορίζουν αυτή τη διαδικασία; Monthly Review Νο 42. Ιούνιος 2008.
[4] Τα ζητήματα αυτά διαπραγματεύεται έξοχα ο Κ.Τσουκαλάς , Η Εξουσία ως Λαός και ως Έθνος. Θεμέλιο 1999. Το σημαντικό στην προσέγγιση του Τσουκαλά είναι η κατάδειξη των αδυναμιών που ενυπάρχουν εγγενώς και εξ αρχής στην όλη προσπάθεια εκ μέρους της φιλελεύθερης ιδεολογίας και του φορέα της , την αστική τάξη, της έγκυρης θεμελίωσης του όλου εγχειρήματος και της υπέρβασης των εσωτερικών αντιθέσεων του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η όλη κατασκευή παραμένει αθεμελίωτη και έωλη αποτελώντας ξεκάθαρα μέρος του πολιτικού εξουσιαστικού φαινομένου .
[5] B. Rosamond, Theories of European Integration, Basingstoke, Macmillan 2000, σελίδα 154.
[6] Αναφέρεται στο Αχ Μητσός, «Μεταξύ ολοκλήρωσης και εθνικών εγωισμών. Το Τέλος του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι». Βήμα Ιδεών , Ιούλιος 2007. Επίσης αναφέρονται ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του τρόπου λειτουργίας της ΕΕ στην ιστορική της διαδρομή όπως: η σύνδεση της κοινής αγροτικής πολιτικής με την απελευθέρωση του εμπορίου, η πρόσδεση της γεωγραφικής αναδιανομής ( η περίφημη «συνοχή») στην απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς …
[7] Ο Λ. Τσούκαλης, στο «Ευρωπαίος Ασθενής» . Βήμα Ιδεών , Ιούλιος 2007, γράφει ότι «..η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ηγεσιών , μιας συνωμοσίας όμως με ευγενείς σκοπούς ….». Η άποψη αυτή από ακραιφνή υποστηρικτή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποκαλύπτει περίτρανα την αλήθεια για την βούληση που κινεί τα νήματα της δημιουργίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι ευρωπαϊκοί λαοί παρά την υποτιθέμενη κυριαρχία τους έχουν τεθεί στις ελληνικές καλένδες. Τώρα σχετικά με τους … «ευγενείς σκοπούς» το θέμα είναι από την κυριαρχία ποίου προκύπτει ο συγκεκριμένος προσδιορισμός. Διαισθάνομαι ότι στον αγέρα ίπταται μια αντίληψη «πεφωτισμένης (;) δεσποτείας».
[8] Υπήρξε εποχή κατά την οποία εκείνο που θεωρούνταν απειλή για την κοινωνική τάξη και τις εκπολιτιστικές παραδόσεις του δυτικού πολιτισμού ήταν η «εξέγερση των μαζών». Στις μέρες μας όμως, φαίνεται πως η πρωταρχική απειλή δεν προέρχεται από τις μάζες αλλά από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, γράφει στο τελευταίο του έργο: Η Εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της Δημοκρατίας, Εκδόσεις Νησίδες ο Christopher Lash . Βαθιά ριζωμένες στην πλανητική οικονομία και τις εξεζητημένες τεχνολογίες της, πολιτιστικά φιλελεύθερες , δηλαδή «μοντέρνες», «ανοιχτόμυαλες», θα λέγαμε «αριστερές», οι νέες ελίτ του αναπτυγμένου καπιταλισμού- αυτές που ελέγχουν τις διεθνείς ροές του χρήματος και της πληροφορίας- στον βαθμό που η εξουσία τους ενισχύεται και παγκοσμιοποιείται, εκδηλώνουν μια αυξανόμενη περιφρόνηση για τις αξίες και τις αρετές που , κάποτε, θεμελίωναν το δημοκρατικό ιδεώδες. Έγκλειστες μέσα στα πολλαπλά τους «δίκτυα» , στους κόλπους των οποίων ζουν μονίμως «νομαδικά», βιώνουν τον εγκλεισμό τους , μέσα στον ανθρώπινα συρρικνώμενο κόσμο της Οικονομίας, σαν μια ευγενή, «κοσμοπολίτικη» περιπέτεια, ενώ καθημερινά, γίνεται όλο και πιο έκδηλη η δραματική ανικανότητά τους να κατανοήσουν αυτούς που δεν τους μοιάζουν: και πρώτα απ’ όλους τους καθημερινούς ανθρώπους της ίδιας της χώρας τους.
[9] «Σε χώρους εξαιρετικής σημασίας για το εθνικό συμφέρον , τα έθνη προτιμούν τη βεβαιότητα ή την αυτοελεγχόμενη αβεβαιότητα της εθνικής αυτάρκειας έναντι μιας ανεξέλεγκτης αβεβαιότητας…Η λογική της διαφορετικότητας σημαίνει ότι, σε ένα θέμα ζωτικής σημασίας , οι απώλειες δεν αντισταθμίζονται με τα κέρδη σε κάποιο άλλο (λιγότερο ζωτικής σημασίας..) …Η λογική της ενοποίησης μετατρέπει τις αβεβαιότητες της υπερεθνικής λειτουργικής διαδικασίας σε δημιουργικές. Η λογική της διαφορετικότητας τις αντιμετωπίζει ως καταστροφικές μετά από ένα συγκεκριμένο όριο: η ρωσική ρουλέτα αποτελεί ένα ευχάριστο παιχνίδι, φτάνει το όπλο να είναι γεμισμένο με άσφαιρα» αναφέρει ο Hoffman.S , “Obstinate or Obsolete” στο : Marks et al, “European Integration from the 1980s: State-centric v. Multi-level Governance” Journal of Common Market Studies, 34,no 3, 1996 , σελ.. 344.
[10] Χωρίς τις σοσιαλδημοκρατικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ 31.05.2011