Αντίο σε όλα αυτά, σε όλα αυτά που ξέραμε μέχρι τώρα. Θα εξηγήσω στη συνέχεια το γιατί επέλεξα αυτόν το τίτλο. Προηγουμένως όμως θα ήθελα να θέσω 2-3 μεθοδολογικά προβλήματα, επιχειρώντας να συστηματοποιήσω και να προσαρμόσω τη σκέψη μου σε όλα όσα έχουν προηγουμένως ακουσθεί .
Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πάρα πολλά πράγματα για την παγκοσμιοποίηση. Πάνω-κάτω τα περισσότερα είναι γνωστά. Εκείνο όμως που κατά την άποψή μου αποφεύγεται να λέγεται, αν όχι από όλους, αλλά από τους περισσότερους, είναι ότι η παγκοσμιοποίηση ως μια ιστορική εποχή είναι δημιούργημα in senso lato μιας πολιτικής πράξης. Απορρέει από την πολιτική επιλογή συγκεκριμένου θεσμικού υποκειμένου . Δεν παρουσιάσθηκε ως φυσικό φαινόμενο όπως τεχνεόντως επιχειρούν πολλοί να την παρουσιάσουν.
Υπάρχει κάποιο θεσμικό υποκείμενο η βούληση του οποίου δημιούργησε αυτήν την κατάσταση. Και προς Θεού, δεν θέλω να πω ότι υπάρχει ένα υποκείμενο το οποίο δημιούργησε και καθοδηγεί τα πάντα ως απόλυτος μηχανιστικός οδηγός, αλλά υπάρχει ένα θεσμικό υποκείμενο που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα –θα το πω ποδοσφαιρικά– που έκανε μια αρχή, που τοποθέτησε ένα αρχιμήδειο σημείο από το οποίο ξεχύθηκαν όλες αυτές οι καταστάσεις τις οποίες ονομάζουμε «παγκοσμιοποίηση».
Αυτό το θεσμικό υποκείμενο δεν είναι άλλο από τις ΗΠΑ. Η παγκοσμιοποίηση παρότι αυτό δεν ήταν ευκρινές από τη δεκαετία του ΄80, σήμερα με τις εξελίξεις των οποίων είμαστε μάρτυρες είναι ξεκάθαρο ότι ουσιαστικά αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη γεωστρατηγική πρόταση της αμερικάνικης υπερδύναμης για να εγκαταστήσει την επικυριαρχία της στον κόσμο. Αυτό είναι το πρώτο και βασικό σημείο από το οποίο χρειάζεται να εκκινήσουμε.
Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια ιστορική εποχή. Τι εννοούμε όταν λέμε «μια ιστορική εποχή»; Όταν λέμε «μια ιστορική εποχή» εννοούμε ότι υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν σε σχέση με την προηγούμενη εποχή . Οι διαφοροποιήσεις αναφέρονται σε σημαντικό αριθμό πεδίων του κοινωνικού βίου , από το πολιτικό έως το φιλοσοφικό και το πολιτιστικό. Σε κάθε ιστορική εποχή επομένως δημιουργείται ένα είδος καθεστώτος ισχύος , μια ιεραρχημένη δομή η οποία συμπεριλαμβάνει ιδεολογικούς , φιλοσοφικούς , πολιτικούς και ποικίλους άλλους μηχανισμούς «εφαρμογής» οι οποίοι εργάζονται για την επιβολή , τη διατήρηση και την εξάπλωση της συγκεκριμένης κατάστασης ισχύος. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια θεωρία η οποία είναι επικυρίαρχη και η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές , κοινωνικές και οικονομικές θεωρητικές δράσεις[1] . Οι θεωρητικές αυτές δράσεις εξειδικεύονται σε διάφορες πολιτικές, π.χ οικονομική πολιτική, στρατιωτική πολιτική, κοινωνική πολιτική. Οι πολιτικές αυτές για να λειτουργήσουν στηρίζονται σε μια σειρά από μηχανισμούς- πυλώνες οι οποίοι με τις αποφάσεις τους αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης των θέσεων και των αντιλήψεων της κυρίαρχης δύναμης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα σύμπλεγμα ισχύος που «καθοδηγεί» τα πράγματα στον κόσμο. Το «καθοδηγεί» εντός εισαγωγικών, μην πάει το μυαλό σας ότι είναι μια καθοδήγηση βήμα προς βήμα ή σε κάθε λεπτομέρεια. Μετά από την παραπάνω επεξήγηση επανερχόμαστε στη βασική προβληματική μας.
Έχουμε λοιπόν σε μια πρώτη φάση την εμφάνιση του φαινομένου της παγκοσμιοποίηση κυρίως με τη μορφή των οικονομικών και τεχνολογικών διεργασιών. Εμφανίζεται ως μια «νέα» οικονομική πρόταση, η οποία υιοθετεί το ελεύθερο εμπόριο , την απελευθέρωση των αγορών από τους εναγκαλισμούς των παρεμβάσεων του εθνικού κράτους , ως απορύθμιση των αγορών σε μια προσπάθεια να διευρύνουμε υποτίθεται την ευημερία του κόσμου και ειδικά του τρίτου λεγόμενου κόσμου. Είναι η εποχή του θετικού οικονομικού φιλελευθερισμού του Κλίντον.
Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι ξαφνικά το οικονομικόν , προτάσσεται βιαίως έναντι όλων των υπολοίπων κοινωνικών στιγμών όχι μόνο ως θεωρητική πρόταση αλλά και έναντι όσων ιστορικά συνέβαιναν στα παρελθόντα έτη. Κυρίως η επίθεση κατευθύνεται έναντι του πολιτικού το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, κατηγορείται ως υπεύθυνο και εμπόδιο στην εξάπλωση του οικονομικού και συνεπώς της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών υπό τη σκέπη του ελεύθερου εμπορίου και του οικονομικού φιλελευθερισμού. Προτάσσεται το οικονομικό, η ελεύθερη αγορά, η απορύθμιση των οικονομικών σχέσεων , που σημαίνει απορύθμιση των εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων. Κύριο και βασικό χαρακτηριστικό της «απελευθέρωσης» οι ιδιωτικοποιήσεις του «δημόσιου νοικοκυριού»[2] διότι προσέξτε, είναι το δημόσιο νοικοκυριό το οποίο άρχισε να σχηματίζεται από το 1930 στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , που αποτέλεσε και αποτελεί τη λεία προς προσπορισμό. Το δημόσιο νοικοκυριό είναι ο χώρος στον οποίο πρέπει να επενδυθεί το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Εάν παρακολουθήσετε προσεκτικά όλες οι επενδύσεις οι οποίες γίνονται από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο αφορούν σε υπάρχουσες δημόσιες επιχειρήσεις.[3] Πάνω εκεί στηρίζονται και χτίζουν, εάν χτίζουν παραπέρα, τις νέες οικονομικές αυτοκρατορίες.
Αυτή λοιπόν η εμφάνιση, η οποία παρασύρει πάρα πολλούς ότι υπάρχει κάποια φυσική διαδικασία , δηλαδή ένα φαινόμενο που δεν υπόκειται στον έλεγχο της ανθρώπινης δράσης, αλλά είναι κάτι το οποίο είναι φυσικό, έξω και πέρα από τις πολιτικές βουλήσεις και δράσεις και συνεπώς το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να αναγνωρισθεί σαν τέτοιο και οι ανθρώπινες κοινωνίες να προσαρμοσθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είναι πλέων γνωστές όλες αυτές οι απόψεις δεδομένου ότι έχει περάσει ικανός χρόνος που επιτρέπει να συναχθούν βέβαια συμπεράσματα.
Η Παγκοσμιοποίηση αρχίζει να παρουσιάζει το αληθινό της πρόσωπο, χωρίς βεβαίως να εγκαταλείπει την προσχηματική ηθικοκανονιστική οπτική της οικονομικής ολοκλήρωσης και της ειρηνικής εξάπλωσης των φιλελεύθερων οικονομικών σχέσεων , όταν έρχεται στην εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ο Τζωρτζ Μπους junior, και η ομάδα των νέο συντηρητικών όπου το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης λαμβάνει μια εντελώς άλλη μορφή. Περνά σε μια άλλη φάση . Είναι η φάση όπου εντελώς ξεκάθαρα η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ως ο απαραίτητος μοχλός για την επικυριαρχία των ΗΠΑ σε όλον τον πλανήτη. Υπάρχει λοιπόν ένα πολύ συγκροτημένο σχέδιο στρατηγικής από τη μεριά των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο επεκτείνεται κάθε μέρα και όλα και περισσότερο στον παγκόσμιο χώρο και το οποίο οδηγεί μέσα από δυσκολίες, επεμβάσεις , πολέμους και απειλές στην εδραίωση της μονοκρατορία τους.
Τώρα μετά από αυτές τις διαπιστώσεις μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω. Ας πάμε τώρα να διερευνήσουμε τον χώρο που αφορά στα δημόσια αγαθά ή όπως αρέσκομαι να λέω «το δημόσιο νοικοκυριό». Στο σημείο αυτό θέλω να σας πληροφορήσω ότι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Monthly Review το βιβλίο : «Παγκοσμιοποίηση –Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά», το οποίο αναλύει και περιγράφει με σαφήνεια το πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών.[4]
Ας πούμε κατ’ αρχάς ορισμένες διαπιστώσεις σχετικά με τα δημόσια αγαθά. Η πρώτη και βασική διαπίστωση είναι η ακόλουθη : η διαδικασία ανάδειξης ενός αγαθού σε δημόσιο δεν υπόκειται σε εξωτερικούς φυσικούς ή αντικειμενικούς καταναγκασμούς αλλά μόνο σε πολιτικές αποφάσεις. Με απλά λόγια η διαδικασία αυτή είναι μόνο και εξόχως πολιτική. Τα δημόσια αγαθά παρά το ότι εμφανίζονται πρωταρχικά ενδεδυμένα με το μανδύα του οικονομικού πόρρω απέχουν από το να είναι. Πρέπει να ξεφύγουμε από την οικονομική αντιμετώπιση των δημόσιων αγαθών.
Μπορούμε να εξετάσουμε το πώς αντιμετωπίζει η οικονομική θεωρία τα δημόσια αγαθά για να αντιληφθούμε που υπάρχει το πρόβλημα.[5]
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιες υπηρεσίες προκύπτουν από τον τεχνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διαιρετές σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις ή για αγαθά και υπηρεσίες που εμφανίζονται εκεί όπου μεγάλες εξωτερικές λειτουργίες απαιτούν δημόσια δραστηριότητα. Τα γνήσια δημόσια αγαθά έχουν δύο βασικές ιδιότητες[6] . Η πρώτη ότι δεν είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους. Η δεύτερη ότι δεν είναι επιθυμητό να περιοριστεί η χρήση τους. Έτσι υπάρχουν αγαθά που μπορούν να έχουν και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά ή αγαθά που ενώ είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους δεν είναι επιθυμητό (μη γνήσια δημόσια αγαθά).Στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι οικονομικό και αναφέρεται στο ότι στις περιπτώσεις αυτές το οριακό κόστος υπερβαίνει το οριακό έσοδο. Συγχρόνως υπάρχουν σειρά από αγαθά τα οποία σύμφωνα με την οικονομική θεωρία ανήκουν στα ιδιωτικά αλλά παράγονται και προσφέρονται δημοσίως. Ονοματιζόμενα ως ιδιωτικά δεν παρουσιάζουν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των δημοσίων αγαθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πρόκειται για αγαθά επομένως που κάλλιστα μπορούν να παραχθούν και να προμηθευθούν ιδιωτικά. Οι λόγοι που σε διάφορες χρονικές συγκυρίες παράγονται και προμηθεύονται δημοσίως ανήκουν σε άλλους και όχι σε οικονομικούς. Οι «άλλοι», δεν μπορεί παρά να είναι λόγοι που συνάδουν με το Πολιτικόν που με αποφασιστικό τρόπο ονοματίζει το τι είναι Δημόσιο και τι είναι Ιδιωτικό. Η παραδοχή ότι το Πολιτικόν είναι η θεσπίζουσα οντότητα με όπλο την ισχύ, κλονίζει τα θεμέλια της οικονομικής θεωρίας ανατρέποντας άρδην την όποια συστηματική επιστημοσύνη προβάλλει η τελευταία . Για το λόγο αυτό αντιπαραθέτει ως επιστημονική την άποψή της περί τεχνικής αδιαιτερότητας της παραγωγικής διαδικασίας ενώ απορρίπτει μετά βδελυγμίας οιανδήποτε άποψη περί ισχύος.
Η προσπάθεια της οικονομικής θεωρίας να αντικειμενοποιήσει τα κριτήρια ορισμού των δημοσίων αγαθών , υπάγοντάς τα κατά βάση στην τεχνική φύση και στα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής αποτελεί ένα έωλο επιχείρημα από την πλευρά της . Με το συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος προσπαθεί να επιτύχει δύο στόχους : αφενός να αφήσει αλώβητη τη βασική της προκείμενη περί του αγοραίου χαρακτήρα όλων των αγαθών και συγχρόνως να μπορεί στο μέλλον την όποια διαφοροποίηση παρατηρηθεί να την δικαιολογήσει αποδίδοντάς την στις τεχνολογικές εξελίξεις και να την χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, ακριβώς όπως πράττει σήμερα, αφετέρου να υποκρύψει ότι ο χαρακτηρισμός των διαφόρων αγαθών ως δημοσίων , αποτελεί αντικείμενο κυριαρχικής δημόσιας θέσπισης και να της αποδοθεί ο εξ αντικειμένου «φυσικός» καθορισμός. Όμως αυτή η «αντικειμενικότητα» όχι μόνο δεν είναι πραγματική αλλά είναι και επιπλέον διαστρεβλωτική της πραγματικότητας. Όπως σημειώνει ο Κ.Τσουκαλάς σε μια έξοχη διατύπωση ,
«Δεν είναι η «φυσική» μη διαιρεσιμότητά τους ούτε η «αντικειμενική» μη διαπραγματευσιμότητά τους που τα καθιστά δημόσια, αλλά , αντίθετα , με τη συμβολική ανάδειξή τους σε δημόσια , σηματοδοτούνται ως αδιαίρετα και ως μη αγοραία…Με την έννοια αυτή , τα δημόσια αγαθά αποτελούν ,περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θεμελιώδη έκφραση των κυρίαρχων ηθικών και πολιτισμικών αντιλήψεων για το τι «είναι» και τι συμβολίζει , η κοινότητα» [7].
Με την έννοια αυτή , και άλλα αγαθά ή υπηρεσίες μπορούν να θεσπισθούν ως δημόσια αγαθά , ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι , ή δεν είναι καθεαυτά διαιρετά. Η διαδικασία ονομασίας τους σε δημόσια αγαθά είναι εξόχως πολιτική και μόνο πολιτική. «Έτσι , δεν έχει τόση σημασία εάν τα αγαθά είναι από τη φύση τους διαιρετά και, επομένως , εάν είναι κατά περιεχόμενο διαφορετικά από εκείνα που αποτελούν αντικείμενο των οικονομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων: πράγματι , τα οποιαδήποτε καταστατικά εξωαγοραία αγαθά που παρέχονται σε όλους επί ίσοις όροις δεν είναι εμπορεύματα , δεν οδηγούν σε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους χρήστες τους και επομένως δεν δομούνται στο πλαίσιο μιας κατασκευασμένης οικονομικής στενότητας»[8].
Από την παγίδα του οικονομισμού δεν ξεφεύγει , υπό μία έννοια, και η μαρξιστική αντίληψη που θεωρεί τα δημόσια αγαθά συναρτώμενα ευθέως με τις «αναγκαστικές» δαπάνες αναπαραγωγής , απαραίτητες για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Φορέας αυτής της δαπάνης ( faux frais de production) είναι το Κράτος. Όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτό. Διότι αν μείνουμε μόνο σ’ αυτό, θα υιοθετήσουμε μια μηχανική οικονομίστηκη λογική καταργώντας στην ουσία το ουσιαστικότερο κομμάτι του μαρξισμού , την ταξική πάλη.
Έτσι δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε το πώς τα τελευταία πενήντα χρόνια αναπτύχθηκε το δημόσιο νοικοκυριό, ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, που εν πάση περιπτώσει σε πολλά σημεία υπερβαίνει κατά πολύ τις βουλήσεις του κεφαλαίου και έρχεται σε αντιπαράθεση με το κέρδος των ιδιωτικών επιχειρηματιών.
Το βασικό ερώτημα επομένως είναι γιατί αναπτύχθηκε το δημόσιο νοικοκυριό; Αυτό που χρειάζεται να ειπωθεί εκ προοιμίου και που αποτελεί την προκείμενη στην ανάλυσή μας είναι ότι αυτό που διαχωρίζει το τι είναι δημόσιο ή ιδιωτικό εντός του κράτους είναι το ίδιο το κράτος. Αν θεωρήσουμε ότι το κράτος δεν είναι ένας απλός εξουσιαστικός μηχανισμός καταπίεσης ,αλλά χρησιμοποιώντας την γκραμσιανή προβληματική, θεωρήσουμε ότι αποτελεί τη συμπύκνωση των υλικών δυνάμεων της κοινωνίας. Στο κράτος εκφράζεται ο συσχετισμός δύναμης των ταξικών υλικών δυνάμεων της κοινωνίας. Η δημιουργία λοιπόν του δημοσίου νοικοκυριού , in senso lato, ήταν το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης εκείνη τη συγκεκριμένη συγκυρία , με ότι αυτό σημαίνει και απαιτεί περαιτέρω διερευνήσεις που δεν μπορούν να γίνουν εδώ και τώρα. Όταν λοιπόν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο καπιταλιστικός κόσμος περνάει μια τρομακτική καθεστωτική κρίση, η οποία έχει ως αφορμή την οικονομική κρίση του 1929, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη ο άκρατος φιλελευθερισμός, η «ελεύθερη» άναρχη παραγωγή η οποία υπήρχε μέχρι τότε, να υποστεί την επέμβαση του κρατικού παρεμβατισμού για να περισωθεί το καθεστώς. Είναι η θεωρητική παρέμβαση του Κέϋνς, που μετουσιώνεται σε οικονομική πολιτική, το new deal, από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ , το 1933 και να εξαπλωθεί στο Δυτικό κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε αυτή τη διαδικασία συμμετέχει ορμητικά και δυναμικά ένα νέο υποκείμενο το οποίο λόγω της εξάπλωσης της βιομηχανικής παραγωγής έχει αναπτυχθεί σημαντικά ήδη και από τον 19ο αιώνα. Ποιο είναι; Το εργατικό κίνημα. Το εργατικό κίνημα έρχεται ορμητικά να συμμετάσχει σ’ αυτή τη διαδικασία. Η σταδιακή αύξηση της δύναμης του εργατικού κινήματος είναι αυτή που προκάλεσε τη δημιουργία του δημόσιου νοικοκυριού. Η εργατική τάξη ήταν αρχικά μια ασθενής και περιθωριακή δύναμη που σταδιακά , όμως , γινόταν όλο και πιο ισχυρή και μαζική , και άρχισε έτσι να κτυπάει την πόρτα της πολιτικής ζωής. Η συστηματική παρέμβασή , κυρίως μέσω των συνδικαλιστικών της οργανώσεων , οδήγησε στη συγκρότηση του κράτους πρόνοιας και στη θεσμοποίηση των σχέσεων εργασίας. Πρόκειται για την περίοδο της κεϋνσιανής παρεμβατικής πολιτικής ελέγχου της ζήτησης και του φορντικού υποδείγματος. Αυτό λοιπόν το υπόδειγμα, το οποίο ήταν κυρίαρχο μέχρι το 1970 – 1975, για μια σειρά από λόγους που αφορούν στην εσωτερική του λειτουργία , τους οποίους έχω αναφέρει σε άλλη μου μελέτη[9] , αλλά κυρίως λόγω της πτώσης του αντίπαλου δέους, δηλαδή του λεγόμενου «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου, οδηγήθηκε στην κατάρρευση.
Πέραν δηλαδή από τις εσωτερικές «δυσλειτουργίες» του συστήματος, το κύριο και καθοριστικό κατά την άποψή μου γεγονός που οδήγησε στην εγκατάλειψη του φορντικού υποδείγματος είναι η διάλυση του αντιπάλου δέους .Στην ύπαρξη του στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στα πρώτα μεταπολεμικά έτη όλη αυτή η διεκδικητική παρεμβατικότητα του εργατικού δυναμικού και τούτο επειδή η ύπαρξη αυτή λειτούργησε είτε ως πραγματική είτε ως φαντασιακή εναλλακτική λύση στο καπιταλιστικό σύστημα και στη κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία , υποχρεώνοντας σε συνεχείς υποχωρήσεις τις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ. . Στη συνέχεια , παρά την απαξίωση που υπέστη το σύστημα των ανατολικών κρατών ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης , εξακολουθούσε να παραμένει ως ο ένας πόλος ισχύος , η «τεχνική» αντιπαλότητά του οποίου εξασφάλιζε την ισορροπία δυνάμεων με την ηγετική δύναμη του δυτικού κόσμου , τις ΗΠΑ, τον έτερο πόλο ισχύος , επιτρέποντας στο εργατικό κίνημα των ευρωπαϊκών χωρών να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη κατάσταση και να προωθήσει περαιτέρω τις θέσεις του . Η πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, ανατρέποντας τις γεωπολιτικές ισορροπίες, άλλαξε άρδην την πλανητική κατάσταση , επανακαθορίζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού. Η δημιουργηθείσα παγκόσμια ρευστότητα μεγιστοποίησε τις πιέσεις κυρίως στις εργατικές κατακτήσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι πιέσεις αυτές συνοδευόμενες από ένα καταιγιστικό πολύπλευρο προπαγανδιστικό λόγο , τροφοδοτούμενο από την απόλυτη ιδεολογική επικυριαρχία της νεοφιλελεύθερης σκέψης, απέβησαν απολύτως αποτελεσματικές χαρίζοντας μια ξεκάθαρη νίκη στις δυνάμεις του Κεφαλαίου και των προνομιούχων στρωμάτων στις χώρες του Δυτικού Καπιταλισμού. Οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Εργασία υπέστησαν οδυνηρή πολιτική ήττα. Η αποδόμηση και το γκρέμισμα του δημόσιου νοικοκυριού και ότι αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία αποτέλεσε το πρωταρχικό μέλημα των νικητών. Στην πολιτική κονίστρα ,όπως αυτή είχε καθοριστεί τα τελευταία χρόνια , αναδείχθηκαν οι νικητές οι οποίοι λεηλατούν αδιάντροπα το κάστρο των ηττημένων που δεν είναι άλλο από το δημόσιο νοικοκυριό . Δηλαδή ουσιαστικά εξαρθρώνουν την παρέμβαση του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων στην παραγωγή, αλλά και στον επιμερισμό της υπεραξίας. Αυτή η διαδικασία ως τρόπος παρέμβασης του εργατικού κινήματος ουσιαστικά τελειώνει στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Επανερχόμαστε έτσι υπό μια έννοια στις συνθήκες των αρχών του εικοστού αιώνα κουβαλώντας όμως , αυτό είναι το οδυνηρό αλλά και το διδακτικό συγχρόνως επειδή περιγράφει το πραγματικό συμβάν , την κληρονομιά του παρελθόντος. Η παρατηρούμενη παλινδρόμηση αποδεικνύει με τρόπο σαφή την αδυναμία τεκμηρίωσης, στην κοινωνική ζωή , συνεχούς και αδιάλειπτης προόδου , καταρρίπτοντας τις συναφείς εσχατολογικές τοποθετήσεις αυτής της μορφής. Η πολιτική ενταγμένη στο σμιτιανό πλαίσιο εχθρού- φίλου αποτελεί μια συνεχή πάλη χωρίς αναπαμό και εφησυχασμούς (μέχρι την ολοκληρωτική εξαφάνιση του εχθρού). Γιατί όμως τελειώνει η δυνατότητα παρέμβασης του εργατικού κινήματος; Ή για να το θέσουμε διαφορετικά , τελειώνει ολοκληρωτικά η δυνατότητα παρέμβασης του εργατικού κινήματος ή το εργατικό κίνημα παραμένοντας το βασικό υποκείμενο της ριζοσπαστικής αλλαγής χρειάζεται να ανακαλύψει νέους τρόπους παρέμβασης;
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε , παρότι είναι αρκετά ασαφής, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα πολιτικά και οικονομικά αιτήματα , ανάμεσα στις πολιτικές οργανώσεις και στα συνδικάτα της εργατικής τάξης . Αυτά τα δύο δεν πρέπει να συγχέονται. Τα εργατικά συνδικάτα δεν υπήρξαν ουδέποτε επαναστατικά με την έννοια ότι επεδίωκαν ένα μετασχηματισμό της κοινωνίας και των πολιτικών θεσμών. Υπερασπιζόμενα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και αγωνιζόμενα γι’ αυτά , είναι υπεύθυνα για την τελική της ενσωμάτωση στη σύγχρονη κοινωνία , ιδιαίτερα για την εξαιρετική αύξηση της οικονομικής της ασφάλειας , του κοινωνικού της κύρους και της πολιτικής της δύναμης. Αντιθέτως τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης , εδώ βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή, έθεταν ως κυρίαρχο και πρωταρχικό στόχο την νέα μορφή διακυβέρνησης και το μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η παραδοχή της ήττας δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο νικητής είναι ο καλύτερος ή ο σωστότερος. Απλά δείχνει ότι είναι ο πιο δυνατός και ως τέτοιος επιβάλλει τους όρους του. «Η ιστορία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας δείχνει με τρόπο κατηγορηματικό , πώς οι εθνικοποιήσεις , οι κρατικοποιήσεις και γενικά η δημιουργία ενός δημόσιου τομέα οδηγούσαν την αριστερά σε αδιέξοδα και όχι στην πραγματοποίηση μιας αυθεντικά “μικτής οικονομίας”, διότι έπαιρνε πάνω της το ρίσκο να υπερασπίζεται τη λειτουργικότητα του αστικού κράτους. Και όταν βέβαια η διαδικασία της συσσώρευσης το επέτρεπε, η πολιτική αυτή είχε επιτυχίες. Όταν, όμως, ο καπιταλισμός απαιτούσε διαφορετικούς χειρισμούς, και οι συσχετισμοί δύναμης το επέτρεπαν άλλαζαν άρδην τα κριτήρια καθορισμού του δημοσίου και του ιδιωτικού αφήνοντας την αριστερά να υπερασπίζεται τις προηγούμενες επιλογές του αστικού κράτους.. Διότι μέσω του αιτήματος για τις εθνικοποιήσεις, η αριστερά ουσιαστικά προσχωρούσε στη θέση ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αστικό κράτος στα καπιταλιστικά πλαίσια με τρόπο που να διευκολύνει την εισαγωγή του σοσιαλισμού.
Σχήμα ασφαλώς με αντιφάσεις, αν όχι και μια δόση θεωρητικής σχιζοφρένειας η οποία εξίσωνε τον καπιταλισμό με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και τον σοσιαλισμό με τον κρατισμό, τουλάχιστον όσον αφορά στα επιμέρους αιτήματα».[10]
Η ανάγνωση που επιχειρήσαμε μέχρι τώρα μας επιτρέπει να μιλήσουμε ως Έλληνες για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σχετικά με το δημόσιο νοικοκυριό.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι το τι μπορεί να αντιπαρατεθεί σε αυτή την στρατηγική που έχει ως πεδίο δράσης σχεδόν το σύνολο του πλανήτη. Αν συμφωνήσουμε βεβαίως ότι η ασκούμενη πολιτική των ΗΠΑ είναι βλαπτική των συμφερόντων μας. Τι μπορούμε να αντιπαραθέσουμε εμείς ως Ελλάδα, ως Ελληνικά Συνδικάτα, ως Πολιτικά Κόμματα.
Ποιοι είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους μπορούμε να στηριχθούμε να κτίσουμε μια εναλλακτική στρατηγική για να αντιμετωπίσουμε τη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής; Μια στρατηγική με σαφή γεωπολιτικό προσανατολισμό την εγκαθίδρυση της μονοκρατορίας των ΗΠΑ στον πλανήτη και με έντονα τα χαρακτηριστικά της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των οικονομιών των υπολοίπων χωρών.
Η όποια απάντηση απαιτεί την εκ των προτέρων επιλογή του θεσμικού υποκειμένου που θα σηκώσει το βάρος της αντιπαράθεσης. Οι ελληνικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δημοκρατίας έχουν κάνει την επιλογή για την χώρα συμφωνώντας ότι η θέση της Ελλάδος και το σύνολο των προβλημάτων της θα επιλυθούν ή θα αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της ΕΕ.
Στο συγκεκριμένο θέμα που συζητούμε σήμερα , το ρόλο του δημόσιου νοικοκυριού , έχω την άποψη ότι είναι λάθος να επικαλούμαστε την ΕΕ ως αρωγό στις προσπάθειές μας να διατηρηθεί το δημόσιο νοικοκυριό.
Βρισκόμαστε στο 2006, και η ΕΕ έχει διανύσει σημαντική περίοδο ζωής ικανή να εντοπίσουμε εκ του αποτελέσματος τις ασκούμενες πολιτικές αναφορικά με το δημόσιο νοικοκυριό. Υπό μια έννοια «το ζούμε καθημερινά στο πετσί μας», όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποτίθεται ότι είναι το κέντρο του κοινωνικού κράτους, το κέντρου του δημόσιου νοικοκυριού. Μέρα με τη μέρα αυτό το οποίο αποτελούσε το καύχημα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και την επιτυχία του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος αποσαθρώνεται. Την εξέλιξη των πραγμάτων προς αυτή την κατεύθυνση , είναι εύκολο να το καταλάβει κανένας όχι μόνο παρατηρώντας καθημερινά το τι συμβαίνει, αλλά αν σκεφτεί τις πολιτικές και οικονομικές αρχές πάνω στις οποίες δημιουργήθηκε η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι γνωστόν ότι ο πυλώνας πάνω στον οποίο στήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ελεύθερη αγορά. Αποτελεί απόκλιση από τη λογική της ελεύθερης αγοράς οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση στην οικονομία . Συνεπώς απ’ αρχής αποκλείεται το Δημόσιο νοικοκυριό .
Η ελεύθερη αγορά σημαίνει ευελιξία σε όλες τις αγορές που συναπαρτίζουν το οικονομικό γίγνεσθαι . Πρωταρχικά η ευελιξία επιβλήθηκε στον χρηματοοικονομικό τομέα. Ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων κάθε είδους ακόμη και των βραχυπροθέσμων . Συνεπώς απορύθμιση της αγοράς κεφαλαίων. Ήδη στην πράξη έχουμε την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων.
Στη συνέχεια περνάμε στην απορύθμιση της αγοράς των προϊόντων και στην ελεύθερη διακίνηση τους . Η ελεύθερη αγορά εδώ σημαίνει διάλυση του δημόσιου νοικοκυριού δηλαδή ιδιωτικοποιήσεις. Η ΕΕ θεωρεί τις ιδιωτικοποιήσεις ως βάση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής της. Διότι δεν μπορεί να υπάρχουν κρατικές επιχειρήσεις μονοπωλιακού ή ολιγοπωλιακού χαρακτήρα που αλλοιώνουν τον τέλειο ανταγωνισμό. Μπορούν όμως να υπάρχουν ολιγοπώλια ιδιωτικού χαρακτήρα τα οποία για ανεξήγητους λόγους …δεν μειώνουν τον ανταγωνισμό. Ως παράδειγμα σκεφτείτε τη διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα , πριν και μετά τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ήδη οι ιδιωτικοποιήσεις πλησιάζουν να ολοκληρωθούν στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί φορείς που επιθυμούν τις ιδιωτικοποιήσεις έχουν επιτύχει σε αυτό τον πολιτικό στόχο και έχουν επιβληθεί και ιδεολογικά. Εκτός των εργαζομένων στην υπό ιδιωτικοποίηση επιχείρηση κανένας άλλος πολίτης , εργαζόμενος ή οτιδήποτε άλλο δεν ενδιαφέρεται. Για ποιο δημόσιο νοικοκυριό ομιλούν τα συνδικάτα ή τα πολιτικά κόμματα που το υποστηρίζουν, όταν δεν έχουν καταφέρει να αποτρέψουν ούτε μία ιδιωτικοποίηση, μετοχοποίηση ή πως αλλιώς την ονομάζουν.
Ακολουθεί η απορύθμιση της αγοράς εργασίας. Δεν μπορεί να λειτουργήσει κανένα ευέλικτο σύστημα εάν δεν γίνει ευέλικτη η αγορά εργασίας. Και ευέλικτη αγορά εργασίας πρωταρχικά σημαίνει κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Ή έντονος περιορισμός του περιεχομένου τους σε μισθολογικά μόνο αιτήματα. Σημαίνει στην καλλίτερη των περιπτώσεων εταιρικές συμβάσεις και στα όρια της νομιμότητας ατομικές συμβάσεις. Οι διαδικασίες αυτές οδηγούν καταρχήν στην αλλαγή του ρόλου και της δυνατότητας επέμβασης του υποκειμένου που λέγεται «Συνδικάτο» και στην οριακή στη διάλυσή του. Άρα ο καθένας είναι μόνος του έναντι του εργοδότη του. Πάμε σε ατομικές συμβάσεις. Το βλέπετε κάθε μέρα και στην Ελλάδα. Γίνεται ήδη και θα συνεχίσει να γίνεται. Όχι μόνο το νομικό πλαίσιο[11], το οποίο ειρήσθω εν παρόδω , καταρτίσθηκε και τέθηκε σε ισχύ επί «σοσιαλιστικών» κυβερνήσεων Σημίτη , αλλά πλέων εφαρμόζεται στην πράξη.
Συνεπώς στην Ελλάδα δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε απολύτως τίποτα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου οι ιθύνοντες, οι άρχουσες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αυτές οι οποίες σήμερα έχουν αντικαταστήσει τις πάλαι ποτέ εθνικές αστικές τάξεις των χωρών της Ευρώπης και ειδικά της Γαλλίας και της Γερμανίας, είναι πλήρως ,είτε από αδυναμία, είτε από θέληση , υποταγμένες στον παγκόσμιο ηγεμόνα.
Είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι η Ευρώπη είναι αυτή η οποία καλείται να καταβάλει το τίμημα , αναφορικά με το δημόσιο νοικοκυριό , διότι μη γελιόσαστε , μόνον η Ευρώπη έχει καταφέρει να αποκτήσει ικανό δημόσιο νοικοκυριό πολύ πάνω από τον πλανητικό μέσο όρο. Η Ευρώπη θα πληρώσει το μάρμαρο, όπως λέει ο λαός. Πράγματι η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη : κοινωνικά δικαιώματα, δημόσια αγαθά, δημόσιο νοικοκυριό φθίνουν συνεχώς.
Αυτή λοιπόν η κατάσταση, την οποία βιώνουμε καθημερινά και την οποία αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα, μου δίνει την εντύπωση ή μάλλον μου δίνει τη βεβαιότητα ότι έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι το τέλος και την ολοκληρωτική αποδόμηση του δημόσιου νοικοκυριού. Δεν έχουμε αγγίξει ακόμα το τέλος αυτής της καθοδικής πορείας.
Η δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη στηρίζεται στην συνολική αδυναμία του εργαζόμενου λαού και των φορέων του , σε όλα τα επίπεδα, να αντιπαραθέσει μια συνολική στρατηγική ή και επιμέρους στρατηγικές έναντι αυτής της συγκροτημένης επίθεσης η οποία αποτελεί μέρος της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών και η οποία βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ και στους πολιτικούς της εκπροσώπους.
Η Αμερική εξάγει το δικό της πολιτικό και οικονομικό υπόδειγμα. Το επιβάλλει παγκοσμίως αφαιρώντας όμως από τους υπολοίπους συμμετέχοντες τους βαθμούς ελευθερίας που η ίδια κατέχει ως η μοναδική κυρίαρχη δύναμη στον πλανήτη.
Στην ερώτηση πώς φτάσαμε σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί δεν μπορούμε να αντισταθούμε; Τι είναι αυτό που μας κάνει να μην μπορούμε να βάλουμε έστω κι ένα πετραδάκι μπροστά από την ερπύστρια των αμερικάνικων τανκς; Τι είναι αυτό που έχει αδρανοποιήσει σε τέτοιο βάθος την κοινωνία;
Υπάρχουν υπεύθυνοι; Συνηθίζουμε πάντοτε να ρίχνουμε τις ευθύνες στους αντιπάλους . Έτσι και τώρα εύκολα απαντούμε ότι ο υπεύθυνος είναι : ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός . Βεβαίως όλοι καταλαβαίνουμε ότι ευθύνη και σοβαρή μάλιστα έχουν όλοι όσοι διαχειρίστηκαν ή συμμετείχαν στη διαμόρφωση της στρατηγικής που ακολούθησαν οι δυνάμεις που αναφέρονται στο εργατικό κίνημα in senso lato.
Υπεύθυνοι υπάρχουν. Επιγραμματικά αναφέρω.
Τα πολιτικά κόμματα έχουν τεράστια ευθύνη . Είναι υπεύθυνα για τη πλήρη αποϊδεολογικοποίηση των απόψεών τους. Για το αναμάσημα απόψεων που δεν έχουν τίποτε να κάνουν με την σκληρή πραγματικότητα αλλά και τις οποίες δεν πιστεύει πλέον κανένας. Έχουν συμβάλλει στη δημιουργία μιας κατακερματισμένης «πολιτικής» κοινωνίας κυριαρχούμενης από κάθε είδος λόμπι , τα οποία προκαλούν γενική τροχοπέδη του συστήματος , γιατί το καθένα απ’ αυτά είναι σε θέση να παρεμποδίσει αποτελεσματικά κάθε πολιτική που αντιτίθεται στα πραγματικά ή στα υποτιθέμενα συμφέροντά του. Με τον τρόπο αυτό διαλύεται το πολιτικό .
Τα συνδικάτα έχουν μετατραπεί σε απλές ομάδες πίεσης που προσπαθούν να υπερασπισθούν , δίχως να το επιτυγχάνουν πια , τα συντεχνιακά συμφέροντα των μελών τους. Αδυνατούν να κινητοποιήσουν τα μέλη τους . Η μοναδική τους πλέον δραστηριότητα , ως γραφειοκρατικοί μηχανισμοί είναι η αυτοσυντήρησή τους.
Άρα λοιπόν πρέπει να αφήσουμε τον διαπιστωτικό και τον υποσχετικό λόγο. Σωστά αναφερόμαστε στις πράξεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά από την άλλη μεριά πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τους τρόπους αντίδρασης μέσα στην αδήριτη πραγματικότητα και όχι επαναλαμβάνοντας ιδέες και απόψεις οι οποίες αποδείχτηκαν λανθασμένες και οδήγησαν στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα. Το πρώτο που πρέπει να σκεφτούμε αφορά στο ποιο είναι το θεσμικό υποκείμενο το οποίο μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα της νέας αντίστασης .
Μην είμαστε σίγουροι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ή οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν τις δυνατότητες να αντισταθούν. Όχι μόνο δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν, αλλά τουναντίον, η ελίτ ταυτίζονται ή τουλάχιστον ταυτίζονται παρά τις μικρές οικονομικές διαφωνίες τους διότι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Η ιστορία δείχνει ότι υπήρχαν χώρες πριν εκατό χρόνια, παραδείγματος χάρη η Χιλή το 1880, η οποία ήταν «8η» οικονομική δύναμη στον κόσμο. Τώρα ξέρετε πού είναι; Ή η Αργεντινή. Ή η Πορτογαλία, ήταν αυτοκράτειρα. Επίσης η Ισπανία, όπως και η Ολλανδία. Στη διάρκεια του ιστορικού χρόνου, εάν μελετήσουμε τον ιστορικό χρόνο, βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλές αλλαγές και μεταλλαγές ανάμεσα στα κράτη. Όχι μόνο το μέλλον είναι αβέβαιο , αλλά για πολλά θεσμικά υποκείμενα μπορεί και να μην υπάρχει.
Ως εκ τούτου και ο τίτλος της ομιλίας μου . ο οποίος παρότι φαίνεται αρκετά προκλητικός, νομίζω ότι περιγράφει με σαφήνεια όχι μόνο όσα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα αλλά δίνει μια αίσθηση και για αυτά που πρόκειται να συμβούν.
Αθήνα , 30 Μαρτίου 2006.
[1] Βεβαίως και τις άλλες δράσεις . Όμως οι επιδράσεις σ’ αυτές είναι περισσότερο έμμεσες και μακροχρόνιες.
[2] Για τον χρησιμοποιούμενο όρο δες : R.Gilpin : The Poitical Economy of International Relations.1987.
[3] Κ Μελάς , Παγκοσμιοποίηση , Εξάντας 1999.
Κ Μελάς – Ι Πολλάλης , Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις , Παπαζήση 2005
[4] E. Altvater, Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά. Επιμέλεια – Εισαγωγή Κ.Μελάς. The Monthly Review Imprint 2006.
[5] Κ.Μελάς , Εισαγωγή στο E.Alvater op.cit.
[6] J.Stiglitz, Οικονομική του Δημοσίου Τομέα, Κριτική 1992, Κεφάλαιο 5, σελίδες 161-188.
[7] Κ.Τσουκαλάς Είδωλα Πολιτισμού, Θεμέλιο 1991,σελίδα 424.
[8] Οπ.παραπάνω ,σελίδα 427.
[9] Κ Μελάς , Παγκοσμιοποίηση , Εξάντας 1999.
[10] Κ.Μελάς: Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία : από την πολιτική στο νεοφιλελευθερισμό. Monthly Review, Νο 27, Μάρτιος 2007.
[11] Για τις αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων δες: Εκθέσεις ΙΝΕ. Διάφορα έτη.