A.
Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στη μεταπολεμική οικονομική εξέλιξη, στη
Γερμανία ήταν η σταθεροποίηση του γερμανικού μάρκου το 1923-1924, που συνοδεύτηκε με την ανακοίνωση του Dawes Plan και αφορούσε στον διακανονισμό του γερμανικού πολεμικού χρέους.
Ο μεταπολεμικός πληθωρισμός στη Γερμανία, οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία της
κυβέρνησης να ισορροπήσει τον προϋπολογισμό της. Τα κυβερνητικά ελλείμματα (κυρίως προερχόμενα από τις απίστευτα υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβληθεί στη
Γερμανία) χρηματοδοτήθηκαν αρχικά μέσω δανεισμού, αλλά όταν συνέχιζαν να
υπάρχουν και να αυξάνονται, λόγω του συνεχιζόμενου πληθωρισμού, το γερμανικό
κοινό αρνήθηκε να αγοράσει περισσότερα κυβερνητικά ομόλογα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εκδώσει κρατικά γραμμάτια για να καλύψει τις επιπλέον δαπάνες.
Αυτά προστέθηκαν στην ποσότητα χρήματος που κυκλοφορούσε και οδήγησαν σε επιπρόσθετη ανύψωση των τιμών. Τελικά, η επέκταση της προσφοράς χρήματος και
η ανύψωση των τιμών από την υποτίμηση της αξίας του μάρκου προκάλεσαν την πιο γρήγορη δαπάνη των μάρκων. Ο συνδυασμός των μεγάλων ποσοτήτων με την
υψηλή ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, οδήγησε στην αναπόφευκτη αύξηση του
πληθωρισμού.
Λόγω του υψηλού πληθωρισμού, η αύξηση των εγχώριων τιμών άφησε την αύξηση της ποσότητας του χρήματος πολύ πίσω και ήταν συνεπώς έντονη η έλλειψη χρήματος, η οποία τελικά έδωσε στην κυβέρνηση την ευκαιρία να φέρει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Ένα νέο Rentenmark παρουσιάστηκε αργότερα, το 1923 και γρήγορα δέχτηκε από το κοινό μεγάλη
αμφισβήτηση για την έλλειψη σταθερότητας ως κυκλοφορούντος νομίσματος. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση να καλύψει τις δαπάνες με νέες εκδόσεις χρήματος ενώ παίρνει μέτρα για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό με περικοπές και φορολογικές αυξήσεις. Η σταθεροποίηση του μάρκου ολοκληρώθηκε με την παραλαβή ενός διεθνούς δανείου 800 εκατ. μάρκων σύμφωνα με το Plan Dawes του 1924. Στις 9 Απριλίου 1924 , η Επιτροπή Τσαρλς Ντόουζ , που είχε ξεκινήσει τις εργασίες της τον Ιανουάριο στο Παρίσι , δημοσιοποίησε το πόρισμά της για το ζήτημα των επανορθώσεων.
Το Dawes Plan[1] ήταν αποτέλεσμα της επανεξέτασης όλων των γερμανικών προβλημάτων τα οποία αναπόφευκτα είχαν ακολουθήσει την οικονομική κατάρρευση του μάρκου.
Σύμφωνα με τη συνθήκη των Βερσαλλιών[2] (1919) η Γερμανία (εκτός των άλλων[3]) έπρεπε να αποζημιώσει τους Συμμάχους για τις απώλειες πολέμου (επανορθώσεις) αλλά οι
νικητές δεν είχαν συμφωνήσει για το ύψος του τελικού ποσού. Πάντως είχαν υπολογίσει ένα κατ’ αρχήν ποσό ύψους 20 δις μάρκων που έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τις 21 Μαΐου 1921 . Για το υπόλοιπο δημιουργήθηκε μια προπαρασκευαστική Επιτροπή για να υπολογίσει το ύψος του τελικού ποσού.
Στις 5 Μαΐου 1921 ο Βρετανός πρωθυπουργός LIoyd George , εν ονόματι των Συμμάχων , επέδωσε τελεσίγραφο στον Γερμανό πρέσβη στο Λονδίνο : οι Σύμμαχοι απαιτούσαν επανορθώσεις συνολικού ύψους 132 δις χρυσά μάρκα (ίσο με 6,600 εκ.Στερλίνες) . Το σχέδιο πληρωμών προέβλεπε ότι οι επανορθώσεις έπρεπε να καταβληθούν σε δόσεις στην τρέχουσα αξία τους ( χωρίς τους τόκους που θα προκύπταν) ενώ θα έπρεπε επίσης η Γερμανία να καταβάλει στο Βέλγιο , στο οποίο είχε επιτεθεί το 1914, 6 δις χρυσών μάρκων. Έχει σημασία να ειπωθεί ότι η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώσει το πρώτο δισεκατομμύριο μέχρι τις 30 Μαΐου 1921.
Επιπλέον, οι Σύμμαχοι αξίωναν την πληρωμή του ληξιπρόθεσμου ποσού των 12
δισεκατομμυρίων από τα συνολικά 20 δισεκατομμύρια που όφειλε να πληρώσει η
Γερμανία την 1η Μαΐου 1921 σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Σε
περίπτωση μη συμμόρφωσης , οι Σύμμαχοι απειλούσαν να καταλάβουν ολόκληρη την
περιοχή του Ρουρ. Ένα τμήμα ήταν ήδη υπό κατοχή από τα στρατεύματα της Γαλλίας
και Βελγίου από την 11η Ιανουαρίου 1921 , επειδή δεν υπήρχε συμμόρφωση με το πρώτο τελεσίγραφο.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε στον τρόπο που αντέδρασε η γερμανική πολιτική τάξη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως συνήθως όταν επιδόθηκε το τελεσίγραφο , η εν ενεργεία γερμανική κυβέρνηση παραιτήθηκε. Το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα , το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας απαίτησαν την απόρριψη του τελεσιγράφου. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου και το
Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής , επικαλούμενα
τις κυρώσεις που θα ακολουθούσαν στην αντίθετη περίπτωση . Το Γερμανικό
Δημοκρατικό Κόμμα ήταν διχασμένο. Η πολιτική που ακολούθησε η νέα γερμανική
κυβέρνηση έμεινε στην ιστορία ως η «αρχή της εκπλήρωσης» , η οποία σήμαινε ότι η Γερμανία θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που της είχαν επιβληθεί. Η λογική που υποβάσταζε την συγκεκριμένη απόφαση ήταν απλή : επιδίωκε να αποδείξει τον παραλογισμό της πολιτικής των επανορθώσεων.
Γρήγορα έγινε εμφανές ότι η Γερμανία που ήταν ήδη σε κατάσταση υπερπληθωρισμού δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στις 14 Νοεμβρίου η ισοτιμία ήταν 1,26 τρις μάρκα προς ένα δολάριο , ενώ στις 20 Νοεμβρίου σταθεροποιήθηκε στα 4,2 τρις μάρκα προς ένα δολάριο. Η Τράπεζα του Ράιχ όρισε την ισοτιμία 1 τρις χάρτινων μάρκων προς 1 rentenmark και έτσι επετεύχθη και πάλι η προπολεμική συναλλαγματική ισοτιμία μάρκου και δολαρίου.
Το σχέδιο Ντόουζ ήταν η συμβολή των ΗΠΑ στη σταθεροποίηση της Γερμανίας. Αυτό είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Όλα ξεκίνησαν από την πρόταση που υπέβαλε στα τέλη Δεκεμβρίου 1922 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Charles Hughes, σύμφωνα με την οποία η οικονομική διάσταση των επανορθώσεων έπρεπε να συζητηθεί σε μια διεθνή συνδιάσκεψη . Το Λονδίνο υιοθέτησε την πρόταση. Στη συνέχεια και αναπάντεχα συμφώνησε και ο Γάλλος Πρωθυπουργός Πουανκαρέ. Με τον τρόπο αυτό τέθηκαν οι βάσεις για τη συνδιάσκεψη από την οποία προήλθε το σχέδιο Ντόουζ.
Σύμφωνα με τους όρους του σχεδίου Dawes, η Γερμανία υποχρεώθηκε να κάνει
πληρωμές αποκατάστασης ζημιών, αυξάνοντας τις συγκεκριμένες αποζημιώσεις ,μέσα
σε 5 χρόνια, από 50 εκατομμύρια ετησίως σε 125 εκατομμύρια Λίρες Στερλίνες (από
1 δισεκατομμύριο σε 2,5 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα) αφήνοντας το συνολικό χρονικό διάστημα πληρωμής απροσδιόριστο. Προκειμένου να μην υποτιμηθεί η αξία του γερμανικού νομίσματος, οι Σύμμαχοι διόρισαν έναν Επίτροπο Επανορθώσεων για να επιβλέπει την κατάσταση.
Παράλληλα ενεχυρίασαν μέρος των κρατικών εσόδων καθώς και έλαβαν υποθήκες ύψους
5 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων από τη γερμανική βιομηχανία. Η επιβολή
περιορισμών στην εθνική κυριαρχία είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Όμως σε σχέση με
τη συνθήκη των Βερσαλλιών , για τη Γερμανία ήταν μια βαθιά ανάσα.
Η πρώτη πληρωμή έγινε πιθανόν μέσω του διεθνούς δανείου (το δάνειο Dawes), το οποίο επίσης επέτρεπε στη Γερμανία να επιστρέψει στο χρυσό, ως μονάδα μέτρησης το 1924, με τη δημιουργία μιας νέας ΚΤ και την εισαγωγή ενός νέου κυκλοφορούν νομίσματος του Reichsmark, στην παλιά προπολεμική ισοτιμία χρυσού στα 23,8 σεντς. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προϊόν του δανείου εξυπηρέτησε στην αρχή αποκλειστικά, τις υποχρεώσεις της Γερμανίας προς τους Συμμάχους (εκτός των άλλων χρηματοδότησε και τις δαπάνες των δυνάμεων κατοχής της χώρας).
Ξένες χώρες τώρα ενδιαφέρθηκαν για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας και για το υπόλοιπο της δεκαετίας του `20, η κυβέρνηση μαζί με ιδιωτικές εταιρίες ήταν ικανές να δανειστούν μεγάλα ποσά στο εξωτερικό.
Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας σταθεροποιήθηκε. Αυτός ο ογκώδες ξένος δανεισμός όμως, οδήγησε στην εμφάνιση όχι πολύ σταθερής οικονομικής κατάσταση στη Γερμανία στο τέλος της δεκαετίας του 1920, όπου έγινε μια τελευταία προσπάθεια για να λυθεί το πρόβλημα του γερμανικού χρέους μέσω του Σχεδίου Young.
[1] Με το σχέδιο Ντόουζ για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα του ελαχίστου διαθεσίμου κατά κεφαλή εισοδήματος που απαιτείται για την επιβίωση των κατοίκων μιας χώρας η οποία καλείται να καταβάλλει τοκοχρεολύσια στους πιστωτές της. Μόνο όταν υπάρχει αυτή η
προϋπόθεση η χώρα μπορεί να διαθέσει το υπόλοιπο για τα χρέη της.
[2] Η αποδοχή ή όχι της συνθήκης των Βερσαλλιών προκάλεσε κυβερνητική κρίση σε
μια χώρα που ήταν καταστραμμένη. Ο όρος προδότης της χώρας αποδόθηκε με ευκολία
σε όλους όσοι αποδέχτηκαν τη συνθήκη.
Θέλω να αναφέρω απλά δύο φράσεις που ειπώθηκαν ενάντια στη συνθήκη από
εκπροσώπους κομμάτων που τελικά ψήφισαν υπέρ της συνθήκης : P. Hirsch , σοσιαλδημοκράτης Πρωθυπουργός της Πρωσίας, «καλύτερα νεκρός παρά
σκλάβος», K. Fehrenbach , πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης , Κόμμα του Κέντρου, «memores estote, ,inimici, ex ossibus ultor» (να θυμάστε, εχθροί, από τα κόκκαλα των πεσόντων θα γεννηθεί ένας εκδικητής). Το βάρος της υπογραφής σήκωσαν τα δύο Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, η πλειοψηφία του κόμματος του Κέντρου και η μειοψηφία του Δημοκρατικού κόμματος. Κατά ψήφισαν, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό κόμμα και το Γερμανικό Λαϊκό κόμμα.
[3] Εκτός των αποζημιώσεων σε ρευστά και είδος η Γερμανία εξαναγκάσθηκε και σε εδαφικές παραχωρήσεις : η Συνθήκη της στέρησε το ένα έβδομο των εδαφών της και το ένα δέκατο του πληθυσμού της, καθώς και τις αποικίες της. Με την απώλεια αυτών των εδαφών έχασε και το ένα τρίτο των κοιτασμάτων άνθρακα και τα τρία τέταρτα των κοιτασμάτων μετάλλου. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι οι οικονομικές και εδαφικές
απώλειες που επέφερε η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν σαφώς ηπιότερες από εκείνες
που επέφερε η Αυτοκρατορία του Κάιζερ στη Ρωσία , μόλις ένα χρόνο πριν , με τη
συνθήκη του Μπρεστ- Λιτόφσκ. Και οι δύο συνθήκες ήταν μονόπλευρες , άδικες και
κατά βάση εκδικητικές και εξοντωτικές για τις αντίστοιχες χώρες.
B.
Το σχέδιο Ντόουζ δεν ήταν παρά μια προσωρινή ρύθμιση , η οποία είχε αφήσει ανοιχτό το συνολικό πόσο των επανορθώσεων. Επίσης η επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας έδωσε τη ευκαιρία για μια προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης των γερμανικών επιβαρύνσεων.
Άλλωστε αυτή ήταν πάντοτε η βασική επιδίωξη των γερμανικών κομμάτων. Ήταν όμως και η επιδίωξη του Εκπροσώπου Επανορθώσεων ο οποίος επιθυμούσε η Γερμανία να αναλάβει μόνη της υποχρεώσεις της και να μην κρύβεται πίσω από τον Εκπρόσωπο.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Young [1] το 1929 οι πληρωμές για ζημιές και η περίοδος των πληρωμών αναθεωρήθηκαν, οι ετήσιες πληρωμές έπεσαν στα 100 εκατομμύρια λίρες στερλίνες και οι πληρωμές θα περατώνονταν το έτος 1988, δηλαδή μετά από εξήντα έτη. Το σχέδιο επίσης δεν προέβλεπε την περαιτέρω εποπτεία των οικονομικών της
Γερμανίας και επίσης δεν απαιτούσε την ενεχυρίαση βιομηχανικών ομολόγων και
δημοσίων εσόδων. Την ευθύνη των πληρωμών θα είχε πλέον η ίδια η Γερμανία.
Επίσης σε περίπτωση που η Γερμανία είχε δυσκολίες στην καταβολή των δόσεων θα
μπορούσε να προσφύγει σε μια Διεθνή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων , η οποία θα
υπέβαλλε προτάσεις για την αναθεώρηση του σχεδίου. Όμως η Γερμανία , σύμφωνα με
το σχέδιο, θα έπρεπε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της ανεξάρτητα από την
κατάσταση που θα βρισκόταν η οικονομία της. Πέρα από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για
την οικονομία που περιείχε το σχέδιο Young , εκείνο που πραγματικά πρόσφερε στη Γερμανία, ήταν την πολιτικοοικονομική της κυριαρχία. Συγχρόνως όμως υπήρξε ένα ακόμα
πολιτικό αντάλλαγμα : η Γαλλία δέχτηκε τα συμμαχικά στρατεύματα να αποχωρήσουν
από τη Ρηνανία μέχρι τις 30 Ιουνίου 1930 , δηλαδή πέντε χρόνια νωρίτερα από την
ημερομηνία που καθόριζε η Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Η νέα συμφωνία τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 1930 υποστηριζόμενη από ένα δάνειο 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά με το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, η Γερμανία γρήγορα καταποντίστηκε στην οικονομική κρίση, η οποία οδήγησε σε αποπληρωμές για ζημιές τον Ιούνιο του 1931 και την επόμενη χρονιά στην ολοκληρωτική εγκατάλειψή τους. Είχε προηγηθεί το moratorium του προέδρου των ΗΠΑ ,Hoover, τον Ιούλιο του 1931, για διακοπή των πληρωμών χρέους για ένα έτος και το οποίο ακολούθησαν 15 χώρες. Παρά το moratorium η οικονομική κατάσταση στη Γερμανία χειροτέρευσε. Τελευταία προσπάθεια για μια συνεννόηση για τα ζητήματα του χρέους της Γερμανίας έγινε στη Λωζάννη το 1932. Η ΜΒ, η Γαλλία , η Ιταλία, το Βέλγιο, η Γερμανία και η Ιαπωνία ήλθαν σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία ,δεδομένου ότι την περίοδο αυτή η Γερμανική οικονομική
κατάσταση καθιστούσε αδύνατον την αποπληρωμή των υποχρεώσεών της. Οι συμμετέχουσες χώρες συμφώνησαν τα εξής :
– Να μην πιεστεί η Γερμανία για άμεσες πληρωμές.
– Να μειωθεί το χρέος κατά 90,0% και να ζητηθεί από τη Γερμανία να ετοιμασθεί για έκδοση ομολόγων. Με τη μείωση το αρχικό χρέος ύψους 32,3 δις δολαρίων κατρακύλησε σε 713 εκατομμύρια δολάριο.
– Επίσης θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα σχετικά με το χρέος των υπολοίπων χωρών προς τις ΗΠΑ.
Συνδεδεμένη με το πρόβλημα των γερμανικών αποπληρωμών ήταν η ερώτηση για την εξόφληση των πολεμικών χρεών των Συμμάχων. Η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο είχαν βγει από τον πόλεμο με χρέος η μία στην άλλη, καθώς και στη Βρετανία, ενώ όλες αυτές μαζί με αρκετές άλλες χώρες είχαν λάβει δάνεια συνολικού ύψους 7.700 εκατομμύρια δολάρια από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος του 1918. Τα μεταπολεμικά δάνεια για ανακούφιση και ανοικοδόμηση, προστέθηκαν σ` αυτά τα χρέη μέχρι που στο τέλος του 1922 η οφειλή στην Αμερική ήταν 9.400 εκατομμύρια δολάρια από τα οποία η Βρετανία ήταν να δώσει 4.100 εκατ. δολ., η Γαλλία 2.900 εκατ. δολ., η Ιταλία 1.600 εκατ. δολ., με το υπόλοιπο να μοιράζεται ανάμεσα στο Βέλγιο, την Κούβα, την Τσεχοσλοβακία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Ρωσία και τη Γιουγκοσλαβία. Από τότε, πολλές από τις συμμαχικές χώρες θεώρησαν τις γερμανικές αποπληρωμές για τις ζημιές σαν το μέσο για να εξοφλήσουν τα Αμερικάνικα χρέη, όπου ανέπτυξαν μια αλυσίδα από πληρωμές χρεών, ξεκινώντας από τη Γερμανία και καταλήγοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Γι αυτές τις εξοφλήσεις χρεών, για να διευθετηθούν ομαλά, δύο απαιτήσεις πρέπει να ικανοποιηθούν: μεγάλες ποσότητες μάρκου πρέπει να εγκαταλείψουν ετησίως το γερμανικό λαό και αυτές οι ποσότητες πρέπει να μεταφερθούν σε άλλες κυκλοφορίες – ένα μεγάλο τμήμα σε δολάρια τελικά. Αυτές οι απαιτήσεις μπορούσαν να
ικανοποιηθούν, αυξάνοντας αρκετά τους γερμανικούς φόρους, ώστε να απελευθερωθεί
ένα ρεύμα αγαθών και υπηρεσιών για εξαγωγές αρκετά μεγάλο για να κερδίσει το
ξένο συνάλλαγμα που απαιτείται για αποπληρωμές των ζημιών. Αλλά επειδή στη γερμανική κυβέρνηση έλειπε το χρυσάφι και το εξωτερικό συνάλλαγμα που ήταν αναγκαίο για να γίνουν οι αρχικές αποπληρωμές, ενώ συγχρόνως δεν ήταν ικανή να πετύχει πλεονασματικό προϋπολογισμό, αλλά και επειδή οι πιστώτριες χώρες αντιτέθηκαν στο να δεχτούν τη μεγάλη εισροή των γερμανικών αγαθών που ήταν απαραίτητη ώστε η χώρα να
κερδίσει το ξένο συνάλλαγμα με το οποίο να κάνει αποπληρωμές για τις ζημιές, η
διαδικασία της μεταφοράς δεν ήταν ικανή να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Στην πράξη, το πρόβλημα των αποπληρωμών των ζημιών και τα συμμαχικά χρέη δεν είχαν ρυθμιστεί μέχρι τα μέσα του 1920, όταν η Γερμανία άρχισε να υποδέχεται μεγάλα δάνεια από ξένες χώρες, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τότε η αλυσίδα των αποπληρωμών των χρεών άρχισε να λειτουργεί ομαλά, αλλά όταν αυτός ο ξένος δανεισμός προς τη Γερμανία σταμάτησε στα τέλη του 1920, η μεταφορά των αποπληρωμών σταμάτησε επίσης, και με αυτό σταμάτησαν και οι αποπληρωμές που είχαν να κάνουν με τις πολεμικές οφειλές.
Είναι γνωστό ότι το Δεκέμβριο 1932 το κογκρέσο των ΗΠΑ απέρριψε τις αποφάσεις της συνάντησης της Λωζάννης. Μετά από λίγους μήνες το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας με την κατάληψη της εξουσίας αρνήθηκε το χρέος της Γερμανίας ως μην έχον νομική βάση (repudiate).
Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να αναφερθούν οι αντιδράσεις των πολιτικών δυνάμεων στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό σχετικά με το σχέδιο Young.
Στη Γερμανία η μέγιστη αντίδραση στο σχέδιο Young , προήλθε από την σκληροπυρηνική Δεξιά. Για την αντιμετώπιση του σχεδίου Young δημιουργήθηκε η λεγόμενη Εθνική Επιτροπή για τη Διεξαγωγή Δημοψηφίσματος . Σε αυτήν συμμετείχαν : ο Παγγερμανικός Σύνδεσμος, η παραστρατιωτική οργάνωση Χαλυβδόκρανοι, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα και το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Στις 29 Σεπτεμβρίου , η Επιτροπή υπέβαλε στον Υπουργό των Εσωτερικών την αίτησή της , με την προβλεπόμενη μορφή της πρότασης νόμου , για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος με αντικείμενο την
απόρριψη του σχεδίου Young. Το σημαντικό σημείο ήταν το άρθρο 4 «ο καγκελάριος, οι υπουργοί του Ράιχ και οι πληρεξούσιοί τους, οι οποίοι παραβιάζοντας τις διατάξεις του άρθρου 3 υπογράφουν συνθήκες με ξένες δυνάμεις , υπόκεινται στις προβλεπόμενες ποινές του άρθρου 92 παρ.3 του ποινικού κώδικα». Το Δεκέμβρη του 1929 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα: υπέρ ψήφισαν 5,8 εκατομμύρια ή το 13,8%
των εκλογέων. Η αποτυχία ήταν προφανής , δεδομένου ότι για να κερδηθεί το
δημοψήφισμα απαιτούνταν πάνω από 21 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Όμως πολλοί αναλυτές
θεωρούν το σχηματισμό της Επιτροπής με τη συμμετοχή του κόμματος του Χίτλερ ως
το σημείο καμπής δεδομένου ότι και η «καλή κοινωνία» της Γερμανίας ήταν έτοιμη
να τον αναγνωρίσει ως πολιτικό εταίρο.
Στις 12 Μαρτίου οι όροι του σχεδίου Young εγκρίθηκαν στο γερμανικό κοινοβούλιο με 265 ψήφους υπέρ και 192 ψήφους κατά και 3 αποχές. Εναντίον ψήφισαν τα κόμματα της
σκληροπυρηνικής δεξιάς και το κομμουνιστικό κόμμα για διαφορετικούς λόγους βεβαίως
η κάθε πλευρά. Υπέρ το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τα κόμματα του κέντρου.
Η αναφορά μας σε ορισμένα ζητήματα σχετικά με τις πολεμικές επανορθώσεις θεωρούμε ότι φωτίζουν στιγμές της ιστορίας της Γερμανίας και υπό μια έννοια καθιστούν και εμάς κοινωνούς του πως οι χώρες των νικητών αντιμετώπισαν τις χώρες των ηττημένων αλλά και πως οι πολιτικοί σχηματισμοί των «ηττημένων» χωρών αντέδρασαν μπροστά στην πραγματικότητα της απώλειας οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας. Δυστυχώς
η μελέτη της ιστορίας δεν διδάσκει με τον τρόπο που πολλοί νομίζουν ότι διδάσκει.
Είναι κατανοητό επίσης ότι η αναφορά στη γερμανική ιστορία δεν είναι τυχαία. Όμως
δεν γίνεται για λόγους ηθικούς ή δικαίου με την έννοια «κοίτα Γερμανία πως αντέδρασες
τότε, γιατί δεν εφαρμόζεις τώρα αυτά που δεν ήθελες να εφαρμόσουν οι άλλοι σε σένα;». Γίνεται για να αντιληφθούμε όλοι πως είναι η πραγματικότητα . Είναι εύκολο να προβαίνουμε σε δεοντολογικούς συλλογισμούς. Δύσκολο όμως να αντιμετωπίζουμε
την πραγματικότητα. Όλα όσα σήμερα λέγονται από τους ελληνικούς πολιτικούς
σχηματισμούς έχουν ειπωθεί σε άλλους καιρούς. Ίσως οι περισσότεροι που συμμετέχουν
στα κόμματα να μην το γνωρίζουν. Δεν θα σήμαινε κάτι ακόμα και να το γνώριζαν.
Η προσπάθεια επιβολής της κυριαρχίας του καθένα από αυτούς είναι τόσο μεγάλη όσο
η ανάγκη του πολύ πεινασμένου για τροφή. Αυτή η συμπεριφορά ανήκει στην ανθρώπινη κατάσταση. Και στη μοίρα του ανθρώπου είτε ως ευτυχισμένο είτε ως δυστυχισμένο όν.
[1] Πήρε το όνομά του από τον Owen D. Young, τον Αμερικανό επικεφαλή της Συνδιάσκεψης των Εμπειρογνωμόνων, η οποία άρχισε το Φεβρουάριο του 1929 και τερματίστηκε στις 7 Ιουνίου 1929 στο Παρίσι. Στην αμερικανική αντιπροσωπεία συμμετείχε και ο γνωστός τραπεζίτης J. P. Morgan jr.
Γ.
Στις 23 Ιουνίου 1919 το γερμανικό κοινοβούλιο κλήθηκε να λάβει μια πολύ δύσκολη απόφαση , αν θα δεχτεί το τελεσίγραφο των Συμμάχων για την αποδοχή άνευ όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών της οποίας οι όροι ως γνωστόν ήταν τουλάχιστον εξοντωτικοί για την Γερμανία. Στην Γερμανική Βουλή είχε αναπτυχθεί από τη μεριά των κομμάτων της Δεξιάς (Εθνικιστικής και Λαϊκής) μια έντονη αντίθεση στην αποδοχή της συνθήκης των
Βερσαλλιών με βάση όχι τα καταστρεπτικά αποτελέσματα στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα , αλλά κυρίως αιτιάσεις που αναφέρονταν στην καταρράκωση και την προσβολή της εθνικής υπερηφάνειας και στην προσπάθεια υποδούλωσης του εθνικού χώρου. Στα επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν το βασικό ήταν η προδοσία και συγκεκριμένα ο καταλογισμός στα κόμματα που αποδέχονταν την συνθήκη «έλλειψη πατριωτικών κινήτρων». Αυτή η πολιτική δημιουργούσε εμπόδια σε πολλούς βουλευτές των κομμάτων του Κέντρου να προχωρήσουν στη ψήφιση της συνθήκης.
Ο χαρακτηρισμός του μη-πατριώτη , ήταν βαρύς ειδικά για όσους είχαν λάβει μέρος στον παγκόσμιο πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει. Μόνο όταν οι ηγεσίες των δύο Δεξιών κομμάτων, του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος (4,4% των ψήφων) και του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος ( 10,3% των ψήφων) διακήρυξαν δημόσια την «ρητή αναγνώριση των πατριωτικών κινήτρων» όσων βουλευτών θα ψήφιζαν υπέρ της συνθήκης τα κεντρώα Κόμματα αποφάσισαν να ψηφίσουν υπέρ της συνθήκης .
Η στροφή των δεξιών κομμάτων ήταν συνέπεια , κατά πάσα πιθανότητα της εκτίμησης του Γερμανικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, ότι οποιαδήποτε προσπάθεια στρατιωτικής
αντίδρασης ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Επίσης όπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες
καταστάσεις , υπάρχει ή παράγεται ένας πολιτικός καιροσκοπισμός μιας και η
υπερψήφιση της συνθήκης ήταν εξασφαλισμένη με δεδομένη την εκφρασθείσα βούληση
των κομμάτων της πλειοψηφίας. Τα κεντρώα κόμματα ήταν :
– Τα κόμματα του πολιτικού καθολικισμού: το Κόμμα του Κέντρου και το Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα , τα οποία είχαν αποσπάσει το 19,7% των ψήφων.
– Το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα ,κόμμα του λεγόμενου αριστερού Φιλελευθερισμού , είχε λάβει το 18,5% των ψήφων.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις υπέρ της Συνθήκης των Βερσαλλιών ψήφισαν:
– Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (37,9% των ψήφων)
– Το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (7,6% των ψήφων)
– Η πλειοψηφία των βουλευτών του Κόμματος του Κέντρου
– Η μειοψηφία των βουλευτών του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος.
Είναι γεγονός ότι υπήρχε μια μεγάλη εθνική αγανάκτηση για την εξαναγκαστική επιβολή της συνθήκης από τους νικητές του πολέμου η οποία διευρύνθηκε με τον τρόπο που πολιτεύθηκαν τα κόμματα της Δεξιάς αλλά και εν μέρει και οι Σοσιαλδημοκράτες. Δεν ήταν οι καθημερινές δηλώσεις ενάντια στη συνθήκη , δηλώσεις για αντεκδίκηση με την πρώτη ευκαιρία, αλλά και έμπρακτη «παθητική αντίδραση» εκεί που από τη Συνθήκη η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει ορυκτό πλούτο ή άλλα προϊόντα στους Συμμάχους
(περίπτωση της καταληφθείσας κατά το ήμισυ Ρηνανίας). Όμως η ιδεολογική βάση ,
που στήριξε ολόκληρο το συλλογικό φαντασιακό του γερμανικού λαού ήταν η
απόκρυψη της αλήθειας , από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, για τους υπεύθυνους της
κήρυξης του Α. ΠΠ. Ορθώθηκε ένας τείχος υπέρ της πολεμικής αθωότητας της Γερμανίας
,καθαρό επιχείρημα της «εθνικόφρονος» (μοναρχικής) Δεξιάς, και ενάντια στο «μύθο της πολεμικής ενοχής». Εμπρός σε αυτό το επιχείρημα όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου σιώπησαν. Οι λίγες φωνές που αντιστάθηκαν δεν ήταν σε θέση να μετατοπίσουν το συλλογικό φαντασιακό ενός λαού που δεν ήθελε ή δεν τον άφησαν να κατανοήσει τα σφάλματα της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του και τις τρομακτικές ευθύνες που της αναλογούσαν στη μεγαλύτερη καταστροφή που είχε συμβεί στην ανθρωπότητα μέχρι τότε. Αργότερα, και σιγά –σιγά διογκώθηκε και το άλλο επιχείρημα της Γερμανικής Δεξιάς , η πισώπλατη μαχαιριά που δέχθηκε ο γερμανικός στρατός μέσα από την πατρίδα του , και έτσι ό «ανίκητος γερμανικός στρατός» ηττήθηκε. Το ότι πρόκειται για έναν εύστοχα καλλιεργημένο μύθο , δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Σύμφωνα με ιστορικές μελέτες «η Γερμανία μαχαιρώθηκε θανάσιμα στο στήθος και όχι στην πλάτη»[1]. Αλλά αυτά αφορούν περισσότερο τους ιστορικούς και τις μελέτες τους. Εμείς απλά καταγράφουμε στιγμές, ομολογουμένως από μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίοδο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας[2].
[1] Niall Ferguson, Ο Πόλεμος στον Κόσμο, Ιωλκός 2007, Τόμος Α’ ,σ.275
[2] Την άποψή μας για τη μελέτη της Ιστορίας την έχουμε υπαινιχθεί στο : Κ. Μελάς, Η μελέτη της ιστορίας χρειάζεται να γίνεται όχι ως διδαχή αλλά ως θεωρία. https://www.kostasmelas.gr/2012/05/blog-post_28.html
Δ.
Στο τέλος του 1929 και στις αρχές του 1930 η γερμανική κοινοβουλευτική δημοκρατία περνούσε αναμφισβήτητα μια βαθιά κρίση. Στη κυβέρνηση ήταν από τις 28 Ιουνίου 1928 ο μεγάλος συνασπισμός αποτελούμενος από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα , το Κόμμα του Κέντρου και το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα με πρωθυπουργό τον σοσιαλδημοκράτη Herman
Muller. Επί της ουσίας επρόκειτο για συνασπισμό προσωπικοτήτων από τα δύο κόμματα και βασικό κορμό το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ο πραγματικός μεγάλος συνασπισμός
πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο 1929.Το σημείο καμπής , κατά την άποψή μου, από το
άρχισε η επιταχυνόμενη άνοδος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού
Κόμματος και οδήγησε στην κατάρρευση και στο τέλος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν αναμφισβήτητα το Δημοψήφισμα για «τον νόμο κατά της υποδούλωσης του γερμανικού λαού» ή αλλιώς «νόμο περί ελευθερίας». Αντικείμενο του δημοψηφίσματος ήταν η απόρριψη του σχεδίου Γιανγκ καθώς και το ζήτημα του «ψεύδους της πολεμικής ενοχής».
Η πρόταση για το δημοψήφισμα συσπείρωσε όλες τις «εθνικές δυνάμεις»[1] οι οποίες συγκρότησαν την λεγόμενη «Εθνική Επιτροπή». Η «καλή κοινωνία» της Γερμανικής Δεξιάς ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει τον Αδόλφο Χίτλερ ως πολιτικό εταίρο με βάση το δεδομένο της συμμετοχής του στην Εθνική Επιτροπή». Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες , η καθεστηκυία δεξιά τον υπολόγιζε και του πρόσφερε πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης , υποβοηθώντας έτσι την ανάπτυξη του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος. Το συγκεκριμένο κόμμα στις εκλογές του 1928 είχε λάβει το 2,6% των ψήφων. Από το 1929 αρχίζει η εκλογική του άνοδος . Σε όλες τις εκλογικές μάχες (δημοτικές , περιφερειακές, φοιτητικές)[2] έλαβε μέρος από τα τέλη του 1929 παρουσίασε
ανοδικά και εντυπωσιακά αποτελέσματα, με αποκορύφωμα βέβαια τις εκλογές την 14η
Σεπτεμβρίου 1930 όπου έλαβε 18,3% των ψήφων με μια τεράστια συμμετοχή των
ψηφοφόρων στις εκλογές που έφτασε το 82,0%.
Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη ήταν πολλοί και διαφόρων ειδών. Μεταξύ αυτών ένας βασικός παράγοντας είναι η επέκταση των ναζιστικών ιδεών στα Πανεπιστήμια, τόσο στο καθηγητικό κατεστημένο όσο και στους φοιτητές. Η στροφή αυτή αποτελεί καθοριστικό σημείο της επικυριαρχίας της ναζιστικής ιδεολογίας . Το γιατί θα
πρέπει να αποτελέσει ξεχωριστή μελέτη.
Παράλληλα υπήρξε μια πληθώρα κομματικών αποσχίσεων και ομάδων ειδικών συμφερόντων , μια αργή διαδικασία διάσπασης που αποτέλεσε το προανάκρουσμα της πολιτικής έκρηξης του 1930, όταν το μερίδιο ψήφων των ναζί εκτινάχτηκε στο επταπλάσιο του 1928.
Βέβαια ίσως ο πλέον σημαντικός παράγοντας ήταν το ξέσπασμα της οικονομικής
κρίσης στις ΗΠΑ (24 Οκτωβρίου 1929) , η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε Παγκόσμια
κρίση με την άμεση συμβολή βεβαίως της Γερμανικής κρίσης.
Η Γερμανική κρίση γεννιέται και επιταχύνεται ιδιαίτερα με την φυγή του γερμανικού αλλά και του ξένου κεφαλαίου από την γερμανική οικονομία. Η φυγή του γερμανικού κεφαλαίου είχε αρχίσει πριν την έναρξη της ύφεσης και της αποσύνθεσης της γερμανικής πολιτειακής υπόστασης.
Από το 1927 έως το 1930 , οι κινήσεις κεφαλαίων του γερμανικού ισοζυγίου πληρωμών
αποκαλύπτουν εκροή 3,9 δις μάρκων (βραχυπρόθεσμα κεφάλαια) και 4,9 δις μάρκα (μακροπρόθεσμα κεφάλαια). Παράλληλα παρουσιάζεται και αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων κυρίως προς τις ΗΠΑ αλλά και προς τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες.
Οι ξένοι είχαν αντιμετωπίσει τη Γερμανία με μεγάλη καχυποψία , από την εποχή των κυβερνητικών κρίσεων του Δεκεμβρίου 1929, όταν ο Υπουργός Οικονομικών R.Hilferding , αναγκάστηκε να παραιτηθεί στο πλαίσιο της διαμάχης του με τον Διοικητή της Τράπεζας του Ράιχ, Hjalmat Schact.
Ο Κεντρικός Τραπεζίτης εν μέσω οικονομικής κρίσεως και εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη
στενότητα ταμειακής ρευστότητας του Δεκεμβρίου 1929 πίεσε την κυβέρνηση του μεγάλου
συνασπισμού υπό τον σοσιαλδημοκράτη Herman Muller για μια μακρόχρονη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών του κράτους . Βεβαίως στην κατεύθυνση της βίαιης προσαρμογής. Παράλληλα και ταυτόχρονα έπρεπε να υπερψηφιστεί και το σχέδιο Γιάνγκ που όπως γνωρίζουμε αφορούσε στην αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων. Με αυτού του είδους τη δημοσιονομική προσαρμογής επιδιωκόταν να μεταφερθεί το κόστος στο κοινωνικό κράτος και κυρίως στο δίχτυ προστασίας των ανέργων που είχε θεσπιστεί από το 1927.
Σύμφωνα με το συγκεκριμένο νόμο η κοινωνική μέριμνα αποτελούσε κοινή υποχρέωση του κράτους και των επιχειρήσεων. Σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης , το κόστος της ασφάλισης
των ανέργων δεν θα βάραινε μόνο τους εργοδότες και τους εργαζόμενους , αλλά και
το κράτος. Το Ράιχ ήταν υποχρεωμένο να δανειοδοτεί τον Εθνικό Οργανισμό Ευρέσεως
Εργασίας και Ασφάλισης των Ανέργων όταν δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει τις υποχρεώσεις του από τα δικά του αποθεματικά. Όμως ο νόμος δεν προέβλεπε απευθείας κρατική επιχορήγηση. Ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξε η κυβέρνηση του μεγάλου
συνασπισμού ήταν μοιραίος , κατά την άποψή μου , για τις μετέπειτα εξελίξεις
και την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης : η προσπάθεια να αποπληρωθούν τα
εξωτερικά χρέη , να τεθεί σε δημοσιονομική προσαρμογή η γερμανική οικονομία , και συγχρόνως να προστατευθεί το κοινωνικό κράτος αποτελούσε μια τεράστια φενάκη. Μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι μεγάλες αυταπάτες προκαλούν και μεγάλες καταστροφές
[1] Συμμετείχαν : ο Παγγερμανικός Σύνδεσμος, Η παραστρατιωτική οργάνωση Stahlhelm Bund der Frontsoldaten, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα και το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα.
[2] Κοινοβουλευτικές εκλογές της Βάδης και της Θουριγγίας, δημοτικές εκλογές του
Λύμπεκ, περιφερειακές εκλογές της Πρωσίας, δημοτικές εκλογές Έσσης και
Βερολίνου.
Ε.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης την τελευταία περίοδο στη χώρα μας βρίσκεται στο προσκήνιο για λόγους που όλοι λίγο πολύ αντιλαμβανόμαστε . Παρότι η ιστορία πρέπει να γίνεται χώρος άντλησης διδαγμάτων και παραδείγματα για τη στήριξη γενικών θέσεων καταλήγουν να είναι πηγή έμπνευσης ,εξάρσεως ή το ακριβώς αντίθετο πηγή αποστροφής και παραδείγματος προς αποφυγή.
Στη διάρκεια της ύπαρξής της και εντός του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της δημιουργήθηκαν δύο βασικές και καταστροφικές, για την ίδια κρίσεις, που όσο και αν ορισμένοι θεωρούν ότι δεν έχουν άμεση σχέση αποφεύγοντας να δουν την κοινή κλωστή που τις διαπερνά , συνδέονται με σαφή τρόπο .
Η πρώτη κρίση έχει να κάνει με τον υπερπληθωρισμό του 1923 και η δεύτερη με την απότομη ύφεση μετά το 1929.
Οι δύο αυτές κρίσεις υπονόμευσαν στο έπακρο μια νομιμότητα εύθραυστη λόγω των τεράστιων προβλημάτων που κληρονόμησε ο χαμένος πόλεμος και τα απίστευτα βάρη που επιβλήθηκαν από τους νικητές συμμάχων.
Ο υπερπληθωρισμός προκάλεσε την ολοκληρωτική κατάρρευση της αξίας του νομίσματος. Όμως μαζί με την αξία του νομίσματος κατέρρευσαν και όλες οι αξίες της προπολεμικής αστικής κοινωνίας . Έχουμε το τέλος μιας κοινωνίας η οποία εμπνεόταν και υποβασταζόταν από μια συνθετική- εναρμονιστική διάθεση και πρόθεση, και η κατανόηση των πραγμάτων μπορούσε να γίνει με την ένταξη όλων στο πλαίσιο ενός συγκροτημένου αρμονικού Όλου. Η ιδέα της αρμονίας ως κανονιστικός άξονας της αστικής κοσμοθεώρησης αποτέλεσε τη βάση της και απλώθηκε τόσο στη φύση όσο και στην κοινωνία.
Το κράτος δικαίου δεν είχε κανένα νόημα όταν «τα πάσης φύσεως συμβόλαια» (βασικότατο χαρακτηριστικό μιας φιλελεύθερης αντίληψης ) μπορούσαν να εξαργυρωθούν μόνο με χαρτιά χωρίς απολύτως καμία αξία. Η κατάρρευση του νομίσματος οδήγησε ουσιαστικά στην πλήρη αποσύνθεση της Γερμανίας και στην πλήρη απονομιμοποίηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κάτι που θα επιβεβαιωθεί στις αλλεπάλληλες εκλογικές
αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1930.
Λόγω της κατάρρευσης του νομίσματος , μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης εγκατέλειψαν σιγά αλλά σταθερά τα αντίστοιχα κόμματα που τους εξέφραζαν . Υπήρξε πλήθος αποσχίσεων από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς , ομάδες ειδικών συμφερόντων εκφράστηκαν αυτοτελώς, παρατηρήθηκε μια αργόσυρτη διαδικασία διάσπασης του πολιτικού σκηνικού. Όλα αυτά αποτέλεσαν το προανάκρουσμα της πολιτικής έκρηξης του 1930 , όταν το ποσοστό ψήφων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος εκτινάχτηκε στο 17,8% επτά φορές περισσότερο από το ποσοστό των εκλογών του 1928.
Η ύφεση που επακολούθησε με τους ανέργους να εκτοξεύονται στα έξι εκατομμύρια έδωσε το τελευταίο χτύπημα στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Οι ψηφοφόροι στράφηκαν προς το ναζιστικό κόμμα (20 Μαΐου 1928: Ψήφοι 0,81 εκατ. ,Ποσοστό 2,6% , 14 Σεπτεμβρίου 1930 6.41 εκατ. 18,3% , 31 Ιουλίου 1932 13.75 εκατ. , 37,3% – 6 Νοεμβρίου 1932 11.74 εκατ., 33,1% , 5 Μαρτίου 1933 17.28 εκατ. , 43,9%).
Παράλληλα το μόνο από τα υπόλοιπα κόμματα που είδε έστω και σχετικά λίγο τα ποσοστά του να ανεβαίνουν ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα (1928 : 10,6% , 1930: 13,1%, Ιούλιος 1932: 14,6%, Νοέμβριος 1932 : 16,9%).
Υπάρχουν πολλοί αναλυτές οι οποίοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της εξέλιξης των εκλογικών αποτελεσμάτων των δύο «αντισυστημικών»[1] κομμάτων. Η άνοδος του κομμουνιστικού κόμματος έσπρωξε το μεγάλο πλήθος των ανέργων προς τους ναζί. Την εποχή εκείνη , όπως και σε άλλες χώρες, η ναζιστική – φασιστική λύση φαινόταν για πολλούς μια απολύτως λογική πολιτική απάντηση στην απειλή της Κόκκινης Επανάστασης.
Οι εκατό βουλευτές που εξέλεξε το κομμουνιστικό κόμμα για πολλούς αναλυτές αποτέλεσαν το βούτυρο στο ψωμί του λαοπλάνου Χίτλερ.
Η ιστορία φαίνεται να δικαιώνει αυτή την άποψη.
[1]
Ακούγονται πάλι σήμερα ανιστόρητες και ξεπερασμένες απόψεις ότι ο ναζισμός και
ο φασισμός αποτελούν τις τελευταίες επιλογές του συστήματος. Ιδεολογήματα αυτού
του είδους επιτρέπουν την απρόσκοπτη πορεία των ναζιστικών οργανώσεων στον πυρήνα
των λαϊκών στρωμάτων. Επιτέλους απαιτείται λίγο περισσότερη προσοχή στις συντελούμενες κοινωνικές διεργασίες. Την πραγματικότητα χρειάζεται να μελετούμε πρωτίστως .
Κώστας Μελάς 06.07.2012.