Το ερώτημα που θα με απασχολήσει στην παρούσα εργασία, αφορά το κατά πόσον είναι δυνατό να σχηματισθεί μια συγκεκριμένη τυπολογία, με βάση την οποία θα μπορούσαμε να προβούμε στη σημερινή φάση ανάπτυξης του διεθνούς οικονομικού συστήματος, σε αποτίμηση ή σε εκτίμηση της ΑΞΙΑΣ ενός νομίσματος το οποίο καλείται να αποτελέσει ή προτίθεται να αποτελέσει ένα από τα βασικά μέσα διεθνών πληρωμών και πρωτίστως ένα από τα κύρια αποθεματικά νομίσματα.
Θα επιχειρήσω να κατασκευάσω μια τέτοια τυπολογία ανατρέχοντας καταρχήν στην ιστορική εμπειρία των τελευταίων διακοσίων ετών, μέσα από την οποία θα προσπαθήσω να αντλήσω τα δεδομένα εκείνα, τα οποία ενσωματώνοντας τα στην πολιτική και οικονομική θεωρία των διεθνών οικονομικών σχέσεων θα μου επιτρέψουν να καταλήξω, σε θεωρητικό επίπεδο πλέον, στην καταγραφή και την ιεράρχηση των ζητουμένων κριτηρίων. Για το λόγο αυτό θα χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα που αφορούν τα νομίσματα που έχουν ενδυθεί το ρόλο του παγκόσμιου νομίσματος τους δύο τελευταίους αιώνες κατά τους οποίους κυριαρχεί το καπιταλιστικό σύστημα.
Συγκεκριμένα θα αναφερθώ στην αγγλική στερλίνα και το αμερικανικό δολάριο.
Η στερλίνα ως παγκόσμιο νόμισμα
Το πρώτο παράδειγμα αφορά την αγγλική στερλίνα ως παγκόσμιο νόμισμα από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου. Είναι γνωστό ότι η στερλίνα αποτέλεσε ένα ισχυρότατο και παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα μέσω της αποδοχής από τη Μ. Βρετανία του κανόνα -χρυσού.
Η Αγγλία υιοθέτησε το σύστημα χρυσού το 1816. Με την Banc Act του 1844, που ουσιαστικά θεωρείται το έτος έναρξης της τελικής μορφής του συστήματος, η έκδοση χαρτονομισμάτων έπρεπε να καλύπτεται ολοκληρωτικά από αποθέματα χρυσού της Τράπεζας της Αγγλίας.
Η καθιέρωση του σταθερού και φερέγγυου νομισματικού συστήματος που βασιζόταν στη λίρα στερλίνα υποβοηθήθηκε σημαντικά με τις ανακαλύψεις μεγάλων κοιτασμάτων χρυσού στην Καλιφόρνια, την Αυστραλία και σε άλλα μέρη μετά το 1848.
Αυτές οι ανακαλύψεις πολλαπλασίασαν τα μέσα πληρωμής που διέθετε η παγκόσμια οικονομία και τερμάτισαν την παραλυτική ταμειακή στενότητα, μείωσαν τα επιτόκια και ενθάρρυναν την εξάπλωση των πιστώσεων.
Μέσα σε επτά χρόνια (από το 1848) τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού έγιναν έξι έως επτά φορές μεγαλύτερα, ενώ η ποσότητα χρυσού που έκοβαν σε νομίσματα η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ αυξήθηκε από ένα ετήσιο μέσο όρο 4,9 εκατομμύρια λίρες στερλίνες το 1848–49 σε 28,1 εκατομμύρια λίρες στερλίνες ετησίως ανάμεσα στο 1850 και το 1856.
Το σταθερό νομισματικό σύστημα συνετέλεσε τα μέγιστα στην τρομακτική μεγέθυνση του διεθνούς εμπορίου που παρατηρήθηκε την περίοδο αυτή.
Ο νομισματικός διεθνής συγκεντρωτισμός της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του οικονομικού συστήματος του 19ου αιώνα.
Η χρηματιστική αγορά του Λονδίνου, παρότι υπήρχαν και άλλες αγορές όπως του Παρισιού, του Βερολίνου, της Ζυρίχης κ.τ.λ., διέθετε μια τέτοια δομή που στην ουσία κατείχε σχεδόν μονοπωλιακή θέση στην παγκόσμια αγορά.
Το Λονδίνο σχεδόν δεν είχε ανταγωνιστές στις διεθνείς αγορές χρηματοδοτήσεων και ειδικά στις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις. Η ανάπτυξη του τραπεζικού και χρηματιστικού του συστήματος ήταν τόσο μεγάλη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες (και ακόμη περισσότερο αφού υποστηριζόταν από την οικονομία της πρώτης βιομηχανικής χώρας στον κόσμο), ώστε μπορούσε να προκαλεί ασύμμετρα αποτελέσματα στην κατανομή των διεθνών πόρων, διαμέσου της χρησιμοποίησης της κατάλληλης πολιτικής επιτοκίων.
Το νόμισμα της Μεγάλης Βρετανίας, η στερλίνα, ήταν το μοναδικό που είχε συγχρόνως το ρόλο εθνικού και διεθνούς νομίσματος. Ήταν το μόνο νόμισμα που είχε και το χαρακτηριστικό του αποθεματικού νομίσματος. Ήταν αποδεκτό ως τέτοιο από το σύνολο των χωρών.
Η Μεγάλη Βρετανία δεν ενδιαφερόταν ποτέ για την ισοτιμία του νομίσματος της με τα άλλα νομίσματα. Αντίθετα οι υπόλοιπες χώρες έπρεπε να επιζητούν τη διατήρηση μιας σταθερής ισοτιμίας των νομισμάτων τους με τη στερλίνα.
Τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα του Λονδίνου προκαλούσαν μια δυνατή έλξη στα διεθνή αποθεματικά των υπολοίπων χωρών. Οι χώρες αυτές προτιμούσαν να τοποθετούν τα όποια νομισματικά πλεονάσματά τους σε στερλίνες αντί να τα μετατρέπουν σε χρυσό, δεδομένου ότι έτσι τους απέδιδαν και κάποιο τόκο. Τον 19ο αιώνα η στερλίνα αποτελούσε την πιο ασφαλή και την πιο αποδοτική τοποθέτηση διεθνώς.
Η πολιτική επί των επιτοκίων δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα για όλες τις χώρες. Η Μεγάλη Βρετανία πλεονεκτούσε σημαντικά λόγω της αναπτυγμένης δομής του χρηματοοικονομικού της συστήματος. Η χρήση της στερλίνας ως αποθεματικού νομίσματος καθιέρωσε τη Μεγάλη Βρετανία ως το βασικό χρηματοδότη ολοκλήρου του κόσμου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Μεγάλη Βρετανία παρουσίαζε ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο ενώ πάντοτε το ισοζύγιο τρεχουσών ήταν πλεονασματικό. Παράλληλα, λόγω του αναπτυγμένου τραπεζικού συστήματος, η εισροή κεφαλαίων και η τοποθέτησή τους σε στερλίνες ήταν συνεχής και αδιάκοπη.
Έτσι η αύξηση των επιτοκίων στη Μεγάλη Βρετανία προκαλούσε άμεσα μεγαλύτερη εισροή κεφαλαίων, εμπόδιζε τη φυγή των ήδη υπαρχόντων, ενώ λόγω της αύξησης του κόστους χρήματος δυσκόλευε την χορήγηση νέων βραχυπρόθεσμων δανείων. Το τριπλό αυτό αποτέλεσμα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα στις υπόλοιπες χώρες (μείωση της παραγωγής, μείωση των αποθεμάτων κ.τ.λ.), ενώ η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε κάλλιστα να μειώσει μόνο την ποσότητα των χορηγουμένων δανείων.
Ο κυρίαρχος ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας, τόσο ως οικονομικής υπερδύναμης όσο και ως ασυγκρίτως υπέρτερου τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος, άφηνε ελάχιστα περιθώρια στις υπόλοιπες χώρες να ασκήσουν και αυτές το δικαίωμα στη χρησιμοποίηση της μεταβολής του επιτοκίου. Οι «κανόνες του παιχνιδιού» λειτουργούσαν αποκλειστικά υπέρ των συμφερόντων της Μεγάλης Βρετανίας.
Η στερλίνα αποτελούσε το κυρίαρχο νόμισμα της περιόδου αυτής επειδή η οικονομική κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας ήταν απόλυτη. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την υπεροχή της βρετανικής οικονομίας και τους μηχανισμούς λειτουργίας του χρηματοοικονομικού της συστήματος.
Η αποδοχή της αγγλικής στερλίνας ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος ήταν το αποτέλεσμα «σιωπηλών» πολιτικών συμφωνιών οι οποίες βασίστηκαν πρωταρχικά στο μεγάλο εκτόπισμα (πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και ιδεολογικό) της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή.
Πιο συγκεκριμένα για μισόν αιώνα μετά την ήττα του Ναπολέοντα υπήρχε μόνο μία δύναμη που ήταν πραγματικά βιομηχανική και καπιταλιστική, μόνο μία που ασκούσε γνήσια παγκόσμια πολιτική, γιατί ο στόλος της έπλεε σε όλες τις θάλασσες: η Μεγάλη Βρετανία.
Μόνο η βρετανική οικονομία ήταν πραγματικά εκβιομηχανισμένη ως τα μέσα του 19ου αιώνα, και κατά συνέπεια κυριαρχούσε στον κόσμο. Στην Ευρώπη υπήρχαν βεβαίως δύο δυνάμεις που η ισχύς τους δεν βασιζόταν ουσιαστικά στην καπιταλιστική οικονομία, αλλά στη δυνητική υπεροχή των στρατευμάτων τους: η ισχύς της Ρωσίας εδραζόταν στον τεράστιο και σκληροτράχηλο πληθυσμό της, στην έκταση και στο στρατό της· η ισχύς της Γαλλίας βασιζόταν στην έκταση, στο στρατό της αλλά και στη δυνατότητα και την παράδοση επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών. Η Αυστρία και η Πρωσία είχαν πολύ μικρότερη πολιτικοστρατιωτική σημασία. Στην Αμερική υπήρχε μία μόνο ασυναγώνιστη δύναμη, οι ΗΠΑ, που την περίοδο αυτή δεν ριψοκινδύνευαν στο πεδίο του ανταγωνισμού των δυνάμεων.
Μετά τη βιομηχανική επανάσταση και την εξάπλωση του βιομηχανικού–καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η διεθνής πολιτική όλο και περισσότερο καθοριζόταν από τις βιομηχανικές–καπιταλιστικές δυνάμεις, δεδομένης της συντριπτικής ισχύος που διέθεταν τόσο στο οικονομικό όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η Μ. Βρετανία αποτελούσε το μοναδικό παράδειγμα τέτοιας δύναμης.
Ο επόμενος καθοριστικός παράγοντας που αποτέλεσε βασικό ιδεολογικό πυλώνα της Μ. Βρετανίας ήταν το δόγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού και του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Ποτέ δεν υπήρξε τέτοια καθολική ομοφωνία ανάμεσα στους οικονομολόγους, στους ευφυείς πολιτικούς και τεχνοκράτες. Η απελευθέρωση της ιδιωτικής επιχείρησης με βάση το πρότυπο της Μ. Βρετανίας αποτέλεσε το κύριο μέλημα των μοναρχιών και των ηγεμονιών της Ευρώπης και ενταφίασε νομικά το μεσαιωνικό και μερκαντιλιστικό πνεύμα που επικρατούσε μέχρι την περίοδο αυτή. Ίσως η πιο σημαντική απόφαση αφορούσε την κατάργηση του ελέγχου των συντεχνιών και των σωματείων, με αποτέλεσμα να μετέρχεται κανείς οποιοδήποτε επιτήδευμα ήθελε. Παράλληλα το εμπορικό δίκαιο προσαρμόστηκε στην κυρίαρχη ατμόσφαιρα ζωηρής εξάπλωσης των επιχειρήσεων, και έτσι η ίδρυση εμπορικών εταιριών έγινε σχετικά ευκολότερη.
Όμως εξίσου σημαντικές ήταν οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο αυτή στο καθεστώς του διεθνούς εμπορίου, και γενικότερα στην ακολουθούμενη εμπορική πολιτική από τη μεριά των εθνικών κρατών.
Η εμπορική πολιτική μιας χώρας διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στον προσδιορισμό της φύσης των σχέσεών της με τον υπόλοιπο κόσμο. Αν και ο προστατευτισμός ήταν ευρύς πριν από το 1850, και επανήλθε πάλι μετά το 1880, κατά τη διάρκεια της παρεμβατικής περιόδου υπήρχε μια γενική μείωση των περιορισμών στο εμπόριο. Αυτή η κίνηση για πιο ελεύθερο εμπόριο έλαβε χώρα σε δύο επίπεδα. Στο εθνικό επίπεδο περιλάμβανε την οικονομική ενοποίηση ενός αριθμού εθνών που αργότερα διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα διεθνή οικονομικά ζητήματα. Στο υπερεθνικό επίπεδο περιλάμβανε την ευρεία υιοθέτηση της πολιτικής ελεύθερου εμπορίου, η οποία έφτασε σε ένα κορυφαίο επίπεδο στο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα και σήμανε το τέλος του συστήματος των προνομιακών εμπορικών μπλοκ, ενώ παράλληλα περιόρισε τον εμπορικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των αποικιακών ηγεσιών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Ισπανίας την περίοδο πριν από το 1800. Και στα δύο επίπεδα τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου παρείχαν τη λογική εξήγηση για τις κινήσεις προς δημιουργία πιο στενών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες περιοχές.
Στη Βρετανία, στη Γαλλία κα στις ΗΠΑ η οικονομική ενοποίηση είχε ολοκληρωθεί έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αλλού, όμως, ο οικονομικός θρυμματισμός ήταν κανόνας. Αυτό υπήρχε ειδικότερα στην Ευρώπη, όπου, ως συνέπεια του Κογκρέσου της Βιέννης (1815), η Γερμανία ήταν οργανωμένη σε μια χαλαρή ομοσπονδία από 39 πολιτείες ανεξάρτητες μεταξύ τους και η Ιταλία ήταν επίσης διαιρεμένη σε ένα πλήθος πολιτικές και οικονομικές πολιτείες. Από τη στιγμή που η διεθνής οικονομική ενοποίηση ήταν μια απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική εξέλιξη αυτών των κρατών, όπως και για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, η οικονομική ενσωμάτωση της Γερμανίας (1834) και η εμφάνιση μιας ενοποιημένης Ιταλίας (1861) ήταν σημαντικά ορόσημα για την άνοδο της διεθνούς οικονομίας. Δεν ήταν τα μόνα παραδείγματα της διεθνούς οικονομικής ενοποίησης κατά τον 19ο αιώνα γιατί προηγήθηκαν και ακολουθήθηκαν από παρόμοιες κινήσεις σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές και υπερατλαντικές χώρες.
Εξίσου εντυπωσιακή ήταν η κίνηση για ελεύθερο εμπόριο που έφτασε στο αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1870. Υιοθετημένη αρχικά από τη Μ. Βρετανία, η πολιτική ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των εθνών κέρδισε την ευρεία αποδοχή από την Ευρώπη κατά τα χρόνια μετά το 1860. Ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο δεν πραγματοποιήθηκε αυτή τη φορά παρά τις ευνοϊκές συνθήκες, και μόνο η Μ. Βρετανία και η Ολλανδία υιοθέτησαν πολιτικές ολοκληρωμένου ελεύθερου εμπορίου. Παρ’ όλα αυτά, για μια σχετικά σύντομη περίοδο τη δεκαετία του 1860 και του 1870 ο κόσμος πλησίασε την πραγματοποίηση των ιδανικών συνθηκών εμπορίου που είχαν ως αξίωμα την κλασική οικονομική θεωρία.
Η Βρετανία πρώτη υιοθέτησε το ελεύθερο εμπόριο, Η πρώτη κίνηση για τον περιορισμό του δασμολογίου στο εμπόριο ήταν το 1786 με την Συνθήκη της Εδέμ που αφορούσε τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Μ. Βρετανίας και Γαλλίας. Όμως αυτές οι απαιτήσεις για απελευθέρωση του εμπορίου αντιστράφηκαν με τον πόλεμο με τη Γαλλία, ο οποίος οδήγησε στην αύξηση του δασμολογίου στη Μ. Βρετανία.
Μετά τον πόλεμο τα εμπορικά σύνορα εξακολούθησαν να υπάρχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους, παρά τις απαιτήσεις των υποστηρικτών του δόγματος του ελεύθερου εμπορίου για ευρύτερη απελευθέρωση των συναλλαγών. Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε αργότερα η Μ. Βρετανία, τα οποία υπήρξαν ανασταλτικά για την πολιτική και οικονομική εξέλιξη της χώρας, μια σημαντική αρχή έγινε τα χρόνια της διεύρυνσης του εμπορίου (μετά το 1823), οπότε ο πλεονάζων προϋπολογισμός προσωρινά ξεπέρασε τις δυσκολίες όσον αφορά τα έσοδα. Τότε ο πρόεδρος της επιτροπής του εμπορίου Huskisson μπόρεσε να κάνει μια προσεκτική αρχή για την αναδιαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Εντούτοις, οι βασικές κινήσεις όσον αφορά το ελεύθερο εμπόριο έγιναν τη δεκαετία του 1840. Στον προϋπολογισμό του 1842, ο Sir Robert Peel κατάργησε τους κύριους εξαγωγικούς δασμούς στα βρετανικά κατασκευαστικά προϊόντα και μείωσε τους εισαγωγικούς δασμούς σε όχι λιγότερα από 750 είδη στη λίστα των καταναλωτών. Για να καλύψει το αναμενόμενο έλλειμμα εσόδων από το φόρο εισοδήματος, φόρος που είχε επιστρατευτεί κατά τη διάρκεια των πολέμων και μετά εξαφανίστηκε, τον εισήγαγε εκ νέου για τρία χρόνια. Το επόμενο βήμα ήταν το 1845, με την ανανέωση του φόρου εισοδήματος για ακόμα τρία χρόνια· ο Peel κατάργησε επίσης 520 δασμούς και τους εξαγωγικούς δασμούς που είχαν απομείνει στα ακατέργαστα υλικά. Τελικά η Μ. Βρετανία κατάφερε να καταργήσει όλους τους προνομιακούς δασμούς των προϊόντων που εισήγαγε, σε ευνοϊκό ρυθμό. Δύο αποδείξεις του γεγονότος αυτού είναι η αφαίρεση της καταγεγραμμένης αμοιβής για το καλαμπόκι το 1869 και η απελευθέρωση της ζάχαρης από τους δασμούς το 1875. Πρακτικά όμως ο προϋπολογισμός του 1860 χαρακτηρίζει τη Μ. Βρετανία ως έθνος με ελεύθερο εμπόριο εντός της διεθνούς οικονομίας.
Εμπνευσμένοι από το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, οι κλασικοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι ο υπόλοιπος κόσμος στη συνέχεια θα έκανε κινήσεις για ολοκληρωμένο ελεύθερο εμπόριο ώστε να αποκτήσει τα ανάλογα πλεονεκτήματα. Για ένα σύντομο διάστημα μετά το 1860 το όνειρο για ένα παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο φάνηκε να προσεγγίζει την πραγματικότητα, καθώς η πολιτική απελευθέρωση του εμπορίου διευρύνθηκε σε άλλες χώρες μέσω των διαπραγματεύσεων εμπορικών συνθηκών και δασμολογικών συμφωνιών.
Η απελευθέρωση από τους περιορισμούς οδήγησε το διεθνές εμπόριο σε σημαντική ανάπτυξη. Οι διαθέσιμες εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι η αξία του διεθνούς εμπορίου διπλασιάστηκε την περίοδο 1830-1850 και τουλάχιστον τριπλασιάστηκε, και ενδεχομένως τετραπλασιάστηκε, μέσα στα επόμενα 30 χρόνια. Σε όρους κεφαλαίων, το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε με ταχύ ρυθμό κατά 33 τοις εκατό την περίοδο 1800-1913 και αποκορυφώθηκε με ρυθμό 53 τοις εκατό ανά δεκαετία μέσα στην περίοδο 1840-70. Η ταχεία διόγκωση του διεθνούς εμπορίου, η οποία έλαβε χώρα στο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα, δεν οφειλόταν φυσικά μόνο στην έλευση του ελεύθερου εμπορίου, και είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε την επίδρασή του από την επίδραση άλλων εξίσου σημαντικών παραγόντων στη διάρκεια αυτών των χρόνων. Ακόμα και έτσι, το ελεύθερο εμπόριο λειτούργησε με το δικό του τρόπο, και τουλάχιστον οι εμπορικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν κατά τα χρόνια αυτά συνέχισαν να επηρεάζουν τα οικονομικά δρώμενα στην περίοδο προστατευτισμού που ακολούθησε.
Ο ενθουσιασμός για το ελεύθερο διεθνές εμπόριο προκαλεί, με την πρώτη ματιά, μεγάλη έκπληξη, εκτός από την περίπτωση των Βρετανών, για τους οποίους αυτό το εμπορικό καθεστώς σήμαινε, πρώτον, ότι μπορούσαν ελεύθερα να πωλούν φθηνότερα από οποιονδήποτε σε όλες τις αγορές του κόσμου και δεύτερον ότι ενθάρρυναν τις υποανάπτυκτες χώρες να τους πωλούν τα προϊόντα τους – κυρίως είδη διατροφής και πρώτες ύλες – φτηνά και σε μεγάλες ποσότητες, ώστε να προσπορίζονται το εισόδημα που θα τους επέτρεπε να αγοράσουν βρετανικά βιομηχανικά προϊόντα.
Ίσως είναι υπερβολή να πούμε ότι το ελεύθερο διεθνές εμπόριο προόδευσε επειδή, εκείνη τη σύντομη στιγμή, η φιλελεύθερη ουτοπία παρέσυρε πραγματικά ακόμα και τις κυβερνήσεις, έστω και μόνον επειδή πίστευαν ότι ήταν ιστορικά αναπόδραστη – αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επηρεάστηκαν βαθιά από οικονομικά επιχειρήματα που φαίνονταν να έχουν σχεδόν τη δύναμη των φυσικών νόμων.
Εκείνο που με σιγουριά μπορούμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι η γενική εξάπλωση του παγκόσμιου εμπορίου ήταν θεαματικότατη.
Το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το αμερικανικό δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα με τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ότι οι ΗΠΑ ανέλαβαν, μετά το 1945, την ηγεμονική λειτουργία ρύθμισης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος: «Η αμερικανική ηγεσία και οι σύμμαχοί της δημιούργησαν μια στέρεη και σταθερή βάση για την ανάπτυξη των παγκόσμιων οικονομικών σχέσεων. Για πρώτη φορά όλες οι καπιταλιστικές οικονομίες ήταν πολιτικοί σύμμαχοι». Πού βασιζόταν όμως αυτή η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ, με την οποία έμοιαζε να φτάνει στην πραγματοποίησή του ο «αμερικανικός αιώνας»;
- Στην ιεραρχία των εθνικών κρατών μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, οι ΗΠΑ κατείχαν αρχικά την πρώτη θέση, επειδή μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου είχαν στη διάθεσή τους τις πιο μεγάλες οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες εξουσίας σε ολόκληρο τον κόσμο. «Το βιοτικό επίπεδο και η παραγωγικότητα, κατά κεφαλήν, ήταν υψηλότερα από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μόνη χώρα ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις που με τον πόλεμο έγινε πιο πλούσια – πραγματικά πολύ πιο πλούσια – αντί πιο φτωχή. Με το τέλος του πολέμου, η Ουάσιγκτον είχε στην κατοχή της αποθέματα χρυσού αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σχεδόν τα δύο τρίτα των συνολικών αποθεμάτων χρυσού παγκοσμίως. . . Περισσότερο από το μισό της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών κάθε είδους προέρχονταν από τις ΗΠΑ. Κατά το τέλος του πολέμου, οι ΗΠΑ ήταν και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο και σε μεγάλη απόσταση από τους άλλους, ενώ ακόμη και μερικά χρόνια αργότερα διεξήγαν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών. Εξαιτίας της τεράστιας επέκτασης του ναυπηγικού δυναμικού τους, οι ΗΠΑ κατείχαν τα μισά πλοία όλου του κόσμου. Από οικονομική άποψη, ο κόσμος ήταν πλέον το «στρείδι» της Ουάσινγκτον».
- Η κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο βασιζόταν φυσικά και στη στρατιωτική ισχύ τους. Ενώ οι άλλες δυνάμεις – νικητές του Β’ Παγκόσμιου πολέμου (για να μη μιλήσουμε για τους χαμένους, Γερμανία και Ιαπωνία), συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης– αιμορραγούσαν στρατιωτικά και οικονομικά, οι ΗΠΑ διέθεταν τεράστιο στρατιωτικό δυναμικό. Ειδικά στη θάλασσα και στον αέρα υπερείχαν οι στρατιωτικές δυνάμεις τους και τα υψηλής τεχνολογίας υλικά τους. Οι ΗΠΑ, τέλος, κατείχαν, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’40, το μονοπώλιο στα ατομικά όπλα, των οποίων η φρικιαστική καταστροφική ικανότητα είχε επιδειχθεί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
- Το δεύτερο και όχι λιγότερο σημαντικό πυλώνα της παγκόσμιας πολιτικής αμερικανικής ηγεμονίας αποτελούσε το σύστημα των στρατιωτικών και πολιτικών συμμαχιών (ΝΑΤΟ, ΣΕΑΤΟ κ.λ.π.), που συμπληρωνόταν και με πολλές διμερείς στρατιωτικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις απλώθηκαν έτσι σύντομα σε ολόκληρο τον κόσμο – σαν μια ζώνη που τύλιγε την «περιοχή κομουνιστικής εξουσίας» στην Ευρώπη και την Άπω Ανατολή. Με αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ παρασύρθηκαν σε «ένα βαθμό παγκόσμιας εξάπλωσης που ερχόταν σε αντίθεση με την προηγούμενη ιστορία τους».
- Οι προϋποθέσεις για αυτή την ηγεμονία καθορίζονταν όμως και από την ελκυστικότητα του «αμερικανικού τρόπου ζωής», καθώς και από την αντίστοιχη αμερικανική ιδεολογία του «manifest destiny» που ένωνε τον επαναστατικό μύθο, από την αμερικανική επανάσταση και μετά, με μια αποστολική συνείδηση για τον «ελεύθερο κόσμο». Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, οι ΗΠΑ αγωνίζονταν να «δημιουργήσουν μια νέα, δίκαιη παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Αυτή η ηγεμονία έγινε ευρύτερα αποδεκτή – κυρίως στην Ευρώπη – και εξαιτίας της ελκυστικότητας του «αμερικανικού τρόπου ζωής», ο οποίος έμοιαζε να υπόσχεται όχι μόνο «ελευθερία και δημοκρατία», αλλά και υψηλό βιοτικό επίπεδο για την εργατική τάξη, καθώς και την ικανοποίηση πολιτιστικών αναγκών μέσα από έναν νέο τύπο μαζικής κουλτούρας.
- «Η νέα ηγεμονική τάξη πραγμάτων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο βασιζόταν καταρχήν στο νεοσυσταθέν νομισματικό σύστημα, που βαφτίστηκε το 1944 στο Μπρέτον Γουντς. Με αυτή τη θεσμική ρύθμιση η λειτουργία του παγκόσμιου χρήματος μεταφέρθηκε, μετά τη διφορούμενη περίοδο του μεσοπολέμου, στο εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ. Το δολάριο γίνεται το παγκόσμιο μέσο κυκλοφορίας που βοηθά στη σύναψη των παγκόσμιων εμπορικών σχέσεων». Από το 1947, με τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) ακολουθήθηκε μια διεθνής οικονομική πολιτική που προσανατολιζόταν στα αιτήματα του ελεύθερου εμπορίου – με την κατάργηση των δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων που εμποδίζουν το παγκόσμιο εμπόριο . Αυτή η φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου ήταν απαραίτητη για να ανοίξουν διεθνείς αγορές – όπως στη Δυτική Ευρώπη – για το αμερικανικό κεφάλαιο. Συγχρόνως, με την τιμή του δολαρίου και την υψηλότερη παραγωγικότητα του αμερικανικού κεφαλαίου τέθηκε κάποιο μέτρο σύγκρισης για τις σχέσεις ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά, προς το οποίο έπρεπε να προσανατολίζονται οι εθνικές οικονομίες στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία, που βρίσκονταν ακόμη σε διαδικασία μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Με άλλα λόγια, η υπεροχή της οικονομίας των ΗΠΑ ασκούσε στη φιλελευθεροποιημένη συνοχή της παγκόσμιας αγοράς έναν «αντικειμενικό καταναγκασμό» ή μια πίεση για εκσυγχρονισμό (για την αύξηση της παραγωγικότητας), την οποία δεν μπορούσαν να αποφύγουν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ.
Συμπερασματικά
Η αναφορά στο πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μορφές διεθνούς ρύθμισης απορρέουν από την κυριαρχία της ηγεμονεύουσας μεγάλης δύναμης. Για τη Μ. Βρετανία του 19ου αιώνα και τις ΗΠΑ του δεύτερου μισού του 20ου, ο διεθνής ρόλος τους δεν θεμελιωνόταν σε κάποια αμφισβητούμενη «διεθνή κυριαρχία», αλλά απέρρεε ως προέκταση της δικής τους εσωτερικής ισχύος και κυριαρχίας.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η οικονομική ρύθμιση πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Για να δύναται το κράτος να επιβάλει φόρους, μεταβιβάσεις πόρων, να προβεί σε ανακατανομή εισοδήματος και να ασκήσει γενικά οικονομική πολιτική, προαπαιτείται jus imperium, που απορρέει από την «εθνική κυριαρχία».
Η οικονομική «αναρχία» της φιλελεύθερης παγκόσμιας αγοράς πρέπει σε κάθε ιστορική περίοδο να βρίσκεται σε σχέση ισορροπίας με το πολιτικό καθεστώς του διεθνούς συστήματος, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη (και επομένως και τα ιδιαίτερα συμφέροντα) ενός πλήθους εθνικών κρατών.
Τούτο σημαίνει απλά:
Η διεθνής σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο βαθμό που υπάρχει μια σχέση λειτουργικής αντιστοιχίας μεταξύ των διαφορετικών λογικών λειτουργίας οι οποίες καθορίζουν τις σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς και την πολιτική των εθνικών κρατών.
Στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, αυτή η οργάνωση πραγματοποιείται από μια ηγεμονική δύναμη, «η οποία με τα μέσα της προσπαθεί να ρυθμίσει σφαιρικά τη λειτουργία οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών».
Η ηγεμονία δεν πραγματοποιείται, ούτε στην εθνική ούτε στη διεθνή πολιτική, αποκλειστικά με την άμεση εφαρμογή καταναγκασμού ή βίας.
Η σταθερότητα της βασίζεται πολύ περισσότερο στην εξασφάλιση κανόνων και ρυθμίσεων που αναγνωρίζονται (από την άποψη της νομιμοποίησης της πολιτικής κυριαρχίας) μέσα σε μια «ηγεμονική συμμαχία».
Στο διεθνές σύστημα όλα τα μέσα για την εξασφάλιση της ηγεμονίας είναι συγχρόνως εθνικά μέσα της ηγεμονικής δύναμης – το εθνικό νόμισμα της ηγεμονικής δύναμης είναι συγχρόνως και παγκόσμιο νόμισμα. Γι’ αυτό και συμβαίνει η κρίση του εθνικού νομίσματος της ηγεμονικής δύναμης να μετατρέπεται αναγκαστικά σε κρίση του παγκόσμιου νομίσματος και αντιστρόφως.
Η ηγεμονική δύναμη μπορεί να υπάρξει μόνο αν αναπαράγει αφενός συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν ξέρει αφετέρου να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν πηγή της ηγεμονίας της.
Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορική εμπειρία των τελευταίων διακοσίων χρόνων μόνον Μεγάλες–Παγκόσμιες Δυνάμεις έχουν την δυνατότητα να καταστήσουν το νόμισμά τους παγκόσμιο νόμισμα. Μα τι είναι όμως μεγάλη δύναμη ή παγκόσμια δύναμη; Αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα της διεθνούς πολιτικής.
Είναι πιο εύκολο να απαντηθεί ιστορικά αν απαριθμήσουμε τις μεγάλες δυνάμεις σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, από το να δώσουμε έναν ορισμό (το οποίον βεβαίως δεν θα αποφύγουμε), γιατί ανέκαθεν υπήρξε ευρεία συμφωνία περί των υφιστάμενων μεγάλων δυνάμεων. Από την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου οι ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία και Κίνα είναι μεγάλες δυνάμεις. Το 1939 ήταν οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ρωσία και η Ιαπωνία.
Το 1914 ήταν η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρο-Ουγγαρία, η Ρωσία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Το 1815 ήταν η Βρετανία, η Ρωσία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Γαλλία. Ως εκ τούτου ο ορθότερος ορισμός της μεγάλης δύναμης πρέπει να είναι ιστορικός και να καταδεικνύεται έτσι ότι μεγάλη δύναμη είναι εκείνη που έχει κάνει αυτά κι αυτά. Όπως για παράδειγμα: μια μεγάλη δύναμη αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά μέσω κάποιου πολέμου ή μια μεγάλη δύναμη δεν περιμένει να αναγνωριστεί αλλά παρουσιάζεται μόνη της. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να ορισθεί μια μεγάλη δύναμη στη βάση ορισμένων συντελεστών ισχύος – πληθυσμό, έκταση εδαφών, οικονομικούς πόρους, κοινωνική οργάνωση, στρατιωτική δύναμη, μηχανικό εξοπλισμό, ιστορική παράδοση, πολιτιστικό επίπεδο και επιθυμία για δόξα.
Δίπλα στα παραπάνω, ένα ακόμα κριτήριο συνιστά το ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι δυνάμεις με γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του συστήματος κρατών, πράγμα που σήμερα σημαίνει παγκόσμια.
Εκλογικεύοντας τα χαρακτηριστικά της Μεγάλης Δύναμης, στο ζήτημα που μας αφορά καταλήγουμε στο ότι ένα ισχυρό – αποθεματικό νόμισμα θα πρέπει να στηρίζει την ύπαρξή του στην πολιτική κυριαρχία του συγκεκριμένου κράτους, στη στρατιωτική ισχύ, στην οικονομική ευρωστία αλλά και στην ιδεολογική του πειθώ.
Εκ των σημείων αυτών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική κυριαρχία, νοούμενη όχι ως εσωτερική κυριαρχία σε όλο το έδαφος της χώρας αλλά ως δεσπόζουσα (dominant) περισσότερο από άλλες στη διεθνή κονίστρα, και η στρατιωτική ισχύς καθορίζουν τους διεθνείς ρυθμιστικούς κανόνες μέσω των οποίων λειτουργεί απρόσκοπτα η οικονομία. Η οικονομική ισχύς είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για τη δημιουργία του ισχυρού νομίσματος.
Το νόμισμα υποτίθεται ότι σημασιολογεί το χαρακτήρα, την «ισχύ» της οικονομίας, την οποία αυτό συντονίζει ως γενικό μέσο οικονομικής ή / και χρηματιστικής ανταλλαγής. Συνεπώς, οι «επιδόσεις» του οικονομικού συστήματος μοιραία επιδρούν στην αγοραστική αξία του νομίσματος. Πίσω από τον ανταγωνισμό των νομισμάτων διαγράφεται ο άνισος δυναμισμός των αντίστοιχων οικονομιών.
Σχετικά με το ευρώ
Αν, στη βάση των παραπάνω κριτηρίων, συγκρίνουμε το ευρώ με τα μέχρι σήμερα ισχυρά – αποθεματικά νομίσματα, εύκολα θα συμπεράνουμε ότι ο τρόπος δημιουργίας του αποτελεί μοναδική πρωτοτυπία στην παγκόσμια νομισματική ιστορία και άρα δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά και πολλές επιφυλάξεις.
Ουσιαστικά το ευρώ δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα από τα ισχυρά νομίσματα που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια νομισματική σκηνή στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταρχήν στερείται στη μέχρι σήμερα πορεία της πολιτικής ολοκλήρωσης το πλέον βασικό, δηλαδή μια αυτοδύναμη «πολιτική ύπαρξη». Η όποια πολιτική έκφραση υπάρχει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τη συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων. Οι βουλήσεις αυτές ουσιαστικά συνίστανται σε μια διεύρυνση της εσωτερικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και οι εθνικές κυβερνήσεις δρουν πρωτίστως και αποκλειστικώς ως εκφραστές των εθνικών συμφερόντων. Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι στόχος «διακρατικών» συμφωνιών, αλλά το κοινό αγαθό μιας ενιαίας πολιτικής βούλησης. Το πολιτικό, οριζόμενο ως διαδικασία οριοθέτησης ενός γεωγραφικού χώρου με την κοινή βούληση των κατοίκων αυτού του χώρου να τον υπερασπισθούν ενάντια σε οποιονδήποτε τον επιβουλεύεται, εκλείπει παντελώς από τη σημερινή συζήτηση για το πολιτικό μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης.
Μέχρι τώρα υπάρχει υπεραπασχόληση με την οικονομική της οργάνωση, ενώ ουδόλως απασχολεί η πολιτική της υπόσταση. Το θέμα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, που αφορά την καθαυτή «πολιτική» ύπαρξη της Ενωμένης Ευρώπης, σιωπηρά παραπέμπεται εις τας καλένδας.
Η πολιτική υπόστασή της έχει κυριολεκτικά «ανατεθεί» στις ΗΠΑ. Παρότι τα κράτη που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουν στρατό, τούτος βρίσκεται ενταγμένος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, την ηγεσία του οποίου ασκούν με απόλυτο και αδιαμφισβήτητο τρόπο οι ΗΠΑ. Στο διαμορφούμενο νέο διεθνές σκηνικό, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον πολιτικό ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης, και αν γίνεται περιορίζεται σε συζητήσεις περιθωριακές, αντιφατικές και ελάχιστα πειστικές.
Σιωπηρώς ισχύει η αρχή της «υποταγής», και μέσω της «υποταγής» εξασφαλίζεται η πολιτική προστασία από την υπερδύναμη της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Ενώ στο οικονομικό πεδίο οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία επανειλημμένως οριοθετούνται ως εχθροί, και μάλιστα πλείστα όσα αναφέρονται για τους επερχόμενους οικονομικούς πολέμους, στο πολιτικό επίπεδο που αποτελεί το ΛΟΓΟ ΥΠΑΡΞΗΣ κάθε κράτους, η Ενωμένη Ευρώπη αναζητεί ακόμη τον υποτιθέμενο ΕΧΘΡΟ της μέσα σ’ ένα διπολικό διεθνές σύστημα που οργανώθηκε γύρω από τη θανάσιμη αντιπαλότητα Ανατολής και Δύσης και καθόλου δεν αντανακλά τις σημερινές διεθνείς συγκυρίες.
Η πολιτική κυριαρχία που απαιτείται για τη στήριξη του ενιαίου νομίσματος ουσιαστικά εκχωρείται από τα εθνικά κράτη, με αποτέλεσμα -στο βαθμό που εμφανίζεται ως τέτοια- όχι μόνο να μην αποτελεί κυριαρχία καθ’ εαυτή, αλλά αντιθέτως να υφίσταται τους κλυδωνισμούς, τις παλινωδίες των εθνικών κυβερνήσεων των χωρών–μελών και τις αναιρέσεις των πραχθέντων.
Ακόμα περισσότερο, θα σημειώναμε ότι η πολιτική ευθύνη στη διαχείριση του ενιαίου νομίσματος βρίσκεται διάχυτη στο ευρωπαϊκό τοπίο, χωρίς όμως να εκχωρείται σε κάποιο συγκεκριμένο αντιπροσωπευτικό αρμόδιο πολιτικό όργανο το οποίο να εκφράζει τη βούληση του κυρίαρχου «ευρωπαϊκού» λαού.
Σαν απαραίτητη προϋπόθεση προβάλλει η ανάγκη να συγκροτηθεί καταρχήν η έννοια «ευρωπαϊκός λαός», ο οποίος οφείλει να αναγνωρίζεται όχι μόνο ως συγχρονικό γίγνεσθαι. Όντας η μόνη πηγή της νέας εξουσίας, θα πρέπει να μην είναι δυνατόν να εμφανίζεται ως φαντασιακά υποκαταστάσιμος από «άλλους» κυρίαρχους λαούς ή διασπάσιμος ή κατακερματίσιμος σε περισσότερος «υπο-λαούς». Η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος φαντάζει τεράστια για να μην πούμε ανυπέρβλητη, δεδομένης της σημερινής διάρθρωσης των εθνικών ταυτοτήτων των χωρών–μελών.
Η απουσία της «Ευρώπης» ως κυρίαρχης δύναμης στερεί από το ευρώ την πρωταρχική και βασική υποστήριξη για να διαδραματίσει το ρόλο του ισχυρού – αποθεματικού και παγκόσμιου νομίσματος.
Δεν υπάρχουν πολιτικοί κανόνες στους οποίους να υπόκειται η έκδοσή του. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη διαχείρισή του φαίνεται να μην επιβαρύνει κανένα πολιτικό ευρωπαϊκό όργανο. Απλά αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των εθνικών κυβερνήσεων χωρίς όμως ρητά να καταλογίζεται η ευθύνη σε κανέναν. Το ευρώ δεν αντιστοιχεί σε κάποια εθνική κυριαρχία η σε αντίστοιχη υπερεθνική.
Κάθε νόμισμα, εκτός των άλλων λειτουργιών που επιτελεί, αποτελεί και σύμβολο της κυριαρχίας του κράτους. Συνεπώς, η κυριαρχία της κρατικής εκδοτικής τράπεζας κάθε κράτους στοιχειοθετείται με τη δέσμευσή της να στηρίζει το εθνικό νόμισμα οσάκις αυτό απειλείται, βεβαίως εντός των δυνατοτήτων της.
Στο νόμισμα κάθε χώρας αναγνωρίζεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό η κυριαρχία της.
Το παράδοξο με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα έγκειται στο ότι δεν αντιστοιχεί σε καμία εθνική κυριαρχία αλλά κυριολεκτικά ανήκει στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, και μάλιστα υπό καθεστώς ομηρίας, δεδομένου ότι οι δυνατότητες άσκησης νομισματικής πολιτικής περιορίζονται ασφυκτικά και αποκλειστικά στην επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό.
Χωρίς αυτοδύναμη πολιτική παρουσία η Ενωμένη Ευρώπη δεν μπορεί να υποστηρίξει το ευρώ ώστε αυτό να καταστεί αντάξιο των όποιων δυνατοτήτων απορρέουν από την οικονομική της διάσταση. Η οικονομική διάσταση είναι αδύνατον να μετουσιωθεί σε ΙΣΧΥ δίχως την πολιτική αυτοδύναμη ύπαρξη της Ευρώπης.
Δημοσιεύτηκε στο Monthlyreview.gr 04.01.2006