Η ιστορική εποχή στην οποία ο δυτικός άνθρωπος διάγει τον βίο του , σε πολιτικό επίπεδο , συνήθως χαρακτηρίζεται ως α-πολιτική , αντιπολιτική και απαθής. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου όμως ότι το «πολιτικό» εξαφανίζεται. Τουναντίον, κατά την άποψή μας, το «πολιτικό» ισχυροποιείται και καθίσταται κυρίαρχο , υπακούοντας τα κελεύσματα και τις επιταγές των νικητών αυτής της περιόδου. Αν «διαβάσουμε» την πολιτική πάλη που διεξ(άγεται)ήχθη τα τελευταία εκατό με εκατό πενήντα χρόνια μεταξύ αφενός της αστικής τάξης αρχικά και των μετεξελίξεων της σε διάφορες πολιτικές ελίτ στη συνέχεια, και της αντίστοιχης εργατικής τάξης και των αντίστοιχων μετεξελίξεων της αφετέρου , υπό το πρίσμα του σμιτιανού δίπολου εχθρός – φίλος , ή της μαρξιστικής ταξικής πάλης, ή της ευρωκομμουνιστικής και σοσιαλδημοκρατικής οπτικής της διεύρυνσης της δημοκρατίας και του δημόσιου νοικοκυριού , ανεπιφύλακτα θα συμπεράνουμε, ότι νικητές στην παρούσα φάση της πολιτικής αντιπαλότητας είναι οι δυνάμεις που ανήκουν στην πρώτη πλευρά. Τώρα ασκούν την πολιτική τους επικυριαρχία, επιβάλλοντας τους όρους τους.
Ο βασικός πολιορκητικός κριός των νικητών δεν είναι άλλος από το να επιχειρούν να πείσουν περί του τέλους της πολιτικής , απαξιώνοντάς τη στο διηνεκές ή μετατρέποντάς τη σε διαδικασία συζήτησης, επικοινωνίας και συναίνεσης. Δηλαδή, σε μια ουδέτερη διαχειριστική διαδικασία ζητημάτων άνευ ουσίας και ειδικού βάρους. Αυτό επιζητούν να εμφανίζεται ως το πολιτικό πρόβλημα . Ταυτόχρονα , από τη στιγμή που η απεμπόληση του πολιτικού καθίσταται πρακτικά αδύνατη , η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην απεμπόληση της πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται στις φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της δύσης και την αντικατάστασή τους από φορείς της πολιτικής που δεν είναι αναγκασμένοι να διαβούν τη στενωπό της λαϊκής βούλησης και επιλογής (πχ οι παρουσιαζόμενοι ως αδήριτοι κανόνες του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού πράττειν).
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση ριζικής υποτίμησης του παραδοσιακού ρόλου της πολιτικής, ο οποίος επικεντρωνόταν στον χειρισμό της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών αλλά και στον τρόπο αντιπροσώπευσης , και ακόμα περισσότερο , της νομιμοποίησης της πολιτικής δύναμης «Μολονότι διεξάγονται εκλογές και οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάξουν, ο προεκλογικός αγώνας είναι ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα, που ενορχηστρώνεται από ανταγωνιστικές ομάδες επαγγελματιών ειδικευμένων στις τεχνικές της πειθούς, και επικεντρώνει στενά σε ένα μικρό φάσμα θεμάτων που επιλέγονται από τις συγκεκριμένες ομάδες. Η πλειοψηφία των πολιτών κρατά μια παθητική, ήσυχη ή και απαθή στάση, κι απλώς αντιδρά στα ερεθίσματα που άλλοι προκαλούν. Πίσω από το θέαμα του προεκλογικού παιχνιδιού, η πολιτική διαμορφώνεται ουσιαστικά στον ιδιωτικό χώρο, με διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στις εκλεγμένες κυβερνήσεις και στα κυρίαρχα στρώματα, που εκπροσωπούν σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων» [1].
Η «κατάργηση» των ορίων της πολιτικής συνδέεται με την καθιέρωση νέων κέντρων και πεδίων «υποπολιτικής» , τα οποία βρίσκονται – πέρα από τους θεσμούς και τις συμβολικές μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – αφ’ ενός στα κέντρα εξουσίας του οικονομικού και του τεχνοεπιστημονικού συστήματος, και αφετέρου στα πεδία της αντίστασης και της διαμαρτυρίας των νέων συστημάτων. Οι νέες εξουσίες επιχειρούν να δημιουργήσουν μια «δημοκρατία χωρίς δήμο», ένα καθεστώς αυτονομημένο από το λαό του.[2]
«Οι νεοεμφανιζόμενες δομές εξουσίας προδιαγράφουν μια οργάνωση του κόσμου κυριαρχούμενη από νέες ολιγαρχίες, στηριγμένες σε κοινωνικές ομάδες και ελίτ, οι οποίες έχουν αποκτήσει μια ισχύ ελέγχου και λήψεων αποφάσεων έξω από το πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίηση των εθνικών κρατών. Η δυναμική αυτών των ολιγαρχιών υπακούει σε μια καθαρά κατακτητική λογική, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε για την πρόσφατη ιστορία του κόσμου ως την ιστορία της επιστροφής των κατακτητών, της επιστροφής μορφών ισχύος και κυριαρχίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νέες βαρβαρότητες. Η σύγχρονη ιστορική εποχή στηρίζεται σε δομές αυταρχικής επέμβασης οι οποίες δρουν σε παγκόσμια κλίμακα»[3].
Συνεπώς, το «πολιτικό», στην ανταγωνιστική του διάσταση, ζει και βασιλεύει, και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι ακόμα μαζί μας. Δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, αφού το πολιτικό περιλαμβάνει όλα όσα αφορούν τη ρητή εξουσία, η οποία περιλαμβάνει τα ιδιαίτερα όργανά της , τις συγκεκριμένες της λειτουργίες , το νομικό της πλαίσιο.
Ό,τι παρουσιάζεται ως τέλος της πολιτικής ή ως εξαφάνιση του ανταγωνισμού , είναι αποφθέγματα ενός δημαγωγού εκσυγχρονιστικού τύπου ή ασταθής παρέμβαση ενός παλαιοπώλη της ηθικής. Το ζητούμενο επομένως είναι να αντιληφθούμε ότι η Πολιτική είναι πάντοτε παρούσα και απαιτεί συνεχή προσπάθεια και αγώνα.
Οι δημιουργικές απόψεις(επειδή φορείς αυτών των απόψεων είναι αυτοί που διεκδικούν) είναι αυτές ή θα έπρεπε να είναι, που αποφενακίζουν την παράδοση της συναινετικής προσέγγισης περί δημοκρατίας. Είναι αυτές που αποτελούν στοχασμό πάνω στο Πολιτικό καθ’ αυτό. Αυτές που διατυπώνουν το αίτημα (επανόδου) της ανταγωνιστικής διάστασης του Πολιτικού. Η βάση της δημοκρατίας , αντίθετα με τη ρασιοναλιστική φιλελεύθερη αισιοδοξία , δε θεμελιώνεται στο κυνήγι της αρμονίας που υπερβαίνει τον πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά στους αγώνες , στα πάθη και στην πάλη ως σύστοιχα της πολιτικής – σε ό,τι δηλαδή προσπαθεί να απωθήσει η ορθολογική διαβουλευτική παράδοση. Η φύση της πολιτικής είναι συγκρουσιακή. Εμπεριέχει έναν ανεξάλειπτο χαρακτήρα ανταγωνισμού, ένα νιτσεϊκής καταγωγής εγχείρημα, αναγκαίο, ωστόσο, για την κατανόηση της πολιτικής ως συμπλόκου δικτύου σχέσεων εξουσίας.[4] Σ’ αυτόν τον χώρο παίζεται η δύναμη, η εξουσία, εκφράζονται τα πάθη, οι συγκρούσεις και η κυριαρχία των μεν επί των δε. Σ’ αυτόν τον χώρο παίζεται η δύναμη, η εξουσία, εκφράζονται τα πάθη, οι συγκρούσεις και η κυριαρχία των μεν επί των δε. Η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη του ατόμου αποτελεί ένα datum το οποίο είναι και fatum . Οι μορφές μιας τέτοιας libido dominandi αλλάζουν συνεχώς στη διάρκεια της Ιστορίας , η φύση της ποτέ. Στον βαθμό που η βούληση για δύναμη είναι ιστορικά συνώνυμη του ανθρώπου και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που παράγει με την εργασία του, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινωνική υπέρβαση της αλλοτρίωσης που επιβάλλει η βία.[5] Ως συμπέρασμα θεωρούμε ότι αξίζει να παραθέσουμε το παρακάτω απόσπασμα[6] το περιεχόμενο του οποίου εκφράζει με ακρίβεια τη συγκρουσιακή κατάσταση της δημοκρατίας:
«Η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα «συμβολικό πράγμα» , ένα σύνολο σταθερών αξιών και νομικών κανόνων , ένα άθροισμα δικαιωμάτων που μοιράζονται ισομερώς σε όσους τα επιζητούν ή τα επικαλούνται, αλλά ένα διακύβευμα αγώνων και συγκρούσεων που οικοδομείται , αμφισβητείται, εμπλουτίζεται ή ανατρέπεται απ’ όσους μπορούν να την οικοδομήσουν , να την αμφισβητήσουν, να την εμπλουτίσουν και να την ανατρέψουν ή να την υπερασπιστούν. Αν, με άλλα λόγια, η δημοκρατία ως αίτημα και ως διαδικασία είναι δημιουργός Ιστορίας και πολιτικών παραδόσεων κάποιων κοινωνικών ομάδων ενάντια πιθανότατα σε άλλες ιστορικές πράξεις, προσδοκίες και παραδόσεις άλλων ομάδων , και αν συγκροτείται ως πάντα ασταθές συνειδησιακά οικοδόμημα του λαϊκού πολιτισμού, τότε αναγκαστικά και εξ ορισμού η δημοκρατία ως έννοια συστηματοποιεί, συνεπώς εμπεριέχει, εν δυνάμει «διακρίσεις» και αποκλεισμούς…. Η δημοκρατία , ως σχέση και ιστορική διαδικασία συλλογικά οργανωμένων, κοινωνικών συμφερόντων, που προσπαθούν να ρυθμίσουν , να απορρυθμίσουν , να αναδιοργανώσουν τις σχέσεις τους ως προς την κυριαρχία , δηλαδή ως προς τη δυνατότητα εξάσκησης της εξουσίας , της προνομιακής εκμετάλλευσης και ιδιοποίησης από τις κυρίαρχες ομάδες του χώρου , του χρόνου, των μέσων παραγωγής, των συνθηκών εργασίας και των προϊόντων της».
Με άλλα λόγια η δημοκρατία είναι προϊόν κοινωνικών υποκειμένων που παράγουν εκτός από προϊόντα και ηθικές, γνωστικές και πολιτικές σημασίες μέσω των οποίων νοηματοδοτούν (και νοηματοδοτούνται από) τις σχέσεις κυριαρχίας του ατόμου με την εκάστοτε εξουσία. Η κατάληξη τούτου του άρθρου μας οδηγεί αναγκαστικά στη διερεύνηση της κατάστασης του ατόμου στις σύγχρονες κοινωνίες προκειμένου να διερευνηθούν οι σχέσεις του με τις σημερινές μορφές των εξουσιών. Ίσως σε ένα επόμενο άρθρο.
[1] Crouch, C., Post-democracy,, Polity, 2004. (Μεταδημοκρατία, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2006, σ. 8)
[2] Feinberg, J.-G., Δημοκρατία χωρίς Δήμο, εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, 2012, σ. 39.
[3] Μελάς, Κ., Παγκοσμιοποίηση, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1999, σ.124.
[4] Mouffe, Ch., Δημοκρατικό Παράδοξο, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2004.
[5] Merquior, J. G., Foucault, εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2000.
[6] Παπαμιχαήλ, Γ., Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2005.
Σαββάτο 22 Ιουλίου 2023