Το πρόβλημα: για την καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19 λαμβάνονται μέτρα τύπου “lockdown” τα οποία σπάζοντας την αλυσίδα της προσφοράς και της ζήτησης προκαλούν σημαντικότατες μειώσεις στην οικονομική δραστηριότητα (ΑΕΠ). Προκειμένου να αμβλυνθούν αυτές οι επιπτώσεις θα απαιτηθεί μια έντονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική : Πρώτον, μια υπέρογκη αύξηση των δημοσίων δαπανών για την αποτροπή της οικονομικής δραστηριότητας από την κατάρρευση και επιπλέον για την ενίσχυση , αναδιοργάνωση και αποτελεσματική λειτουργία των δημοσίων συστημάτων υγείας που σηκώνουν το βάρος της αντιμετώπισης του ιού. Δεύτερον: φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες μειώνουν τα φορολογικά έσοδα τα οποία θα μειωθούν έτσι και αλλιώς λόγω της υπολειτουργίας της οικονομίας. Προμηνύεται συνεπώς μια σημαντική αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν με δάνειους πόρους (έκδοση ομολόγων κτλ) κάτι που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Αυτή η εξέλιξη θα είναι ιδιαίτερα δυσμενής για τις χώρες του Νότου της Ευρωζώνης που έχουν ήδη υποστεί τις συνέπειες της κρίσης και το χρέος τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. H Goldman Sachs προχώρησε στις 24 Μαρτίου σε προβλέψεις σχετικά με την αντιστοιχία χρέους και ΑΕΠ της Ιταλίας, υπολογίζοντας ότι θα ανέλθει στο 161% φέτος, ενώ το τρίτο τρίμηνο του 2019 ήταν στο 137%. Η επενδυτική τράπεζα αναμένει ότι τα χρέη της Ισπανίας και της Γαλλίας θα ξεπεράσουν επίσης το 100% του ΑΕΠ φέτος. Στην Ελλάδα θα πλησιάσει το 190,0%.
Οι χώρες είναι υποχρεωμένες να εκδώσουν νέο χρέος κάτι που με την κατάσταση που επικρατεί στις αγορές κεφαλαίου θα αυξήσει το κόστος δανεισμού. Επίσης η συνεχής αύξηση του χρέους όλο και για περισσότερες χώρες θα θέτει σε αμφιβολία τη βιωσιμότητά του και θα σπρώξει ενδεχομένως τις χώρες αυτές σε νέα κρίση χρέους. Προκειμένου να αποσοβηθεί αυτό το σενάριο απαιτούνται δύο δράσεις . Η πρώτη βρίσκεται ήδη σε εφαρμογή: πρόκειται για το πρόγραμμα Πράξεων Πιο Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (LTROs) της ΕΚΤ σύμφωνα με το οποίο θα αγοράζονται ομόλογα των κρατών μελών μέχρι ύψους 750 δις ευρώ. Επίσης σε τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού (ιδιωτικού τομέα ) ύψους 120 δις ευρώ (δεν αφορά στην Ελλάδα). Παρότι οι δράσεις αυτές διορθώνουν προς τα κάτω τις καμπύλες απόδοσης των ομολόγων επειδή η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγοράσει μαζικά ομόλογα από την πρωτογενή αγορά (λόγω του καταστατικού της και της γενικότερης αντίληψης περί μη νομισματοποίησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων) αλλά μόνο από την δευτερογενή , μια πράξη, θα μπορούσαμε να πούμε, που έρχεται εκ των υστέρων να παρέμβει διορθωτικά στις συνέπειες που δημιουργούνται από την αύξηση του εθνικού χρέους κάθε χώρας. Η αγοραστική υποστήριξη του χρέους από την ΕΚΤ, εκτός αν διατηρηθεί στο διηνεκές, δεν θα εμποδίσει όμως μελλοντικά την αύξηση των αποδόσεων, καθώς το εθνικό χρέος θα έχει αυξηθεί. Χρειάζεται συνεπώς μια πηγή χρηματοδότησης χαμηλότερου κόστους και βαθύτερου χρονικού ορίζοντα για να μετριαστεί ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης χρέους. Η δεύτερη επομένως δράση είναι η έκδοση εργαλείων αμοιβαίου χρέους, για να αντληθούν από κοινού οι πόροι που θα χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες στήριξης της οικονομίας στη διάρκεια της πανδημίας. Εννέα χώρες της ευρωζώνης, (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο, Σλοβενία, Λουξεμβούργο) έχουν ταχθεί υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου και τέσσερις (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία) κατά. Οι υπόλοιπες έξι μάλλον βρίσκονται πιο κοντά στην αντίληψη των εννέα.
Το όφελος για τις υπερχρεωμένες χώρες θα ήταν ο ιδιαίτερα χαμηλού κόστους δανεισμός σε μακροχρόνιο ορίζοντα Ο αμοιβαίος δανεισμός θα πρέπει να είναι μακροχρόνιος, κάτι που είναι δύσκολο για εθνικό δανεισμό σε συνθήκες υπερχρέωσης. Έτσι τα ομόλογα αυτά θα πρέπει να είναι μακροχρόνιας ωρίμανσης (30-50 έτη), με εκδότη έναν ευρωπαϊκό θεσμό (τον ESM αν μιλάμε μόνο για την Ευρωζώνη, την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα για ολόκληρη την Ε.Ε.) και με εγγύηση τα κεφάλαια του εν λόγω θεσμού.
Το μέγεθος των ομολόγων θα πρέπει να είναι ικανό για να συνδράμει το σύνολο της Ευρωζώνης ή της Ε.Ε. στη διάρκεια μιας πολυετούς περιόδου ανάκαμψης. Κατ’ ελάχιστον θα πρέπει να φτάνει το 2%-3% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης ή της Ε.Ε. σε βάθος δύο ή τριών ετών μετά το τέλος της καραντίνας – συνολικά περίπου 1 τρις ευρώ.
Οι χώρες που αντιδρούν στην έκδοση κοινών εργαλείων χρέους υποεκτιμούν τον κίνδυνο της εξάπλωσης μιας ενδεχόμενης νέας κρίσης χρέους από τις χώρες του Νότου στα τραπεζικά συστήματα του Βορρά. Ο κίνδυνος αυτός είναι μικρότερος απ’ ό,τι το 2010-12, αλλά είναι υπαρκτός, λόγω της υψηλής έκθεσης των τραπεζών στο χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, των χωρών του Νότου. Το Σεπτέμβριο 2019 η έκθεση των γερμανικών τραπεζών σε ιταλικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος ανερχόταν σε 79 δις €, ενώ η αντίστοιχη έκθεσή τους σε ισπανικό χρέος ήταν 60 δις . Επιπλέον, οι γερμανικές τράπεζες έχουν έκθεση 17 δις € σε παράγωγα στις δύο αυτές χώρες. Οι γερμανικές τράπεζες έχουν επίσης 145 δις € έκθεση στο γαλλικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Η συνολική τους έκθεση στο ιταλικό, ισπανικό και γαλλικό χρέος αντιστοιχεί σε 40% των ίδιων κεφαλαίων τους. Η έκθεση των γαλλικών τραπεζών ήταν 298 δις € και 94 δις € αντίστοιχα στο χρέος της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά τίθενται υπέρ της αξιοποίησης του ταμείου διάσωσης της ευρωζώνης –του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM)—που μπορεί να προσφέρει πιστωτική γραμμή στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Είναι γνωστόν ότι η δημοσιονομική αλληλεγγύη είναι σπάνιο είδος, ακόμα και εν μέσω μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Θα ήταν σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου η αναζήτηση ενός ρόλου για προγράμματα του ESM , λόγω και του στίγματος που θα τα συνόδευε.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020