Τις τελευταίες εβδομάδες, η οικονομία των ΗΠΑ έχει δείξει σημάδια απροσδόκητης ανθεκτικότητας, τόσο στο μέτωπο των καταναλωτών όσο και στην αγορά εργασίας. Ακόμη και οι χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά την υποβάθμιση του αμερικανικού δημόσιου χρέους από τη Moody’s, καλωσόρισαν τις εμπορικές συμφωνίες που υπογράφηκαν πρώτα με το Ηνωμένο Βασίλειο και μετά με την Κίνα. Αυτές οι εξελίξεις φαίνεται να δείχνουν ότι οι αρχικές επιθετικές πολιτικές του Τραμπ μπορεί να μετριαστούν από τις αντιδράσεις των χρηματιστηρίων και των αγορών ομολόγων, από τα συμφέροντα του εκλογικού σώματος – που εξαρτάται από το διεθνές εμπόριο για την παραγωγή και την πώληση των υπηρεσιών τους – και από τους Αμερικανούς καταναλωτές, που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς εισαγόμενα αγαθά.
Ωστόσο, αυτές οι συμφωνίες – οι οποίες είναι και προσωρινές – δεν μας επαναφέρουν στην κατάσταση πριν από τις 2 Απριλίου, τη λεγόμενη «Ημέρα της Απελευθέρωσης», όσον αφορά τους μέσους δασμούς. Επιπλέον, δεν εξαλείφουν την αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ και επικυρώνουν ουσιαστικά το τέλος της πολυμερούς προσέγγισης που είχε χαρακτηρίσει τις μεταπολεμικές εμπορικές συμφωνίες, πρώτα στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ και μετά στον ΠΟΕ.
Το διεθνές εμπόριο γίνεται έτσι ένα όργανο πολιτικής πίεσης παρά ένα μέσο για τη μεγιστοποίηση της συλλογικής ευημερίας, όπως φαντάζονται οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι (Smith, Ricardo, κ.λπ.). Εξάλλου πάντα τέτοιο ήταν και με αυτό τον τρόπο λειτουργούσε παρά τις φαντασιώσεις των φιλελεύθερων οικονομολόγων. Σε αυτό το άκρως πολιτικά αβέβαιο πλαίσιο, η πρόβλεψη των επιδόσεων της αμερικανικής οικονομίας –και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας– γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη. Ως εκ τούτου, είναι προτιμότερο να κατασκευάζονται διαφορετικά σενάρια και να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά.
Μπορούμε να συλλογιστούμε πάνω στα ακόλουθα πιθανά σενάρια
Στο πρώτο, η Αμερική θα παραμείνει εξαιρετικά μεγάλη και δυνατή. Όχι τόσο χάρη στις πολιτικές που εφάρμοσε ο Τραμπ – οι οποίες, μετά από μια ταραχώδη αρχική φάση, πιθανότατα δεν θα παράγουν τα υποσχόμενα αποτελέσματα – αλλά μάλλον στην εγγενή δύναμη της οικονομίας των ΗΠΑ. Η πρόοδος στην τεχνητή νοημοσύνη, χάρη στις τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται και την επακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα αποφασιστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών. Οποιαδήποτε χαλάρωση των συγκρούσεων στην Ουκρανία, το Ιράν και μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση της παγκόσμιας προοπτικής, ενισχύοντας την αμερικανική ηγεσία. Αυτή είναι η θέση του Nouriel Roubini —διαβόητος για την απαισιοδοξία του — σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και ένας πρόεδρος όπως ο Ντόναλντ Ντακ θα μπορούσε να οδηγήσει μια Αμερική σε ανάπτυξη 4% τα επόμενα χρόνια. Πράγματι, η καινοτομία στον ιδιωτικό τομέα των ΗΠΑ θα μπορούσε να αντισταθμίσει ακόμη και τις πιο αμφισβητήσιμες πολιτικές. Εν ολίγοις, η αμερικανική εξαίρεση φαίνεται ότι θα αντέξει, τόσο στις πραγματικές όσο και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Το δεύτερο σενάριο είναι ότι ο Τραμπ θα κάνει την Αμερική φτωχή και αυταρχική. Ο υπερμεγέθης εγωισμός του προέδρου, ο αδίστακτος λαϊκισμός του, η αλαζονική χρήση εξουσίας, η δυσπιστία του για την επιστήμη και τον πολιτισμό, οι συγκρούσεις συμφερόντων και η αδύναμη προσήλωσή του στις δημοκρατικές αρχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε οικονομική και πολιτική παρακμή. Το δολάριο θα κινδύνευε έτσι να χάσει την ιδιότητά του ως παγκόσμιου νομίσματος αναφοράς. Τα ενδιάμεσα βήματα σε αυτή την πτώση θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν: την κατάργηση της ανεξαρτησίας της Fed, τη μείωση των φόρων στο εισόδημα και τα κέρδη των επιχειρήσεων, που θα προκαλούσαν έκρηξη του δημόσιου χρέους· και μια οικονομική κρίση που θα διαβρώσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και θα υπονόμευε τον πλούτο των αμερικανικών οικογενειών. Αυτές είναι οι θέσεις του Martin Wolf, αρθρογράφου των FT, του Maurice Obstfeld από το Peterson Institute for International Economics και κυρίως του Dale Copeland, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.
Στο τρίτο σενάριο, η αμερικανική κρίση έχει κυκλικό χαρακτήρα. Τα μέτρα που εφαρμόζει ο Τραμπ με χαοτικό τρόπο δημιουργούν ισχυρό σοκ στην προσφορά και πολλή αβεβαιότητα μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης, αλλά δεν προορίζονται να οδηγήσουν σε οικονομική κρίση ή σε ανεπανόρθωτη απώλεια εμπιστοσύνης και ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής οικονομίας. Η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί τόσο λόγω της μείωσης της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων. Οι τράπεζες είναι πολύ πιο προσεκτικές στη χορήγηση πιστώσεων, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί. Ωστόσο, οι κραδασμοί δεν θα έχουν μόνιμες επιπτώσεις. Το δολάριο μπορεί να χάσει κάποια ελκυστικότητα, αλλά θα παραμείνει στο επίκεντρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επειδή δεν υπάρχει άλλο νόμισμα ικανό να το αντικαταστήσει πλήρως. Τελικά, αυτή είναι η επιφυλακτική θέση του ΔΝΤ και άλλων διεθνών αναλυτών, καθώς και η ελπίδα πολλών Δημοκρατικών, πεπεισμένοι ότι η εποχή Τραμπ είναι απλώς μια παρένθεση και ότι οι αμερικανικοί θεσμοί παραμένουν ισχυροί.
Οι προβληματισμοί για τις εξελίξεις με βάση τα παραπάνω σενάρια είναι ανοικτοί.
Υπάρχουν όμως ορισμένα γεγονότα που υπό μιάν έννοια λαμβάνουν αντικειμενικά χαρακτηριστικά όπως η πρόσφατη υποβάθμιση του αμερικανικού δημόσιου χρέους από τον Moody’s – ένα γεγονός που δεν έχει συμβεί εδώ και έναν αιώνα, με τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης να συμφωνούν να αρνηθούν στην αμερικανική οικονομία την αξιολόγηση AAA – μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματική παγίδα Kindleberger. Δηλαδή, βρισκόμαστε σε μια ιστορική φάση στην οποία η ηγεμονική δύναμη δεν έχει πλέον τη δύναμη ή τη βούληση να εγγυηθεί θεμελιώδη δημόσια αγαθά όπως σταθερότητα, ασφάλεια, ελευθερία εμπορίου και ένα αξιόπιστο παγκόσμιο νόμισμα. Ταυτόχρονα, καμμία νέα δύναμη ποιό ικανό – ή πρόθυμη – να αναλάβει την κληρονομιά της δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Ας προετοιμαστούμε: χρόνια αναταράξεων είναι ακόμη μπροστά.