Οι πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις του οίκου αξιολογήσεων Moody’s και της επενδυτικής τραπέζης J.P.Morgan αναφορικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, θεωρώ ότι πραγματικά μετά από καιρό, προκαλούν μια ρωγμή στο κυβερνητικό επικοινωνιακό αφήγημα για «τα υπέροχα αποτελέσματα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής» την εποχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Θέτουν σε αμφισβήτηση τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας την τελευταία περίοδο και τα οποία χαρακτηρίζουν ως «οικονομικό θαύμα» τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον δίνουν τη δυνατότητα σε όλους όσοι ασχολούνται με την ελληνική οικονομία να αναστοχαστούν σοβαρά για τα προβλήματα που την ταλανίζουν αφήνοντας κατά μέρος τους άκοπους ρητορικούς πανηγυρισμούς.
Ο οίκος Moody’s δεν προχώρησε την Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024, σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας, διατηρώντας την τρέχουσα αξιολόγηση «Ba1». Έτσι, το ελληνικό αξιόχρεο παραμένει κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Παράλληλα διατήρησε αμετάβλητες τις προοπτικές της οικονομίας (stable outlook). Οι λόγοι αυτής της μη αναβάθμισης αφορούν στη μη βελτίωση ή και χειροτέρευση βασικών οικονομικών μεταβλητών της οικονομίας, κάτι που μεσομακροπρόθεσμα σπρώχνει την οικονομία στους παραδοσιακούς δρόμους ανάπτυξης.
Τα υψηλά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη(2020: -6,6% 2021:-6,8% 2022: -10,3% 2023: -6,4%), παρά τις υψηλές αποδόσεις του τουρισμού και των συνδεδεμένων με αυτόν λοιπών δραστηριοτήτων υποδεικνύονται μεταξύ των κύριων παραγόντων της άρνησης. Επειδή ακριβώς το έλλειμμα «καλύπτεται» από την απόδοση των συγκεκριμένων τομέων , η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Το 2023 υπήρξε σημαντική απόκλιση στον στόχο αύξησης των επενδύσεων: στον προϋπολογισμό του 2023 το ποσοστό αύξησης των επενδύσεων (ΑΣΠΚ) ήταν 15,5% .Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή έδειξαν ότι η τελική ετήσια αύξηση των επενδύσεων για το 2023 ήταν μόλις 4,1% (σε σταθερές τιμές του 2015). Η μικρή αύξηση των επενδύσεων (ΑΣΠΚ) σε αντίθεση με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης , ήταν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ περιορίστηκε στο 2,0% το 2023.
Το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να αποκτά τα έσοδά του με ανάλογους τρόπους με αυτούς των ευρωπαϊκών τραπεζών. Δεν μπορούν να κερδοσκοπούν με βάση το άνοιγμα του spread μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και χορηγήσεων. Επίσης οι υψηλές προμήθειες συμβάλλουν στην αύξηση των εσόδων. Παρά τη μεταφορά στην κοινωνία μεγάλου όγκου των Μη Αποτελεσματικών Δανείων, το ποσοστό τους στο σύνολο των δανείων παραμένει πολύ υψηλότερος από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Επιπρόσθετα, τόσο η ποσότητα αλλά κυρίως η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή λόγω των εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων οι οποίες ανέρχονταν σε 13,4 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 51% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2023.
Παρά την αναμενόμενη μεγάλη μείωση, λόγω κυρίως του υψηλότατου πληθωρισμού, ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλός. Επίσης προβληματίζει το ύψος των Repo’s[1] – 54,5 δις ευρώ το 2023- τα οποία αυξάνουν συνεχώς -2021:34,5 και 2022: 50 δις ευρώ- κάτι που σημαίνει ότι «δεν μπορούν να κλείσουν» άρα χρηματοδοτούν μόνιμες δαπάνες και απλά δεν καταγράφονται στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης.
Η επενδυτική τράπεζα J.P.Morgan απόλυτα και ωμά υποστηρίζει ότι η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ώριμες αγορές θα είναι, εκτός από εξαιρετικά απίθανη, ένας σημαντικός αρνητικός καταλύτης. Η χρηματιστηριακή αγορά της χώρας είναι ακόμη πολύ αδύναμη προκειμένου να ενταχθεί στις ώριμες αγορές. Δεδομένου ότι οι χρηματιστηριακές αγορές αντανακλούν πρωταρχικά την κατάσταση της οικονομίας στην οποία εδράζονται …αλλά και τις επιχειρήσεις οι οποίες λειτουργούν γίνεται κατανοητή και η εκτίμηση για την κατάσταση της οικονομίας.
[1] ΟΔΔΗΧ, Τριμηνιαία Δελτία Χρέους . Διάφορα τεύχη.
Εφημερίδα Το Ντοκουμέντο Κυριακή 31.Μαρτίου 2024