Ερώτηση: Διανύουμε μια εποχή που τα τραπεζικά συστήματα είναι εύθραυστα και γνωρίζουν αλλεπάλληλες κρίσεις. Τι συνέβη με την Silicon Valley Bank (SVB) στις ΗΠΑ και πόσο μας αφορά;
Απάντηση: Το τραπεζικό σύστημα της Αμερικής είναι σαφέστατα λιγότερο ρυθμισμένο από το ευρωπαϊκό. Μια κρίση σαν αυτή της SVB δείχνει πάντως οτι η κατάσταση που υπάρχει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, εξακολουθεί να είναι εύθραυστη, όπως και οτι το καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και επειδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαχειρίζεται ένα προϊόν που είναι κατ’ ουσίαν πλασματικό, έχουμε από το 1990 και μετά αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αυτό είναι το πλαίσιο. Όσοι έχουν κοντή μνήμη και νομίζουν οτι με ορισμένες ρυθμίσεις θα μπορέσουν να θέσουν σε υποταγή τον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι γελασμένοι. Τώρα έχουμε την κρίση μιας τράπεζας, που οφείλεται στο πώς διαχειρίστηκε τα δικά της κεφάλαια, και υπάρχουν επίσης εξωτερικοί παράγοντες, που λόγω του τρόπου διαχείρισης των τραπεζών, επέδρασαν δραματικά και οδήγησαν αυτή την τράπεζα σε κατάρρευση. Η SVB βρέθηκε με πάρα πολύ ρευστότητα λόγω της πανδημίας, επειδή ήταν τράπεζα που ειδικευόταν σε δάνεια και καταθέσεις σε όλο το τεχνολογικό τομέα της Καλιφόρνια, και κυρίως δεχόταν καταθέσεις αυτών των επιχειρήσεων. Αυτά τα χρήματα επειδή δεν μπορούσε να τα κάνει δάνεια, καθώς οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες δεν πήγαιναν σε αυτήν, αλλά στις μεγάλες τράπεζες, εξαναγκαζόταν να βάλει τα χρήματα σε μακροχρόνια ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Δηλαδή δανειζόταν βραχυπρόθεσμα και τοποθετούσε μακροπρόθεσμα, ότι χειρότερο για ένα τραπεζικό ίδρυμα. Σε κάποιο σημείο λόγω της κρίσης στον τεχνολογικό τομέα των ΗΠΑ, αυτές οι επιχειρήσεις άρχισαν να μην έχουν τα έσοδα που είχαν προηγουμένως, ενώ είχαν και υποχρεώσεις που έπρεπε να αποπληρώσουν. Παράλληλα αυξήθηκαν και τα επιτόκια του αμερικανικού δημοσίου, αυξάνοντας τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων. Οι καταθέτες άρχισαν να ζητάνε τα χρήματά τους για να μπορούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Η τράπεζα βρέθηκε στην κατάσταση που δεν είχε ρευστό (οι τράπεζες δεν έχουν ρευστό στα ταμεία τους, έχουν εργαλεία ρευστότητας που μπορούν να ρευστοποιήσουν). Είχε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και βγήκε να τα πουλήσει (21 δισ.), ενώ λόγω μείωσης των τιμών τους χρειάστηκε να τα πουλήσει με ζημία 1,8 δισ. – ενώ η χρηματιστηριακή αξία της τράπεζας ήταν 6 δισ. Και δεν μπόρεσε να βρεί στην αγορά το 1,8 δισ. Αυτό έγινε γνωστό και οι καταθέτες άρχισαν να ζητάνε τα χρήματά τους. Είχαμε τη σύζευξη δύο γεγονότων: από τη μία κακή διαχείριση της τράπεζας, που οφείλεται ξεκάθαρα στο ότι το θεσμικό πλαίσιο δεν είχε προβλέψει αυτές τις καταστάσεις (οι πολλές καταθέσεις σε μια τράπεζα είναι πρόβλημα γιατί πρέπει να πληρώνει τόκους). Ενώ η αύξηση των επιτοκίων που κατά την FED θα καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, είχε αυτές τις επιπτώσεις στις τιμές των ομολόγων.
Όταν λέμε κακή διαχείριση εννοούμε οτι οι διευθύνοντες σύμβουλοι δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για αυτούς τους κινδύνους. Ένα μήνα πριν ο διευθύνων σύμβουλος είχε πουλήσει τις μετοχές του. Είναι ο τρόπος που έχει θεσμοθετηθεί να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα. Τι έγινε μετά; Παρενέβει το αμερικανικό δημόσιο, η Κεντρική Τράπεζα και ο οργανισμός ασφάλισης καταθέσεων, και σώθηκαν όλες οι καταθέσεις. Ήταν ασφαλισμένες ως τα 250.000 δολάρια, αλλά το 97% ήταν πάνω από αυτό το ποσό, διότι ήταν καταθέσεις επιχειρήσεων. Είναι πιθανό η αύξηση των επιτοκίων να προκαλέσει παρόμοιες καταστάσεις σε πολλές μικρές τράπεζες που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Είναι μια κρίση η οποία μπορεί να επεκταθεί. Πάντως το αποτέλεσμα είναι οτι εγκαταστάθηκε στο τραπεζικό σύστημα ένας πανικός, αλλά μια έλλειψη εμπιστοσύνης που είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Εκδηλώθηκε με τη δραστική πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Έχω την εντύπωση οτι δεν θα έχουμε επιδράσεις άμεσα αρνητικές διότι αυτή η τράπεζα δεν έχει διασυνδέσεις άμεσες όπως παλιά η Lehman Brothers.Όμως θα έχουμε εξάπλωση του πανικού – έμμεση επίδραση – που ήδη φαίνεται με την πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών και την κατάρρευση της ήδη προβληματικής ελβετικής τράπεζας Credit Suisse.
Ερώτηση: Σε αυτές τις διεθνείς συνθήκες, εμείς έχουμε άλλα προβλήματα, και άλλες πολιτικές σε ότι αφορά τις τράπεζες!
Απάντηση: Στην Ελλάδα οι τράπεζες λειτουργούν σε άλλο πλάισιο ρύθμισης, και βγάζουν υπερκέρδη χωρίς να κάνουν τη δουλειά τους, τα δάνεια δεν είναι επαρκή, οι προμήθειες είναι υψηλές, εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και όχι τα συμφέροντα της οικονομίας.
Ερώτηση: Ενώ έχουμε ένα περιβάλλον με την παραγωγή να έχει καταρρεύσει, με τις επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης την προηγούμενη περίοδο, με την αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, η μόνη εξασφαλισμένη κερδοφορία είναι αυτή των τραπεζών. Πού μας οδηγεί αυτή η κατάσταση;
Απάντηση: Μας οδηγεί σε ένα δύσκολο δρόμο, και κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί να διασώζονται μονίμως οι τράπεζες σε βάρος της κοινωνίας. Κάποια στιγμή πρέπει να εξασφαλιστούν στην κοινωνία οι εγγυήσεις που υπάρχουν τώρα για το τραπεζικό σύστημα. Στο ελληνικό δημόσιο έχει στοιχήσει πάνω από 50 δισ. Ευρώ η διάσωση των τραπεζών από το 2008. Όλο το υπόδειγμα θέλει να σώζονται πρώτα οι τράπεζες, να είναι πρώτες, να σέρνουν το χορό. Γιατί να υπάρχουν τόσες πολλές ιδιωτικές τράπεζες, εκτός άν παράλληλα με τις δημόσιες, που πρέπει να υπάρχουν προφανώς, είναι απόλυτα ρυθμισμένες.
Ερώτηση: Το σημερινό όμως καθεστώς πού οδηγεί την οικονομία;
Απάντηση: Η ελληνική οικονομία είναι σε ένα δύσβατο μονοπάτι, έχει ένα δύσκολο μέλλον. Ψάχνοντας προσεκτικά όλα τα στοιχεία δεν βλέπει κανείς τίποτα από τα όσο λέγονται από τα κυβερνητικά χείλη, για θετικές προοπτικές. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε απόλυτα νούμερα, το ότι πέφτει ο λόγος προς το ΑΕΠ οφείλεται στον πληθωρισμό, το ιδιωτικό χρέος έχει αυξηθεί, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει φτάσει το 8,6 του ΑΕΠ, το οποίο καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί εξαγωγών και ανταγωνιστικότητας. Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι πιο χαμηλή από το 2019, η μεγέθυνση του ΑΕΠ έχει προέλθει από τα 50 δισ. που δαπανήθηκαν τα χρόνια της πανδημίας. Και από τη στιγμή που από το 2024 θα πάμε πάλι στους δημοσιονομικούς περιορισμούς που βάζει η ΕΕ η οικονομία θα πρέπει να παράγει πλεονάσματα 2%, με ρυθμό μεγέθυνσης 2% από μόνη της, χωρίς δηλαδή τους δημόσιους πόρους που σιγά σιγά αποσύρονται, ενώ η παραγωγική βάση της οικονομίας δεν μεταβάλεται παρά το επίχρισμα της ψηφιοποίησης στον δημόσιο τομέα. Συνεχίζουμε να εξάγουμε τα προϊόντα που εξάγαμε το 2020, το 2010, το 2000 και το 1990. Τι μπορούμε να κάνουμε; Χρειάζονται κάποιοι που να έχουν μυαλά, αλλά μυαλά στο κεφάλι τους και όχι στο στόμα τους!