Οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής του Προέδρου Τραμπ, αναφορικά με την
επιβολή προστατευτικών μέτρων (με αιχμή την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα
αγαθά) εκτός του ότι μπορούν να προκαλέσουν ένα νέο συναλλαγματικό πόλεμο,
μπορούν παράλληλα να πυροδοτήσουν μια νέα διεθνή κρίση χρέους.
Υπάρχουν εμφανή σημάδια για μια πιθανή κρίση χρέους δεδομένου ότι υπάρχει
ένα τεράστιο χρέος σε παγκόσμιο επίπεδο το οποίο δημιουργήθηκε από τα πολύ
χαμηλά επιτόκια που έχουν κυριαρχήσει για περισσότερο από μια δεκαετία. Ήδη τα επιτόκια
αρχίζουν να ανεβαίνουν.
Το σχέδιο του Τραμπ για μεγάλες δημοσιονομικές δαπάνες με παράλληλη μείωση
των φορολογικών συντελεστών και απορρύθμιση των κανόνων της Wall Street , είναι βέβαιον ότι θα
σπρώξει τα επιτόκια προς τα πάνω με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες αναφορικά με
τη δυνατότητα πολλών χωρών να ανταπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Παράλληλα η άνοδος των επιτοκίων είναι επιβαρυντικός παράγοντας στη μεγέθυνση
εκείνων των οικονομιών που έχουν στηρίξει αυτή την προσπάθεια τους πρωτίστως σε
δανειακά κεφάλαια.
Οι διεθνείς κρίσεις χρέους έχουν αυξηθεί σε συχνότητα αλλά και σε ένταση τις
τελευταίες δεκαετίες από την κρίση χρέους των χωρών της Λατινικής Αμερικής
(1982), και την Ασιατική Κρίση (1997) μέχρι την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική
Κρίση (2007) και την κρίση χρέους των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης (2010) (για τα παραπάνω δες: Κ. Μελάς, Σύγχρονες
κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, εκδόσεις Λιβάνη 2011)
ανάμεσα στις διάφορες χώρες αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο παράγοντα αστάθειας.
Ειδικότερα, οι βραχυπρόθεσμες ροές κεφαλαίων από την ίδια τους τη φύση θεωρούνται
άκρως ασταθείς. Τούτο, γιατί οι ροές βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων παρατηρούνται
συνήθως σε προωθημένα στάδια μιας αγοράς, για την οποία έχουν ήδη «κτισθεί» οι
θετικές προσδοκίες, για περαιτέρω αύξηση των τιμών των χρεογράφων. Το
ενδιαφέρον αυτό από το ξένο κεφάλαιο για μια εγχώρια αγορά ευρισκόμενη σε
κατάσταση ευφορίας υπερακόντιζε τις τιμές σπρώχνοντας την αγορά γρήγορα στα
ύψη.
με γρηγορότερο ρυθμό όμως, οι τιμές οδηγούνται στην πτώση όταν αναστρέφονται οι
προσδοκίες και τα κεφάλαια εγκαταλείπουν τη συγκεκριμένη χώρα για να
ξαναγυρίσουν στη χώρα προέλευσής τους. Σε καιρούς αβεβαιότητας, τα κεφάλαια
εγκαταλείπουν την περιφέρεια και γυρίζουν στο κέντρο. Οι χώρες της περιφέρειας
αρχίζουν να μπαίνουν σε περιπέτειες. Αυτή είναι η αιτία για την οποία, οι
αρνητικές επιδράσεις είναι εντονότερες στην περιφέρεια. Οι αβεβαιότητες αυτές
αντιμετωπίζονται με μετατόπιση κεφαλαίων προς ασφαλέστερες τοποθετήσεις και
ειδικότερα στις αγορές κρατικών χρεογράφων τω αναπτυγμένων χωρών, όπως συνέβη
και στην παρούσα περίοδο κρίσης.
κεφαλαίων προς αυτές τις οικονομίες, ο οποίος συνήθως συνοδεύεται από μεγάλες αυξήσεις του διαφορικού
επιτοκίου που καταβάλλουν σε σχέση με τις προηγμένες χώρες, διογκώνει τις επιπτώσεις που έχει η ατονία της
παγκόσμιας οικονομίας στο ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ των χωρών αυτών.
αβεβαιότητας, για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και των επιμέρους
οικονομιών, είναι η εξέλιξη των ισοτιμιών των κυριότερων διεθνών νομισμάτων. Αυτό
ισχύει ιδιαίτερα για το δολάριο, που αποτελεί το κύριο αποθεματικό νόμισμα.
γεγονός, ότι οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών των τριών ή τεσσάρων
σημαντικότερων νομισμάτων μπορούν να προκαλέσουν επικίνδυνες περιπλοκές στην
παγκόσμια οικονομία. Η γρήγορη μεταβολή της αξίας του αμερικανικού νομίσματος σε σχέση με τα
υπόλοιπα βασικά –αποθεματικά νομίσματα είναι βέβαιον ότι προκαλεί
αποσταθεροποιητικούς κλονισμούς στην παγκόσμια οικονομία, με δεδομένο όχι μόνο
το ρόλο – κλειδί που διαδραματίζει το
δολάριο, αλλά και λόγω της υψηλής διακράτησης αμερικανικών στοιχείων
ενεργητικού εκ μέρους των ξένων επενδυτών.
παγκόσμιου συστήματος θα πρέπει να παίρνουν υπόψη τους τις ασκούμενες
οικονομικές πολιτικές των χωρών του κέντρου (ειδικά των ΗΠΑ). Αυτές οι
πολιτικές και ειδικά η νομισματική πολιτική καθορίζονται σύμφωνα με τις ανάγκες
των χωρών του κέντρου, ως εκ τούτου ελάχιστα ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις
που η ασκούμενη νομισματική πολιτική θα έχει στις περιφερειακές χώρες. Συνεπώς,
οι μεταβολές στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, πλήττουν τις
χώρες της περιφέρειας ως εξωγενή σοκ. Στην πραγματικότητα όμως, αποτελούν
ενδογενή φαινόμενα του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πολλά είναι τα παραδείγματα από το πρόσφατο
παρελθόν που δείχνουν την ορθότητα της παραπάνω άποψης.
αναπτυσσόμενων χωρών το 1982, προκλήθηκε από την απότομη και συνεχή ανατίμηση
του δολαρίου μετά από την άνοδο των επιτοκίων που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Reagan στο πλαίσιο της οικονομικής της πολιτικής. Η
ασιατική κρίση του 1997 επίσης προκλήθηκε από την ανατίμηση του αμερικανικού
νομίσματος. Η κρίση στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα το 1992 προήλθε από
παρόμοιες ασυμμετρίες της Γερμανικής οικονομίας και των οικονομιών των
υπολοίπων χωρών.
που παρατηρήθηκε την πενταετία ,πριν την κρίση του 2007, στο κέντρο του
συστήματος λόγω της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής εκ μέρους των
κεντρικών τραπεζών, αλλά και η συσσώρευση κεφαλαίων στο κέντρο του συστήματος, διογκώνει τη
ρευστότητα είχε δημιουργήσει συνθήκες
μείωσης των κερδών στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η ανάγκη διατήρησης των
κερδών οδήγησε στη χειροτέρευση των
πιστωτικών κριτηρίων βάσει των οποίων χορηγούνται αφενός τα δάνεια, εκδίδονται
και αξιολογούνται οι ομολογιακοί τίτλοι, αποτιμώνται οι μετοχικοί τίτλοι κ.λπ.
Αρχίζουν με απλά λόγια να οδηγούνται κεφάλαια σε δανειολήπτες χαμηλής
πιστοληπτικής ικανότητας (περιφερειακές χώρες υψηλής δανειακής μόχλευσης,
ιδιώτες που εκδίδουν χρέος χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας κλπ). Αυτός ήταν
ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην κρίση του 2007 , όσο και σε αυτή του
2010.
οικονομικής συγκυρίας οι αναπτυγμένες χώρες του κέντρου ζουν έντονα μια περίοδο χαμηλής μεγέθυνσης των οικονομιών
τους. Για μια ακόμη φορά στα τελευταία χρόνια, οι βασικές οικονομικές περιοχές του
κόσμου μεγεθύνονται με αργούς ρυθμούς, όλες μαζί, παρά την επεκτατική
νομισματική πολιτική που ακολουθήθηκε με προφανή στόχο την αποφυγή της ύφεσης
και του αντιπληθωρισμού. Παράλληλα και η δημοσιονομική πολιτική κινείται την
τελευταία περίοδο προς διαφορετική
κατεύθυνση αν και με διάφορους
τρόπους και με διαφορετική ένταση στις βασικές χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Κίνα, Ινδία κλπ).
πολιτική επιβάλει χαμηλά επιτόκια. Όμως τα επιτόκια στους τρεις βασικούς
οικονομικούς πόλους του πλανήτη έχουν φτάσει στα ιστορικά τους ελάχιστα
επίπεδα. Τα επιτόκια έχουν προσεγγίσει δηλαδή ένα σημείο όπου ο κλάδος της
αγοράς χρήματος, ένας κλάδος ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, δεν θα έχει πλέον
σχεδόν κανένα περιθώριο να βγάλει κέρδη, αποδιαρθρώνοντας, ενδεχομένως τις
χρηματοοικονομικές αγορές, μ’ έναν τρόπο, ο οποίος είναι πολύ γνωστός και ο
οποίος επαναλαμβάνεται και επιβεβαιώνεται από το δεύτερο μισό του δέκατου
ένατου αιώνα.
αντιμέτωποι με την άνοδο των επιτοκίων (τουλάχιστον άμεσα στις ΗΠΑ) χωρίς οι
βασικοί οικονομικοί πόλοι του πλανήτη να έχουν βρει τον απαιτούμενο μεγεθυντικό
βηματισμό τους.
3.
Οι περισσότερες αναλύσεις δείχνουν ότι η επόμενη κρίση χρέους δεν θα αφορά
στο δημόσιο χρέος των διαφόρων χωρών ούτε θα αποτελεί μια ακόμη τραπεζική
κρίση, αλλά θα χτυπήσει πρωταρχικά τις επιχειρήσεις των αναπτυσσομένων χωρών
κυρίως όσες έχουν υψηλά χρέη και ειδικά σε ξένο νόμισμα (κυρίως δολάριο ΗΠΑ).
Το παγκόσμιο χρέος έχει φθάσει στο ύψος των 217 τρις δολαρίων ΗΠΑ, που
αντιστοιχεί στο 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Έχει δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη αγορά
μεταξύ των επιχειρήσεων των πλέον αναπτυγμένων από τις αναδυόμενες -αναπτυσσόμενες
οικονομίες του πλανήτη καθώς και μεταξύ μερικών κυβερνήσεων των αναπτυγμένων
χωρών.
Σε απόλυτους αριθμούς, το χρέος είναι μεγαλύτερο στις αναπτυγμένες
οικονομίες όπου το χρέος των νοικοκυριών, κεντρικής κυβέρνησης, χρηματοπιστωτικών
και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων έχει φθάσει τα 165 τρις δολάρια ΗΠΑ ή
390% του αντίστοιχου ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος, ειδικά, έχει αυξηθεί γρήγορα.
κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου, δεδομένου ότι η σταθερή αύξηση του παγκοσμίου
χρέους, αυξάνει και τον κίνδυνο της ξαφνικής απομόχλευσης του, προειδοποιώντας
για επανάληψη της κρίσης των αναδυομένων χωρών της δεκαετίας του 1990, κάτι που
μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία με
Παράλληλα, το συνολικό χρέος των αναδυομένων -αναπτυσσομένων χωρών έχει
φθάσει περίπου στα 53 τρις δολάρια ΗΠΑ, ή στο
217% του αντίστοιχου ΑΕΠ. Περίπου το μισό από αυτό , 25 τρις δολάρια
ΗΠΑ, βρίσκεται συγκεντρωμένο στις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού
επιχειρηματικού τομέα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Institute International Finance
(Global Debt Monitor)
το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ, του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στις αναδυόμενες
οικονομίες, βρίσκεται : Χονγκ Κονγκ, Κίνα, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Χιλή, Σαουδική
Αραβία, Τουρκία, Ινδονησία, Μεξικό, Μαλαισία, Τσεχία, και Νότιο Κορέα.
Υψηλά επίπεδα χρέους από μόνα τους δεν υποδεικνύουν ότι μπορεί να προκύψει
οπωσδήποτε κρίση. Αλλά όταν μια μεγάλη περίοδος δανεισμού ακολουθηθεί από μια
απότομη και διαρκή άνοδο των επιτοκίων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους
μπορεί να οδηγήσει τους δανειζόμενους σε αδυναμία τήρησης των υποχρεώσεών τους.
Η δυναμική της δημιουργούμενης νέας κρίσης χρέους προσομοιάζει σε πολλά
σημεία με την προηγούμενη κρίση των subprime loans αλλά
σήμερα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μεγάλη
προσφορά χρήματος και τα πολύ χαμηλά (σχεδόν αρνητικά) επιτόκια οφείλεται στην
αναγκαία παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών των κυρίαρχων χωρών του πλανήτη.
Η ονομαζόμενη «Μεγάλη Κάμψη » που ακολούθησε την «Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική
Κρίση» του 2008 προκειμένου να μην μετεξελιχθεί σε «Μεγάλη Ύφεση» οδήγησε σε
δραστικές όσο και τεράστιες διασώσεις κυρίως των τραπεζικών ιδρυμάτων αλλά και
άλλων επιχειρήσεων. Ως γνωστόν μόνο η επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers, αφέθηκε να
καταρρεύσει προκαλώντας την αλυσιδωτή κρίση.
Οι πόροι της διάσωσης (bail–out) προσφέρθηκαν ευρέως από τις
κεντρικές τράπεζες των μεγάλων αναπτυγμένων οικονομιών, US Federal Reserve, Bank of Japan , European Central Bank, Bank of England που
είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του χρέους.
Με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν τρισεκατομμύρια δολάρια
περιουσιακών στοιχείων από τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα οδηγώντας
χαμηλά τα επιτόκια αποτρέποντας πτωχεύσεις, αναδιαρθρώνοντας ισολογισμούς, και
επαναλειτουργώντας τους διαύλους πίστωσης.
Όχι μόνο το κόστος της πίστωσης έγινε, ιστορικά, πολύ φθηνό σε πραγματικούς
αλλά και σε ονομαστικούς όρους, αλλά και η κίνηση των κεφαλαίων άρχισε να
επαναδραστηριοποιείται.
Οι χαμηλές αποδόσεις σε διάφορα χρηματοπιστωτικά προϊόντα οδήγησαν πάρα
πολλά κεφάλαια σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων στις αναδυόμενες οικονομίες.
Οι επιχειρήσεις των αναδυομένων οικονομιών εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση και
δανείστηκαν σε πάρα πολλές περιπτώσεις υψηλότερα ποσά από αυτά που μια
ορθολογική διαχείριση θα απαιτούσε. Μάλιστα πολλές από αυτές δανείστηκαν σε
ξένο νόμισμα (κυρίως δολάρια), κλασικό παράδειγμα οι τουρκικές επιχειρήσεις,
ενώ τα έσοδά τους πραγματοποιούνται σε τοπικό – εγχώριο νόμισμα , δημιουργώντας
την γνωστή , όσο και επικίνδυνη «συναλλαγματική ανισορροπία».
Οι παγκόσμιοι επενδυτές (θεσμικοί ή ιδιώτες) προχώρησαν σε μεγάλες εκδόσεις
εταιρικών ομολόγων από επιχειρήσεις των αναδυομένων χωρών την περίοδο που τα
επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά, μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά. Αυτό συνέβη, σε
πολλές περιπτώσεις, ανεξαρτήτως του ότι η πιστοληπτική ικανότητα αρκετών επιχειρήσεων ήταν ακατάλληλη για την έκδοση
παρόμοιων ομολόγων.
Επενδυτές , ειδικά , στη Βραζιλία, Νότια Κορέα, Ταϊλάνδη, Χιλή, Τσεχία και
Μαλαισία τοποθέτησαν υψηλά ποσά σε εκδόσεις ομολόγων. Ενώ οι περισσότερες
εκδόσεις εταιρικών ομολόγων στις παραπάνω χώρες πραγματοποιήθηκαν σε εγχώριο
νόμισμα, οι επιχειρήσεις στις παρακάτω χώρες : Ινδία, Σαουδική Αραβία, Τουρκία,
Ρωσία , Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη έχουν δανειστεί σε υψηλό επίπεδο σε ξένο
νόμισμα.
Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις χρειάζεται να ανανεώσουν(να ανανεώνονται) τις
συγκεκριμένες εκδόσεις χρέους κάτι που θα καταστεί δύσκολο με την άνοδο των διαφορικών
επιτοκίων και τη συνεπαγόμενη παράλληλη αύξηση του κόστους του χρήματος.
Το παράδειγμα της γείτονος χώρας, Τουρκίας, είναι από τα πλέον
χαρακτηριστικά και δείχνει με σαφήνεια , μέσω της σημαντικής υποτίμησης του νομίσματος της , της τουρκικής
λίρας, τις σημαντικές επιβαρύνσεις που συσσωρεύονται στην οικονομία της.