Στην Ελλάδα του συνεχούς και αδιάκοπου μνημονίου οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων είναι συνεχείς, λεκτικά βίαιες και αρκούντως ηχηρές. Το ερώτημα είναι αν είναι και πολιτικές. Παρότι
επιχειρείται να εμφανισθεί ως συγκρουσιακό το περιβάλλον
αντιπαράθεσης μεταξύ των ελληνικών πολιτικών κομμάτων , μάλιστα με μεγάλο θόρυβο και πολύ αχό , δύσκολα οι συνομαδώσεις αυτές
θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούν τη βασική προϋπόθεση του πολιτικού : το διαχωρισμό μεταξύ εχθρού και φίλου, έστω και in senso lato.
Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο έδωσε έναν ελάχιστο ορισμό της πολιτικής, χαρακτηρίζοντάς την ως την δραστηριότητα που συναθροίζει και προασπίζει τους φίλους μας ενώ διασκορπίζει και μάχεται τους εχθρούς μας. Είναι εύλογο ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα δεν μπορεί να είναι παρά συγκρουσιακή.
Η καθαυτή ιδέα του πολιτικού συνίσταται στη δυνατότητα του να ομαδοποιεί τους ανθρώπους σύμφωνα με το κατά πόσον είναι φίλοι ή εχθροί. Η λέξη κλειδί είναι η «ομαδοποίηση», η δραστηριότητα του να
συνενώνεται ένα φιλικό «εμείς» και να προσδιορίζονται όσοι θα αντιμετωπιστούν ως αντίπαλοι , πράγμα που αμέσως μας λέει ότι οι δύο πόλοι της πολιτικής διάκρισης πρέπει να κατασκευαστούν και ότι αμφότεροι είναι υποχρεωμένοι να μεταβάλλονται συνεχώς. Πρόκειται για μια κατασκευή που είναι το αποτέλεσμα συνεργατικών προσπαθειών με δημόσια διάσταση.
Αυτή η δυναμική της δημιουργίας και του μετασχηματισμού είναι αδιανόητη χωρίς τις συμβολικές και κάποιες άλλες μορφές ανταλλαγής. Οι φιλικοί δεσμοί αναπτύσσονται με τον καιρό και συμπεριλαμβάνουν
πολιτιστικά διαμεσολαβημένες σχέσεις αμοιβαιότητας, συναισθηματικές επενδύσεις, επίτευξη συμφωνιών, υποχρεώσεις τιμής, και πολεμικές γύρω από το πώς θα γίνουν όλα αυτά. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο προσδιορισμός ενός εχθρού απαιτεί όλα τα είδη αναπαράστασης που θα πείσουν ένα λαό να αντιμετωπίσει μιαν άλλη ομάδα ως τέτοια, και να κινητοποιηθεί εναντίον της εάν χρειαστεί.
Οι αντιπαραθέσεις φίλων- εχθρών έχουν ένα εντοπισμένο αναφερόμενο το οποίο αποτελεί, εντός της κάθε συγκυρίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία εδράζεται και αναδεικνύεται η αντιπαράθεση.
Εμπεριέχει έναν ανεξάλειπτο χαρακτήρα ανταγωνισμού, ένα νιτσεϊκής καταγωγής εγχείρημα, αναγκαίο, ωστόσο, για την κατανόηση της πολιτικής ως συμπλόκου δικτύου σχέσεων εξουσίας. Σ’ αυτόν τον χώρο παίζεται η δύναμη, η εξουσία, εκφράζονται τα πάθη, οι συγκρούσεις και η κυριαρχία των μεν επί των δε. Η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη του ατόμου αποτελεί ένα datum το οποίο είναι και fatum.
Οι μορφές μιας τέτοιας libido dominandi αλλάζουν συνεχώς στη διάρκεια της Ιστορίας, η φύση της ποτέ. Στον βαθμό που η βούληση για δύναμη είναι ιστορικά συνώνυμη του ανθρώπου και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που παράγει με την εργασία του, δεν είναι δυνατόν
να υπάρξει μια κοινωνική υπέρβαση της αλλοτρίωσης που επιβάλλει η ισχύς. Όμως η συνεχής προσπάθεια στη δημοκρατία συνίσταται στη
κοινωνικοπολιτική θέσπιση της ισχύος ώστε να νομιμοποιείται από μια κοινωνικά προσδιορισμένη πολιτική ηθική και ένα συνδεδεμένο με αυτή «σύστημα» διανεμητικής δικαιοσύνης. Η πολιτική ηθική, όπως συγκροτείται και όπως αλλάζει στο εσωτερικό μιας πολιτικά κυρίαρχης πολιτείας, έχει ως αποστολή τη ρύθμιση των διανεμητικών
λειτουργιών της ισχύος, των πολιτικοοικονομικών δραστηριοτήτων και των κοινωνικοπολιτικών ιεραρχιών.
δημοκρατία είναι ευθέως ανάλογη των βαθμίδων που οι πολίτες είναι εντολείς της ανακλητής εντολοδόχου εξουσίας, κάτοχοι του κράτους και αυτεξούσιοι διαμορφωτές του οικείου τρόπου ζωής. Πρόκειται για τη δημοκρατία ως αυτονομία.
Το βασικό ερώτημα επομένως είναι το ακόλουθο: ποιο είναι το εντοπισμένο αναφερόμενο στην παρούσα ιστορική στιγμή της ελληνικής κατάστασης; Η Αριστερά ενάντια στη Δεξιά; Οι φτωχοί ενάντια στους πλουσίους; Οι εργάτες ενάντια στους καπιταλιστές; Οι αδιάφθοροι ενάντια στους διεφθαρμένους; Οι προοδευτικοί ενάντια στους οπισθοδρομικούς;
Σε τελική ανάλυση ποιοι είναι οι αντίπαλοι; Ποιες ομάδες αγωνίζονται στην αρένα της πολιτικής; Γιατί όποιος επιχειρήσει να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα αμέσως θα αντιληφθεί ότι οι απαντήσεις είναι αδύνατον να στοιχειοθετηθούν επαρκώς μεθοδολογικά και πραγματολογικά;
Πολλά χρόνια τώρα γνωρίζουμε ότι οι συντελούμενες κοινωνικές διεργασίες στην χώρα αλλά και στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον
στο οποίο ανήκει, έχουν μεταβληθεί άρδην. Με αποτέλεσμα όλες οι παραδοσιακές αναλυτικές κατηγορίες να μην έχουν τη δυνατότητα σύλληψης των παρατηρούμενων κοινωνικών διεργασιών.
Αυτή η αδυναμία εμφανίζεται ποικιλοτρόπως, στον τρόπο που οι πολιτικές ομαδοποιήσεις εκφράζονται και πολιτεύονται. Η αδυναμία αυτή αντισταθμίζεται από το μοναδικό όπλο που έχουν στα χέρια τους, τον πολιτικό κυνισμό και την πλήρη απομάκρυνσή τους από την σκληρή και αδήριτη πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας και του ευρύτερου διεθνούς περιβάλλοντος της.