συστήματος παρουσιάζεται στον Πίνακα 1.
κατά 40% από τη δεκαετία του 1990. Παρόλη αυτή τη μείωση ο αριθμός των τραπεζικών
ιδρυμάτων στην Γερμανία εξακολουθεί να παραμένει πολύ μεγαλύτερος από τις υπόλοιπες
χώρες της Ευρώπης.
2.
εμπορικές τράπεζες.
Υπάρχουν περίπου 300 ιδιωτικές τράπεζες στη Γερμανία αλλά μέχρι την πρόσφατη
κρίση, πέντε μεγάλες τράπεζες κυριαρχούσαν: Commerzbank, Dresdner Bank,
Deutsche Bank,
Deutsche Postbank AG, και HypoVereinsbank. Οι συγκεκριμένες τράπεζες είναι πολύ
διεθνοποιημένες και επικεντρωμένες στη διεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα .
Συνολικά ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας στην Γερμανία αντιπροσωπεύει μόνο το 36%
του συνολικού τραπεζικού τομέα στην χώρα.[1]
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης , οι μεγαλύτερες τράπεζες βρέθηκαν πολύ
κοντά στην πτώχευση και διασώθηκαν με την κρατική παρέμβαση. Είναι γνωστόν ότι τον
Οκτώβρη του 2008 δημιούργησε το μηχανισμό διάσωσης Sonderfonds Finanzmarktstabilisierung (SoFFin) τον οποίο προικοδότησε με 480 δις ευρώ για τη
διάσωση του γερμανικού τραπεζικού συστήματος . Το γερμανικό δημόσιο δαπάνησε
περίπου το 9,1% του ΑΕΠ για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος του. Οι Dresdner Bank
και
Deutsche Postbank AG απορροφήθηκαν αντίστοιχα από τις Commerzbank , στην οποία το
γερμανικό δημόσιο κατέχει το 17% , και Deutsche Bank.
Ο δημόσιος τραπεζικός τομέας
κατέχει το 36% των στοιχείων του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα της
Γερμανίας. Είναι οργανωμένος οριζόντια (χωρικά) και καθέτως : δήμοι και τοπική
αυτοδιοίκηση κατέχουν τις τοπικές Sparkassen, ενώ οι
περιφέρειες (Länder) κατέχουν τις Landesbanken. Άλλοι δημόσιοι θεσμοί κατέχουν τις αναπτυξιακές
τράπεζες ή στα γερμανικά τράπεζες προώθησης
(Förderbanken).
Σκοπός των γερμανικών δημοσίων τραπεζών είναι «η ολοκλήρωση της αγοράς εκεί
και όταν τα αποτελέσματα της ελεύθερης αγοράς είναι αναποτελεσματικά και
κοινωνικά μη αποδεκτά»[2].
Το 2001 η ΕΕ αποφάσισε να θέσει τέλος στο γερμανικό σύστημα των κρατικών
εγγυήσεων προς τα δημόσια τραπεζικά ιδρύματα (Anstaltslast and Gewährträgerhaftung), επειδή τις θεωρούσε παράνομες και έθιγαν τον υγιή ανταγωνισμό.
Την περίοδο 2001-2 , επήλθε συμφωνία μεταξύ της Γερμανικής κυβέρνησης, των
τραπεζών δημοσίου τομέα και της ΕΕ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο γερμανικός νόμος
να αλλάξει, και περίπου 600 δημόσιες τράπεζες πέρασαν μια μεταβατική περίοδο
μέχρι την κατάργηση των εγγυήσεων.
Οι δημόσιες τράπεζες αντέδρασαν ως εξής κατά και μετά την κρίση: Η αντοχή
των Sparkassen ήταν
αξιοσημείωτη. Το 2008 είχαν απώλειες. Αλλά από το 2009 επέστρεψαν στην
κερδοφορία, ενώ οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες είχαν σημαντικές απώλειες. Για να
είμαστε αντικειμενικοί ποτέ οι δημόσιες τράπεζες δεν είχαν ως στόχο τη
μεγιστοποίηση των κερδών τους.
Σε αντίθεση με τις τοπικές τράπεζες , οι περιφερειακές τράπεζες, Landesbanken, συσσώρευσαν
μεγάλες ζημιές κάτι που απαίτησε βαθειά αναδιάρθρωση μέσω της κρατικής
παρέμβασης[3].
Τράπεζες : ακολουθούν τους γνωστούς κανόνες των συνεταιριστικών.
Ανέρχονται σε 1162 (2010). Δεν είχαν αρνητικές επιδράσεις από την οικονομική
κρίση και συνέχισαν να παράγουν κέρδη. Μάλιστα τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν
κατά τη διάρκεια της κρίσης στις υπόλοιπες τράπεζες λειτούργησε επ’ ωφελεία των
συνεταιριστικών τραπεζών. Κατέχουν περίπου το 11% του συνολικού ενεργητικού του
τραπεζικού τομέα.
κατέχουν το 11% του συνολικού ενεργητικού και Τράπεζες που χορηγούν στεγαστικά
δάνεια ,με 9% του συνολικού ενεργητικού.
συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες η υπάρχουσα νομοθεσία στην Γερμανία
δεν επιτρέπει στις ιδιωτικές τράπεζες να κατέχουν μέρος του μετοχικού κεφαλαίου
στις δημόσιες τράπεζες.
number of universal banks
Bundesbank (2012), pg 24 ff., as at: July 30, 2012
Note on Banking Sector Structure, December 2011.
German Banks (2014). Promotional Banks in Germany, Acting in the public
interest. Available online at: http://www.voeb.de/de/ueber_uns/.