1.Μετά την δεύτερη απόφαση του
Γιούρογκρουπ για την Κύπρο εκφράζονται απόψεις για επανεξέταση της
θέσης του ΣΥΡΙΖΑ για το ευρώ ή της θέσης του ΑΚΕΛ για το ευρώ; Θεωρείτε ότι
υπάρχει τέτοιο θέμα ή ότι μπορούν να αναζητηθούν λύσεις στο πλαίσιο της
ευρωζώνης;
Η κριτική σκέψη ως απαύγασμα της διαφωτιστικής διαδικασίας και της ανάδειξης
του ανθρώπου στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
επιτρέπει όλα τα ζητήματα να τίθενται
υπό την βάσανό της. Συνεπώς όλα δύνανται να επανεξεταστούν και μάλιστα
ανεξαρτήτως αν έχουν προκύψει νέα δεδομένα. Τίποτε ως εκ τούτου δεν αποτελεί
θέσφατο. Όμως στο ζήτημα του ενιαίου νομίσματος και της εξόδου της χώρας από
αυτό , επειδή εκτός των άλλων αποτελεί και ένα πρόβλημα συνολικής στρατηγικής
όχι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της χώρας, θα πρέπει
να αποτελέσει πρόβλημα βαθιού αναστοχασμού του συνολικού πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Επειδή τα ζητήματα στρατηγικού
προσανατολισμού δεν πρέπει να αποτελέσουν ευκαιριακές επιδιώξεις
κάρπωσης πρόσκαιρων πολιτικών ωφελημάτων θα πρέπει να γίνονται με γνώμονα το
πολυεπίπεδο συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας. Άρα με όρους. Ευτυχώς η επιστημονική επικοινωνία,
βασισμένη στη συμφωνία των διαδικασιών με ορισμούς, τείνει να δημιουργήσει ένα
πεδίο ικανό όχι να αποκαλύψει την αλήθεια, αλλά τουλάχιστον να αποκαλύψει το
ψεύδος. Λύσεις μπορούν κάλλιστα να
υπάρξουν εντός της ευρωζώνης αλλά προϋποθέτουν σημαντικές αλλαγές στην
αρχιτεκτονική της, κάτι που σήμερα φαντάζει αρκετά δύσκολο και μακρινό. Η κρίση
λειτουργεί προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από μια επιθυμητή και «ορθολογική» τοιαύτη. Όμως οι περιορισμοί της
πραγματικότητας –οικονομικής –πολιτικής-κοινωνικής δεν αποτινάζονται με μια ακοστολόγητη έξοδο από το ευρώ. Αυτό
αποτελεί αυταπάτη πρώτου μεγέθους.
2.Τι δείχνουν οι άλλες
εμπειρίες όπως της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας,
της Ιρλανδίας, της Ρουμανίας ή της Ουγγαρίας κ.α. όσον
αφορά το νόμισμα και το μνημόνιο.
Το ενιαίο νόμισμα, όπως έχει δομηθεί, προϋποθέτει σαφέστατα συγκεκριμένο
μίγμα οικονομικής πολιτικής η οποία απορρέει από το νεοκλασικό υπόδειγμα
ενδογενούς μεγέθυνσης. Δηλαδή ασκείται μια οικονομική πολιτική η οποία
θεωρητικά, αν ακολουθηθεί «κατά γράμμα» , δεν θα επιτρέψει την εμφάνιση
παρεκκλίσεων από τους στόχους και επομένως δεν θα παρουσιάζει κρίσεις. Απλούστατα διότι θα είναι βασισμένη στην
ανάπτυξη της παραγωγικότητας μέσω της τεχνολογίας , της εκπαίδευσης και της
καινοτομίας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη
φενάκη στην ιστορία της οικονομικής πολιτικής. Διότι απλούστατα αυτή η λογική
οδηγεί σε απόκλιση της χώρες ανάλογα με το επίπεδο των παραγωγικών τους
δυνατοτήτων και επομένως δεν υπάρχει λόγος ένωσης. Η ύπαρξη κρίσης χρέους στην
ευρωζώνη αλλά και στην ΕΕ γενικότερα ,
σηματοδοτεί ότι οι χώρες μέλη χρησιμοποίησαν κατά το δοκούν τη μόνη ελεύθερη
μακροοικονομική μεταβλητή που υπήρχε διαθέσιμη (η κάθε μία με τον ιδιόμορφο
τρόπο που απέρρεε από τα χαρακτηριστικά της οικονομίας της)το χρέος (δημόσιο ή
ιδιωτικό) για να σπρώξει την οικονομία του , για λόγους πρωταρχικά πολιτικούς
και κοινωνικούς, προς τη σύγκλιση. Συνεπώς και η λύση που επιβλήθηκε από τους
Ευρωπαίους, ο δρόμος της μονόπλευρης δημοσιονομικής προσαρμογής (με μνημόνιο ή
χωρίς μνημόνιο) , με μεγαλύτερη βιαιότητα ή όχι είναι κοινή για όλους
ανεξαρτήτως αν είναι ή όχι στο ευρώ. Αν η οικονομική πολιτική ήταν διαφορετικής
κατεύθυνσης και λάμβανε, υπόψη της την ανισότητα των παραγωγικών δυνατοτήτων
μεταξύ των χωρών, και προχωρούσε με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, σε μια σχετική
βοήθεια των αδυνάτων χωρών μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών τότε και το νόμισμα
θα είχε διαφορετική θέση στο μακροοικονομικό σχεδιασμό.
3. Πως κρίνετε το κλίμα
ευρωσκεπτικισμού που διαπιστώνεται στην Ευρώπη. Υπάρχουν εναλλακτικές
λύσεις για την κρίση στην ευρωζώνη. Για παράδειγμα η πρόταση που εκφράζει ο
Στιουαρτ Χόλαντ, που τάσσεται υπέρ της πρότασης της
Ευρωπαικής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ήδη από το 2011(Νιου Ντιλ,
ομόλογα από ΕΤΕπ κ.α) ή η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ευρωπαϊκή διάσκεψη
για το χρέος αποτελούν ικανοποιητικές ιδέες.
Ο ευρωσκεπτικισμός θα συνεχίσει ανεβαίνει. Αλλά το άσχημο είναι ότι στην
Ευρώπη λαμβάνει τη μορφή της φασίζουσας νεοδεξιάς. Αλλά και στην Ελλάδα πλέον
παρουσιάστηκε το ίδιο φαινόμενο στην πλέον ακραία εκδοχή του.
Νομίζω ότι δεν πάσχουμε από έλλειψη
προτάσεων. Όπως οι παραπάνω και άλλες ακόμη στην ίδια κατεύθυνση , θα μπορούσαν
να επιφέρουν λύσεις. Βεβαίως κάθε μια από αυτές χρειάζεται να μελετηθεί σύμφωνα
με τα τεχνικά χαρακτηριστικά της. Εκεί υπάρχει συζήτηση και ενδεχομένως
αντιρρήσεις. Αυτά όμως επιλύονται με τη συζήτηση. Όμως παράλληλα θα πρέπει να
μελετηθούν οι πάσης φύσεως
προϋποθέσεις οι οποίες αποτελούν
τους απαραίτητους αρμούς τους που τις συνδέουν με την πραγματικότητα. Διότι το βασικό σε κάθε
πρόταση είναι οι δυνατότητες εφαρμογής της να είναι υψηλές. Αν οι δυνατότητες
στηρίζονται σε πλήθος ανέφικτων δυνατοτήτων τότε η πρόταση χάνει το ενδιαφέρον
της. Οι δυνατότητες παρότι δεν είναι στατικές και δημιουργούνται μέρα με τη
μέρα δεν μετατρέπονται όλες σε πραγματικότητα την ώρα που χρειάζεται αυτό να
συμβεί. Με αποτέλεσμα το χάσιμο της «στιγμής» να χειροτερεύει τα δεδομένα και
συνεπώς και τη μετατροπή των δυνατοτήτων σε πραγματικότητα.