A.
Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πάρα πολλά πράγματα για την παγκοσμιοποίηση. Πάνω-κάτω τα περισσότερα είναι γνωστά. Εκείνο όμως που κατά την άποψή μου αποφεύγεται να λέγεται, αν όχι από όλους, αλλά από τους περισσότερους, είναι ότι η παγκοσμιοποίηση ως μια ιστορική εποχή είναι δημιούργημα in senso lato μιας πολιτικής πράξης. Απορρέει από την πολιτική επιλογή συγκεκριμένου θεσμικού υποκειμένου . Δεν παρουσιάσθηκε ως φυσικό φαινόμενο όπως τεχνεόντως επιχειρούν πολλοί να την παρουσιάσουν.
Υπάρχει κάποιο θεσμικό υποκείμενο η βούληση του οποίου δημιούργησε αυτήν την κατάσταση. Και προς Θεού, δεν θέλω να πω ότι υπάρχει ένα υποκείμενο το οποίο δημιούργησε και καθοδηγεί τα πάντα ως απόλυτος μηχανιστικός οδηγός, αλλά υπάρχει ένα θεσμικό υποκείμενο που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα –θα το πω ποδοσφαιρικά– που έκανε μια αρχή, που τοποθέτησε ένα αρχιμήδειο σημείο από το οποίο ξεχύθηκαν όλες αυτές οι καταστάσεις τις οποίες ονομάζουμε «παγκοσμιοποίηση».
Αυτό το θεσμικό υποκείμενο δεν είναι άλλο από τις ΗΠΑ. Η παγκοσμιοποίηση παρότι αυτό δεν ήταν ευκρινές από τη δεκαετία του ΄80, σήμερα με τις εξελίξεις των οποίων είμαστε μάρτυρες είναι ξεκάθαρο ότι ουσιαστικά αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη γεωστρατηγική πρόταση της αμερικάνικης υπερδύναμης για να διαιωνίσει την επικυριαρχία της στον κόσμο.
Πολλές φορές διάφοροι μελετητές , πρωταρχικά «αριστερών» απόψεων , επιχειρηματολογούν με σφοδρότητα για να αποδείξουν το αμερικανοέμπνευστο της παγκοσμιοποίησης αγνοώντας ότι παραβιάζουν ανοικτές πόρτες, μιας και οι ίδιοι οι αμερικανοί ,όχι μόνο το αποδέχονται , αλλά και το προβάλλουν ως βασικό επιχείρημα της συμβολής τους στη διαμόρφωση της σύγχρονης πλανητικής τάξης πραγμάτων . Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από βιβλίο του Κίσιντζερ «Οι ΗΠΑ ήταν η κινητήρια δύναμη που έδωσε ώθηση στη δυναμική της παγκοσμιοποίησης . Ήταν επίσης η χώρα που επωφελήθηκε περισσότερο από τις δυνάμεις που απελευθέρωσε . Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα , η παραγωγικότητα της Αμερικής έγινε η μηχανή της παγκόσμιας οικονομικής μεγένθυσης . Το αμερικανικό κεφάλαιο διασφάλισε την ανάπτυξη ενός εκπληκτικού συνόλου νέων τεχνολογιών και προώθησε την ευρεία διάδοσή τους σε όλο τον πλανήτη….Ήταν αναπόφευκτο ότι μια επιτυχία τέτοιου μεγέθους θα έβρισκε μιμητές και το αμερικανικό μοντέλο οικονομικής διαχείρισης έγινε το πρότυπο στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Μας προκαλεί ικανοποίηση να πιστεύουμε ότι η επέκταση της απορύθμισης και των ιδιωτικοποιήσεων , αλλά και η κατάργηση των φραγμών στο εμπόριο ήταν αποτέλεσμα της ευγλωττίας των Αμερικανών οικονομολόγων ή των νουθεσιών του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου(ΔΝΤ). …Η έλλειψη μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης ενισχύει την τάση υιοθέτησης του αμερικανικού μοντέλου…»[1] .
Αυτό είναι το πρώτο και βασικό σημείο από το οποίο χρειάζεται να εκκινήσουμε.
B.
Η παγκοσμιοποίηση ή νέα φάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου αποτελεί μια ιστορική εποχή. Όταν αναφερόμαστε σε «μια ιστορική εποχή» εννοούμε ότι υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν σε σχέση με την προηγούμενη εποχή . Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά κοινωνία μέχρι σήμερα δεν έχει αποκτήσει τέτοιο βαθμό κοινωνικοπολιτικής ομοιογένειας ώστε μαζί με τα κύρια και αποφασιστικά χαρακτηριστικά της να μην υπάρχουν στοιχεία παλαιοτέρων κοινωνιών. Οι διαφοροποιήσεις[2] αναφέρονται σε σημαντικό αριθμό πεδίων του κοινωνικού βίου , από το πολιτικό έως το φιλοσοφικό και το πολιτιστικό έως το οικονομικό.
Σε κάθε ιστορική εποχή επομένως δημιουργείται ένα είδος «καθεστώτος ισχύος»[3] , μια ιεραρχημένη δομή η οποία συμπεριλαμβάνει ιδεολογικούς , φιλοσοφικούς , πολιτικούς και ποικίλους άλλους μηχανισμούς «εφαρμογής» οι οποίοι εργάζονται για την επιβολή , τη διατήρηση και την εξάπλωση της συγκεκριμένης κατάστασης ισχύος. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια θεωρία η οποία είναι επικυρίαρχη και η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές , κοινωνικές και οικονομικές θεωρητικές δράσεις[4] . Οι θεωρητικές αυτές δράσεις εξειδικεύονται σε διάφορες πολιτικές, π.χ οικονομική πολιτική, στρατιωτική πολιτική, κοινωνική πολιτική. Οι πολιτικές αυτές για να λειτουργήσουν στηρίζονται σε μια σειρά από μηχανισμούς- πυλώνες οι οποίοι με τις αποφάσεις τους αποτελούν τους ιμάντες μεταβίβασης των θέσεων και των αντιλήψεων της κυρίαρχης δύναμης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα σύμπλεγμα ισχύος που «καθοδηγεί» τα πράγματα στον κόσμο.
Η αναφορά στο πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μορφές διεθνούς ρύθμισης απορρέουν από την κυριαρχία της ηγεμονεύουσας μεγάλης δύναμης. Για τη Μ. Βρετανία του 19ου αιώνα και τις ΗΠΑ του δεύτερου μισού του 20ου,[5] ο διεθνής ρόλος τους δεν θεμελιωνόταν σε κάποια αμφισβητούμενη «διεθνή κυριαρχία», αλλά απέρρεε ως προέκταση της δικής τους εσωτερικής ισχύος και κυριαρχίας.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η οικονομική ρύθμιση πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Για να δύναται το κράτος να επιβάλει φόρους, μεταβιβάσεις πόρων, να προβεί σε ανακατανομή εισοδήματος και να ασκήσει γενικά οικονομική πολιτική, προαπαιτείται jus imperium, που απορρέει από την «εθνική κυριαρχία».
Η οικονομική «αναρχία» της φιλελεύθερης παγκόσμιας αγοράς πρέπει σε κάθε ιστορική περίοδο να βρίσκεται σε σχέση ισορροπίας με το πολιτικό καθεστώς του διεθνούς συστήματος, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη (και επομένως και τα ιδιαίτερα συμφέροντα) ενός πλήθους εθνικών κρατών.
Τούτο σημαίνει απλά:
Η διεθνής σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο βαθμό που υπάρχει μια σχέση λειτουργικής αντιστοιχίας μεταξύ των διαφορετικών λογικών λειτουργίας οι οποίες καθορίζουν τις σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς και την πολιτική των εθνικών κρατών.
Στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, αυτή η οργάνωση πραγματοποιείται από μια ηγεμονική δύναμη, «η οποία με τα μέσα της προσπαθεί να ρυθμίσει σφαιρικά τη λειτουργία οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών».
Η ηγεμονία δεν πραγματοποιείται, ούτε στην εθνική ούτε στη διεθνή πολιτική, αποκλειστικά με την άμεση εφαρμογή καταναγκασμού ή βίας.
Η σταθερότητα της βασίζεται πολύ περισσότερο στην εξασφάλιση κανόνων και ρυθμίσεων που αναγνωρίζονται (από την άποψη της νομιμοποίησης της πολιτικής κυριαρχίας) μέσα σε μια «ηγεμονική συμμαχία».
Στο διεθνές σύστημα όλα τα μέσα για την εξασφάλιση της ηγεμονίας είναι συγχρόνως εθνικά μέσα της ηγεμονικής δύναμης – το εθνικό νόμισμα της ηγεμονικής δύναμης είναι συγχρόνως και παγκόσμιο νόμισμα. Γι’ αυτό και συμβαίνει η κρίση του εθνικού νομίσματος της ηγεμονικής δύναμης να μετατρέπεται αναγκαστικά σε κρίση του παγκόσμιου νομίσματος και αντιστρόφως.
Η ηγεμονική δύναμη μπορεί να υπάρξει μόνο αν αναπαράγει αφενός συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν ξέρει αφετέρου να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν πηγή της ηγεμονίας της.
Εκλογικεύοντας τα χαρακτηριστικά της Μεγάλης Δύναμης, στο ζήτημα που μας αφορά καταλήγουμε στο ότι ένα ισχυρό – αποθεματικό νόμισμα θα πρέπει να στηρίζει την ύπαρξή του στην πολιτική κυριαρχία του συγκεκριμένου κράτους, στη στρατιωτική ισχύ, στην οικονομική ευρωστία αλλά και στην ιδεολογική του πειθώ.
Εκ των σημείων αυτών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική κυριαρχία, νοούμενη όχι ως εσωτερική κυριαρχία σε όλο το έδαφος της χώρας αλλά ως δεσπόζουσα (dominant) περισσότερο από άλλες στη διεθνή κονίστρα, και η στρατιωτική ισχύς καθορίζουν τους διεθνείς ρυθμιστικούς κανόνες μέσω των οποίων λειτουργεί απρόσκοπτα η οικονομία. Η οικονομική ισχύς είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για τη δημιουργία του ισχυρού νομίσματος.
Το νόμισμα υποτίθεται ότι σημασιολογεί το χαρακτήρα, την «ισχύ» της οικονομίας, την οποία αυτό συντονίζει ως γενικό μέσο οικονομικής ή / και χρηματιστικής ανταλλαγής. Συνεπώς, οι «επιδόσεις» του οικονομικού συστήματος μοιραία επιδρούν στην αγοραστική αξία του νομίσματος. Πίσω από τον ανταγωνισμό των νομισμάτων διαγράφεται ο άνισος δυναμισμός των αντίστοιχων οικονομιών.
Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορική εμπειρία των τελευταίων διακοσίων χρόνων μόνον Μεγάλες–Παγκόσμιες Δυνάμεις έχουν την δυνατότητα να καταστήσουν το νόμισμά τους παγκόσμιο νόμισμα. Μα τι είναι όμως μεγάλη δύναμη ή παγκόσμια δύναμη;[6] Αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα της διεθνούς πολιτικής. Είναι πιο εύκολο να απαντηθεί ιστορικά αν απαριθμήσουμε τις μεγάλες δυνάμεις σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, από το να δώσουμε έναν ορισμό (το οποίον βεβαίως δεν θα αποφύγουμε), γιατί ανέκαθεν υπήρξε ευρεία συμφωνία περί των υφιστάμενων μεγάλων δυνάμεων. Από την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου οι ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία και Κίνα είναι μεγάλες δυνάμεις. Το 1939 ήταν οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ρωσία και η Ιαπωνία.
Το 1914 ήταν η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρο-Ουγγαρία, η Ρωσία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Το 1815 ήταν η Βρετανία, η Ρωσία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Γαλλία. Ως εκ τούτου ο ορθότερος ορισμός της μεγάλης δύναμης πρέπει να είναι ιστορικός και να καταδεικνύεται έτσι ότι μεγάλη δύναμη είναι εκείνη που έχει κάνει αυτά κι αυτά. Όπως για παράδειγμα: μια μεγάλη δύναμη αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά μέσω κάποιου πολέμου ή μια μεγάλη δύναμη δεν περιμένει να αναγνωριστεί αλλά παρουσιάζεται μόνη της. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να ορισθεί μια μεγάλη δύναμη στη βάση ορισμένων συντελεστών ισχύος – πληθυσμό, έκταση εδαφών, οικονομικούς πόρους, κοινωνική οργάνωση, στρατιωτική δύναμη, μηχανικό εξοπλισμό, ιστορική παράδοση, πολιτιστικό επίπεδο και επιθυμία για δόξα. Δίπλα στα παραπάνω, ένα ακόμα κριτήριο συνιστά το ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι δυνάμεις με γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του συστήματος κρατών, πράγμα που σήμερα σημαίνει παγκόσμια.
Η περιγραφή της εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων[7] που μας έφεραν στη σημερινή φάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου , την παγκοσμιοποίηση, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση του τρόπου με τον οποίο αλληλοδιαπλέκονται τα διάφορα επίπεδα του κοινωνικού γίγνεσθαι , δηλαδή το πολιτικό το κοινωνικό ,το ιδεολογικό και το οικονομικό με τελικό αποτέλεσμα την επιβολή του «νέου» κυρίαρχου υποδείγματος. Μπορούν να διακριθούν δύο συγκεκριμένες φάσεις αυτής της πορείας : μία όπου το Οικονομικόν και η Γεωοικονομία προτάσσεται ως καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων και μια δεύτερη όπου το Πολιτικόν αποκαλύπτεται ως ο βασικός και αποκλειστικός καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων. Μπορούμε να τα αναδείξουμε συνοπτικά στη συνέχεια.[8]
Γ.
Η κρίση υπερπαραγωγής του κεφαλαίου ήταν το βασικό αίτιο της κατάρρευσης του μεταπολεμικού υποδείγματος του Bretton Woods.
Μετά την κρίση του κεϋνσιανού-φορντικού μοντέλου και την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο αξιοποίησης του κεφαλαίου, χωρίς φραγμούς και όρια και με κύρια χαρακτηριστικά την διόγκωση της νομισματικής σφαίρας και την διεθνοποίηση της παραγωγής.
Καταρχάς, η ύπαρξη υπερβολικής ρευστότητας, ιδιαίτερα μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις, δημιούργησε έντονες πληθωριστικές πιέσεις στις δυτικές οικονομίες και η πιστωτική και συναλλαγματική πολιτική των βιομηχανικών χωρών και ιδίως των ΗΠΑ μαζί με τις εξελίξεις στις εξωτερικές συναλλαγές αποτέλεσαν τις νέες συνιστώσες για την επικείμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και τον περιορισμό της κρατικής παρεμβατικότητας. Οι ανακατατάξεις στις Διεθνείς Αγορές Συναλλάγματος με επίκεντρο το δολάριο(άνοδο ισοτιμίας του δολαρίου και πτώση ισοτιμίας των ευρωπαϊκών νομισμάτων) και η προσπάθεια διαμόρφωσης υπερεθνικού πιστωτικού συστήματος καταδεικνύουν την τάση ομογενοποίησης των αγορών χρήματος. Σε αντίθεση, λοιπόν, με το κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα, το σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι πλέον αυτό που εκφράζει τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες και τα θεσμικά πλαίσια, που επιτρέπουν την απρόσκοπτη κίνηση Διεθνών Κεφαλαίων, τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις ελεύθερης αγοράς, τις αυξομειώσεις των διεθνών επιτοκίων ανάλογα με προτιμήσεις. Περιττεύει η υπογράμμιση του ρόλου της Αμερικής, ως ηγέτιδας δύναμης, στις κατά βούλησή της διακυμάνσεις του νομίσματος.
Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη υπερβολικής ρευστότητας είναι η κύρια αιτία της αύξησης των Διεθνών Δανεισμών, υπό την έκδοση εμπορεύσιμων ομολόγων, που με την σειρά της οδήγησε σε Διεθνοποίηση της κίνησης μη δεσμευμένων διευκολύνσεων. Η ταχεία, επίσης, χρηματιστηριακή κυκλοφορία βάση του αμερικανικού μοντέλου και η αύξηση της κερδοφορίας που αυτή δείχνει να υπόσχεται εξελίσσουν τον νομισματικό τομέα σε πιστωτικό παραγκωνίζοντας την έννοια της πραγματικής οικονομίας και την αδυναμία των βιομηχανικών επιχειρήσεων να την υποστηρίξουν.
Στη νέα αυτή φάση φιλελευθεροποίησης της οικονομίας πέρα από το φαινόμενο της διόγκωσης του κεφαλαίου έχουμε και το φαινόμενο Διεθνοποίησης της παραγωγής. Η νέα τεχνολογία, η πληροφορική και η μικροηλεκτρονική συντέλεσαν στην ενοποίηση του γεωγραφικού χώρου γεγονός που μείωσε αισθητά στις επιχειρήσεις το κόστος της απόστασης και κατέληξε σε μια παγκόσμια χωρική αναδιάρθρωση. Η νέα τεχνολογία θέτει τους νέους άξονες και με τον καταμερισμό της εργασίας απαιτείται εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις από την άλλη πλευρά, κατέχοντας την τεχνολογία και την τεχνογνωσία, με συνοδοιπόρους τους τις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες στις οποίες αυτές εδράζονται, και ασκώντας μονοπωλιακό έλεγχο στην παραγωγή και την τεχνολογία, είναι αυτές που τελικά καθορίζουν τις εξελίξεις.
– Το νέο Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα , το οποίο ήταν απόρροια της φιλελευθεροποίησης των αγορών , χαρακτηρίζεται επομένως από ιδιαίτερα ρευστό κεφάλαιο , το οποίο είναι αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο ενός διαρκούς αναπτυσσόμενου πλέγματος αγορών που καλύπτουν νέα είδη αξιών.
Το μέγεθος και η ταχύτητα των ροών αυτών προκάλεσαν μια σειρά διαδοχικών κρίσεων του χρηματοπιστωτικού χώρου, η επανάληψη των οποίων είναι επικίνδυνα συχνή . Αναφέρουμε την κρίση στην Λατινική Αμερική το 1979-1981, την κρίση του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών το 1982, τη Μεξικάνικη κρίση του 1994-95, την Ασιατική κρίση του 1997-98, τη Ρωσική Κρίση του 1998, τη Βραζιλιάνικη κρίση του 1999, την κρίση της Αργεντινής του 2001[9].
Η νέα χρηματοπιστωτική τάξη άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών και κατά συνέπεια είχε ευρύτατη επιρροή στις οικονομικές τους επιδόσεις. Πέρα από τις υπόλοιπες αλλαγές που επήλθαν , διαφοροποιήθηκε και ο τρόπος χρηματοδότησης των βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων καθώς και ο τρόπος που τα νοικοκυριά διαχειρίζονται τις οικονομικές τους δραστηριότητες. Σε πολλά επίπεδα οι χρηματοπιστωτικοί νεωτερισμοί δημιούργησαν την τάση αξιοποίησης των οικονομικών ευκαιριών δίνοντας ώθηση και δυναμική στις οικονομικές δραστηριότητες. Άλλαξαν επίσης τις παραμέτρους που καθορίζουν τη λειτουργία των κυβερνήσεων. Πλέον μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υφίσταται εσωτερική νομισματική πολιτική αποκομμένη από τα νομισματικά γεγονότα που επισυμβαίνουν πέρα από τα εθνικά σύνορα. Οι διεθνείς κεφαλαιαγορές εκτείνονται στο σύνολο σχεδόν του πλανήτη. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης είναι αυτό ισχύει και για τις ανεπτυγμένες χώρες – και για όλο και περισσότερες αναδυόμενες, οι οποίες κυριολεκτικά διαπερνώνται από τις διακυμάνσεις του διεθνούς συστήματος. Οι εν λόγω αγορές παρουσιάζουν μεγάλη νευρικότητα, οι κρίσεις τους είναι συχνότερες και οι συνέπειες των κρίσεων σοβαρότερες απ’ ότι στο παρελθόν. Οι διαδοχικές κρίσεις – είτε συσχετίζονται με μείζονες κινήσεις σε μακροοικονομικές μεταβλητές όπως οι ισοτιμίες, είτε προκύπτουν από άστοχες ενέργειες συγκεκριμένων επιχειρήσεων – αποτελούν πλέον ορατή συνέπεια της φιλελευθεροποίησης των κεφαλαιαγορών. Ωστόσο δεν είναι αυτές οι σημαντικότερες συνέπειες. Αν η αυξημένη νευρικότητα των αγορών και οι κατά καιρούς έντονες κρίσεις ήταν απλώς νέες, δραματικές διακυμάνσεις μιας συνεχούς και δυναμικής τάσης οικονομικής μεγέθυνσης ή μια τάση βελτίωσης τότε η νευρικότητα δε θα ήταν παρά το κόστος των καλύτερων μακροπρόθεσμων επιδόσεων. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν αληθεύει. Η απελευθέρωση των αγορών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο συνοδεύτηκε από μια διαδεδομένη επιβράδυνση των επενδύσεων και των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Οι παράγοντες που συνδέουν την φιλελευθεροποίηση με τους χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι σύνθετοι και διφορούμενοι, οπότε η απόδοση ολόκληρης της ευθύνης αποκλειστικά και μόνο στην αλλαγή οργάνωσης της οικονομίας , ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για σημαντική αλλαγή βαρύνουσας σημασίας, είναι δύσκολο να βρεθεί βάση τεκμηρίωσης για το επιχείρημα αυτό.
Σε όλη αυτή την διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου μπορεί να έχει περιοριστεί η οικονομική παρεμβατικότητα του έθνους-κράτους[10] στο διεθνές σύστημα, ωστόσο ενισχύεται η αναγκαιότητα του ρόλου του ως θεσμού εσωτερικής κοινωνικής-πολιτικής ασφάλειας, ως θεσμού ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και αύξησης της ανταγωνιστικότητας του διεθνώς. Το κράτος πρέπει να σταθεί θεματοφύλακας των κοινωνικών κατακτήσεων των πολιτών του. Άλλωστε, πρωταρχικός λόγος σύστασης του ήταν η ανάγκη του ατόμου να προστατευθεί από το νόμο της φύσης.
Ο ισχυρισμός ότι η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αλληλεξάρτηση μειώνει τον ρόλο του Κράτους το οποίο απειλείται από την εξάπλωση των πολυεθνικών εταιρειών δεν ευσταθεί. Στις αρχές του 20ου αιώνα το επίπεδο των οικονομικών συναλλαγών δεν ήταν μικρότερο από το σημερινό, αλλά τα κρατικά μορφώματα αποδείχθηκαν ανθεκτικά και προσαρμόσθηκαν στις νέες συνθήκες. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμία πειστική εναλλακτική πραγματικότητα. Ακόμη κι αν τα κράτη εξαφανιστούν οι ανταγωνισμοί ασφαλείας θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, εφόσον υπάρχει αναρχία στο Διεθνές Σύστημα.
– Κίνητρο για την πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου αποτέλεσε ο ισχυρισμός ότι ο καλύτερος τρόπος ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου είναι η διενέργεια ελεύθερου εμπορίου[11]. Η υιοθέτηση ρυθμίσεων, όπως αυτές της μείωσης των δασμολογικών και μη δασμολογικών εμποδίων, της εφαρμογής των κανόνων του Π.Ο.Ε. για τα δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τα υγειονομικά πρότυπα, το χειρισμό των ξένων επενδυτών καθώς και διάφορες αναπροσαρμογές των φόρων, της αγοράς εργασίας και άλλων πολιτικών έχουν ως απώτερο στόχο την παροχή κοινωνικής στήριξης στους μετατοπισμένους εργάτες και παράλληλα την τεχνολογική υποστήριξη των μετατοπισμένων επιχειρήσεων. Η υιοθέτηση της ανωτέρω πολιτικής ερείδεται σε δύο σκέψεις- προσδοκίες: πρώτον, ότι ο στόχος του Π.Ο.Ε. είναι η αύξηση της ευημερίας των καταναλωτών, μέσω της εξάπλωσης του εμπορίου και δεύτερον, ότι η εξάπλωση του εμπορίου θα ανυψώσει το βιοτικό επίπεδο στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Στην πραγματικότητα όμως ο Π.Ο.Ε. δεν αποσκοπεί στη μείωση της φτώχειας, αντίθετα αποτελεί ένα θεσμικό πλαίσιο, μέσω του οποίου καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση της εισόδου στην αγορά από τα κράτη μέλη. Η ατζέντα των θεμάτων, κατ’ ουσία, διαμορφώθηκε, από τη μία πλευρά, από το μαινόμενο πόλεμο μεταξύ των εξαγωγέων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την άλλη πλευρά, από τα αντικρουόμενα συμφέροντα των ανταγωνιζόμενων εισαγωγέων. Συνεπώς, ο Π.Ο.Ε. αποτέλεσε το προϊόν των ισχυρών λόμπι των εξαγωγέων της Αμερικής ή/ και της Ευρώπης, ή των ειδικών συμβιβασμών που έγιναν μεταξύ των ομάδων αυτών και άλλων εγχώριων ομάδων. Όσον αφορά στην αύξηση της ευημερίας μέσω της απελευθέρωσης του εμπορίου, έχει καταδειχτεί πως ούτε κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής διαδικασίας δεν ακολουθήθηκε από τις πλούσιες χώρες και πως ακόμα και σήμερα δεν ακολουθείται πιστά.
Υπό αυτή την οπτική γωνία, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ακόμα και σήμερα η εμπειρία δεν επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό, ότι μέσω της απελευθέρωσης του εμπορίου και της ουδετερότητας των κινήτρων επέρχεται γοργότερα η οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, σήμερα αποδεικνύεται εμπειρικά πως η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας συναρτάται άμεσα με μεγαλύτερα ποσοστά εξαγωγών, ενώ παράλληλα δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ των ποσοστών αυτών –εξαγωγών, παραγωγικότητας – και του εύρους των ενδεχόμενων περιορισμών του εμπορίου. Στην πραγματικότητα η επίτευξη μεγέθυνσης, μέσω των εξαγωγών, επέρχεται ως αποτέλεσμα άσκησης πολιτικών εκβιομηχάνισης και επιλεκτικής διενέργειας εμπορικών συναλλαγών.
Υπό αυτή την έννοια οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και η διατήρηση ενός σταθερού επιπέδου εγχώριων τιμών, προβάλλουν σημαντικότερες από μία πολιτική εισαγωγών, για την πραγμάτωση ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών. Αντιστρόφως, δεν υφίσταται κανένα ιστορικό παράδειγμα χώρας, η οποία πέτυχε υψηλά ποσοστά μεγέθυνσης της παραγωγής και των εξαγωγών ακολουθώντας πολιτικές πλήρους απελευθέρωσης του εμπορίου.
Η οικονομική απελευθέρωση αφήνει τα επιτόκια στο έλεος των άστατων βραχυχρόνιων κινήσεων των κεφαλαίων, έτσι ώστε και μικρές μεταβολές στις κατευθύνσεις των ροών κεφαλαίων και εμπορίου να μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες διακυμάνσεις στα πραγματικά επιτόκια. Επιπρόσθετα, η απελευθέρωση του εμπορίου συντελεί στη διασύνδεση των εγχώριων επιτοκίων με τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη την ανάπτυξη της βιομηχανίας, μέσω πολιτικών χορήγησης κεφαλαίων με χαμηλότερο επιτόκιο.
Αληθές είναι πως η οικονομική ανάπτυξη συσχετίζεται με τη μείωση της φτώχειας. Ιδιαίτερα σε χώρες όπου η διανομή του εισοδήματος παρουσιάζει σχετική σταθερότητα, η ανάπτυξη αποβαίνει προς όφελος των φτωχών. Αλλά δεδομένου ότι η διανομή εισοδήματος στον αναπτυσσόμενο κόσμο χαρακτηρίζεται κυρίως από αστάθεια, είναι αμφίβολο αν η ανάπτυξη θα οδηγήσει σε μείωση της φτώχειας. Από την άλλη πλευρά, η μείωση της φτώχειας αποτελεί πλεονέκτημα για την ανάπτυξη. Ωστόσο, παρά τον άμεσο συσχετισμό της ανάπτυξης και της μείωσης της φτώχειας, δεν υφίσταται επαρκής αιτιολογική βάση, που να εγγυάται πως η πρώτη θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη δεύτερη. Πώς μπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι η απελευθέρωση του εμπορίου δε συνεπάγεται αυτόματα ανάπτυξη και το αντίστροφο;
Σύμφωνα με τη συμβατική οικονομική θεωρία, η εμπορική και χρηματοπιστωτική απελευθέρωση θα οδηγήσει όχι μόνο στην αύξηση του όγκου του διενεργούμενου εμπορίου, αλλά και σε επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, σε γοργότερη τεχνολογική αλλαγή, ενώ παράλληλα θα επιτευχθεί ευνοϊκότερη κατανομή των εθνικών πόρων με την αντικατάσταση ανεπαρκών εισαγωγών υποκατάστατων με επαρκή εξαγώγιμα αγαθά. Βέβαια, είναι παραδεκτό, πως η ανωτέρω διαδικασία είναι δυνατόν να έχει και αρνητικές προεκτάσεις, όπως η αυξημένη ανεργία σε συγκεκριμένους τομείς. Ωστόσο, οι αρνητικές επιπτώσεις της απελευθέρωσης θεωρούνται αυστηρά περιστασιακές, οι οποίες δύνανται να αντιμετωπιστούν από δραστική κοινωνική πολιτική και την εισαγωγή των κατάλληλων θεσμών, μέχρι την τελική επικράτηση των πλεονεκτημάτων του ελεύθερου εμπορίου.
Οι πλούσιες χώρες αποκρίνονται πως το πρόβλημα δεν έγκειται στη θεωρία, αλλά στην έλλειψη επαρκών υποστηρικτικών θεσμών στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Σύμφωνα με το consensus της Ουάσινγκτον, η επιτυχής ολοκλήρωση στην παγκόσμια αγορά προϋποθέτει τη διενέργεια μιας περαιτέρω αναμόρφωσης, η οποία περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις και άσκηση προληπτικής εποπτείας, καταπολέμηση της διαφθοράς, νομική και διοικητική αναδόμηση, ευελιξία της αγοράς εργασίας και τη θέσπιση ενός κοινωνικού διχτύου προστασίας. Ως αντάλλαγμα, α αναπτυγμένος κόσμος υποτίθεται πως θα παράσχει ευρύτερη πρόσβαση στην αγορά. Αυτές οι αναδιαμορφώσεις τελούνται με απώτερο «σκοπό» την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης των αναπτυσσόμενων κρατών στην παγκόσμια οικονομία, πάντα με το σκεπτικό ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι ικανό να δώσει λύσεις στα άλλα προβλήματα, που ενδεχομένως να προκύψουν.
Η αναγνώριση της σημαντικότητας των θεσμών από το “Washington consensus” αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη, καθώς η θετική συμβολή τους στην ανάπτυξη της οικονομίας είναι αναμφισβήτητη. Το παράδοξο όμως έγκειται στο γεγονός, πως κάνοντας μια ιστορική αναδρομή διαπιστώνουμε, πως ο αναπτυγμένος κόσμος, όχι μόνο ακολούθησε πολιτικές προστατευτισμού και κρατικού παρεμβατισμού, αλλά κατά την αναπτυξιακή τους διαδικασία ποτέ δεν προέβησαν στην ενσωμάτωση των θεσμών, που οι ίδιοι απαιτούν να εγκαθιδρύσουν οι αναπτυσσόμενες χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ,εν προκειμένω, το Ηνωμένο Βασίλειο, του οποίου το θεσμικό πλαίσιο το 1820 δεν περιείχε ούτε τους «βασικούς» θεσμούς, οι οποίοι είναι εν ισχύ σήμερα στην Ινδία. Η πρώτη προσπάθεια έγινε το 1844, όταν ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας, χρονικό σημείο που η Αγγλία ήταν ήδη από τις ισχυρότερες οικονομικές δυνάμεις παγκοσμίως.
Υπό το φως της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος, η ερμηνεία του φαινομένου παίρνει μία διαφορετική τροπή. Ειδικότερα, οι θεσμοί είναι σημαντικοί, αλλά ακόμα πιο σημαντικά είναι η προηγμένη τεχνολογία και οι οικονομίες κλίμακας. Το άνοιγμα των αγορών των αναπτυσσόμενων χωρών συνεπάγεται αυτόματα και την έκθεση τους σε ένα αδυσώπητο ανταγωνισμό, ανεξάρτητα από το αν είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Αν αυτές δεν είναι θα υποστούν μεγάλες οικονομικές απώλειες, οι οποίες δύνανται να αντισταθμιστούν εν μέρει από την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, λόγω των φυσικών τους πόρων, ή/ και των χαμηλών μισθών. Δεν υπάρχει όμως κανένα «γρανάζι» του μηχανισμού της αγοράς, το οποίο να εξασφαλίζει per se, την αντιστάθμιση των αρνητικών προεκτάσεων του ελεύθερου εμπορίου, αντιθέτως θεωρείται πιο πιθανό για τον αναπτυσσόμενο κόσμο να βρεθεί αντιμέτωπος με χρέη, ανεργία και τελικά με την υπανάπτυξη. Χωρίς την παρέμβαση των κατάλληλων θεσμών για την αντιστάθμιση αυτών των τάσεων του ελεύθερου εμπορίου, τα προβλήματα θα τείνουν να γίνουν χρόνια.
Το ερώτημα που γεννάται για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι το ποια διαδικασία ανάπτυξης θα πρέπει να ακολουθήσουν, να η απελευθέρωση του εμπορίου δεν είναι τελικά πανάκεια. Αν ο στόχος, που έχουν θέσει είναι ο περιορισμός της φτώχειας και η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, τότε θα πρέπει να εστιάσουν στην υιοθέτηση των κατάλληλων διαδικασιών, που συνολικά θα διαμορφώσουν μια στρατηγική επίτευξης αυτού του στόχου. Όσον αφορά στην εμπορική πολιτική, τόσο η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, όσο και η ιστορία προτείνουν μία επιλεκτική θεώρηση της απελευθέρωσης του εμπορίου, καθώς ανεξάρτητες και συγκεκριμένες επιχειρήσεις καταφέρνουν να είναι ανταγωνιστικές στην παγκόσμια οικονομία. Για την επίτευξη διεθνούς ανταγωνιστικότητας απαραίτητη είναι η ώθηση μέσω μιας αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής, παράλληλα με την υιοθέτηση «καθαρών» προτύπων και φυσικά τη τήρηση των προθεσμιών εναρμόνισης με τα πρότυπα της παγκόσμιας αγοράς.
Κανένα από τα παραπάνω δεν είναι ωστόσο εφικτό, χωρίς τη δραστική αλλαγή των υφιστάμενων κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των διεθνών συνθηκών, που άπτονται της χρηματοοικονομικής βοήθειας. Η ανάπτυξη πρέπει να ανακτήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο και οι θεσμοί και οι πρακτικές να θεωρηθούν ως εναλλακτικές, ή ως οχήματα για την κατάκτηση του στόχου της πολυπόθητης ανάπτυξης. Άλλωστε, το εμπόριο είναι μέσο για την κατάκτηση ενός σκοπού και όχι αυτοσκοπός.
Έχουμε λοιπόν σε μια πρώτη φάση την εμφάνιση του φαινομένου της παγκοσμιοποίηση κυρίως με τη μορφή των οικονομικών και τεχνολογικών διεργασιών. Εμφανίζεται ως μια «νέα» οικονομική πρόταση, η οποία υιοθετεί το ελεύθερο εμπόριο , την απελευθέρωση των αγορών από τους εναγκαλισμούς των παρεμβάσεων του εθνικού κράτους , ως απορύθμιση των αγορών σε μια προσπάθεια να διευρύνουμε υποτίθεται την ευημερία του κόσμου και ειδικά του τρίτου λεγόμενου κόσμου. Είναι η εποχή του θετικού οικονομικού φιλελευθερισμού με αρχή τη διακυβέρνηση του Ρέιγκαν και αποκορύφωμα την αντίστοιχη του Κλίντον.
Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι ξαφνικά το οικονομικόν , προτάσσεται βιαίως έναντι όλων των υπολοίπων κοινωνικών στιγμών όχι μόνο ως θεωρητική πρόταση αλλά και έναντι όσων ιστορικά συνέβαιναν στα παρελθόντα έτη. Κυρίως η επίθεση κατευθύνεται έναντι του πολιτικού το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, κατηγορείται ως υπεύθυνο και εμπόδιο στην εξάπλωση του οικονομικού και συνεπώς της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών υπό τη σκέπη του ελεύθερου εμπορίου και του οικονομικού φιλελευθερισμού. Προτάσσεται το οικονομικό, η ελεύθερη αγορά, η απορύθμιση των οικονομικών σχέσεων , που σημαίνει βασικά και αποκλειστικά απορύθμιση των εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων. Κύριο και βασικό χαρακτηριστικό της «απελευθέρωσης» οι ιδιωτικοποιήσεις του «δημόσιου νοικοκυριού»[12] διότι είναι το δημόσιο νοικοκυριό που άρχισε να σχηματίζεται από το 1930 στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , που αποτέλεσε και αποτελεί τη λεία προς προσπορισμό.
Δ.
Η Παγκοσμιοποίηση αρχίζει να παρουσιάζει το αληθινό της πρόσωπο, χωρίς βεβαίως να εγκαταλείπει την προσχηματική ηθικοκανονιστική οπτική της οικονομικής ολοκλήρωσης και της ειρηνικής εξάπλωσης των φιλελεύθερων οικονομικών σχέσεων , όταν έρχεται στην εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ο Τζωρτζ Μπους junior, και η ομάδα των νέο συντηρητικών όπου το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης λαμβάνει μια εντελώς άλλη μορφή. Περνά σε μια άλλη φάση . Είναι η φάση όπου εντελώς ξεκάθαρα η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ως ο απαραίτητος μοχλός για την συνέχιση της επικυριαρχίας των ΗΠΑ σε όλον τον πλανήτη[13].
Το χαρακτηριστικό και αποφασιστικό γνώρισμα της σημερινής πλανητικής συγκυρίας είναι η αδιαμφισβήτητη υπεροχή μιας και μόνης μεγάλης δύναμης , η οποία δεν περιορίζεται στον δικό της μείζονα χώρο , αλλά παρευρίσκεται ή επεμβαίνει ή θα επιθυμούσε να επέμβει σε κάθε σημείο της υδρογείου.[14]
Η ηγεμονία των ΗΠΑ, ασκείται άμεσα στις πιο αναπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία , όπου καμιά ουσιαστική πολιτικοστρατιωτική απόφαση δεν λαμβάνεται χωρίς την έγκρισή τους και όπου επίσης σημαντικά οικονομικά θέματα π.χ το διεθνές εμπόριο , ρυθμίζονται υπό την πίεση ή κατά τις υπαγορεύσεις τους.
Η πολιτική υπόστασή της έχει κυριολεκτικά «ανατεθεί» στις ΗΠΑ. Παρότι τα κράτη που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουν στρατό, τούτος βρίσκεται ενταγμένος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, την ηγεσία του οποίου ασκούν με απόλυτο και αδιαμφισβήτητο τρόπο οι ΗΠΑ. Στο διαμορφούμενο νέο διεθνές σκηνικό, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον πολιτικό ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης, και αν γίνεται περιορίζεται σε συζητήσεις περιθωριακές, αντιφατικές και ελάχιστα πειστικές.
Σιωπηρώς ισχύει η αρχή της «υποταγής», και μέσω της «υποταγής» εξασφαλίζεται η πολιτική προστασία από την υπερδύναμη της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για την Ιαπωνία.
Παράλληλα η αμερικανική ηγεμονία στις μέρες μας έχει πάρει τη μορφή παροχής αστυνομικών και πυροσβεστικών υπηρεσιών στους συμμάχους, αυτή τη φορά όμως με ουσιώδη οικονομικά ανταλλάγματα. Τα τεράστια ποσά των ευρωπαίων , των ιαπώνων που επενδύονται σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου χρηματοδοτώντας τις αμυντικές δαπάνες του αμερικανικού δημοσίου αποτελούν οικονομικά ανταλλάγματα , φόρο προστασίας στην ουσία , στην αμυντική κάλυψη που τους προσφέρουν οι ΗΠΑ «απαγορεύοντας» συγχρόνως την οποιαδήποτε προσπάθεια αυτόνομης αμυντικής ανάπτυξης των χωρών αυτών. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια στην κυριολεξία εξωοικονομική διευθέτηση «οικονομικών» ζητημάτων με την έννοια που αυτά καθορίζονται από την οικονομική επιστήμη.
Υπάρχει λοιπόν ένα πολύ συγκροτημένο σχέδιο στρατηγικής από τη μεριά των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο επεκτείνεται κάθε μέρα και όλα και περισσότερο στον παγκόσμιο χώρο και το οποίο οδηγεί μέσα από δυσκολίες, επεμβάσεις , πολέμους και απειλές στην εδραίωση της μονοκρατορία τους.
Καμμιά ανερχόμενη δύναμη δεν θα μπορέσει να αμφισβητήσει τη σημερινή πλανητική ηγεμονία των ΗΠΑ αν δεν τις ανταγωνισθεί σε όλα τα επίπεδα .
Κώστας Μελάς Αθήνα 07-01-2008.
[1] H.Kissinger , ΗΠΑ, Αυτοκρατορία ή Ηγετική Δύναμη. Α.Α.Λιβάνης, 2002, σελ. 328-340.
[2] Π.Κονδύλης , Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος, Θεμέλιο 2007. Τόμος Α, σελ. 59-77.
[3] Για τον χρησιμοποιούμενο όρο δες : R.Gilpin : The Poitical Economy of International Relations.1987.
[4] Βεβαίως και τις άλλες δράσεις . Όμως οι επιδράσεις σ’ αυτές είναι περισσότερο έμμεσες και μακροχρόνιες.
[5] Κ.Μελάς. Η Τυπολογία για ένα ισχυρό αποθεματικό παγκόσμιο νόμισμα. MR.gr 04-01-2006
[6] M.Wight: Πολιτική Δυνάμεων. Ειρήνη 1994.
[7] Για μια αναλυτική παρουσίαση αυτών των γεγονότων δες: Κ.Μελάς, Παγκοσμιοποίηση, Εξάντας 1999, Κεφάλαιο 2.
[8] Για μια διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Πολιτικής Ισχύος και Οικονομίας δες: Κ.Μελάς ,Ισχύς και Οικονομία. Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Θεσσαλονίκης www.cipt.gr
[9] Για μια αποτίμηση δες : Κ.Μελάς, Το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, ΕΔΕΤ, Αθήνα 2003.
[10] L.Weiss, The Myth of the Powerless State. Polity Press.1998.
Κ.Μελάς, Το Εθνικό Κράτος την εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Ειρμός 2001.
[11] Τα όσα αναφέρονται εδώ συνάδουν πλήρως με τις απόψεις που διατυπώνονται στο άρθρο του P.Sweezy το οποίο δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος.
[12] Για τον χρησιμοποιούμενο όρο δες : R.Gilpin : The Poitical Economy of International Relations.1987.
[13] Κ.Μελάς, Νεοσυντηρητικοί , Σχεδιάζοντας την Παγκόσμια Κυριαρχία. Αντίλογος 2007.
[14] Π.Κονδύλης , Θεωρία του Πολέμου , Θεμέλιο 1997, σελ. 365-380.