1.
Το Βραβείο Sveriges Riksbank στις Οικονομικές Επιστήμες στη Μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ 2024[1], απονεμήθηκε στους Daron Acemoglu, Simon Johnson και James Robinson «για μελέτες σχετικά με το πώς διαμορφώνονται οι θεσμοί και επηρεάζουν την ευημερία»[2].
Παρά την οικονομική ανάπτυξη που απολαμβάνουν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες τις τελευταίες δεκαετίες, οι διαφορές στο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών παραμένουν μεγάλες παρά τις προσπάθειες που καταβάλουν οι Διεθνείς Πολυμερείς Οργανισμοί να περιοριστούν με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, το πλουσιότερο 20% των εθνών έχει περίπου 30 φορές περισσότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από το φτωχότερο 20% των εθνών. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από γρήγορες και σχετικά φθηνές ροές πληροφοριών, κεφαλαίων και τεχνολογίας από τη μια πλευρά του πλανήτη στην άλλη, αυτή η επιμονή επιχειρείται να εξηγηθεί από πολλές οπτικές γωνίες. Τα έργα των Acemoglu, Johnson και Robinson που δημοσιεύθηκαν από το 2000 έως το 2020 καταδεικνύουν την κρίσιμη σημασία ενός συγκεκριμένου παράγοντα για την εξήγηση αυτής της επιμονής: τις διαφορές στους θεσμούς που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή σε διάφορες χώρες.
Η οικονομική θεωρία στην οποία συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, οι νικητές του βραβείου, προτείνει διάφορους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ποιότητα των θεσμών μπορεί να επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία μιας κοινωνίας. Η συμβολή των Acemoglu, Johnson και Robinson συνίσταται στην παροχή εκτεταμένων εμπειρικών στοιχείων[3] σχετικά με τον θεμελιώδη ρόλο των θεσμών στη δημιουργία ευημερίας δείχνοντας ορισμένες χώρες που υιοθετούν θεσμούς φιλικούς προς την ανάπτυξη και άλλες όχι.
Η παροχή τέτοιων στοιχείων απέχει πολύ από το να είναι άμεση, καθώς δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν οι τελικές αιτίες τέτοιων πολύπλοκων κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων. Για παράδειγμα, τα πλούσια και τα φτωχά έθνη διαφέρουν με πολλούς τρόπους, όπως ο πολιτισμός, οι κοινωνικοί κανόνες και οι ιστορικές εμπειρίες, που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τόσο τα οικονομικά τους αποτελέσματα όσο και τους θεσμούς τους. Επιπλέον, ο πλούτος και η ευημερία μιας κοινότητας μπορεί να επηρεάσουν τον τύπο των θεσμών που ρυθμίζουν την κοινωνία.
Το έργο των Daron Acemoglu και James Robinson, ιδιαίτερα στο Why Nations Fail[4] (2012), αναγνωρίζεται ευρέως ότι ανήκει στη σχολή των Νέων Θεσμικών Οικονομικών[5] με βάση το επιχείρημα ότι οι περιεκτικοί (inclusive) πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί είναι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες της μακροπρόθεσμης ευημερίας και του πλούτου των εθνών, ενώ οι απομυζητικοί (extractive)[6] θεσμοί διαιωνίζουν τη φτώχεια και τη στασιμότητα.
Το συγκεκριμένο πλαίσιο προσέγγισης σίγουρα μπορεί να προσφέρει μερικές πολύτιμες γνώσεις για το αναλυόμενο ζήτημα. Παράλληλα, όμως, θα μπορούσε να ασκηθεί κριτική στο συγκεκριμένο πλαίσιο στη βάση ότι αποδίδοντας την επιτυχία ή την αποτυχία ενός έθνους σχεδόν εξ ολοκλήρου στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς του, υπονομεύουν άλλες κρίσιμες μεταβλητές, όπως η γεωγραφία, ο πολιτισμός ,η τεχνολογία, η κατανομή της ισχύος και η εξάρτηση, μεταξύ άλλων.
Αυτό είναι μάλλον χαρακτηριστικό των νέων θεσμικών οικονομικών, όπου οι σύνθετες ιστορικές διαδικασίες συχνά υπεραπλουστεύονται και αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους τις ιδιομορφίες και ιδιοσυγκρασίες της ιστορικής εξέλιξης. Τείνουν επίσης να υπονομεύουν τον ρόλο του πολιτισμού και των κοινωνικών διεργασιών στη διαμόρφωση των θεσμών.
Εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά σε επίσημους, μάλλον στους τυπικούς θεσμούς, το πλαίσιο των Acemoglu και Robinson μπορεί να χάσει τη σημασία αυτών των πιο λεπτών αλλά σημαντικών παραγόντων.
2.
Στην κυρίαρχη οικονομική θεωρία, για μεγάλο χρονικό διάστημα, θεωρούνταν ότι το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως κάτι εξωγενώς δεδομένο και δεν συμπεριλαμβανόταν στις επεξηγηματικές και αναλυτικές αναφορές της θεωρίας. Για την κυρίαρχη οικονομική θεωρία οι θεσμοί είναι αντικείμενο της κοινωνιολογίας και της πολιτικής επιστήμης, όχι όμως των καθαρών οικονομικών. Πιο πρόσφατα, ωστόσο, το πεδίο έρευνας της mainstream οικονομικής θεωρίας διευρύνθηκε μέσω της προσπάθειας ενσωμάτωσης των θεσμών.
Αυτό σε μεγάλο βαθμό προέκυψε από την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της αδυναμίας για μια αληθοφανή εξήγηση της οικονομικής πραγματικότητας με τον τρόπο που χρησιμοποιούνταν οι θεσμοί συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μεγάλου μέρους της προηγούμενης θεωρίας. Συνεπώς, η ανάλυση διευρύνθηκε με τη συμπλήρωση του σκληρού πυρήνα της κυρίαρχης οικονομική θεωρίας με ψήγματα θεσμικής ανάλυσης.
Σε αυτό το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την επέκταση της θεωρίας ώστε να συμπεριλάβει τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς μεταξύ των κυρίαρχων οικονομολόγων, μεγάλο μέρος της έρευνας έχει επικεντρωθεί γύρω από την ανάλυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και του κόστους συναλλαγής[7].
Η ανάλυση στοχεύει συχνά στη γενίκευση της μικροοικονομικής θεωρίας[8], διατηρώντας παράλληλα όλα τα βασικά στοιχεία της κυρίαρχης οικονομικής προσέγγισης — σταθερές προτιμήσεις, μοντέλο ορθολογικής επιλογής και καταστάσεις ισορροπίας.
Το υπόδειγμα ορθολογικής επιλογής, με τη θέση του για μεμονωμένους παράγοντες που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν μια αντικειμενική συνάρτηση χρησιμότητας που υπόκειται σε περιορισμούς, είναι κεντρικό και οι νέοι θεσμικοί οικονομολόγοι βλέπουν το καθήκον τους μόνο να προσδιορίζει τόσο την αντικειμενική λειτουργία του λήπτη αποφάσεων όσο και το σύνολο ευκαιριών του/της. Δεδομένου ότι κάποιος ενδιαφέρεται τελικά για τον αντίκτυπο των διαφορετικών δομών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στις οικονομίες, τα ορθολογικά άτομα δεν θεωρείται μόνο ότι προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητά τους μέσα σε ένα δεδομένο σύνολο κανόνων, αλλά επιδιώκουν επίσης να αλλάξουν τους κανόνες.
Αποτελεί ακράδαντη πεποίθηση ότι παρόλο αυτού του είδους η θεσμική αλλαγή περιλαμβάνει ηττημένους αλλά και νικητές, τα κέρδη είναι γενικά μεγαλύτερα από τις απώλειες. Δεδομένου ότι οι φορείς μπορεί να έχουν διαφορετικά συμφέροντα και το κόστος συναλλαγής είναι θετικό, η ανάπτυξη των θεσμών θεωρείται κυρίως ως ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων στην προσπάθεια επίτευξης κάποιου είδους ισορροπίας μεγιστοποίησης του πλούτου.
Όπως είναι σαφές από αυτή την περιγραφή, τα νέα θεσμικά οικονομικά πραγματοποιούν την ανάλυσή τους σε διαφορετικά επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο, η δομή της οικονομικής οργάνωσης και η δομή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας διαμορφώνονται και οι δύο, αλλά αντιμετωπίζονται ως εξωγενείς. Στο δεύτερο επίπεδο, μόνο η δομή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας είναι εξωγενής και στο τρίτο επίπεδο, η δομή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας είναι επίσης ενδογενοποιημένη. Στο πρώτο επίπεδο, η εστίαση είναι στις επιπτώσεις των αλλαγών στους περιορισμούς στα αποτελέσματα ισορροπίας, στο δεύτερο επίπεδο στα συμβόλαια ισορροπίας που προκύπτουν από την ενδογενοποιημένη δομή της οικονομικής οργάνωσης και στο τρίτο επίπεδο στο πώς ο ανταγωνισμός για επιβίωση μεταξύ των ιδρυμάτων οδηγεί σε θεσμούς ισορροπίας. Η ρύθμιση των συμβάσεων που ελαχιστοποιούν το κόστος επιβιώνει.
3.
Με βάση ένα μοντέλο ορθολογικής επιλογής, τα νέα θεσμικά οικονομικά με αυτόν τον τρόπο φιλοδοξούν να εξηγήσουν τόσο τη δομή όσο και την αλλαγή των θεσμών. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι νέοι θεσμικοί οικονομολόγοι είναι βασικά να εξηγήσουν τη θεσμική διακύμανση καθιστώντας την ενδογενή. Τα ίδια τα θεσμικά όργανα πρέπει να εξηγούνται χωρίς προσφυγή σε άλλα θεσμικά όργανα. Οι θεσμοί είναι «σύνολα κανόνων» και καθώς οι βασικές παράμετροι του οικονομικού συστήματος αλλάζουν, τα κίνητρα και η συμπεριφορά των πρακτόρων μεγιστοποίησης της χρησιμότητας αλλάζουν και οι κανόνες που αρχικά ήταν αποτελεσματικοί γίνονται αναποτελεσματικοί. Οι αντιδράσεις των συμμετεχόντων ατόμων στις επαγόμενες «νέες κερδοφόρες ευκαιρίες» έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή των θεσμών.
Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να προσδιοριστεί με σαφήνεια τι είναι αποδοτικό και τι είναι αναποτελεσματικό. Το κόστος συναλλαγής και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μπορούν να καθοριστούν μόνο για μια δεδομένη θεσμική οργάνωση. Εικασίες και συγκρίσεις ως προς την αποτελεσματικότητα μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο από μια βασική γραμμή που ορίζεται από συνθήκες status quo και ceteris paribus.
Τα νέα θεσμικά οικονομικά αποτυγχάνουν να κατανοήσουν επαρκώς το γεγονός ότι είναι η κυρίαρχη θεσμική δομή που καθορίζει τι πρέπει να υπολογίζεται ως κόστος και οφέλη. Το να λέμε ότι η αναποτελεσματικότητα των κυρίαρχων θεσμών προκαλεί θεσμική αλλαγή ισοδυναμεί με κυκλικό σκεπτικό, αφού οι κυρίαρχοι θεσμοί ορίζουν τι είναι αποτελεσματικό και αναποτελεσματικό. Μια έννοια θεσμικής αλλαγής που παίρνει τη δύναμή της από την προοπτική επίτευξης υψηλότερης αποτελεσματικότητας όπως ορίζεται στο status quo είναι ταυτολογική. Δεν μπορούμε να ορίσουμε την αποτελεσματικότητα (και τους αποτελεσματικούς θεσμούς) χωρίς να προσδιορίσουμε τους στόχους που προσπαθούμε να επιτύχουμε και σε ποιον θα προκύψουν τα οφέλη. Το κεντρικό ζήτημα δεν είναι ίσως η απώλεια της αποτελεσματικότητας in abstracto, αλλά το ιδιωτικό κόστος για τη διατήρηση της βάσης της οικονομικής ισχύος μιας συγκεκριμένης τάξης. Η αποτελεσματικότητα δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική έννοια. Αν αλλάξουμε το περιβάλλον, αλλάζει και η αποτελεσματικότητα μαζί του. Ειδικότερα, η αλλαγή της δομής των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας αλλάζει ριζικά αυτό που θεωρείται αποτελεσματικό.
4.
Ένα άλλο πρόβλημα έγκειται στο εγχείρημα της ίδιας της ενδογενοποίησης. Αυτό διατρέχει τον προφανή κίνδυνο η ανάλυση να βασίζεται σε μια άπειρη παλινδρόμηση. Παραδοσιακά, οι θεσμοί αντιμετωπίζονταν ως ο «μη οικονομικός πυθμένας» στον οποίο πρέπει τελικά να βασιστούν οι οικονομικές εξηγήσεις. Η ενδογενοποίηση, εάν είναι επιτυχής, θα σαρώσει αυτό το κατώτερο όριο. Αλλά εάν οι κανόνες έχουν σχεδιαστεί για να «μειώνουν την αβεβαιότητα», δεν μπορούν να κυμαίνονται συνεχώς ως απαντήσεις σε «νέες ευκαιρίες», ούτε μπορούν να αντιμετωπίζονται ως αποτελέσματα ισορροπίας. Οι θεμελιώδεις θεσμοί μιας κοινωνίας — όπως οι κανόνες συμπεριφοράς, οι συμβάσεις, οι νόμοι και η γλώσσα — δεν είναι αποτελέσματα ισορροπίας μη συνεργατικών παιχνιδιών. Είναι, μάλλον, η προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη τέτοιων παιχνιδιών. Εξοπλίζουν την αρένα στην οποία μπορεί να γίνει το παιχνίδι. Παρόλο που οι (αλλαγές) κανόνων στο επίπεδο ένα μπορούν να εξηγηθούν από (αλλαγές) κανόνες στο επίπεδο δύο, οι κανόνες δημιουργίας κανόνων στο επίπεδο τρία πρέπει να αντιμετωπίζονται αναλυτικά ως εξωγενείς. Οι κανόνες που διέπουν την κοινωνία και την ανάπτυξή της δεν μπορούν να περιοριστούν εντελώς στο αποτέλεσμα ορθολογικών επιλογών. «Δεν αμφισβητούμε τη φουνξιοναλιστική άποψη, στο βαθμό που συγκεντρώνει την προσοχή μας στο προφανές, αλλά κεφαλαιώδες, γεγονός, ότι οι θεσμοί εκπληρώνουν ζωτικές λειτουργίες , χωρίς τις οποίες η ύπαρξη μιας κοινωνίας είναι αδιανόητη. Την αμφισβητούμε όμως, στον βαθμό που διατείνεται ότι οι θεσμοί περιορίζονται σ’ αυτό και ότι είναι τελείως κατανοητοί με βάση αυτό το ρόλο… Αμφισβητούμε τη λειτουργική άποψη, κυρίως λόγω του κενού που παρουσιάζει στο σημείο που θα έπρεπε να είναι γι’ αυτήν το «κεντρικό»: ποιες είναι οι «πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας». Τις οποίες οι θεσμοί υποτίθενται ότι υπάρχουν για να εξυπηρετούν». Δεν είναι προφανές ότι, από τη στιγμή που οι ανθρώπινες ομάδες εγκατέλειψαν την παρέα των ανωτέρων πιθήκων, διαμόρφωσαν ανάγκες άλλες από τις βιολογικές; Η φουνξιοναλιστική άποψη δεν μπορεί να εκπληρώσει το πρόγραμμά της, παρά μόνο αν χορηγήσει στον εαυτό της ένα κριτήριο «πραγματικότητας» των αναγκών μιας κοινωνίας﮲ αλλ’ από που θα το πάρει;»[9] Η απάντηση από τον ίδιο τον Καστοριάδη: «Ο φουνξιοναλισμός υποθέτει αυθαίρετα ότι υπάρχουν πάγιες ανθρώπινες ανάγκες και εξηγεί την κοινωνική οργάνωση σαν το σύνολο των λειτουργιών που αποβλέπουν στην ικανοποίησή τους. Αυτή η εξήγηση δεν εξηγεί τίποτα….απλά συγκαλύπτει το ουσιώδες γεγονός: οι ανθρώπινες ανάγκες , ως κοινωνικές ανάγκες και όχι απλώς βιολογικές, είναι αξεχώριστες από τα αντικείμενά τους και οι μεν, όπως και οι δε, θεσμίζονται κάθε φορά από τη δεδομένη κοινωνία»[10]
Για τον Thorstein Veblen, ίσως τον πρώτο θεσμικό οικονομολόγο , οι θεσμοί δεν είναι οργανωτικοί φορείς, κυβερνήσεις ή κοινοβούλια. Οι θεσμοί είναι ενοποιημένες συνήθειες, κοινές σκέψης στην ανθρώπινη κοινότητα που λαμβάνονται υπόψη. Από αυτή την προοπτική, οι θεσμοί θεωρούνται ως πρότυπα σκέψης διαστρωματωμένα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τα οποία διαμορφώνονται μέσω της ψυχολογικής αλληλεπίδρασης ενστίκτων και συνηθειών. Η ψυχολογία του Veblen βασίζεται σε αυτές τις δύο τελευταίες έννοιες, οι οποίες συμβάλλουν στον καθορισμό της έμφυτης τάσης ενός ατόμου για μια συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά. Για τον Veblen, η θεσμική έρευνα πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτούς τους ψυχολογικούς καθοριστικούς παράγοντες για να κατανοήσει πώς αλλάζουν οι ανθρώπινες συμβάσεις και συνήθειες, οπωσδήποτε εξαρτημένες από το υλικό περιβάλλον, αλλά κυρίως από τις «έμφυτες και επίμονες τάσεις της ανθρώπινης φύσης»[11].
5.
Θεωρώ χρήσιμο αντί για συμπέρασμα να παραθέσω τα παρακάτω λόγια του Αριστοτέλη που δείχνουν με σαφήνεια ότι η πολιτική λαμβάνει τις αποφάσεις και έτσι απαντά και στο ερώτημα που ρητορικά έθεσε ο Καστοριάδης
«Αν όντως αποβλέπουν σε κάποιο τελικό σκοπό οι πράξεις μας , είναι φανερό ότι ο τελικός αυτός σκοπός θα ήταν το αγαθό και μάλιστα το άριστο αγαθό….Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε, έστω σχηματικά , τι είναι εν γένει αυτό το αγαθό και σε ποια από τις επιστήμες ή τέχνες υπάγεται. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει στην κυριότερη από τις επιστήμες, και μάλιστα σε αυτήν που ασκεί έναν ηγεμονικό ρόλο. Τέτοιο όμως χαρακτήρα φαίνεται να έχει η πολιτική επιστήμη, καθότι αυτή ορίζει ποιες επιστήμες είναι αναγκαίο να υπάρχουν στις πόλεις και ποιες γνώσεις πρέπει να αποκτά κάθε πολίτης και μέχρι ποιο σημείο. Παρατηρούμε ακόμη ότι και οι πιο αξιόλογες τέχνες υπάγονται στον δικό της τομέα, όπως είναι για παράδειγμα, η στρατηγική τέχνη, η επιστήμη της οικονομίας και η ρητορική. Επειδή λοιπόν η πολιτική επιστήμη χρησιμοποιεί τις λοιπές επιστήμες κι επί πλέον καθορίζει με τους νόμους τι πρέπει να κάνουν οι πολίτες και τι να αποφεύγουν, ο τελικός της σκοπός θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τους σκοπούς των υπολοίπων, πράγμα που θα σήμαινε ότι ο τελικός σκοπός της πολιτικής είναι το αγαθό του ανθρώπου»[12].
[1] https://www.nobelprize.org/prizes/economic-sciences/2024/press-release/
[2] Προφανώς δεν είναι οι πρώτοι οικονομολόγοι –τα τελευταία έτη – που θέτουν αυτό το ζήτημα. Μπορούν να αναφερθούν :
– Olson, Mancur. The Rise and decline of Nations. Economic Growth, Stagflation and Social Rigidities, Yale University 1982. Ελληνική μετάφραση : Η άνοδος και η παρακμή των εθνών. Οικονομική μεγέθυνση, Στασιμοπληθωρισμός και Κοινωνικές ακαμψίες . Εκδόσεις Παπαζήση 2007.
– Olson, M. The logic of collective action: Public goods and the theory of groups (2nd ed.). Cambridge, MA: Harvard University Press, 1971. Ελληνική μετάφραση: Η λογική της συλλογικής δράσης, Εκδόσεις Παπαζήση, 1991.
– North, D. C. (1990). Institutions, institutional change & economic performance. New York: Cambridge University Press,1990
[3] Acemoglu. D, Johnson. S, Robinson. J ,«The Colonial Origins of Comparative Development: An Empirical Investigation», American Economic Review, December 2001.
Acemoglu. D, Johnson. S, Robinson. J , «Reversal of Fortune: Geography and Institutions in the Making of the Modern World Income Distribution», Quarterly Journal of Economics, Volume 117,Issue 4, November 2002.
Acemoglu. D, Robinson. J, «A Theory of Political Transitions», American Economic Review, Volume 91, no. 4, September 2001 (pp. 938–963)
[4] Ελληνική μετάφραση : Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2013
[5] Η προσέγγιση των Νέων Θεσμικών Οικονομικών επισημαίνει ότι η επίδοση των οικονομιών εξαρτάται από τους θεσμούς που εξελίσσονται προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα των συναλλαγών – τα οποία αναφέρονται ως συναλλακτικά κόστη .Στην περίπτωση που σε μια οικονομία εμφανίζονται υψηλά συναλλακτικά κόστη, τότε η αποτελεσματικότητα της εξαρτάται από την κατανομή των δικαιωμάτων και κατ’ επέκτασιν από τους θεσμούς που διασφαλίζουν την αξιόπιστη διαμόρφωση και επιβολή τους. Τα Νέα Θεσμικά Οικονομικά α βλέπουν τους θεσμούς ως «κανόνες του παιχνιδιού της οικονομίας» και τις θεσμικές αλλαγές ως συσσωρευτικό αποτέλεσμα μικρών αλλαγών όπου οι παίκτες (οργανισμοί) μεταβάλουν τους κανόνες για να ικανοποιήσουν καλύτερα τους στόχους τους (να αυξήσουν τα οφέλη τους).
Για να αναλύσουν τις θεσμικές αλλαγές και να εντοπίσουν τα προβλήματα β , εστιάζουν στην προσφορά και τη ζήτηση για θεσμούς, όπου η ζήτηση προσδιορίζεται από τα συναλλακτικά κόστη και η προσφορά εξαρτάται από τη συλλογική δράση των παικτών και το ρόλο του κράτους.
Η Νέα Θεσμική Σχολή γ εξετάζοντας τη μετάβαση από τη φεουδαρχική οικονομία στον καπιταλισμό, επισημαίνουν ότι οι θεσμοί είναι υπαίτιοι για την οικονομική εξέλιξη των κοινωνιών καθώς και ότι υπάρχει ανάγκη αντικατάστασης των παλαιών αναποτελεσματικών θεσμών από νέους περισσότερο αποτελεσματικούς. Συμπεραίνεται έτσι ότι η οικονομική εξέλιξη της κοινωνίας εξαρτάται από θεσμούς οι οποίοι μπορούν και μειώνουν τα συναλλακτικά κόστη και ενισχύουν τις συναλλαγές και την αλληλεπίδραση των οικονομικών παραγόντων. Αυτό γίνεται με τη διαμόρφωση, κατανομή και επιβολή αξιόπιστων περιουσιακών δικαιωμάτων. Στις αναπτυγμένες οικονομίες υπάρχουν αξιόπιστα περιουσιακά δικαιώματα που συμβάλουν στη μείωση της αβεβαιότητας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και υπό αυτό το πρίσμα δημιουργούνται οικονομίες κλίμακος, βελτιώνεται η τεχνολογία και ωθείται η οικονομία σε ανάπτυξη.
α North, D. C. (1990). Institutions, institutional change & economic performance. New York: Cambridge University Press,1990
β Hayami, Y. & W., Ruttan (1985) Agricultural Development. Baltimore: Johns Hopkins University Press. 1985
γ Coase, R. H. (1960). The problem of social cost. Journal of Law & Economics, 3, 1–44. Colville,
Demsetz, H. (1967) “Toward a Theory of Property Rights”, American Economic Re-view, Vol. 57, No. 2, pp. 347-359.
Alchian, A.A. (1965) “Some economics of property”, Politico, Vol. 30, pp. 816-829.
North, North, D. (1990) Institutions, Institutional Change and Economic Performance. Cambridge: Cambridge University Press
[6] Οι απομυζητικοί θεσμοί, όπως περιγράφονται από τον Daron Acemoglu, είναι οικονομικές και πολιτικές ρυθμίσεις που συγκεντρώνουν την εξουσία και τους πόρους στα χέρια μιας μικρής ελίτ ή άρχουσας τάξης, συχνά σε βάρος του ευρύτερου πληθυσμού.
[7] Nugent & Yifu Lin , Handbook of Development Economics, Volume 3, Part A, 1995, Chapter 38 Institutions and economic development. Pages 2301-2370
[8] Η μάταιη προσπάθεια να θεμελιωθεί η Μακροοικονομία σε αυτό που η κυρίαρχη οικονομική θεωρία θεωρεί ως την μοναδική βάση ύπαρξής της ως «επιστήμη»: τις αρχές και τα αξιώματα της Μικροοικονομίας.
[9] Καστοριάδης. Κ, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Εκδόσεις Ράππα, 1985, σ.173
[10] Όπως παραπάνω , σ. 252.
[11] Veblen. T,“Why is Economics not an Evolutionary Science?”, in The Quarterly Journal of Economics, Vol. 12, No. 3, July 1898, pp. 373-397.
Veblen T., “The Limitations of Marginal Utility”, in Oxford Economic Papers, New Series, Vol. 17, No. 9, November 1909, p. 621.
[12] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Α, 2 Εκδόσεις Κάκτος.