….ακριβώς επειδή χάθηκαν κι αναγκάστηκαν
να υποστούν μεταμορφώσεις στην προσπάθεια τους
να επιστρέψουν σ’ ένα ξεχασμένο σημείο πέρα στα χωράφια
John Ashbery
Με τον όρο κεντροαριστερά (ή μετριοπαθή αριστερά) εννοούμε έναν πολιτικό χώρο που γεννήθηκε από τη συμμαχία των αριστερών κομμάτων με κόμματα του λεγόμενου κέντρου(;)που βασίζονται στις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, του εργατισμού , της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του φιλελεύθερου σοσιαλισμού, του κοινωνικού φιλελευθερισμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και του δικαιωματισμού. Θα έλεγα και της πολιτικής ορθότητας με ό,τι αυτό σημαίνει….
Θεωρητικά πάντα, τα κόμματα αυτά υποστηρίζουν τη βελτίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και προωθούν κάποιο βαθμό κοινωνικής ισότητας που πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί μέσω της προώθησης των ίσων ευκαιριών. Η κεντροαριστερά αντιτίθεται σε ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και υποστηρίζει μέτρια μέτρα για τη μείωση του οικονομικού χάσματος, όπως προοδευτικό φόρο εισοδήματος, νόμους που απαγορεύουν την παιδική εργασία, νόμους για τον κατώτατο μισθό, νόμους που ρυθμίζουν τις συνθήκες εργασίας, περιορισμούς στις ώρες εργασίας και νόμους για τη διασφάλιση του δικαιώματος οργάνωσης των εργαζομένων. Στην Ευρώπη, η κεντροαριστερά περιλαμβάνει σοσιαλδημοκράτες, εργατικούς, πράσινους ,τη χριστιανική αριστερά, και κοινωνικούς φιλελεύθερους.
Πέρα όμως από άκοπες θεωρητικές συζητήσεις, στην πράξη και στην ασκηθείσα πολιτική, από την δεκαετία του 1990, όλα τα κόμματα με αναφορά στη κεντροαριστερά που ήλθαν στην εξουσία ήταν οι πρωτεργάτες στην πλήρη εγκατάσταση της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης και μάλλον συνεχίζουν να έχουν τις ίδιες απόψεις ακόμη και σήμερα.
Την περίοδο αυτή θεσμοθετήθηκε, με βάση τις συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ, ολόκληρο το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό ενσωματώθηκαν, αναφορικά με την οικονομία, η λογική και οι αποφάνσεις που προκύπτουν από το νεοκλασικό οικονομικό υπόδειγμα στις σύγχρονες εκδοχές του – Μονεταρισμός, Νέα Κλασική Μακροοικονομία, Νέα Συναίνεση- συν επιπλέον οι νεοφιλελεύθερες απόψεις περί ιδιωτικοποιήσεων των πάντων.
Αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο οι πολιτικές επιλογές των κομμάτων της κεντροαριστεράς ακολούθησαν βήμα –βήμα όλες τις αποφάνσεις που προκύπτανε από την υιοθέτηση του κυρίαρχου νέο- κλασικού οικονομικού υποδείγματος, και των αντιλήψεων της Νέας Δεξιάς τη δεκαετία του 1980, στην οποία πρωτοστάτησαν ο Ρέηγκαν και η Θάτσερ που υποστήριξαν ότι το κράτος πρόνοιας αρνείται την ατομική ευθύνη, καταπνίγει τη δημιουργικότητα και περιορίζει την αποδοτικότητα.
Εγκαινιάστηκε έτσι μια περίοδος εξαέρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων ,απαρτίωσης του «κράτους πρόνοιας», αύξησης των ανισοτήτων με πρωτεργάτες τις κεντροαριστερές – σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Βρετανίας (Μπλερ), Γερμανίας (Σρέντερ), Ιταλίας (Ντ’ Αλέμα), Γαλλίας( Ολάντ) και Ελλάδας (Σημίτης , Γ. Παπανδρέου)[1]. Οι αυξανόμενες ανισότητες της αγοράς δε μειώνονται από κάποια σοβαρή αναδιανεμητική πολιτική.
Επίσης τα κεντροαριστερά κόμματα πρωτοστάτησαν στην υιοθέτηση και στην ακραία υποστήριξη όλων των πολιτιστικών προτύπων της μεταμοντέρνας μετανεωτερικότητας[2], με κύριο μοτίβο την αυτοπραγμάτωση του εαυτού με μοναδικό κριτήριο …τον εαυτό.
Σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο τίποτε δεν διέκρινε πλέον με σαφήνεια τη κεντροαριστερά από τη δεξιά, τουλάχιστον ως προς τις υπέρτατες αρχές, τις οποίες επικαλούνται τα δύο ρεύματα για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες υποστηρίζουν το ίδιο πλαίσιο θεμελιωδών ελευθεριών. Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν η συνεχής προσπάθεια αναδιοργάνωσης των κομματικών μηχανισμών, αλλά χωρίς καμία διαφορετική άποψη στους πολίτες. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν τους πολίτες να συνεχίσουν να προσανατολίζονται στο πολιτικό πεδίο, όπως προσανατολίζονται στο τηλεοπτικό πεδίο: άλλοτε αποβάλλουν τον αδύναμο κρίκο, και άλλοτε θα αποφασίζουν στην τύχη κάνοντας zapping. Οι συχνές πολιτικές εναλλαγές που προέκυψαν ήταν τυχαίες όσο η επιλογή ενός ψυχαγωγικού προγράμματος. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση επιτρέπονταν τα πάντα – αρκεί να αλλάζει η εκάστοτε ηγεσία. Τα επιχειρήματα περιορίζονταν στο αν ο ένας υποψήφιος είναι νέος και χαμογελαστός, ενώ ο άλλος πραγματικά ή υποθετικά γερασμένος.
Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν «ανασύνθεση της κεντροαριστεράς;» ενός όρου με πολύ συγκεκριμένη πολιτική πρακτική και ιστορική εμπειρία που συμβολίζει στο μυαλό των λαϊκών ανθρώπων εξαπάτηση, ψεύδος και συνεχείς κωλοτούμπες;
Μάλλον κάτι άλλο πρέπει να πάρει τη θέση του και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την ανασύσταση της Λαϊκής Υποκειμενικότητας που έχει ριχτεί στα Τάρταρα από τις ενέργειες όλων αυτών των κομμάτων.
[1] Την ίδια πολιτική άσκησε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ την περίοδο 2015-2019.
[2] Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Το ανυπόφορο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017. Ειδικά το πρώτο μέρος.