1.
Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία η ένταξη στην ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως θα έλεγα , φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού, ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί, και η ελληνική οικονομία ακολούθησε πορεία αντίθετη από τις προσδοκίες και τα οράματα των «εκσυγχρονιστικών» (όπως οι ίδιες ονομάζουν τους εαυτούς τους) πολιτικών ελίτ. Πορεία η οποία εξ αρχής διανθίσθηκε με αυτό που ονομάζω απατηλή γοητεία του ευρώ συνοδευόμενη από τεράστια δόση- πρωταρχικά και κατά βάση- σημιτικής κομπορρημοσύνης περί «ισχυρής ελληνικής οικονομίας» η οποία πλέον μπορεί να κάθεται στο ίδιο τραπέζι να συνομιλεί και να συναποφασίζει με τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες!!! Στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Σημίτη και των λοιπών «εκσυγχρονιστών» που δυστυχώς ακόμη και σήμερα αμετανόητοι επαναλαμβάνουν ρητορείες που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα που βίωσε η ελληνική κοινωνία τα χρόνια ένταξης της στην ευρωζώνη.
2.
Η είσοδος της Ελλάδος στην ΕΟΚ το 1981 αλλά και η ένταξη στην ευρωζώνη (2002), μέσω της παθητικής αποδοχής των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1992) , Άμστερνταμ (1997) και Νίκαιας (2001) αποτέλεσαν στρατηγικές επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ με τη σύμφωνη γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η μεγάλη ευφορία που παρατηρήθηκε δεν ήταν αποτέλεσμα εντέχνως δημιουργημένο μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης αλλά σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσε θετικές προσδοκίες του ελληνικού λαού.
Ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας επιλέχτηκε ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική και κατέληξε στην οργανική ένταξή της σε μια οικονομικά «ενοποιημένη» Ευρώπη πιστεύοντας ότι με τη βοήθειά της και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε (καθιστώντας την ισχυρή και ανταγωνιστική) και την ακεραιότητά της θα διασφάλιζε – θα έλυνε δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας.
Το 2002 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας τη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Η ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996-2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές αλλά και υπέρβαλε πολλάκις υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες υποσχέσεις .
Ο όρος «ισχυρή οικονομία» , αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη . Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης , αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997-2004…Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επί τέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους και προχωρά ακάθεκτη προς πραγμάτωση της οικονομικής ευημερίας των Ελλήνων
. Αυτονοήτως το πρώτο που χρειάζεται να ειπωθεί προς αποκατάσταση της αλήθειας για την ελληνική οικονομία είναι ότι δεν πρόκειται περί ισχυρής οικονομίας
Οι ισχυρισμοί περί ισχυρής οικονομίας λειτούργησαν με τρόπο αντίστοιχο της παλιάς Μεγάλης Ιδέας με κατεύθυνση προς τη Δύση αυτή τη φορά. Σιγά – σιγά δημιουργήθηκε και εξαπλώθηκε στην ελληνική κοινωνία ένας εκσυγχρονιστικός φονταμενταλισμός βασιζόμενος υποτίθεται στον ορθό λόγο, λες και όλες οι υπόλοιπες απόψεις ήταν ανορθολογικές. Η μονοσήμαντη σκέψη σε όλο της το μεγαλείο κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία. Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε την πρώτη πενταετία της ένταξης στο ευρώ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να πράξουν το οτιδήποτε ώστε να δικαιωθεί στα μάτια του ελληνικού λαού αυτή η επιλογή με τον τρόπο που οι ίδιες την αντιλαμβάνονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί η χώρα σε αθέτηση πληρωμών και να της επιβληθούν μακροχρόνια μνημόνια οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε τεράστιες απώλειες που καταγράφονται σχεδόν στο σύνολο των μακροοικονομικών μεγεθών, καθώς και των υπολοίπων οικονομικών και κοινωνικών δεικτών. Η Ελλάδα κατρακύλησε στις τελευταίες θέσεις , των περισσοτέρων οικονομικών δεικτών όχι μόνο των χωρών της ευρωζώνης αλλά και των χωρών της ΕΕ-27.
3.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις της συγκεκριμένης περιόδου, και κυρίως οι κυβερνήσεις Σημίτη, υιοθέτησαν μια πολιτική ρητορεία και μια επικοινωνιακή πολιτική σχετικά με την είσοδο της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, μέσω των οποίων, και χωρίς τον ελάχιστο ενδοιασμό, απέκρυψαν παντελώς την πραγματική πραγματικότητα της ΟΝΕ από τους Έλληνες πολίτες. Στην ιστορία πολλάκις έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορείς να μην αναγνωρίζεις αυτό που υπάρχει, θα σε αναγκάσει μόνο του να το αναγνωρίσεις. Έτσι λοιπόν για ακόμη μια φορά αποδεικνύεται ότι η απόκρυψη ή μη αναγνώριση της αλήθειας, το ψέμα δηλαδή, έχει μικρά ποδάρια. Οι αναλήθειες που ειπώθηκαν, τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιήθηκαν αλλά και τα συνειδητά ψεύδη που χρησιμοποιήθηκαν σήμερα αποκαλύπτονται περίτρανα αλλά δυστυχώς οι φορείς των εξακολουθούν να διαφεντεύουν τις τύχες του ελληνικού λαού και του ελληνικού κράτους. Καθόλου παράδοξο και ας φαντάζει ως τέτοιο, από τη στιγμή των συνεχών και αλλεπάλληλων ηττών και της σημαντικότατης συρρίκνωσης του πόλου της λαϊκής υποκειμενικότητας ως αντιπάλου δέους.
Η μέγιστη των αναληθειών από την οποία ίσως να ξεκινούν πλήθος άλλων, είναι ότι η ΕΕ αλλά και η ευρωζώνη αποτελούν ένα χώρο όπου ισότιμοι εταίροι, πολιτικά και οικονομικά, συνδιαλέγονται με επιχειρήματα και συναποφασίζουν για το κοινό τους μέλλον.
Τίποτε το ψευδέστερον. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας και προφανώς οι κυβερνήσεις της συγκεκριμένης περιόδου φέρουν βαριά ευθύνη σ’ αυτή την περίπτωση για την απόκρυψη της αλήθειας. Αποτελεί εμφανή εικόνα της πραγματικότητας το ότι ανάλογα με τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης της κάθε χώρας προκύπτει και η οικονομική και πολιτικοστρατιωτική θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας ή στον αντίστοιχο καταμερισμό ισχύος. Δημιουργούνται επομένως ιεραρχήσεις οριζόντιας και κάθετης μορφής.
Οι μεν πρώτες μεταξύ των πολιτικοοικονομικών ελίτ των κυρίαρχων χωρών με ειδικά χαρακτηριστικά συγκυριακής ή και μακρόχρονης συνεργασίας στη βάση των συμφερόντων των. Οι δε δεύτερες μεταξύ ηγεμονευουσών–κυρίαρχων δυνάμεων και ηγεμονευομένων–μικρών και περιθωριακών δυνάμεων. Πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για σχέσεις δυναμικές οι οποίες μακροχρονίως υπόκεινται στην πιθανότητα και τη δυνατότητα μετασχηματισμού, ακόμη και ριζικού, ως αποτέλεσμα της ενδυνάμωσης της ισχύος, οικονομικής και πολιτικόστρατιωτικής μιας δεδομένης χώρας[1].
4.
Η Ελλάδα εισήλθε σε μια νομισματική ένωση με σαφώς χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης ή κεφαλαιακής συσσώρευσης σε σχέση με τον ΜΟ των υπολοίπων χωρών.
Η ανάγκη εισόδου θεωρήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις υπόλοιπες της ευρωζώνης δηλαδή ως υποβοηθητικός παράγοντας ανάπτυξης. Το ζήτημα είναι ότι ο τρόπος που λειτουργεί η ευρωζώνη στερεί δύο από τα βασικά μακροοικονομικά εργαλεία –νομισματική και συναλλαγματική πολιτική– περιορίζει ένα τρίτο –δημοσιονομική πολιτική– που χρησιμοποιούν οι χώρες για να σταθεροποιούν και να μεγεθύνουν τις οικονομίες τους αφήνοντας το ζήτημα της μεγέθυνσης μόνο σε αυτό που ονομάζεται ενδογενής ανάπτυξη, δηλαδή στη συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Εύκολο να λέγεται δύσκολο να πραγματοποιηθεί.
Οι λόγοι πολλαπλοί που συμπυκνώνονται σε αυτό που περιλαμβάνει η έκφραση χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Μια αργή και επίμονη διαδικασία που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επιτευχθεί. Η αργή και επίμονη διαδικασία ακόμη και αν αποδώσει σε κάποια στιγμή στο μέλλον κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της απαιτεί το βάρος της προσαρμογής στις νέες συνθήκες να το σηκώσει η εισοδηματική πολιτική. Αν αυτό αντιθέτως δεν πραγματοποιηθεί η αύξηση της ανταγωνιστικότητας το βάρος θα εκφρασθεί σε ελλείμματα, δημοσιονομικά και εξωτερικά, και συνεπώς στη συνεχή διεύρυνση του δημόσιου χρέους με τις γνωστές συνέπειες. Εντός της ζώνης του ευρώ δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Τα πράγματα είναι απολύτως καθαρά. Αν μια χώρα δεν μπορεί να αναπτύξει μόνη της, στο περιβάλλον της ευρωζώνης, την ανταγωνιστικότητά της μακροχρονίως θα χάνει κομμάτι του εισοδήματός της. Η αγοραστική δύναμη των πολιτών της θα πρέπει grosso modo, να εκφράζει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι επομένως διπλά υπόλογες στους Έλληνες πολίτες: πρώτον γιατί στα μουλωχτά έβαλαν την χώρα στην ευρωζώνη χωρίς καμία συζήτηση για όλα αυτά και δεύτερον γιατί έπραξαν αντίθετα από τις προδιαγραφές που απορρέουν από το πλαίσιο λειτουργίας της, φοβούμενοι ότι θα αποκαλυφθούν περίτρανα οι φρούδες υποσχέσεις που αφειδώς έδιναν. Η πορεία προς την αδυναμία πληρωμών της χώρας και τα απίστευτα σκληρά μέτρα που ελήφθησαν αποκαλύπτουν περίτρανα την αλήθεια. Οι Έλληνες έγιναν φτωχότεροι… γιατί αυτό επιβάλλεται από το έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας… σύμφωνα με τα κριτήρια που ισχύουν στην ΕΕ… και απέκρυψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
5.
Αναφορικά με την εισαγωγή του ευρώ επιβεβαιώνονται πλήρως όλες οι θεωρητικές αναλύσεις για τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά τη δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης[2]. Μπορούμε να αναφέρουμε για το ζήτημα αυτό επιλεκτικά τα παρακάτω.
Η ελληνική οικονομία με την είσοδό της στην τρίτη φάση της Ο.Ν.Ε. και τη συμμετοχής της στο ενιαίο νόμισμα, Ευρώ, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα “νέο” ανταγωνιστικό περιβάλλον, στο οποίο οι συμμετέχουσες χώρες αδυνατούν να ασκήσουν ανεξάρτητη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική. Με τη δημιουργία της Ο.Ν.Ε. οι εθνικοί καπιταλισμοί χάνουν ένα σημαντικό μακροοικονομικό εργαλείο και ως εκ τούτου μειώνονται οι βαθμοί ελευθερίας άσκησης της μακροοικονομικής πολιτικής. Συνεπώς, ο πρώτος περιορισμός που απορρέει από την παραπάνω θέση, συνίσταται στην υποχρέωση της χώρας να διατηρεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε τέτοιο επίπεδο ελλειμματικότητας, ώστε η “κάλυψή” του να πραγματοποιείται δίχως τη χρησιμοποίηση της συναλλαγματικής πολιτικής, ενώ η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων να μην προκαλεί αύξηση του δημοσίου χρέους (ως γνωστόν υπάρχει ανώτερο ύψος για το δημόσιο χρέος, το 60% του Α.Ε.Π.), αλλά να επιτυγχάνεται μέσω αυτόνομων εισροών ιδιωτικών κεφαλαίων. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντικατοπτρίζει τις βασικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση του ελλείμματος και η διατήρησή του σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και στο χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας το οποίο αντανακλάται και στη σύνθεση του εξωτερικού εμπορίου αγαθών.
Η απώλεια της συναλλαγματικής πολιτικής ως μέσον προσαρμογής στις διεθνείς πιέσεις ή στις ασύμμετρες διαταραχές, θα μεταφέρει την πίεση, σύμφωνα με τη θεωρία, είτε στην αγορά αγαθών είτε στην αγορά εργασίας. Επομένως, απαιτείται πρώτον η ευελιξία στις αγορές προϊόντων και δεύτερον, η ευελιξία της αγοράς εργασίας. Εάν δεν πραγματοποιηθεί προσαρμογή των αγορών αυτών στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, το αντίτιμο θα είναι δυσμενές για το ύψος της παραγωγής και οδυνηρό για το εργατικό δυναμικό.
Τώρα, το σύνολο των διεθνών οργανισμών (Δ.Ν.Τ., Επιτροπή της Ε.Ε., Ο.Ο.Σ.Α.) έχουν την άποψη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελεί μια έντονη διαρθρωτική αλλαγή για τα παραγωγικά συστήματα των χωρών – μελών που οδηγούνται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια σε διαδικασίες ανασυγκρότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων τους.
Η κατεύθυνση της δομικής ανασυγκρότησης είναι αυτή της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών με ανώτερο σκοπό την αύξηση της ευελιξίας της, και της εγκαθίδρυσης συνθηκών πλήρους ανταγωνισμού. Παράλληλα όμως, είναι γνωστόν στους “παροικούντες την Ιερουσαλήμ” ότι είναι αδύνατον να “λειτουργήσει” οποιαδήποτε αγορά (αγαθών ή κεφαλαίων) υπό συνθήκες ανταγωνισμού αν δεν καταστεί “ευέλικτη” η αγορά εργασίας. Μάλιστα, επειδή οι εξελίξεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών είναι αργές, αλλά το κυριότερο, δύσκολο να προβλεφτεί η φύση τους, η ευελιξία στην αγορά εργασίας εξασφαλίζει προληπτικά την ομαλή προσαρμογή των οικονομιών σε περιπτώσεις ανισομερώς κατανεμημένων διαταραχών της οικονομίας.
Η ευελιξία της αγοράς εργασίας, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρξει προσαρμογή στις όποιες προκύπτουσες διαταραχές, μπορεί να επιτευχθεί με την ευελιξία των μισθών, την ευελιξία του χρόνου εργασίας και με την κινητικότητα της εργασίας (γεωγραφική κινητικότητα και κινητικότητα μεταξύ οικονομικών κλάδων και επαγγελμάτων).
Η ευελιξία των μισθών, δηλαδή η μεγαλύτερη ελαστικότητα των μισθών στις μεταβολές της προσφοράς ή της ζήτησης εργασίας, για όλους τους διεθνείς οργανισμούς, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ανταγωνιστικότητας των εθνικών επιχειρήσεων και του ύψους της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης. Συγκεκριμενοποιώντας την παραπάνω άποψη, οι αναφερόμενοι διεθνείς οργανισμοί, προτείνουν σύνδεση των πραγματικών μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας, έτσι ώστε οι αμοιβές της παραγωγικότητας εργασίας, δηλαδή οι αμοιβές των εργασιών με υψηλότερη παραγωγικότητα να μπορούν να είναι υψηλές, ενώ αντίστροφα, οι αμοιβές με χαμηλή παραγωγικότητα οφείλουν να προσαρμόζονται σε χαμηλότερα επίπεδα. Γίνεται σαφές ότι με τον τρόπο αυτό, αμφισβητείται η δυνατότητα καθορισμού των μισθών σε εθνικό ή κλαδικό επίπεδο και προτείνεται ο καθορισμός των μισθών σε επίπεδο επιχείρησης ή γεωγραφικής περιοχής μιας και η παραγωγικότητα υπολογίζεται με ακρίβεια σε αυτό το επίπεδο.
Η ευελιξία του χρόνου εργασίας οδηγεί σε μορφές απασχόλησης όπως, μερική απασχόληση, απασχόληση στο σπίτι κλπ. Κυρίως όμως οδηγεί στη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, σύμφωνα με τις συγκυριακές ανάγκες της επιχείρησης, αδιαφορώντας πλήρως για τον τρόπο διευθέτησης ης καθημερινότητας του εργαζομένου.
Φαίνεται λοιπόν ότι οι προθέσεις αλλά και τα τεκταινόμενα των Διεθνών Οργανισμών και των κυβερνήσεων των χωρών – μελών της Ε.Ε., αλλά και των υπολοίπων ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών έχουν θέσει ως στόχο όλο το βάρος της προσαρμογής να μετακυλισθεί στην αγορά εργασίας. Η διεθνής προσαρμογή και της ελληνικής οικονομίας στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον δεν διαφοροποιείται από τη γενικότερη κατάσταση: μάλιστα θα υπογραμμίζει, παρά το ότι διαφορετικό υποστηρίζεται, ότι η Ελλάδα δεν υστερεί καθόλου στην προσαρμοστικότητα του θεσμικού πλαισίου.
Υπάρχει όμως ένα επιπλέον σημείο, που δυσκολεύει περαιτέρω τη διεθνή προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι αρνητικές επιπτώσεις του οποίου, σωρεύονται και αυτές στην αγορά εργασίας.
Ουσιαστικά πρόκειται περί ενός επιπλέον περιορισμού που απορρέει και αυτός από το έλλειμμα που υπάρχει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Είναι γνωστό ότι η ελληνική οικονομία καλείται μακροπρόθεσμα (οι έλληνες υπεύθυνοι υποστήριζαν ότι αυτό θα γίνει την προσεχή δεκαετία, γεγονός που διαψεύδεται απολύτως από τις εξελίξεις πριν την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) να επιτύχει την πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες των χωρών – μελών της Ε.Ε. Δίχως την πραγματική σύγκλιση το κόστος του ευρώ , ένα νόμισμα που αντιστοιχεί σε οικονομίες με πολύ υψηλότερες παραγωγικές δυνατότητες , θα είναι απολύτως δυσβάσταχτο για την ελληνική οικονομία.
Αυτό σημαίνει ότι για μια σειρά ετών ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να υπερβαίνει το Μ.Ο. του ρυθμό μεγέθυνσης των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Πράγματι αυτό πραγματοποιήθηκε για μια δεκαετία, ανεξαρτήτως βεβαίως των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Παράλληλα όμως, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έχει ένα ανώτερο πλαφόν (ρυθμός δυνητικής μεγέθυνσης) το οποίο εξαρτάται κατά τρόπο αντικειμενικό από τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Επίσης, θα πρέπει ο ρυθμός δυνητικής μεγέθυνσης να μην οδηγεί σε υπερθέρμανση την οικονομία, για να μην προκαλούνται πληθωριστικές πιέσεις και ταυτόχρονα να μην τροφοδοτείται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά και τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, όπως έχει αναφερθεί, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πρωταρχικά το εμπορικό ισοζύγιο) είναι ελλειμματικό και μάλιστα παρατηρείται θετική συσχέτιση μεταξύ ελλείμματος και δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη περιορισμού του ρυθμού μεγέθυνσης κάτω από τον δυνητικό ρυθμό, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις και να διατηρηθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε επίπεδο που να μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αυτόνομες κινήσεις ξένων κεφαλαίων.
Προκύπτει συνεπώς, ότι τα δυσμενή διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας αποτελούν περιοριστικό παράγοντα του ρυθμού μεγέθυνσης. Επομένως, επιβάλλεται εκ των πραγμάτων η επιβάρυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του στόχου της πραγματικής σύγκλισης.
Βραχυπρόθεσμα η λύση που οδηγεί στην αποφυγή της ανωτέρω εξέλιξης, είναι η βελτίωση της τιμής των εγχώριων προϊόντων. Τούτο, σε καθεστώς ενιαίου νομίσματος, μπορεί να γίνει, είτε με τη μείωση του περιθωρίου κέρδους, είτε με την ευελιξία της αγοράς εργασίας, η οποία μεταφράζεται ευκρινώς σε μείωση των μισθολογικού κόστους.
Η κρατούσα άποψη των ιθυνόντων της Ε.Ε. βεβαίως υπερθεματίζει υπέρ της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, κραδαίνοντας τον κίνδυνο των σοβαρών επιπτώσεων που θα υπάρξουν, είτε στον όγκο της παραγωγής, είτε στον όγκο της απασχόλησης, είτε στον πληθωρισμό στην αντίθετη περίπτωση.
Μετά από περισσότερο από είκοσι χρόνια τα συμπεράσματα αναφορικά με την εξέλιξη των παραπάνω προβλημάτων είναι προφανή και ευλόγως εξηγήσιμα.
6.
Παράλληλα και αυτό είναι το περισσότερο ανησυχητικό σε όλη αυτή την περίοδο και παρά την πληθώρα των μέτρων που επιβλήθηκαν ουσιαστικά όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία εξακολουθούν να αναπαράγονται με αποτέλεσμα να δημιουργείται πλέον στον Έλληνα πολίτη η σταθερή εντύπωση περί της μη δυνατότητας επίλυσης τους.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς την φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Οι εξελίξεις αυτές θέτουν για μια ακόμα φορά το καίριο ζήτημα της ανάλυσης των λόγων αυτής της εξέλιξης, που ευρίσκεται στον αντίποδα των γνωστών διακηρύξεων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ περί του «ευρωπαϊκού παραδείσου», και της απόδοσης ευθυνών σε όλους όσοι έχουν τέτοιες ευθύνες.
Η γοητεία του ευρώ αποδείχθηκε όχι μόνο απατηλή αλλά και οδυνηρή για τον ελληνικό λαό. Δυστυχώς πάλι ακούμε περί του «οικονομικού θαύματος» της ελληνικής οικονομίας θυμίζοντάς μας παλαιές εποχές με τις γνωστές καταλήξεις.
[1] Συνήθως η δυνατότητα αυτή είναι μικρή και μπορεί να υπάρξει σε χώρες με ειδικά ιστορικά και αντικειμενικά χαρακτηριστικά, τα οποία με τη σωστή πολιτική παρέμβαση μετατρέπονται σε εθνικά πλεονεκτήματα. Βασική προϋπόθεση είναι ο έλεγχος της οικονομικής πολιτικής και της εθνικής κυριαρχίας.
[2] P. De Grauwe , Τα Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης, Εκδόσεις Παπαζήση 2001.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 18.05.2024