Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21η Μαΐου και η έκπληξη που προκάλεσε προφανώς εκπέμπουν πολλαπλά και καίρια μηνύματα που εκκινούν από μια πραγματικότητα η οποία χρειάζεται να αναλυθεί επισταμένα και εις βάθος. Βεβαίως οι επερχόμενες εκλογές λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς αυτό τον στόχο.
Τα κόμματα, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, οδηγούνται στις δεύτερες εκλογές χωρίς ιδιαίτερες αναλύσεις οι περισσότερες των οποίων είναι προσχηματικές. Απτό παράδειγμα αποτελούν οι έξαλλοι πανηγυρισμοί όσων αύξησαν λίγο τα ποσοστά τους, αδιαφορώντας τελείως για τη συνολική εικόνα και τον «μπλε χάρτη», ή και οι αλληλοκατηγορίες, δείχνουν ακόμα μια φορά πως ουσιαστικά κανένα μήνυμα δεν εισπράττεται, κανένα συμπέρασμα δεν βγαίνει για το ότι νίκησε συντριπτικά η Ν.Δ. και καταποντίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, και τι αντανακλούν τα δύο αυτά γεγονότα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα που έδωσε το 40% της Ν.Δ. και το 20% του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αναμενόμενο και δεν το είχε προβλέψει κανείς. Ένα ερώτημα που έχει τη σημασία του είναι γιατί αυτό που συνέβη δεν ήταν ορατό τις παραμονές των εκλογών. Όσο και αν πάντα κρύβουν κάποιες εκπλήξεις οι κάλπες, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερο και δεν προβλέφθηκε από κανέναν. Καταγράφει μια μεγάλη και συντριπτική αλλαγή συσχετισμού ανάμεσα στα συστημικά κόμματα, δίνει μια ηγεμονική θέση στη Ν.Δ., και δημιουργεί όρους μεγαλύτερης συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν ήταν ορατό επειδή δεν είχαν εντοπιστεί και εκτιμηθεί σημαντικές διεργασίες στο κοινωνικό επίπεδο αλλά και στις ατομικές συνειδήσεις. Κι αν είχαν επισημανθεί ορισμένες τάσεις, δεν είχε διαπιστωθεί η πολιτική τους σημασία. Είμαστε μπροστά σε βαθύτερες διεργασίες, που συντελούνται μεν μέσα από πολιτικά «επεισόδια», αλλά δεν ερμηνεύονται μόνο από αυτά.
Νομίζω ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, κλείνει ένα κύκλο που αρχίζει με τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια, οι οποίοι έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τη δυνατότητα όχι μόνο να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας αλλά και να αναρριχηθεί στην κυβέρνηση. Ο εξαναγκασμός της άσκησης εξουσίας μέσα σε ένα ασφυκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο οδήγησε στην ήττα του 2019 και στη συνέχεια η έλλειψης οποιασδήποτε ουσιαστικής αντιπολίτευσης απέναντι στη Ν.Δ. και τον Μητσοτάκη, όχι μόνο έκλεισε ένας κύκλος αγώνων, αλλά βάθυναν τα χαρακτηριστικά της ήττας και της διάλυσης.
Στο κοινωνικό επίπεδο τα κοινωνικά στρώματα σαφέστατα ενσωμάτωσαν αυτή την ήττα μετατοπιζόμενα σε συντηρητικότερες θέσεις (φθάνει κανείς να δει την ιεράρχηση των αξιών της ελληνικής κοινωνίας σε διάφορες δημοσκοπήσεις ) αλλά και σε θέσεις που φαντάζουν α-πολιτικές (τεχνολογία) αδιαφορώντας σχεδόν παντελώς για το πρόβλημα της Δημοκρατίας και ότι εκφράζεται μέσω αυτής. Η πολιτική συντηρητικοποίηση ήταν το επόμενο βήμα. Πολιτική συντηρητικοποίηση εντός ενός μακρύτερου κύκλου υποχώρησης και ήττας, που ορισμένες στιγμές αποκτά χαρακτηριστικά παρακμής και γενικότερης διάβρωσης. Η πολιτική συμπεριφορά εκτείνεται σε πιο ρεαλιστικές, κυνικές, διαχειριστικές, προσαρμοστικές λογικές, και στρέφει την πλάτη σε ότι θεωρεί αβέβαιο, μη αξιόπιστο και ιδεολογικοποιημένο . Επιλέγει τελείως τακτικά και έξω από σκληρά ιδεολογικά ή πολιτικά πλαίσια. Τώρα επιλέγει ανάμεσα σε μια δοκιμασμένη διαχείριση και στο αβέβαιο μέλλον μιας κάποιας «προοδευτικής» διακυβέρνησης που κανείς δεν γνωρίζει σε τι συνίσταται και ποια μπορεί να είναι.
Το εκλογικό αποτέλεσμα , δεν διαμορφώνει άμεσα ένα δικομματικό τοπίο. Στην Ελλάδα παραδοσιακά η ισορροπία του συστήματος εξασφαλίζεται μέσα από τον δικομματισμό ή διπολισμό με μια Δεξιά-Κεντροδεξιά και έναν κεντροαριστερό πόλο. Ο δεύτερος αυτός πόλος ήταν μέχρι τώρα απαραίτητος για τη συστημική ισορροπία και την απορρόφηση κραδασμών κάθε είδους. Τώρα, ιδιαίτερα μετά και τις δεύτερες κάλπες με ενισχυμένη αναλογική, θα έχουμε έναν παντοδύναμο δεξιό πόλο και δύο πολύ μικρότερους σχηματισμούς στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει εξελίξεις, μετακινήσεις και τακτικές κινήσεις σε πολλά επίπεδα.
ΤΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ