Πολύ συχνά έρχονται στη σκέψη μου οι ακόλουθοι στίχοι του T.S.Eliot (Τέσσερα Κουαρτέτα, Little Gidding)
« Αυτό που ονομάζουμε αρχή συχνά είναι το τέλος
Και βάζω ένα τέλος θα πει κάνω μιάν αρχή
Το τέλος είναι εκεί όπου ξεκινούμε»
Η κατανόηση αυτών των στίχων γινόταν εύκολη, για μένα, με βάση την γνωστή και ομολογημένη πίστη στον χριστιανικό καθολικισμό του T.S.Eliot.
Η χριστιανική φιλοσοφία της ιστορίας (όμως κάθε φιλοσοφία της ιστορίας είναι αναγκαστικά χριστιανική) θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι η ιστορία της ανθρωπότητας και του κόσμου έχει ουσιαστικά τελειώσει: πως έχουμε περάσει, δηλαδή, από τη δημιουργία στο τέλος των καιρών που συμπίπτει με την Ημέρα της Κρίσεως, είτε αυτή έχει να κάνει με τη σωτηρία είτε με την κόλαση (Giorgio Agamben, Ο Καπιταλισμός ως θρησκεία).
Δηλαδή, το μεσσιανικό συμβάν, «δημιουργεί» μια χρονική συνέχεια – μια διαδικασία χρονικής διαδοχής – στην οποία κάθε στιγμή έχει άμεση σχέση με το τέλος, βιώνει έναν «χρόνο του τέλους», που όμως αποτελεί συγχρόνως και μια νέα αρχή. Είναι προφανές ότι αυτό που ο Giorgio Agamben αποδίδει στη λειτουργεία της Χριστιανικής Φιλοσοφίας της Ιστορίας ταυτίζεται με το οντολογικό πιστεύω του T.S.Eliot.
Η εσχατολογία της χριστιανικής θρησκείας, με απλά λόγια, κηρύσσει μια κατάσταση διαρκούς κρίσης (με την έννοια της διαρκούς αποτίμησης της ζωής και συνεχούς απόδοσης δικαιοσύνης) η οποία όμως, λειτουργεί χωρίς ένα αληθινό τέλος και εξαιτίας αυτού είμαστε πάντοτε έτοιμοι να τελειώσουμε.
Δεν είναι πρόθεσή μας η περαιτέρω εμβάθυνση σε αυτά τα ζητήματα. Εκείνο που θέλουμε να θίξουμε, ακροθιγώς, είναι το αν αυτή η παράσταση της χριστιανικής θρησκείας μετακενώνεται, υπό μιαν έννοια, στο καπιταλιστικό φαινόμενο που κυριαρχεί εδώ και αιώνες στην πραγματική κοινωνική ζωή των ανθρώπων.
Γνωρίζουμε, ότι κάθε κοινωνία θεσμίζει τον θεσμό της και συγχρόνως τη «νομιμοποίησή» του. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός διατείνεται ότι είναι το πρώτο κοινωνικό καθεστώς που παράγει μια ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία το ίδιο αυτό καθεστώς είναι «ορθολογικό». Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με το ίδιο το καθεστώς, η νομιμοποίηση των άλλων τύπων θεσμίσεων της κοινωνίας ήταν μυθική, θρησκευτική ή παραδοσιακή. Η κριτική που έχει ασκηθεί στην «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού είναι εξουθενωτική (Κορνήλιος Καστοριάδης , Η «ορθολογικότητα του καπιταλισμού»). Ταυτόχρονα, όμως, το ίδιο εξουθενωτική και καταλυτική είναι και η κριτική στο δεύτερο σημείο.
Γράφει ο Χέγκελ (Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας), «Κατά τη θεώρηση της θρησκείας, το θέμα είναι αν το αληθές, η Ιδέα, γνωρίζει εαυτήν έχοντας γνώση μόνο του χωρισμού της ή και της αληθινής ενότητάς της. Χωρισμός: ο Θεός αφηρημένα, ως ύψιστον ον, ως κύριος ουρανού και γης, βρίσκεται πέρα, επέκεινα, αποκλειόμενος της ανθρώπινης πραγματικότητας. Ένωση: ο Θεός ως ενότητα του καθολικού και του επιμέρους, με την ιδέα της ενανθρώπισης. Η θρησκεία είναι ο χώρος στον οποίο ένας λαός παρέχει στον εαυτό του τον ορισμό του τι θεωρεί αληθές».
Ο Μαξ Βέμπερ (Η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η προτεσταντική ηθική) θεωρεί ότι ο καπιταλισμός αποτελεί την εκκοσμίκευση της προτεσταντικής πίστης, δείχνοντας με επάρκεια τις διασυνδέσεις του καπιταλιστικού φαινομένου με την χριστιανική πίστη.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Ο καπιταλισμός ως θρησκεία) προχωρά ακόμη περισσότερο, δηλώνοντας ότι ο καπιταλισμός είναι ουσιαστικά αυτός καθαυτόν ένα θρησκευτικό φαινόμενο, το οποίο εκκινώντας από τον χριστιανισμό αναπτύχθηκε με παρασιτικό τρόπο. Η χριστιανική πίστη δεν είναι τίποτε άλλο από την πίστωση που απολαμβάνουμε σε σχέση με τον Θεό και τι απολαμβάνουμε εμείς σε σχέση με το Θεό. Αυτό επιτρέπει στον Παύλο ( Επιστολή προς Εβραίους ) να πει ότι : «Πίστη είναι η βεβαιωμένη προσδοκία πραγμάτων για τα οποία ελπίζει κανείς, η φανερή απόδειξη πραγματικοτήτων, τις οποίες όμως δεν βλέπουμε». Αυτή είναι ό,τι δίνει πραγματικότητα και πίστωση σε αυτό που ναι μεν δεν υπάρχει ακόμη, όμως είναι αυτό στο οποίο πιστεύουμε και έχουμε εμπιστοσύνη, στο οποίο διακυβεύεται η πίστωση και ο λόγος μας.
Ο καπιταλισμός είναι μια θρησκεία που θεμελιώνεται, παντελώς στη «πίστη», δηλαδή στην πίστωση. Είναι μια θρησκεία της οποίας οι πιστοί ζουν μόνο με την πίστη δηλαδή την πίστωση, δηλαδή το χρήμα. Πρόκειται για μια θρησκεία στην οποία η πίστωση αντικαθιστά τον Θεό. Υπάρχει μια διαφορά όμως σημαντική σε σχέση με τον χριστιανισμό, εξ’ ου και ο παρασιτικός τρόπος ανάπτυξής του όπως γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν : ο καπιταλισμός είναι μια θρησκεία στην οποία η λατρεία έχει χειραφετηθεί από κάθε αντικείμενο και η ενοχή από κάθε αμάρτημα, συνεπώς και από κάθε πιθανή λύτρωση, έτσι από την άποψη της πίστης ο καπιταλισμός δεν έχει κανένα αντικείμενο, πιστεύει στο απλό γεγονός του πιστεύειν, στην καθαρή πίστωση, δηλαδή στο χρήμα. Μάλιστα στο χρήμα χωρίς ουσία από τη στιγμή που αυτό πλέον, μετά την απόφαση αναστολής της μετατρεψιμότητας σε χρυσό τον Αύγουστο του 1971, δεν έχει καμία αναφορά σε κάτι το πραγματικό . Μια κοινωνία που η θρησκεία της είναι η πίστωση, είναι καταδικασμένη να ζήσει επί πιστώσει.
Παράλληλα για να επανέρθουμε στην αρχή του κειμένου, ο καπιταλισμός σε σχέση με τον χρόνο και την ιστορία, δεν έχει κάποιο τέλος, είναι ουσιαστικά άπειρος και ωστόσο, ακριβώς εξαιτίας αυτού, βρίσκεται αδιάκοπα σε κρίση, είναι έτοιμος να τελειώσει (Giorgio Agamben, Ο Καπιταλισμός ως θρησκεία).
ΙΟΥΝΙΟΣ 2019