Ποιο είναι το σχέδιο του Ερντογάν

Η Τουρκία έχει εισέλθει για τα καλά σ’ έναν πολιτικό-εκλογικό κύκλο με καταληκτική ημερομηνία τις προεδρικές εκλογές του 2023. Η επιχειρούμενη αλλαγή της οικονομικής πολιτικής του προέδρου Ερντογάν, σε τελευταία ανάλυση, καθοδηγείται από ένα και μοναδικό στόχο: να κερδίσει τις εκλογές του 2023 και να διατηρηθεί στην εξουσία. Σε αυτό το σχεδιασμό εντάσσεται και η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων σε μια προσπάθεια να αποφύγει οποιαδήποτε νομισματική προσαρμογή (αύξηση των επιτοκίων) η οποία θα προκαλούσε αναπόφευκτα συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας και μείωση των μισθών για μια αρκετά μεγάλη περίοδο που σαφώς θα υπερέβαινε την περίοδο μέχρι τις εκλογές. Αυτό προφανώς είναι κάτι που δεν το επιθυμεί ο Ερντογάν, δεδομένου ότι θα λειτουργούσε εναντίον του στην εκλογική διαδικασία.

Η επιμονή του προέδρου Ερντογάν στο χαμηλό κόστος του δανεισμού στις εγχώριες επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά ,στοχεύει στη συνεχή παραγωγή νέων θέσεων εργασίας και θα του διασφαλίσει τη νίκη στις εκλογές του 2023. Ο πρόεδρος Ερντογάν στοιχηματίζει ότι μέσω της επεκτατικής πιστωτικής πολιτικής και των χαμηλών επιτοκίων και το ασθενές νόμισμα θα δώσουν ώθηση στη μεταποίηση και στις εξαγωγές, και θα οδηγήσουν σε αύξηση των προσλήψεων, μειώνοντας έτσι τον έλεγχο που ασκεί η αγορά στην τουρκική οικονομία.

Ο πρόεδρος Ερντογάν και το οικονομικό του επιτελείο επιδιώκει πάση θυσία να τονώσει την αγορά επενδύσεων και αγαθών μέσω της μείωσης των επιτοκίων σε επίπεδο χαμηλότερο από τον πληθωρισμό. Αυτή η πολιτική η οποία ασκείται πλέον μακροχρονίως προκαλεί συνεχή διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος κάτι που μέσω feed back επιδράσεων ανατροφοδοτεί- μέσω του εισαγόμενου πληθωρισμού- τον γενικό πληθωρισμό, και πάλι από την αρχή, αυτό προκαλεί νέα διολίσθηση του νομίσματος, δημιουργώντας ένα συνεχή  ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο.

Εκείνο που διαφοροποιεί τη σημερινή περίοδο σε σχέση με την περίοδο  Μπεράτ Αλμπαϊράκ, είναι νομίζω η απόφαση του Ερντογάν να μην ασχοληθεί ιδιαιτέρως με την ισοτιμία του νομίσματος. Δηλαδή ο Ερντογάν πραγματοποιεί ένα ακόμα βήμα στη μονόπλευρη αντίληψή του για τη λειτουργία της οικονομίας. Το επιχείρημα που διαθέτει είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομία –εκτιμάται σε 10,0% το 2021- και η διατήρηση του όγκου των εξαγωγών αγαθών σε υψηλά  επίπεδα των προηγουμένων χρόνων αλλά και η αύξηση των εισροών του τουριστικού εισοδήματος. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 16,9% το 2021 σε σχέση με το 2020 και σε συνδυασμό της μείωσης των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -2,8% την ίδια περίοδο έδωσαν μια μεγάλη ώθηση στη μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας. Βεβαίως η διατήρηση του ύψους των εξαγωγών γίνεται με όλο και περισσότερο δυσμενείς όρους εμπορίου (λόγω της συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος). Θα πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι το 2021 ήταν το έτος ανάκαμψης της οικονομίας, μετά τη λήξη των διαφόρων lock down, και ως εκ τούτου αποτελούσε ένα ιδιαίτερο έτος, κάτι που προφανώς δεν ισχύει για το 2022. Οι εκτιμήσεις για το έτος 2022 είναι πολύ πιο συγκρατημένες : η μεγέθυνση του ΑΕΠ περιορίζεται 3,3% , η αύξηση των εξαγωγών στο 7,0% και οι εισαγωγές στο 6,1%. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις μεγάλες αβεβαιότητες που υπάρχουν στην παγκόσμια οικονομία λόγω της μετάλλαξης Όμικρον , των αυξημένων τιμών ενέργειας, αλλά και του κλίματος αναταραχής που υπάρχει στο εσωτερικό της χώρας.

Η πολιτική αυτή δυσκολεύει αφάνταστα την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, είχαν αποτελέσει την αιχμή του δόρατος της τεράστιας αλλαγής που έχει επέλθει στην τουρκική οικονομία την περίοδο 2003-2016 και τη βοήθησε να εξελιχθεί σε μια ισχυρή αναδυόμενη οικονομία. Η προσέλκυση ΑΞΕ εξαρτάται, εκτός άλλων πολλών παραμέτρων, και από τη σχετική σταθερότητα του νομίσματος που εξασφαλίζει την διατήρηση της αξίας των επενδυμένων κεφαλαίων.

Η ανακοίνωση του προέδρου Ερντογάν ότι  η Τουρκία δεν θα προσπαθεί πλέον να προσελκύσει ξένες επενδύσεις προσφέροντας υψηλές αποδόσεις και ισχυρό νόμισμα, αποτελεί αφενός ένδειξη αδυναμίας της τουρκικής οικονομίας να συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι, για τους λόγους που έχουμε αναφέρει παραπάνω, και αφετέρου κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία επιχειρεί να κάνει ένα μεγάλο ποιοτικό άλμα το οποίο συνίσταται στην μεγαλύτερη ενσωμάτωση της υπάρχουσας τεχνολογίας που έχουν φέρει οι ΑΞΕ, στον εγχώριο παραγωγικό ιστό της χώρας, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει η χώρα βαθμούς ελευθερίας από τους εξωτερικούς παράγοντες.

Πρόκειται για δοκιμασμένη συνταγή, καθώς έχει μετασχηματίσει αρκετές ασιατικές οικονομίες. Κλειδί όλης αυτής της συνταγής, για τις ασιατικές οικονομίες την περίοδο που αρχίζει από τη δεκαετία του 1970, ήταν  η ενσωμάτωση και μετεξέλιξη της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τα εξαγόμενα προϊόντα και βοηθά στις εξαγωγές , με παράλληλη απομόνωση της παραγωγικής της βάσης από τους κλυδωνισμούς των εξωτερικών αναταραχών. Παράλληλα υπήρχε μια σαφής ιεράρχηση και αλληλεξάρτηση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας,  μέσω ενός συγκεκριμένου υποδείγματος που έγινε γνωστό ως το « Πέταγμα της Χήνας». Με απλά λόγια οδήγησε  το πέταγμα η Ιαπωνία με την υψηλότερη τεχνολογία, ακολούθησαν η Ν. Κορέα και η Ταϊβάν με την τεχνολογία που δεν χρησιμοποιούσε πλέον η Ιαπωνία , στη συνέχεια ήταν η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Μαλαισία με χαμηλότερη τεχνολογία.   Τα κράτη αυτά ανήκουν σε μια ημι-περιφέρεια όπου διατηρούν ισχυρές ημεδαπές επιχειρήσεις, οι οποίες εξάγουν στην περιφέρεια τα προϊόντα τους, αλλά ταυτόχρονα εισάγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας από τον πυρήνα. Τα κράτη αυτά ενώ προηγουμένως συμπεριλαμβάνονταν στην περιφέρεια κατόρθωσαν να εκβιομηχανισθούν και σε συνάρτηση με το γεγονός της γειτονίας τους σε άφθονες πηγές πρώτων υλών και του χαμηλού κόστους εργατικού τους δυναμικού μεταμορφώθηκαν σε εξαγωγικές χώρες με υψηλό ανταγωνιστικό προϊόν λόγω του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος . Η διαδικασία αυτή κράτησε δεκαετίες μέχρι την πραγμάτωση του σχεδίου. Πρόκειται όχι μόνο για μια μακρά διαδικασία αλλά και προϋποθέτει και συγκεκριμένες παραμέτρους – ιστορικές, πολιτισμικές, συγκυριακές, γεωγραφικές- που επέτρεψαν την επιτυχία του.

Παρότι ο Ερντογάν προσβλέπει σε αυτή την μεταβολή του υποδείγματος, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία ο χρόνος δεν είναι με το μέρος του. Δεν έχει παρά μόνον 18 μήνες για να επιτύχει αυτήν την αλλαγή, που σε άλλες χώρες χρειάστηκε δεκαετίες για να ολοκληρωθεί και να αποφέρει καρπούς.

Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι. Μέχρι στιγμής, τα χαμηλά επιτόκια έχουν οδηγήσει τον πληθωρισμό στο 20% και οι Τούρκοι αγωνίζονται να επιβιώσουν. Το χειρότερο πλήγμα έχουν, άλλωστε, δεχθεί οι εργατικές τάξεις, που παραδοσιακά αποτελούν τους ψηφοφόρους του Ερντογάν. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι δεν επαρκεί η μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος για να υπάρξει ευημερία σε μια οικονομία. Επίσης μια τέτοια αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τεράστιους κραδασμούς σε μια οικονομία που οι εξαρτήσεις της από τη Δύση είναι τεράστιες. Ακόμα και σε μια  κοινωνία που ήδη βρίσκεται ήδη σε δύσκολη κατάσταση και είναι έτοιμη να αντιδράσει.