Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε μια μέγγενη δύο σημαντικών παραγόντων που την πιέζουν αφόρητα. Οι λόγοι αυτοί είναι πρώτον οι γεωπολιτικές εξελίξεις και δεύτερον οι άμεσα οικονομικά προβλήματα. Δύο λόγοι καθόλου ανεξάρτητοι μεταξύ τους, όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω στη συνέχεια, αλλά αντιθέτως αλληλεξαρτώμενοι και αλληλοεπηρεαζόμενοι.
1.
Τη μεγάλη εικόνα συνθέτει η έντονη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την παγκόσμια κυριαρχία. Το διεθνές πλαίσιο που επικράτησε μετά την πτώση του ανατολικού συνασπισμού και της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε τέλος στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου επιτρέποντας την εξάπλωση του φαινομένου της Παγκοσμιοποίησης – δηλαδή την εξάπλωση των καπιταλιστικών διαδικασιών- σε πλανητικό επίπεδο.
Σήμερα είμαστε πολύ μακριά από εκείνη την εποχή που ο Φράνσις Φουκουγιάμα και το «Τέλος της Ιστορίας» του, έδιναν τον ιδεολογικό τόνο στις παγκόσμιες εξελίξεις μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του Ανατολικού Στρατοπέδου.
Οι γνωστές προβλέψεις του « ότι μετά τις γιγάντιες συγκρούσεις του εικοστού αιώνα, … η ακαταμάχητη νίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού – πάνω σε όλους τους ανταγωνιστές του σημαίνει όχι μόνο- το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή την παρέλευση μιας συγκεκριμένης περιόδου της μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά αυτό τούτο το τέλος της ίδιας της ιστορίας, δηλαδή το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρωπίνου γένους και την οικουμενοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης» ή « Συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας πρέπει να εμπλέκουν μεγάλα κράτη που αναγνωρίζονται (ως τέτοια)στο ρου της ιστορίας, και τα οποία φαίνεται ότι τώρα έχουν φύγει από τη σκηνή» και ακόμη «Συνεπώς δεν θα υπάρξει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος , ούτε επιστροφή σε Συγκρούσεις Μεγάλων Δυνάμεων που χαρακτήρισαν τον 18ο και 19ο αιώνα». Μάλιστα στο κλείσιμο του άρθρου χαρακτήριζε τους επερχόμενους (sic!!!) αιώνες της μετά-ιστορίας ως βαρετούς[1]. Βέβαια όλες αυτές οι απόψεις έχουν τεθεί κυριολεκτικά στις ελληνικές καλένδες, προφανώς λόγο της αστοχίας τους.
Από την εποχή, που γράφτηκε το άρθρο (1989), για τους συστηματικούς μελετητές της ιστορίας, δεν υπήρχε κάποιος νέος παράγοντας για να υποθέσουν ότι οι παραδοσιακά ιεραρχικές και ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ κρατών θα εξαφανίζονταν έστω και ύστερα από μια υποτιθέμενη γενίκευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η χομπσιανή λογική του διεθνούς πεδίου θα συνέχιζε να προξενεί βίαιες συγκρούσεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων ή μικρών.
Βεβαίως καθόλου βαρετή δεν αποδείχτηκε η περίοδος των τριάντα χρόνων που πέρασαν από τότε που ο Φουκουγιάμα προέβαινε στις παραπάνω προβλέψεις. Ο Χέγκελ, από τον οποίο είχε παραλάβει ως δάνειο δύο πτυχές της σκέψης του: τον συνταγματισμό της Φιλοσοφίας του Δικαίου(ό,τι μπορεί να ονομαστεί φιλελευθερισμός του Χέγκελ) και την αισιοδοξία της αντίληψής του για το τέλος καθαυτό ως πραγμάτωση της ελευθερίας πάνω στη Γη, στο ζήτημα του πολέμου είχε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη. Για τον Χέγκελ ο πόλεμος παρέμενε ως μια αναγκαιότητα του διακρατικού συστήματος, με τα τονωτικά αποτελέσματά του στη ζωή των κοινωνιών. Συνειδητά δεν αποτελούσε γι’ αυτόν πρόβλημα- έστω και αν λογικά, αντέφασκε στην καθολικότητα της πραγμάτωσης της ελευθερίας.
Ο Φουκουγιάμα θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μεγάλα κράτη, θα μπορούσε να απειλήσει τη νέα παγκόσμια τάξη μόνο αν μια ή περισσότερες απ’ αυτές θα καταλαμβάνονταν από το είδος του εθνικισμού που είχε οικουμενικές φιλοδοξίες, που στοχεύει, δηλαδή, στην παγκόσμια αυτοκρατορία. Θεωρούσε ότι ενός των πλαισίων του παγκόσμιου φιλελεύθερου καπιταλισμού , η κινέζικη εξωτερική πολιτική μοιάζει περισσότερο μ’ εκείνη της γκωλικής Γαλλίας παρά με της Γερμανίας του Γουλιέλμου !! Δεν νομίζω ότι χρειάζεται σχολιασμός.
Πίστευε ότι μέσα στη ζώνη του προχωρημένου καπιταλισμού το επίπεδο των ανταγωνισμών πέφτει ακόμα περισσότερο. Γι’ αυτόν το πρότυπο των διεθνών σχέσεων κινείται προς το αντίστοιχο των ΗΠΑ με την ΕΕ. Ούτε εδώ νομίζω ότι χρειάζεται σχολιασμός.
Βρισκόμαστε στο πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Πιθανόν ο πιο ικανοποιητικός ορισμός για το τι ονομάζουμε Μεγάλη Δύναμη , είναι εκείνος που ενσωματώνει τη διάκριση που έγινε στη Διάσκεψη του Παρισιού το 1919, ανάμεσα σε δυνάμεις με γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του ίδιου του συστήματος κρατών, πράγμα που σημαίνει παγκόσμια[2].
Αυτό σηματοδοτεί , βήμα – βήμα, ότι έχει αρχίσει μια διαδικασία δημιουργίας ενός νέου διεθνούς πλαισίου κατανομής της ισχύος που όλο και πιο πολύ θα απομακρύνεται από το υπάρχον πλαίσιο. Το νέο πλαίσιο σύμφωνα με τις δηλώσεις του ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες (Αμερικανικό πρακτορείο AP) , χαρακτηρίζεται από το ότι η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο βρίσκονται στα πρόθυρα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Τα πρώτα βήματα ενίσχυσης της θέσης των ΗΠΑ στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό ήδη έγιναν με την στρατιωτική συνεργασία ΗΠΑ- Αυστραλίας- ΜΒ (AUKUS) με στόχο τον περιορισμό των κινέζικων διεκδικήσεων στη νότια κινεζική θάλασσα.
2.
Στο νέο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων που έχει αρχίσει, ήδη, να διαμορφώνεται, η επιχειρούμενη προσπάθεια ανακατανομής της ισχύος από την μεριά της ανερχόμενης δύναμης, της Κίνας, βρίσκεται σε σύγκρουση με την προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν τη θέση τους στην κατανομή της ισχύος. Αυτό μπορεί να γίνει λειτουργώντας με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτραπεί η αναδιανομή της ισχύος υπέρ της Κίνας.
Το πρώτο σημείο όπου επικεντρώνεται η προσπάθεια των ΗΠΑ για την επίτευξη του παραπάνω στόχου αφορά στον περιορισμό της πρόσβασης των κινέζικων επιχειρήσεων σε αγαθά που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία[3] και δεύτερον σε κυρώσεις προστατευτικού χαρακτήρα σε σειρά άλλων εμπορευμάτων. Δηλαδή στην τεχνολογία και στην οικονομία.
Η επαναφορά των δασμών, ποσοστώσεων κ.τ.λ, γνωστά όπλα του προστατευτισμού, δημιουργούν σημαντικές ρωγμές στο οικοδόμημα της παγκοσμιοποίησης, του ελεύθερου εμπορίου, και της συνεχούς και απρόσκοπτης ροής των κεφαλαίων. Αλλά και σε όλο το πλέγμα των θεσμικών παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής όπως αυτό απέρρεε από την γνωστή «Συνθήκη της Ουάσιγκτον»[4].
Είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι ΗΠΑ συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης. Έγραφε ο Kissinger στις αρχές του 21ου αιώνα:
«Οι ΗΠΑ ήταν η κινητήρια δύναμη που έδωσε ώθηση στη δυναμική της παγκοσμιοποίησης . Ήταν επίσης η χώρα που επωφελήθηκε περισσότερο από τις δυνάμεις που απελευθέρωσε. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, η παραγωγικότητα της Αμερικής έγινε η μηχανή της παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης. Το αμερικανικό κεφάλαιο διασφάλισε την ανάπτυξη ενός εκπληκτικού συνόλου νέων τεχνολογιών και προώθησε την ευρεία διάδοσή τους σε όλο τον πλανήτη….Ήταν αναπόφευκτο ότι μια επιτυχία τέτοιου μεγέθους θα έβρισκε μιμητές και το αμερικανικό μοντέλο οικονομικής διαχείρισης έγινε το πρότυπο στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Μας προκαλεί ικανοποίηση να πιστεύουμε ότι η επέκταση της απορρύθμισης και των ιδιωτικοποιήσεων , αλλά και η κατάργηση των φραγμών στο εμπόριο ήταν αποτέλεσμα της ευγλωττίας των Αμερικανών οικονομολόγων ή των νουθεσιών του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου(ΔΝΤ). …Η έλλειψη μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης ενισχύει την τάση υιοθέτησης του αμερικανικού μοντέλου…»[5].
Η περίοδος αιχμής της αμερικανικής ηγεμονίας διήρκεσε λιγότερο από 20 χρόνια, από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 έως την οικονομική κρίση το 2007-09. Η χώρα τότε κυριαρχούσε σε πολλούς τομείς ισχύος – στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Η χώρα υπερεκτίμησε την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής δύναμης για να επιφέρει θεμελιώδεις πολιτικές αλλαγές, παρόλο που υποτίμησε τον αντίκτυπο του οικονομικού υποδείγματος της ελεύθερης αγοράς στην ανακατανομή της ισχύος στην παγκόσμια οικονομία.
Το ζήτημα είναι ότι η περίοδος της παγκοσμιοποίησης ευνόησε τα μάλα την ενδυνάμωση της Κίνας καθιστώντας την οικονομία της σημαντικό παράγοντα της αύξησης της ισχύος της. Μάλιστα η απερίφραστα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μοναδική χώρα που ωφελήθηκε από τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες είναι η Κίνα καταλαμβάνοντας θέση βασικού παίκτη στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Για το λόγο αυτό η Κίνα είναι η χώρα που ανθίσταται ουσιαστικά στις πραγματοποιηθείσες αλλά και στις επερχόμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές[6].
Η έλευση της πανδημίας COVID-19 κατέστησε εμφανές για πρώτη φορά ότι το υπόδειγμα της «μονοπαραγωγής» αγαθών σε επιμέρους χώρες, κυρίως της Ανατολικής Ασίας, με βάση την ακραία μορφή του συγκριτικού πλεονεκτήματος – που τελικά καταλήγει σε απόλυτο πλεονέκτημα[7]– δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε περιόδους κρίσης ωθώντας περαιτέρω στη διαμόρφωση νέας κατανομής της οικονομικής ισχύος η οποία, μετατρέπεται σε γεωοικονομική και εν τέλει σε γεωπολιτική.
Όλες, λοιπόν, οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας, εκκινώντας από γεωοικονομικούς και γεωπολιτικούς σκοπούς, καταλήγουν να επηρεάζουν τις οικονομικές σχέσεις και συναλλαγές.
3.
Παράλληλα: ο εντατικοποιημένος διεθνής ανταγωνισμός και ο οξυνόμενος αγώνας για την τεχνολογική υπεροχή εξελίχθηκαν σε σημαντικά στοιχεία που τροφοδοτούν την τάση προς την οικονομική περιφεριοποίηση. Στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία του Ειρηνικού καθώς και αλλού, οι δεσπόζουσες δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους σε κάθε περιφέρεια ένωσαν και ενώνουν τις δυνάμεις τους με σκοπό να αυξήσουν την οικονομική τους ισχύ και το διαπραγματευτικό τους βάρος στις παγκόσμιες οικονομικές διαπραγματεύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη περιφερειακή ένωση που συμμετέχει στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις ως περιφερειακό μπλοκ.
Η οικονομική περιφεριοποίηση έγινε ένα μέσο που επιτρέπει στις επιχειρήσεις της περιφέρειας να αυξάνουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους. Οι διάφορες μορφές εμπορικών συμφωνιών (τελωνειακές ενώσεις, ζώνες ελεύθερου εμπορίου και ενιαίας αγοράς) προσφέρουν σε κάποιο βαθμό πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου, όπως οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα αρνούνται τα ίδια πλεονεκτήματα στους ξένους, εκτός κι αν αυτοί επενδύσουν στην εσωτερική αγορά και ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των χωρών – μελών για μεταφορές τεχνολογίας και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Ο περιφεριοποίηση διευκολύνει επίσης τη συνένωση των οικονομικών πόρων και τη συγκρότηση περιφερειακών επιχειρησιακών συμμαχιών. Ως εκ τούτου, είναι στην πράξη μια σημαντική στρατηγική την οποία μετέρχονται ομάδες κρατών για να αυξήσουν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ.
Παρά τις αντιρρήσεις των οικονομολόγων της «καθαρής θεωρίας του εμπορίου», η αδήριτη πραγματικότητα δείχνει προς εντελώς άλλη κατεύθυνση. Η οικονομική περιφεριοποίηση φαίνεται πως διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι της παγκόσμιας πολυμέρειας. Οι περιφερειακές συμφωνίες μπορούν να διευθετήσουν σημαντικά θέματα που δεν καλύπτονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ζητήματα που είναι σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μέσω διαπραγματεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μπορεί να διευκολύνει το εμπόριο μεταξύ των μελών της και να βοηθήσει στην οικονομική μεγέθυνση του συνόλου της περιφέρειας. Μπορεί επίσης να εγγυηθεί την πρόσβαση ορισμένων μικρότερων χωρών στις αγορές μεγαλύτερων χωρών.
Βεβαίως, η παρατηρούμενη αύξηση της περιφερειοποίησης της διεθνούς οικονομίας αντιπροσωπεύει σοβαρή πρόκληση για την αποτελεσματική διακυβέρνηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι κίνδυνοι για μια τέτοια εξέλιξη υπάρχουν και μάλιστα έχουν αυξηθεί τελευταία λόγω των εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία, ειδικά μετά την προεδρία Τραμπ, αλλά και με τον πρόεδρο Μπάϊντεν δεν έχουμε κάποια διαφοροποίηση. Οι ρωγμές στο καθεστώς της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να μεγαλώνουν.
4.
Περνώντας τώρα στα καθ’ αυτά οικονομικά προβλήματα μπορούμε να ονοματίσουμε κατά σειρά:
Α.
Οικονομική ευθραυστότητα.
Η πανδημία COVID-19, ανέδειξε και όξυνε τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Παρότι έχουν περάσει 20 μήνες από την αρχή της πανδημίας, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να πλήττεται από την παρατεταμένη συμφόρηση που αυτή προκάλεσε στην εφοδιαστική αλυσίδα με τις συνεπακόλουθες ελλείψεις καίριων εξαρτημάτων και πρώτων υλών. Οι ελλείψεις καθοριστικών εξαρτημάτων, όπως οι μικροεπεξεργαστές, οι ημιαγωγοί αλλά και των πρώτων υλών που οδήγησαν σε αναγκαστική μείωση της παραγωγής των βιομηχανιών ανά τον κόσμο, επιδεινώνονται καθώς εξαντλούνται τα αποθέματα και οι παραγωγοί στην Ασία δεν προλαβαίνουν να ανταποκριθούν στις συνεχώς αυξανόμενες παραγγελίες. Μεγάλα πλήγματα έχουν δεχθεί οι αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως οι Volkswagen, General Motors, Ford και Toyota με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση της παραγωγή τους με δραματικότερη την εικόνα στη Βρετανία, όπου η παραγωγή αυτοκινήτων τον Ιούλιο μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1956. Το πλήγμα στις βιομηχανίες αφήνει ήδη το αποτύπωμά της στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία, με τα πρώτα στοιχεία για τον Σεπτέμβριο να εμφανίζουν επιβράδυνση της ανάκαμψής τους. Το ίδιο συμβαίνει και στην οικονομία της Κίνας κάτι που δημιουργεί φόβους για τις συνέπειες που θα έχει για τις υπόλοιπες οικονομίες. Απαραίτητος συνδετικός μηχανισμός του χώρου παραγωγής με τον χώρο κατανάλωσης είναι το δίκτυο της εφοδιαστικής αλυσίδας που κινεί τα προϊόντα στις αγορές. Το μπλοκάρισμά της σε λιμάνια, πλοία μεταφοράς κοντέινερ και εταιρείες φορτηγών προκαλεί κίνδυνο ασφυξίας, ενώ εκτοξεύει το κόστος μεταφοράς σε δυσθεώρητα ύψη. Από τις μεγαλύτερες παθογένειες αυτού του δικτύου είναι η ανεπάρκεια κοντέινερ και πλοίων για τη μεταφορά των προϊόντων, οι αποκλεισμοί σε εμπορικά λιμάνια με μεγάλη κίνηση και κάθε είδους μέτρο ασφαλείας κατά της πανδημίας που λειτουργεί ως τροχοπέδη στις μεταφορές.
Όπως έχουμε αναφέρει, το παγκοσμιοποιημένο υπόδειγμα της απόλυτης εξειδίκευσης και του μονοπωλητή δείχνει τα όρια του και προκαλεί έντονες αναζητήσεις για την σταδιακή αντικατάστασή του. Ήδη λόγω του αυξημένου κόστους μεταφοράς πολλές επιχειρήσεις μεταφέρουν τις παραγωγικές δραστηριότητες τους σε χώρους κοντινούς στην κατανάλωση (ΙΚΕΑ στην Τουρκία, Benetton σε Σερβία, Κροατία, Τουρκία, Τυνησία και Αίγυπτο).
Μια ακόμη απειλή για την παγκόσμια οικονομία σε μια τόσο εύθραυστη στιγμή της ανάκαμψής της από την πανδημία αποτελεί η ενεργειακή κρίση, απότοκος ανεπάρκειας ενέργειας σε μια δύσκολη συγκυρία για τις οικονομίες ανά τον κόσμο. Η ανεπάρκεια φυσικού αερίου έχει εκτοξεύσει σε διαστημικά ύψη τις τιμές του φυσικού αερίου. Το ίδιο και οι τιμές του πετρελαίου.
Το δημόσιο χρέος ανέρχεται τώρα σε 88 τρισεκατομμύρια δολάρια, μια αξία κοντά στο 100 τοις εκατό του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι με την πανδημία, το παγκόσμιο χρέος το 2020 αυξήθηκε κατά 14 τοις εκατό σε ένα ρεκόρ ύψους 226 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τόσο το δημόσιο όσο και το μη χρηματοπιστωτικό χρέος του ιδιωτικού τομέα. Το τελευταίο θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά, καθώς το υπερβολικό ιδιωτικό χρέος μπορεί τελικά να μετατραπεί σε υψηλότερο δημόσιο χρέος.
Καθώς το χρέος αυξάνεται, οι χώρες θα πρέπει να προσαρμόσουν τις δημοσιονομικές πολιτικές στις δικές τους μοναδικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού εμβολιασμού και της δύναμης της ανάκαμψης.
Στις προηγμένες οικονομίες, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει υποστηρικτική της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Τα μεγάλα πακέτα που ανακοινώθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Next Generation EU Recovery Plan) και τις Ηνωμένες Πολιτείες (American Jobs Plan and American Families Plan), για παράδειγμα, θα μπορούσαν να προσθέσουν αθροιστικά 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο ΑΕΠ μεταξύ 2021 και 2026 εάν εφαρμοστούν πλήρως.
Οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν μια πιο προκλητική προοπτική καθώς μεγάλο μέρος του πληθυσμού παραμένει ανεμβολίαστο.
Επιπλέον, η κρίση αναμένεται να έχει μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις και να οδηγήσει σε μείωση των δημοσιονομικών εσόδων σε σχέση με τις τάσεις πριν από την πανδημία, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες χαμηλού εισοδήματος. Εκτιμάται ότι 65-75 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα πέσουν στη φτώχεια στο τέλος του 2021 από ό, τι θα συνέβαινε χωρίς την πανδημία.
Οι κίνδυνοι προέρχονται κυρίως από τις μεταλλάξεις του ιού και τη χαμηλή κάλυψη εμβολίων. Τα μεγάλα χρέη και οι ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης είναι επίσης πηγές ευπάθειας. Το κόστος δανεισμού αυξάνεται ήδη, καθώς οι κεντρικές τράπεζες σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα επιτόκια για να αποτρέψουν τον πληθωρισμό.
Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος ξαφνικής αύξησης των επιτοκίων στις προηγμένες οικονομίες. Αυτό θα ασκήσει πίεση στους όρους χρηματοδότησης, οι οποίοι θα είχαν ιδιαίτερα επιζήμιες επιπτώσεις σε υπερχρεωμένες και οικονομικά εύθραυστες χώρες.
Β)
Οικονομικές ανισότητες
Τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια – από τα μέσα της δεκαετίας του 1980- το παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα παρουσιάζει εμφανή μεγάλη αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος των αλλαγών πλέον, ώστε όλοι οι μεγάλοι πολυμερείς διεθνείς οργανισμοί , World Bank ,ΔΝΤ, World Economic Forum, ΟΗΕ έχουν αναγάγει το ζήτημα των ανισοτήτων σε πρώτη προτεραιότητα εκεί που λίγα χρόνια πριν «σφύριζαν αδιάφορα». Μέχρι πρόσφατα οι περισσότεροι οικονομολόγοι (υπό το βάρος του κυρίαρχου νεοκλασικού υποδείγματος) θεωρούσαν ως δεδομένη την ύπαρξη αντίστροφης σχέσης (trade – off) μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και ανακατανομής του εισοδήματος. Η συγκεκριμένη άποψη στηρίζονταν στη θεωρητική θέση η οποία υποστηρίζει ότι ακόμη και η αναφορά σε μείωση των υπαρχόντων ανισοτήτων θέτει σε κίνδυνο τις επενδυτικές δραστηριότητες των επιχειρηματιών. Πρόκειται για τη γνωστή θεωρητική (;) άποψη trickle down economics η οποία απλά σημαίνει αφήστε τους πλούσιους να πλουτίσουν βραχυχρόνια και μακροπρόθεσμα (sic!!!) ο πλούτος θα διαχυθεί στην κοινωνία!!! Τα γεγονότα έχουν διαψεύσει αυτή την αντίληψη αλλά παρόλα αυτά εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή τόσο από σειρά ακαδημαϊκούς όσο και από τις κυβερνήσεις των χωρών που δίνουν τον τόνο στην ασκούμενη παγκοσμίως οικονομική πολιτική.
Τελευταία όμως αρχίζουν να διατυπώνονται αντίθετες απόψεις οι οποίες μάλιστα υπογραμμίζουν με έμφαση ότι χωρίς τη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων είναι αδύνατον να υπάρξει «στέρεη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη». Τα τελευταία χρόνια σειρά μελετών δείχνουν όμως το αντίθετο: μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων προκαλεί επιβαρύνσεις στην οικονομική μεγέθυνση. Η προεδρία Μπάϊντεν φαίνεται να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Γ.
Η κλιματική κρίση
Η κλιματική κρίση επηρεάζει όλες τις περιοχές του κόσμου. Οι πάγοι στις πολικές περιοχές λιώνουν και η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει. Ορισμένες περιοχές πλήττονται συχνότερα από ακραία καιρικά φαινόμενα και βροχοπτώσεις, ενώ άλλες δοκιμάζονται από μεγάλης έντασης καύσωνες και ξηρασίες. Οι επιπτώσεις αυτές αναμένεται να ενταθούν τις επόμενες δεκαετίες.
Οι υλικές ζημίες και οι ζημίες στις υποδομές, καθώς και στην ανθρώπινη υγεία, συνεπάγονται υψηλό κόστος για την κοινωνία και την οικονομία.
Το διάστημα 1980 – 2011, οι πλημμύρες έπληξαν περισσότερα από 5,5 εκατομμύρια άτομα και προκάλεσαν άμεσες οικονομικές ζημίες άνω των 90 δισ. ευρώ.
Τομείς που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο της θερμοκρασίας και των βροχοπτώσεων, όπως η γεωργία, η δασοκομία, η ενέργεια και ο τουρισμός πλήττονται σε μεγάλο βαθμό.
[1] F. Fukuyama, The End of History? The National Interest, Καλοκαίρι 1989.
[2] Martin Wight, Πολιτική Δυνάμεων, Εκδόσεις Ειρήνη.
[3] Κ. Μελάς, Ο πόλεμος των ημιαγωγών: από την οικονομία στη γεωοικονομία και στη γεωπολιτική, Εθνικές Επάλξεις, τεύχος 137, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2021.
[4] The G7 Panel on Economic Resilience, October 2021
[5] H. Kissinger, ΗΠΑ, Αυτοκρατορία ή Ηγετική Δύναμη. Α.Α. Λιβάνης, 2002, σελ. 328-340.
[6] Κ. Μελάς, Η παγκοσμιοποίηση της Κίνας συνεχίζεται, Εθνικές Επάλξεις, Τεύχος 136, Απρίλιος-Ιούνιος 2021.
[7] Κ. Μελάς – Γ. Πολλάλης, Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις, Εκδόσεις Παπαζήση, 2005.
ΠΕΡΙΟΔΙΟΚΟ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021