Οι ιδεολογικοί τακτικισμοί του Ερντογάν δεν δίνουν λύσεις στα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας

Τελικά ο Ερντογάν άντεξε μόνο 4,5 μήνες με  πολιτική επιτοκίων περίπου στο ύψος του πληθωρισμού (ύψος επιτοκίων 17,0% και ποσοστό πληθωρισμού 15,6%). Η αδυναμία τιθάσευσης του πληθωρισμού σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Κεντρικής Τράπεζας δεν επετεύχθη. Αντιθέτως η τάση ήταν ανοδική με αποτέλεσμα η Κεντρική Τράπεζα να προβεί σε αύξηση των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης προκειμένου να προστατευθεί το τουρκικό νόμισμα από νέα διολίσθηση και να αποτραπεί η αύξηση του πληθωρισμού. Η απόφαση αυτή της Κεντρικής Τράπεζας ήταν ικανή να εξοργίσει τον πρόεδρο Ερντογάν, γνωστό θιασώτη των χαμηλών επιτοκίων (σαφέστατα επηρεασμένος από την ισλαμική θεώρηση ενάντια στην καταβολή  τόκου) ανεξαρτήτως της διεθνούς συγκυρίας και της κατάστασης της τουρκικής οικονομίας και να απομακρύνει τον κεντρικό τραπεζίτη που ο ίδιος είχε διορίσει πριν 4,5 μήνες προκειμένου να εμποδίσει τη συνεχή διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος. Η πράξη αυτή ήταν αρκετή να πυροδοτήσει την πώληση του τουρκικού νομίσματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές με αποτέλεσμα την έντονη  διολίσθησή του, μέχρι την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, και τη διαπραγμάτευσή του στο 8,25 /1 έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Οι εκτιμήσεις των διεθνών οίκων κάνουν λόγο για ισοτιμία 10/1 στο προσεχές μέλλον.

Μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος Ερντογάν προέβη στην αλλαγή του διοικητή της ΚΤ  παρότι η ασκηθείσα νομισματική πολιτική δεν μπορεί να θεωρηθεί , ουσιαστικά μη επεκτατική. Μπορεί να είχαμε αύξηση των επιτοκίων αλλά αυτό δεν απέτρεψε καθόλου την μεγάλη πιστωτική επέκταση του τραπεζικού τομέα (κυρίως του ελεγχόμενου από την κυβέρνηση). Κατά το 2020 η πιστωτική επέκταση ανήλθε περίπου  στο 37,0%. Μπορεί με τον τρόπο αυτό να επήλθε άνοδος του ΑΕΠ κατά 1,7% το 2020, όταν οι υπόλοιπες οικονομίες οδηγήθηκαν σε μεγάλες μειώσεις του ΑΕΠ, αλλά το βραχυχρόνιο κέρδος δημιουργεί κόστη που εμφανίζονται στο προσκήνιο σχεδόν άμεσα. Αυτό απαιτεί νέα μέτρα κτλ , δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο περιδίνησης με αδιέξοδα αποτελέσματα.

Η αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι ενδεικτική μάλιστα σε μια συγκυρία καθόλου ευνοϊκή για τα νομίσματα των αναδυομένων αγορών και ειδικά για το τουρκικό νόμισμα.  Η άνοδος που σημειώνουν τελευταία οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου έχει οδηγήσει το νόμισμα της Τουρκίας στη χειρότερη υποχώρηση από όλα τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών , κατά 8,0% , από τα μέσα Φεβρουαρίου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η  απόφαση του Τούρκου προέδρου να αλλάξει το οικονομικό του επιτελείο τον Νοέμβριο οδήγησε τη λίρα σε συνεχή άνοδο, η οποία σταμάτησε, όμως, στα μέσα Φεβρουαρίου. Αυτό εξανάγκασε τον πρώην διοικητή της ΚΤ , Naci Ağbal,  να προχωρήσει στη νέα άνοδο κατά 200 μονάδες βάσης (συνολικά από την ανάληψη των καθηκόντων του κατά 875 μονάδες βάσης). Κάτι που αποδείχτηκε μοιραίο για τον ίδιο αλλά οδηγεί και την τουρκική οικονομία σε πολύ δύσκολους ατραπούς. Η εκροή ξένων κεφαλαίων ήταν έντονη από το πρωί της Δευτέρας,  καθώς νόμισμα, μετοχές και ομόλογα καταγράφουν μεγάλες  απώλειες, δείγμα της κλιμακούμενης διεθνούς ανησυχίας.  Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 5% του ΑΕΠ το 2020 και τα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη διαμορφώθηκαν στα 190 δισ. δολάρια (27% του ΑΕΠ).

Την ίδια στιγμή, τα αποθεματικά σε ξένο νόμισμα έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί καθώς χρησιμοποιήθηκαν ασκόπως για να στηρίξουν το τουρκικό νόμισμα όταν υπουργός οικονομικών ήταν ο γαμπρός του Ερντογάν, Berat Albayrak. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Goldman Sachs, έχουν σπαταλήσει μάταια περισσότερα από 100 δισ. δολάρια σε παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος.  Εάν μία κρίση ισοζυγίου πληρωμών χτυπήσει τώρα, οι τράπεζες της Τουρκίας είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση για να την αντιμετωπίσουν από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2018. Εξάλλου, αρκετές τράπεζες της Ισπανίας , της Γαλλίας, της Γερμανίας κι άλλων ευρωπαϊκών χωρών (μεταξύ αυτών είναι η ισπανική BBVA, η ιταλική UniCredit, η γαλλική BNP Paribas και η ολλανδική ING),διαθέτουν μεγάλο όγκο από τα  τουρκικά στοιχεία ενεργητικού καθιστώντας τε μέρος του προβλήματος. Παράλληλα μεγάλος αριθμός τουρκικών επιχειρήσεων που έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα βρίσκονται παγιδευμένες στη δαγκάνα της συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος.

Ακόμη χειροτερεύουν και εκείνα τα μακροοικονομικά μεγέθη που αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των επιχειρημάτων των κυβερνήσεων του προέδρου Ερντογάν , όπως το ακαθάριστο  εξωτερικό χρέος και το γενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το πρώτο ανήλθε, το 2020,  στο 59,1% του ΑΕΠ (435,1 δις δολάρια) έναντι 57,9% το 2019, και το δεύτερο αντίστοιχα στο 6,2% από 2,9%.

Το μέλλον της τουρκικής οικονομίας είναι δύσκολο και αβέβαιο. Η τουρκική οικονομία είναι αντιμέτωπη τόσο με τα προβλήματα που έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, πρωτίστως τα σχετικά με τον πληθωρισμό, το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος, την ισοτιμία του νομίσματος και την ανεργία , όσο και με προβλήματα μεσομακροπρόθεσμα που αφορούν κυρίως τις απαιτούμενες αλλαγές στο μέχρι τώρα ακολουθούμενο υπόδειγμα μεγέθυνσης της. Αναφέρω ως παράδειγμα, την αδυναμία συνέχισης λειτουργίας του υποδείγματος που μέχρι τώρα στηρίζονταν στην μεγάλη εισροή ξένων κεφαλαίων, ΑΞΕ και Χαρτοφυλακίου, (με βασικό φορέα τις ιδιωτικοποιήσεις σχεδόν του συνόλου των εγχώριων δραστηριοτήτων). Αψευδής μάρτυρας είναι η παρατηρούμενη συνεχής μείωση των κεφαλαίων αλλά και οι αποφάσεις μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, πχ Volkswagen και Honda,  να σταματήσουν τις επενδύσεις τους στη γείτονα χώρα, προφανώς όχι μόνο για λόγους που συνδέονται με την ακολουθούμενη πολιτική Ερντογάν αλλά για λόγους που άπτονται της γενικότερης επιχειρησιακής στρατηγικής τους. Η τελευταία εξέλιξη ίσως είναι αυτή που σηματοδοτεί τους σοβαρούς κινδύνους που απειλούν την τουρκική οικονομία.

Οι πρώτες κινήσεις του Ερντογάν θα αφορούν σίγουρα διοικητικά μέτρα που θα αφορούν στην αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και του χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας. Η στατιστική απεικόνιση για το μήνα Φεβρουάριο 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας είναι η ακόλουθη : το ύψος των στοιχείων  του ενεργητικού των συναλλαγματικών διαθεσίμων  ανέρχεται σε 95,3 δις δολάρια. Στο παθητικό : οι προσδιορισμένες απομειώσεις του βραχυχρόνιου και μακροχρονίου χρέους ανέρχονται σε (-30,5 και – 22,4 αντίστοιχα) – 52,9 δις δολάρια. Eπίσης οι καθαρές ενδεχόμενες βραχυχρόνιες απομειώσεις  (πράξεις εκτός ισολογισμού) σε ξένο νόμισμα, ανέρχονται σε  – 49,3 δις δολάρια. Θεωρητικά στην ακραία περίπτωση ,η Τουρκία έχει αρνητικό ύψος συναλλαγματικών διαθεσίμων.  Ακόμη η Διεθνής Επενδυτική Θέση της χώρας χειροτέρεψε την περίοδο 2019-2020 : η ΔΕΘ από -347,6 σε -404,2 δις δολάρια. Τα στοιχεία του ενεργητικού μειώθηκαν από 253,3 σε 240,6 δις δολάρια , ενώ τα αντίστοιχα του παθητικού αυξήθηκαν από 600,9 σε 644,8 δις δολάρια (Κεντρική Τράπεζα).

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Sözcü. , η κυβέρνηση σχεδιάζει να απαιτήσει από τους κοσμηματοπώλες να συνεισφέρουν , περίπου 50 γραμμάρια χρυσού ο καθένας, που θα κατατεθεί στην Κεντρική Τράπεζα ώστε να συγκεντρωθεί επιπλέον κεφάλαιο για την οικονομία. Στο δημοσίευμά της, με τίτλο «Ζήτησαν από τους κοσμηματοπώλες 20 τόνους χρυσού», η εφημερίδα υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να συλλέξει πόρους με μια μέθοδο φορολογίας που εφαρμοζόταν κατά την οθωμανική περίοδο, ώστε να στηριχθούν τα αποθέματα της χώρας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ αν οι κοσμηματοπώλες δεν καταθέσουν χρυσό, δεν θα μπορούν να φτιάξουν κοσμήματα. Όσοι καταθέσουν την ποσότητα χρυσού που ζητεί η κυβέρνηση ως εγγύηση, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιήσουν, αλλά θα μπορούν να κερδίσουν τόκους. Ο συνολικός χρυσός που εκτιμάται ότι θα συλλεχθεί θα είναι περίπου 20 τόνοι και η αξία του θα ανέρχεται σε περίπου 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Η έλλειψη συναλλαγματικών αποθεμάτων – ξένου νομίσματος και χρυσού- γίνεται εμφανής από τα λόγια του ίδιου του προέδρου Ερντογάν : «Επαναλαμβάνω την έκκλησή μου προς τους συμπολίτες μου να καταθέσουν στις τράπεζες τα συναλλάγματα και τον χρυσό που διαθέτουν τα οποία είναι εθνική μας περιουσία. Έτσι θα τα εντάξουν στην οικονομία. Αυτή η έκκλησή μου ενοχλεί κάποιους. Όμως εγώ ζητώ να εντάξουν την περιουσία τους στην οικονομία και τους δείχνω το δρόμο να κερδίσουν oι ίδιοι και η χώρα, στη βάση του win-win».

Επίσης με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΚΤ της Τουρκίας, το 56% των καταθέσεων στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα είναι τοποθετημένα σε ξένο νόμισμα κυρίως σε δολάρια ΗΠΑ έναντι 50,0% την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Συνεχίζεται δηλαδή η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το τουρκικό νόμισμα εκ μέρους των τούρκων πολιτών. Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν θα μπορέσουν οι καταθέσεις αυτές να μετατραπούν σε πραγματική αγοραστική δύναμη όταν οι κάτοχοί τους το επιθυμήσουν.

Παράλληλα στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει τις εγχώριες επενδύσεις προγραμματίζοντας νέα  μεγάλα έργα υποδομών, όπως η κατασκευή του καναλιού Ιστανμπούλ (που θα παρακάμψει τον Βόσπορο). Για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των επενδυτών, στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος του, προχώρησε στην παραχώρηση κρατικών εγγυήσεων  για τις εταιρείες που θα ασχοληθούν με την κατασκευή του καναλιού και συγχρόνως για να τάξει κερδοφόρες κρατικές δουλειές στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες που είναι φίλα διακείμενες προς το κόμμα του.

Ακόμη συνεχίζει απαράβατα το αμυντικό της πρόγραμμα διοχετεύοντας επενδυτικούς πόρους μέσω των οποίων μεγεθύνει το ΑΕΠ της χώρας. Η αμυντική βιομηχανία αποτελεί την τελευταία περίοδο σημαντικό παράγοντα στην οικονομική δραστηριότητα θυμίζοντας πλέον έντονα το στρατιωτικό –βιομηχανικό κατεστημένο της ύστερης κεμαλικής περιόδου με δεδομένο ότι όλο και περισσότερες αμυντικές βιομηχανίες ελέγχονται από το περιβάλλον του προέδρου Ερντογάν. Αναφέρω συγκεκριμένα: τρεις είναι οι ανερχόμενες  μεγάλες επιχειρήσεις: η Baykar Makina που ανήκει στην οικογένεια του γαμπρού του Ερντογάν, Selcuk Bayraktar – η BMC που ανήκει στην οικογένεια Ozturk και στον Ethem Sancak, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) – και η Tumosan  που ανήκει στο Albayrak Group. Εξ αυτών η πλέον φιλόδοξη εμφανίζεται να είναι η BMC, η οποία το 2019, κατάφερε να εισέλθει στη λίστα των 100 πρώτων επιχειρήσεων παγκοσμίως, αναφορικά με τις πωλήσεις – 85η θέση-  με 554,18 εκατομμύρια πωλήσεις. Στην ίδια λίστα, το 2019, υπάρχουν ήδη ακόμη τέσσερις τουρκικές αμυντικές εταιρείες:Aselsan (52η),  Turkish Aerospace Industries (69η)  STM Savunma Teknolojileri Muhendislik ve Ticaret A.S.(85η), και Roketsan A.S (89η). Πρόκειται για την κυρίαρχη εταιρεία στην παραγωγή λεωφορείων, φορτηγών, σιδηροδρομικών συστημάτων, οχημάτων που φέρουν οπλισμό και θωρακισμένων οχημάτων. Ο Sancak κατέχει το 25% των μετοχών του ομίλου, η οικογένεια Ozturks  το 25.1%, και το υπόλοιπο 49.9% ανήκει στην εταιρεία  Qatar Armed Forces Industry Committee.

Πέρα, όμως από το ύψος των επιτοκίων θα πρέπει εμφατικά να σημειωθεί  ότι τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας είναι πολλαπλά και απαιτείται γενικότερη μεταβολή στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα:

Η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι ικανή να μεταβάλλει την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΚΤ της Τουρκίας αποτελεί μόνο ένα πρώτο βήμα προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Μπορεί βραχυχρόνια να κατάφερε να σταματήσει τη διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος (και να μειώσει ελάχιστα την ισοτιμία), αλλά για να έχει μονιμότερη αποτελεσματικότητα θα πρέπει να επιδράσει θετικά στους παράγοντες που  δημιουργούν το πρόβλημα, δηλαδή να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών έτσι ώστε να αρχίσει πάλι η ροή κεφαλαίων προς την χώρα. Αυτό όμως δεν είναι συνάρτηση μόνο των επιτοκίων. Απαιτεί μεγαλύτερη προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής στο διεθνές πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και αναγνώριση των υφισταμένων περιορισμών. Η άνοδος της ισοτιμίας του τουρκικού νομίσματος από την 8η Φεβρουαρίου δείχνει την αλήθεια των παραπάνω λεχθέντων.

Η παρουσία του προέδρου Ερντογάν δεν μπορεί εύκολα να δημιουργήσει περιβάλλον μείωσης της υπάρχουσας αβεβαιότητας. Ο  πρόεδρος Ερντογάν, κατ’ εξοχήν πολιτικός παίκτης, δύσκολα θα αποδεχθεί τους περιορισμούς που προέρχονται από το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα. Η ματιά του είναι συνεχώς προσανατολισμένη στον πολιτικό και εκλογικό κύκλο της χώρας του, αλλά και στις γεωπολιτικές επιδιώξεις του.  Με δεδομένο το αδιέξοδο του περασμένου Φθινοπώρου ακόμη και ο Ερντογάν δέχθηκε τη μισητή άποψη  ότι χρειαζόταν κάποια προσαρμογή της οικονομίας (πριν από όλα αύξηση των επιτοκίων).  Όμως , για να λειτουργήσει  η προσαρμογή  θα πρέπει να  είναι μακροχρόνια ώστε να είναι και αποδοτικήΔυστυχώς το μακροχρόνιο της προσαρμογής δεν συμβαδίζει με τους σχεδόν καθημερινούς τακτικισμούς του προέδρου Ερντογάν.

Όμως οι τακτικισμοί στην οικονομία δεν αποδίδουν. Παρατηρείται μέγιστη αδυναμία των τακτικισμών του προέδρου Ερντογάν να προκαλέσουν θετικά αποτελέσματα στην οικονομία και κυρίως να διαχυθούν  αυτά στη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων. Η συνεχώς μειούμενη αγοραστική δύναμη του μεγάλου όγκου των ψηφοφόρων  αποτελεί  το σήμα κατατεθέν της οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια ο πρόεδρος Ερντογάν. Μάλιστα πολλές κατηγορίες του πληθυσμού βρίσκονται πλέον κάτω από τα όρια της φτώχειας. Αυτή η καθοδική πορεία φαίνεται ότι αποτυπώνεται πλέον και στις δημοσκοπήσεις και στη φθίνουσα πορεία του κόμματός του. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΑKP να περιορίζεται στο 25-28% των ψήφων πριν από την κατανομή των αναποφάσιστων, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων φαίνεται να  προέρχεται από το ΑKP. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Ερντογάν να μην έχει απήχηση στη νεολαία, τη στιγμή που επτά εκατομμύρια νέων ψηφοφόρων θα προστεθούν στους εκλογικούς καταλόγους στις επόμενες εκλογές.

Διαπιστώνεται μια  φθορά –έστω και δημοσκοπική –  που πιέζει τον Ερντογάν. Παρότι  οι εκλογές είναι ακόμη μακριά, οι αριθμοί των δημοσκοπήσεων έχουν τη δική τους σημασία. Η συνεχής πτώση της δημοτικότητας του ΑKP,  αν συνεχιστεί θα θέσει σε κίνδυνο τον κυβερνητικό συνασπισμό. Είναι γνωστό ότι στην πολιτική τίποτα δεν φθείρει περισσότερο από την αντίληψη της αδυναμίας. Για το λόγο αυτό, άλλωστε σπρώχνει το φιλοκουρδικό κόμμα στην παρανομία και παραδίδει τους Κούρδους βορά στους εθνικιστές του Μπαχτσελί ενώ παράλληλα αποφάσισε να αποχωρήσει από τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως για τα δικαιώματα της γυναίκας, προκειμένου να ικανοποιήσει τους συντηρητικότερους ισλαμικούς κύκλους του κόμματός του και της τουρκικής κοινωνίας. Βλέπουμε ότι οι πολιτικοί τακτικισμοί του προέδρου Ερντογάν έχουν σαφές ιδεολογικό πρόσημο και εντάσσονται όλοι στην περαιτέρω ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας.

Η οικονομική πολιτική του Ερντογάν  βρίσκεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με το λεγόμενο πολιτικό κόστος : η απώλεια της δημοτικότητάς τους,  και η εκλογική φθορά του κόμματός του τον οδηγούν σε «λύσεις» που όχι μόνο διαιωνίζουν τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας αλλά τα διογκώνουν και τα καθιστούν όλο και πιο δυσεπίλυτα.

Η εγχώρια πολιτική και οικονομική κατάσταση υφίσταται και τις συνέπειες της ακολουθούμενης εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ερντογάν, όπου οι πιέσεις, παρά τα όσα υποστηρίζει το καθεστώς, είναι πολλαπλές. Ειδικά από την εκλογή του νέου Αμερικανού προέδρου  Μπάϊντεν και του Δημοκρατικού κόμματος. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει επικοινωνία μεταξύ των δύο προέδρων, κάτι που σηματοδοτεί ότι οι ΗΠΑ, θέλουν να πιέσουν τον πρόεδρο Ερντογάν στο θέμα των σχέσεων του με τη Ρωσία, την οποία έχουν αναγάγει σε κύριο εχθρό μαζί με την Κίνα, και ειδικά με το ζήτημα των  πυραύλων S-400. Οι πιέσεις των ΗΠΑ προς το καθεστώς του προέδρου Ερντογάν, έχω την γνώμη ότι θα συνεχιστούν, χωρίς κανείς να προδικάζει το αποτέλεσμα. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι οι αμερικανικές πιέσεις προς την καθεστώς Ερντογάν δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως άμεση υποστήριξη προς την Ελλάδα σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές διαφορές, όπως αφήνει να εννοηθεί η Ελληνική κυβέρνηση. Εκείνο που χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί από τις ελληνικές πολιτικές αρχηγεσίες είναι ότι πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια εκμετάλλευσης της παρούσας κατάστασης υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.

Από την μεριά της Ευρώπης και ειδικά της Γερμανίας, αντίθετα υπάρχει μια μεγάλη ανοχή έναντι της Τουρκίας σε κάθε παραστράτημα της  σε θέματα διεθνούς επιθετικότητας, εγχώριας αυταρχικότητας, διώξεων των μειονοτήτων και  κάθε είδους καταστρατήγηση των διεθνών θεσμών. Η Γερμανία άλλωστε παραδοσιακά κοίταζε την Ανατολή και θεωρεί την Τουρκία προνομιακό πεδίο δράσης, δεν βρίσκει κανένα λόγο να πιέσει ιδιαίτερα τον Ερντογάν.

Θα πρέπει να είναι σαφές ότι , το οικονομικό πρόβλημα που δεν λύνεται τον χρόνο που πρέπει επιστρέφει δυσκολότερο αύριο, μεγαλώνοντας το κόστος επίλυσή του.  Για το μέλλον της τουρκικής οικονομίας πολλά θα εξαρτηθούν από τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες. Δεν θα ήταν καθόλου μη αναμενόμενο, η οικονομική πολιτική του Ερντογάν  να ανατραπεί  κάτω από το βάρος των εσωτερικών της αντιφάσεων.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021