Όπως γίνεται γενικά παραδεκτό, οι πολιτισμικές ιδέες μεταβάλλονται ανάλογα με τις κοινωνίες που επιχειρούν να αντικατοπτρίσουν. Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν καθορίζει, in senso lato, και τις ίδιες. Δεν πρωτοτυπούμε αναφέροντας τα παραπάνω. Απλά υπενθυμίζουμε το αυτονόητο.
Χρειάστηκαν περίπου 10-15 έτη, μετά τη λήξη του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, για να μπορέσει ο δυτικός κόσμος να ξαναβρεθεί σε μια «κανονική πορεία», με την έννοια της συνέχισης της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία είχε διακοπεί με τη μεγάλη οικονομική κρίση και τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επαναφορά στην οικονομική «κανονικότητα», τις δεκαετίες 1960-1970, καθορίστηκε από την παγκόσμια εξάπλωση των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών, γεγονός που προκάλεσε τη δραστική εξάπλωση της μαζικής κατανάλωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και στην Ιαπωνία. Παράλληλα, υπήρξαμε μάρτυρες της όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων (στην περίπτωση της Κούβας), και της εμπλοκής της μίας από αυτές (ΗΠΑ) σε έναν αιματηρό πόλεμο (Βιετνάμ), με πολλαπλές παράπλευρες επιπτώσεις.
Την ίδια περίοδο, μαζί με τις νέες πολιτισμικές ιδέες που είχαν τις ρίζες τους στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα και στον αντιαποικιακό αγώνα, στα αντιπολεμικά και αντιπυρηνικά κινήματα, στα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και στην εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος και της σεξουαλικής επανάστασης, εμφανίστηκε ο μαζικός πολιτισμός της καταναλωτικής κοινωνίας, η «λαϊκή» κουλτούρα και υποκουλτούρα, καθώς και η κουλτούρα των νέων ως παρεπόμενα της νέας εποχής άνθισης του καπιταλισμού.
Η πολιτισμική θεώρηση των πραγμάτων αυτής της περιόδου (δεκαετίες 1960-1970) στην ουσία κατευθύνονταν σε δύο στόχους ταυτόχρονα: την πολιτική και την προσωπική ζωή.
Υπήρχαν οι διεκδικήσεις του εργαζόμενου λαού, των πολιτικών δικαιωμάτων, το φεμινιστικό κίνημα, ο αγώνας ενάντια στην αμερικανική ιμπεριαλιστική εξάπλωση, οι αγώνες των λατινικών χωρών. Συγχρόνως, υπήρχε η έντονη κριτική στο σταλινικό και σοβιετικό καθεστώς, η προσπάθεια αναπροσαρμογής της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης (ευρωκομμουνισμός κ.τ.λ.) μπροστά στις νέες πραγματικές συνθήκες του καπιταλισμού. Αυτή η κριτική επεκτάθηκε και στον τρόπο που τα καθεστώτα αυτά αντιμετώπιζαν τη σεξουαλικότητα, το φύλο, την ηδονή και γενικά ό,τι απασχολούσε εν ευρεία έννοια το σύγχρονο δυτικό άτομο.
Συνεπώς, ο δεύτερος στόχος της πολιτισμικής θεώρησης ήταν η ενασχόληση με ζητήματα της βιωμένης εμπειρίας και της καθημερινής ζωής.
Παράλληλα, η πολιτιστική θεώρηση επιδίωξε να παρουσιαστεί, επιδεικτικά και συνειδητά, ως δυναμικός αντίπαλος αυτού που ονόμαζε «αστική σύνθεση» και που μοναδικό στόχο είχε την ολοκληρωτική αντιστροφή της. «Η ανοιχτή περιφρόνηση προς τους “καλούς τρόπους” και οι προκλητικές εμφανίσεις συμπορεύθηκαν με μη συμβατικές προτιμήσεις στο ντύσιμο και στην τροφή, με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ζωής από την ημέρα στη νύχτα, με την αδιαφορία απέναντι στην ακρίβεια και στις τακτικές συνήθειες εργασίας, και επιπλέον με την καταρχήν συμπαθητική τοποθέτηση προς όλα όσα σύμφωνα με τα αστικά κριτήρια θεωρούνταν ως έγκλημα ή διαστροφή, καθώς και με ανορθολογιστικές αντιλήψεις, οι οποίες διαδόθηκαν στο πλαίσιο της αναζήτησης του γνήσιου ή του αρχέγονου, και της πάλης για υπέρβαση όλων των τεχνητών ορίων. Όλες αυτές οι στάσεις και οι ιδέες συμπυκνώθηκαν στην πρωτοκαθεδρία της αρχής της ηδονής» [1]. Με σαφή αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, και με έντονα στοιχεία αντι-αστικού ρομαντισμού, η πολιτιστική θεώρηση προσπάθησε να αντικαταστήσει το στενό πνεύμα του καπιταλιστικού κέρδους και του ανταγωνισμού «με ανθρώπινη ευαισθησία και διευρυμένη συνείδηση».
Για τον μοντέρνο, κοσμοπολίτη άνθρωπο, η κουλτούρα αντικατέστησε τόσο την εργασία όσο και τη θρησκεία ως μέσο αυτοπραγμάτωσης ή αισθητικής δικαίωσης της ζωής. Πίσω από αυτή την αλλαγή βρίσκεται το ιδιόμορφο σταυροδρόμι στη συνείδηση, ιδιαίτερα στα νοήματα εκφραστικής συμπεριφοράς μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Την περίοδο αυτή η κουλτούρα, με τη μορφή της «πρωτοπορίας», έσπρωξε στα όρια τη διερεύνηση της σχέσης της με το «δαιμονικό». Το αποδέχτηκε, το εξερεύνησε, το απολάμβανε και το είδε ως πηγή ενός ορισμένου είδους δημιουργικότητας. «Από τη στιγμή που η κουλτούρα άρχισε να καταπιάνεται με το δαιμονικό, γεννάται το αίτημα σχετικά με την “αυτονομία του αισθητικού”, η ιδέα ότι η εμπειρία, καθ’ εαυτήν και αφ’ εαυτής, έχει υπέρτατη αξία: το καθετί πρέπει να εξερευνάται, το καθετί πρέπει να επιτρέπεται (τουλάχιστον στη σφαίρα της φαντασίας), συμπεριλαμβάνοντας τη λαγνεία, τον φόνο, και άλλα θέματα τα οποία έχουν κυριεύσει τον χώρο του μοντερνιστικού υπερπραγματικού[2]. Η έλευση του μεταμοντερνισμού δεν απείχε πλέον παρά λίγα βήματα. Παράλληλα, όπως σωστά σημειώνει ο Τέρι Ήγκλετον[3], «Η κουλτούρα υπήρξε, μεταξύ άλλων, ένας τρόπος για να κρατηθεί επίκαιρη η ριζοσπαστική πολιτική, μια συνέχισή της με άλλα μέσα. Σταδιακά, ωστόσο, έμελλε να γίνει ένα υποκατάστατό της. Κατά κάποιο τρόπο, η δεκαετία του 1980 έμοιαζε με αυτή του 1960, χωρίς την πολιτική. Καθώς οι αριστεριστικές πολιτικές ελπίδες ξεθώριασαν, οι πολιτισμικές σπουδές βγήκαν στο προσκήνιο. Τα όνειρα για μεγαλεπήβολη κοινωνική αλλαγή καταγγέλθηκαν ως “μεγάλες αφηγήσεις”, που ήταν πιο πιθανό να οδηγήσουν στον ολοκληρωτισμό παρά στην ελευθερία».
Η νέα «οικογένεια» των αντισυστημικών κινημάτων, που συγκλόνισε τον κόσμο την περίοδο του 1968[4], αποτέλεσε ταυτόχρονα μια αντίδραση εναντίον των ανανεωτικών τάσεων των συστημικών δυνάμεων, που τελούσαν υπό την αμερικανική ηγεμονία, και ταυτόχρονα μια αντίδραση απέναντι στη φτωχή, ακόμα και αρνητική, απόδοση των παλιών αριστερών κινημάτων – μια αντίδραση στην αδυναμία, στη διαφθορά, στη συνενοχή, στη ματαίωση και στην αλαζονεία τους. Η έκρηξη αυτή ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της συστημικής κρίσης της δεκαετίας του 1970. Τα αριστερίστικα αντισυστημικά κινήματα ηττήθηκαν παντού. Μάλιστα, η εξέλιξη πολύ σύντομα οδήγησε στην άνοδο και στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Οι διάφοροι ριζοσπαστικοί κύκλοι «ανακάλυψαν» ότι οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή πρέπει πρωτίστως να είναι «πολιτισμική».
Θα πρέπει κάθε πολιτική αλλαγή, για να είναι αποτελεσματική, να εδράζεται και να αντανακλά τις πεποιθήσεις, τα αισθήματα και τις αντιλήψεις του κόσμου στον οποίο κατευθύνεται, με απλά λόγια να έχει τη συναίνεσή του. Η «πολιτισμική πολιτική» είχε γεννηθεί[5]. Η έμφαση πλέον δίνεται στον επιθετικό προσδιορισμό. Με το πέρασμα του χρόνου, ο πολιτισμός θα αποκτήσει αυτόνομη παρουσία. Η πολιτική θα αποσυρθεί στα παρασκήνια. Ο δρόμος προς τον μεταμοντερνισμό είναι ανοιχτός.
Μπορούμε, πλέον, αβίαστα να ισχυριστούμε ότι τα ζητήματα ταυτότητας φύλου και σεξουαλικών προτιμήσεων αποτέλεσαν κινητήριες δυνάμεις για την ανάπτυξη του μεταμοντερνισμού. Η κοινωνική κριτική των (αστικών) ιεραρχιών, που βασίζονταν σε διαφορές φυλής, τάξης, φύλου, εθνικότητας, σεξουαλικών προτιμήσεων και σε άλλες μορφές ταυτότητας, αποτέλεσαν το έναυσμα των εξελίξεων στην παγκόσμια τέχνη που οδήγησαν στον μεταμοντερνισμό. Μεταξύ αυτών, πρωτοποριακό ρόλο είχαν το φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Η φεμινιστική και ομοφυλόφιλη προβληματική άρχισε να επηρεάζει την τέχνη, την ίδια ακριβώς στιγμή που ανέτελλε και ο μεταμοντερνισμός. Η κινηματική λογική, η οποία χαρακτήριζε τις δύο συγκεκριμένες προβληματικές, καθώς και η έμφαση που δίνεται στην έννοια της «κοινότητας», σε αντιδιαστολή με την εξουσία (αστικής τάξης), αποτέλεσε το βασικό όχημα αμφισβήτησης της ιεραρχικής δομής της τελευταίας και της σύγκλισης της θεωρίας του μεταμοντερνισμού με την τέχνη και τον ακτιβισμό που βασίζονται στην ιδιαίτερη ταυτότητα των φορέων τους. Το πραγματικό γεγονός που έσπρωξε στην ενοποίηση των δύο κινημάτων, μεταξύ τους, και στη συνέχεια με τη μεταμοντέρνα προβληματική ήταν η εξάπλωση του έιτζ[6]. Από το σημείο αυτό διαμορφώθηκε ως βασική θέση η υπεράσπιση των συγκεκριμένων μειονοτήτων, που στη συνέχεια επεκτάθηκε στην υπεράσπιση των φυλετικών μειονοτήτων, των μεταναστών κ.τ.λ. Προέκυψε, λοιπόν, η ανάγκη προσδιορισμού, μιας ταυτότητας και του μηχανισμού καταπίεσης που την παράγει, που τη δημιουργεί.
Παράλληλα, εντός του ίδιου κοινωνικού πλαισίου της μετανεωτερικότητας, άρχισαν να ανδρώνονται τα διάφορα κινήματα της Νέας Δεξιάς[7] , κατά τη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980. Τα κινήματα αυτά σε απόλυτο συγχρονισμό με τις εξελίξεις που περιγράψαμε παραπάνω , αντικατέστησαν το πρωτείο που απέδιδε ο φασισμός στο πολιτικό με το πρωτείο του πολιτισμικού στοιχείου. Ενώ τα φασιστικά κόμματα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα επεδίωξαν να καταλάβουν το κράτος και να επιβληθούν στην κοινωνία με σκοπό την εθνική αναγέννηση, τα κινήματα της Νέας Δεξιάς έδωσαν βάρος στην αναμόρφωση, κατ’ αρχάς , της αυτοεικόνας της κοινωνίας. «Η αντίληψη της Νέας Δεξιάς για το πολιτικό ήταν πολιτισμική με μια διττή έννοια. Αφενός ο πολιτισμός καθόριζε τις ουσιαστικές πολιτικές εντάσεις, αφετέρου ο δρόμος προς την πολιτική εξουσία περνούσε κατεξοχήν μέσα από τον πολιτισμό»[8]. Η αντίληψη αυτή είχε γεννηθεί στην τεταμένη ατμόσφαιρα του Μάη του 1968, όταν έγινε φανερό ότι ο πολιτισμός δεν θα έβαζε τέλος στις βαθιές πολιτικές αλλαγές στη μετα-πολεμική Ευρώπη, αλλά ήταν εκείνος που τις πυροδοτούσε. Ο πολιτισμός έπρεπε να αντικαταστήσει την τάξη ως στοιχείο διαφοροποίησης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο ομοιογενείς κοινωνικά και καλούνταν ως σύνολα να υπερασπίσουν τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τους απέναντι στους μη Ευρωπαίους ξένους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΕΑΡ
[1] Κονδύλης, Π., Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1991, σ. 269.
[2] Μπελ, Ντ., Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σ. 195.
[3] Ήγκλετον, Τ., Μετά τη Θεωρία, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σ. 65.
[4]«Το “’68” δεν αποτέλεσε μια στιγμή της χειραφέτησης από το κεφάλαιο, αλλά χειραφέτησης του κεφαλαίου, το οποίο απαλλάχθηκε από την παλαιά αστική κουλτούρα (ηθική, θρησκεία, κράτος, Bildung κ.τ.λ.): η μάχη που έδωσε το “’68” εναντίον της αστικής κουλτούρας προλείανε το έδαφος στον σημερινό μετα-αστικό καπιταλισμό. Ο τελευταίος, διατηρεί τα χαρακτηριστικά του “’68” και είναι αμφισβητίας, επιτρεπτικός και ενάντιος στην πειθαρχία, μη αναγνωρίζοντας καμία αρχή ικανή να θέσει φραγμούς στην απόλυτη κυριαρχία του εμπορεύματος». Fusaro, D., Ευρώπη και Καπιταλισμός, εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα, 2015, σ. 9.
[5] Ήγκλετον, Τ., Μετά τη Θεωρία, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σ. 66.
[6] 102. Για το σημείο αυτό, βλ. Reed, C., «Μεταμοντερνισμός και Τέχνη της Ιδιαίτερης Ταυτότητας» στο Στάγκος, Ν., (επιμ), Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2010.
[7] Με κύριους ιδεολογικούς εκπροσώπους : Alain de Benoist στη Γαλλία, Gianfranco Miglio στην Ιταλία και Botho Strauss στη Γερμανία.
[8] Jan-Werner Muller, Ένας επικίνδυνος νους, Πόλις 2010, σ.327.