Η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας

  1. Σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα η οικονομία της Τουρκίας κ. Μελά;

Η οικονομική κατάσταση στην Τουρκία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Βρίσκεται σε μια καθοδική πορεία τα τελευταία τρία χρόνια η οποία επιβαρύνθηκε περαιτέρω σημαντικότατα από την εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 το 2020.  Σαφέστατα βασική αιτία αυτής της καθοδικής πορείας είναι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, αλλά και η γενικότερη γεωπολιτική συμπεριφορά της κυβέρνησης του Ερντογάν. Ήρθε και η πανδημία με αποτέλεσμα όλα  τα οικονομικά μεγέθη να εξελιχθούν πολύ χειρότερα από το αναμενόμενο. Να δώσω ορισμένα στοιχεία προς πιστοποίηση των παραπάνω :

Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ από 7,8% το 2017 , μειώθηκε σε 2,8% το 2018, σε 0,9% το 2019,και προβλέπεται σε μείωση -5,4% το 2020.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2020 παρουσιάζει έλλειμμα -27,973 δις δολάρια έναντι πλεονάσματος 8,127 δις δολάρια την ίδια περίοδο του 2019. Αυτό οφείλεται:

Πρώτον στη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος – 29,303 δις δολάρια την περίοδο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου 2020 έναντι ελλείμματος -11,314 δις δολάρια την αντίστοιχη περίοδο 2019. Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος οφείλεται αποκλειστικά στη χειρότερη επίδοση των εξαγωγών : 117,628 δις δολάρια (Ιανουάριος –Σεπτέμβριος 2020) έναντι 134,324 δις δολάρια (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2019), δεδομένου ότι οι εισαγωγές παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες.  Η μείωση των εξαγωγών αποδίδεται στην οικονομική κρίση που πλήττει κυρίως τις ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες αποτελούν την περιοχή που υποδέχεται το μεγαλύτερο όγκο των τουρκικών εξαγωγών (περίπου το 60,0%).

Δεύτερον στην υστέρηση των εισροών υπηρεσιών (τουριστικά έσοδα), τα οποία την αναφερομένη περίοδο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου 2020 ανήλθαν σε 25,112 δις δολάρια έναντι 48,317 δις δολαρίων την αντίστοιχη περίοδο του 2019, παρουσιάζοντας μια υστέρηση 23,205 δις δολαρίων. Η μείωση των συγκεκριμένων εισροών αποδίδεται επίσης στην οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας COVID-19.

Παράλληλα το συνολικό χρηματοοικονομικό ισοζύγιο την ίδια περίοδο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου 2020, παρουσίασε εκροή από την χώρα ύψους 4,479 δις δολαρίων έναντι εισροής 0,328 δις δολαρίων την αντίστοιχη περίοδο 2019. Συνολικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (τρεχουσών, κεφαλαίων, χρηματοοικονομικών στοιχείων) παρουσίασε έλλειμμα ύψους 42,634 δις δολαρίων μειώνοντας αντίστοιχα τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας.

Τα τελευταία στοιχεία για τα συναλλαγματικά διαθέσιμα (Σεπτέμβρης 2020) δείχνουν ότι αυτά ανέρχονται σε 79,7 δις δολάρια , εκ των οποίων 36,3 δις σε δολάρια ΗΠΑ και 41,8 δις δολάρια σε χρυσό.

Η ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος έναντι του δολαρίου, την περίοδο 2017-2020  παρουσιάζει, με το πέρασμα του χρόνου, μια συνεχή και επιταχυνόμενη διολίσθηση ειδικά το έτος 2020 .Συγκεκριμένα :

2 Ιανουαρίου 2017 =3,48

2 Ιανουαρίου 2018  =4,14

2 Ιανουαρίου 2019 =5,39

2 Ιανουαρίου 2020 =5,83

6 Νοεμβρίου 2020 = 8,58

12 Νοεμβρίου 2020 = 7,69

Η τελευταία μείωση της ισοτιμίας του τουρκικού νομίσματος ως προς το αμερικανικό νόμισμα, οφείλεται στις προσδοκίες των χρηματοπιστωτικών αγορών (κερδοσκοπικά παιχνίδια) ότι το νέο επιτελείο της Κεντρικής Τράπεζας θα προβεί σε αύξηση των επιτοκίων της την προσεχή εβδομάδα κατά τουλάχιστον 450 μονάδες βάσης.

Ο ρυθμός αύξησης των τιμών καταναλωτή ( πληθωρισμός) βρίσκεται στο 11,89% (Οκτώβρης 2020). Θα πρέπει, για να εκτιμήσουμε σωστά τις εξελίξεις στον πληθωρισμό, ότι αυτός ήταν υψηλός καθ’ όλη την περίοδο  της διακυβέρνησης Ερντογάν. Την περίοδο 2004- 2016, κατά ετήσιο μέσο όρο, κυμάνθηκε στο 8,5%. Το 2017 αυξήθηκε στο 11,144 και στη συνέχεια η αύξηση ήταν υψηλότερη 2018: 16,332 και 2019: 15,177.  Η αύξηση του πληθωρισμού οφείλεται αφενός στη συνέχιση της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης αλλά και στη μεγάλη διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος που υπερακοντίζει τον εισαγόμενο πληθωρισμό.

Το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 13,2% (Οκτώβριος 2020), αυξημένο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα έτη 2017-18 και κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την περίοδο 2000-2015.

 

  1. Το βασικό της πρόβλημα ποιο είναι;

Στο δημόσιο διάλογο όλο και πιο συχνά εμφανίζονται απόψεις οι οποίες πιστοποιούν με βεβαιότητα την επικείμενη «κατάρρευση»  της τουρκικής οικονομίας.

Το βασικό επιχείρημα εδράζεται στην σημαντική υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος έναντι των νομισμάτων των βασικών εμπορικών εταίρων της Τουρκίας και κυρίως του αμερικανικού δολαρίου και του ευρώ,  που έχει παρατηρηθεί ειδικά μετά το 2018. Αξίζει να σημειωθεί ότι από την 1η Ιανουαρίου 2005 που εισήχθη η νέα τουρκική λίρα με ισοτιμία έναντι του δολαρίου ίση με 1,325,7 , καθ΄ όλη τη  διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν το τουρκικό νόμισμα συνεχώς διολίσθαινε. Ο βασικός λόγος  μπορεί να αναζητηθεί στην συνεχή ελλειμματικότητα του τουρκικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών η αναχρηματοδότηση, όμως του οποίου, με συνεχή εισροή πόρων από το εξωτερικό, καθιστούσε ελεγχόμενη σε σχετικό βαθμό τη διολίσθηση του νομίσματος, δεδομένου ότι αυτή είχε ενταχθεί οργανικά στην χάραξη και άσκηση της οικονομικής πολιτικής (με όλες τις αρνητικές αλλά και θετικές επενέργειες που αυτό συνεπάγεται). Οι εξελίξεις ως προς τη συνεχή διολίσθηση του νομίσματος είναι κάτι το συνηθισμένο σε χώρες με ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην προσπάθειά τους να καλύψουν μέρος της απώλειας ανταγωνιστικότητας της οικονομίας τους. Μη ξεχνάμε ότι  η δραχμή διολίσθαινε συνεχώς την περίοδο 1974-2000. Συγκεκριμένα η ισοτιμία έναντι του δολαρίου ήταν το 1974 : 30 δρχ. ενώ το 2000 όταν εισήλθε στο ευρώ ήταν 365,6 δρχ.

Τα πράγματα στην Τουρκία  αλλάζουν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Την τελευταία τριετία οι εισροές πόρων από το εξωτερικό έχουν μειωθεί δραματικά με αποτέλεσμα να υπάρχει όλο και μεγαλύτερη στενότητα συναλλάγματος για να αναχρηματοδοτηθούν οι υφιστάμενες υποχρεώσεις (μακροχρόνιες και βραχυχρόνιες) του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι δύο βασικές αιτίες αυτής της κατάστασης είναι : τα γεωπολιτικά παιχνίδια και την ασκούμενη οικονομική πολιτική του προέδρου Ερντογάν. Η «απομάκρυνση» του Ερντογάν από τις «πολιτικές  αρχές» της Δύσης, η εγκατάλειψη κάθε σκέψης ένταξης στην ΕΕ με την παράλληλη ανάδειξη από τμήμα του πολιτικού κατεστημένου της ασιατικής προοπτικής της χώρας, οι απειλές που εκστομίζει ο Ερντογάν σε όποιον διαφωνεί με τις απόψεις του, η στρατηγική προσέγγιση του με τη Ρωσία και το Ιράν, και τελευταία με την Κίνα,  η εμπλοκή σε πολεμικές διαμάχες με στόχο την κατάκτηση εδαφών (Συρία) ή σε αποικιοποίηση χωρών (Λιβύη) – ως κλασικός ευρωπαίος ιμπεριαλιστής πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και γενικότερα η ανάμειξή του σε όλο το φάσμα των προβλημάτων που αφορούν στον αραβικό κόσμο έχουν προκαλέσει ανησυχία και αβεβαιότητα στους επενδυτές με αποτέλεσμα να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από την χώρα. Συγχρόνως η ασκούμενη οικονομική πολιτική, δείχνει να είναι στον αντίποδα αυτής που θα έπρεπε να ασκείται στο συγκεκριμένο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που εξακολουθεί να λειτουργεί η τουρκική οικονομία. Η άσκηση αυτού του είδους της οικονομικής  πολιτικής συνέβαλε παράλληλα και περισσότερο στην απόσυρση ξένων κεφαλαίων από την χώρα.

Ο Ερντογάν  πιστεύει απλά ότι ο μόνος τρόπος να γίνει υπέρβαση των δυσκολιών είναι η συνεχής μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω και αν αυτό επιφέρει πρόσκαιρες δυσκολίες στην συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος και όχι μόνο. Φαίνεται ότι η μεγέθυνση του εγχώριου (πραγματικού ) τομέα ήταν πάντοτε το πρώτο μέλημα και ο παράγοντας που εξασφάλιζε σε βάθος χρόνου την επίλυση των προβλημάτων που γεννιούνται στο νομισματικό τομέα της οικονομίας. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ θεωρητικά αποτελεί κριτήριο για την εισροή κεφαλαίων, δεδομένου ότι σε οικονομία με υψηλό και αυξανόμενο εισόδημα ασκεί θετικό κίνητρο για άμεσες και άλλου είδους επενδύσεις από το εξωτερικό. Θεωρεί δηλαδή ότι κλείνοντας τα μάτια στα υπαρκτά προβλήματα (συσσώρευση εξωτερικού χρέους, υποτίμηση του νομίσματος, αδυναμία ή δυσκολία αναχρηματοδότησης του χρέους) η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα τα «καλύψει» και θα επανέλθει η περίοδος  της πρώτης δεκαετίας της διακυβέρνησης του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης.  Η συγκεκριμένη επιλογή θέτει την πορεία της τουρκικής οικονομίας στην κόψη του ξυραφιού, με την έννοια ότι η κρίση ρευστότητας συναλλάγματος  κινδυνεύει να μετατραπεί σε κρίση φερεγγυότητας που σημαίνει πλήρη αποκοπή από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει συμβεί. Επίσης λόγω της ολιγαρχικής  φύσης του καθεστώτος η κυβέρνηση μπορεί να επεμβαίνει με αυταρχικά διοικητικό τρόπο στην οικονομία προκειμένου να αποκομίσει τους απαιτούμενους πόρους  για την αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεών της.

 

  1. Έχει περιθώρια ελιγμών και κινήσεων ο Ερντογάν ή το ΔΝΤ είναι προ των πυλών κ. Μελά;

Βεβαίως έχει. Να ακολουθήσει μια πιο σώφρονα πολιτική προσαρμοσμένη στους περιορισμούς που θέτει το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν μπορείς μόνο να κερδίζεις από τις ευκαιρίες που σου παρέχονται όταν είσαι μέρος του συστήματος και μάλιστα ένας από τους καλύτερους μαθητές και να θέλεις να κερδίζεις και όταν αντιβαίνεις τους υπάρχοντες κανόνες και περιορισμούς. Αυτά είναι κόλπα ανατολίτικα που όμως δύσκολα επιβεβαιώνονται στην αδήριτη οικονομική πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Εκτός όμως από αλλαγή πολιτικής μπορεί να χρησιμοποιηθούν σειρά διοικητικών μέτρων μερικά εκ των οποίων έχουν χρησιμοποιηθεί. Τα μέτρα αυτά ως γνωστόν είναι τα ακόλουθα: δάνεια από φιλικές χώρες ,πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων  επίσης με φιλικές χώρες, δάνεια σε συνάλλαγμα της ΚΤ από τις ιδιωτικές τουρκικές τράπεζες, αγορά όλης της παραγωγής χρυσού της χώρας, υποθήκευση μελλοντικών στοιχείων του ενεργητικού (κυρίως υποδομές) του τουρκικού κράτους, αλλά και στοιχείων του ενεργητικού κρατικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων σε ξένα κράτη (Κατάρ, Κίνα κτλ). Η έμμεση και άμεση πώληση των στοιχείων ενεργητικού του τουρκικού κράτους είναι σχεδόν βέβαιον ότι δεν αποτελεί μακροχρόνια λύση. Βέβαια αυτή η πολιτική έχει τα όρια της. Όμως χρονικά δεν μπορούμε να πούμε πότε θα φθάσει σε αυτά τα όρια και αν θα φθάσει (δεδομένου ότι η μελλοντικές εξελίξεις είναι ανοικτές και απρόβλεπτες και μάλιστα με πρόεδρο τον Ερντογάν).  Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Ερντογάν θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να αποφύγει το ΔΝΤ.

  1. Τι σηματοδοτούν οι αλλαγές με τον νέο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και την αντικατάσταση του Αλμπαϊράκ με τον Λουφτί Ελβάν;

Κατά την άποψή μου θέλουν να δείξουν ότι οι υπεύθυνοι για την σημερινή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι άλλοι , οι συγκεκριμένοι δύο, που λειτουργούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, προκειμένου να παραμείνει αλώβητος ο Ερντογάν. Αυτό κυρίως απευθύνεται στο εσωτερικό της χώρας. Σε δεύτερο σημείο φαίνεται ότι με δεδομένο το σημερινό αδιέξοδο ακόμη και ο Ερντογάν φαίνεται να έχει δεχθεί (προσωρινά) ότι χρειάζεται κάποια μεγαλύτερη προσαρμογή της οικονομίας (πριν από όλα αύξηση των επιτοκίων). Έχουν δημιουργηθεί προσδοκίες για αύξηση των επιτοκίων την επόμενη εβδομάδα , κάτι που συγκυριακά μείωσε την ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος σε σχέση με το δολάριο. Όμως παρότι πιθανότατα θα δούμε κάποια αύξηση των επιτοκίων η προσαρμογή δεν θα είναι μακροχρόνια ώστε να είναι και αποδοτική. Με την πρώτη καλυτέρευση της ισοτιμίας αλλά και με όλα τα αρνητικά που συνεπάγεται η αύξηση των επιτοκίων και ειδικά επιπτώσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και στους μισθούς των εργαζομένων πιστεύω ότι ο Ερντογάν θα επανέλθει στις γνωστές απόψεις του για τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής.

 

  1. Πώς επηρεάζει η τελευταία ελληνοτουρκική κρίση τις οικονομικές σχέσεις των δυο χωρών;

Νομίζω ότι η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας COVID-19 επηρεάζει τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και σχεδόν καθόλου οι άλλες προστριβές. Τελειώνοντας  θέλω να πω κάτι που μου έχει προκαλέσει την προσοχή : υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση που εντέχνως καλλιεργείται από συγκεκριμένους κύκλους, στους οποίους αναγνωρίζουμε  πρόσωπα αντιθέτων ιδεολογικών τοποθετήσεων , ότι μια «κατάρρευση» της τουρκικής οικονομίας ή μια προσφυγή στο ΔΝΤ, θα είναι κάτι που θα λειτουργήσει ευνοϊκά για μας αναφορικά με τις γενικότερες προστριβές με την γείτονα χώρα. Πρόκειται για μια φαντασίωση, για μια ενδόμυχη επιθυμία που λειτουργεί υπεραναπληρωτικά και πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Δυστυχώς η Γεωγραφία κάνει Ιστορία και εμείς έχουμε και θα έχουμε ένα συνεχή αγώνα για την εθνική επιβίωση η οποία εξαρτάται και από εμάς τους ίδιους.