Η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι ικανή να μεταβάλλει την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας.

 

Τα προβλήματα στην τουρκική οικονομία είναι πολλαπλά. Όμως τρία είναι πρωταρχικής σημασίας: ο περιορισμός ( επομένως και η ύπαρξη πόρων για την  χρηματοδότηση) των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η αναχρηματοδότηση του βραχυχρονίου εξωτερικού χρέους και ο περιορισμός του ύψους του πληθωρισμού. Και τα τρία συνδέονται με την εξέλιξη της ισοτιμίας του νομίσματος σε σχέση με τα αποθεματικά νομίσματα. Οι σχηματιζόμενες αρνητικές προσδοκίες για την εξέλιξη της ισοτιμίας του νομίσματος ( σε αυτό συμβάλλουν παράγοντες που συνδέονται με την γενικότερη οικονομική πολιτική και τις γεωπολιτικές συμπεριφορές του Ερντογάν) αποτρέπουν την εισροή ξένων κεφαλαίων (αυτόνομων ή δάνειων) κάτι  που δυσκολεύει αφάνταστα την χρηματοδότηση των εξωτερικών ελλειμμάτων και την αναχρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους. Αυτό επιφέρει πιέσεις στην αγορά συναλλάγματος με αποτέλεσμα η ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος να αυξάνεται έναντι των αποθεματικών νομισμάτων και όχι μόνο. Η συνεχής ισχυρή διολίσθηση του νομίσματος πυροδοτεί τον εισαγόμενο πληθωρισμό συμβάλλοντας στην αύξηση του συνολικού δείκτη τιμών καταναλωτή.

Η τελευταία αύξηση των επιτοκίων από την ΚΤ της Τουρκίας αποτελεί μόνο ένα πρώτο βήμα προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Μπορεί βραχυχρόνια να κατάφερε να σταματήσει τη διολίσθηση του τουρκικού νομίσματος (και να μειώσει ελάχιστα την ισοτιμία) αλλά για να έχει μονιμότερη αποτελεσματικότητα θα πρέπει να επιδράσει θετικά στους παράγοντες που  δημιουργούν το πρόβλημα, δηλαδή να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών έτσι ώστε να αρχίσει πάλι η ροή κεφαλαίων προς την χώρα. Αυτό όμως δεν είναι συνάρτηση μόνο των επιτοκίων. Απαιτεί μεγαλύτερη προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής στο διεθνές πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και αναγνώριση των υφισταμένων περιορισμών.

Παράλληλα θα πρέπει το νέο οικονομικό επιτελείο να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των τούρκων καταθετών ως προς το νόμισμα της χώρας. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΚΤ της Τουρκίας, το 56% των καταθέσεων στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα είναι τοποθετημένα σε ξένο νόμισμα κυρίως σε δολάρια ΗΠΑ έναντι 50,0% την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Πρόκειται για ποσό που το ύψος του ανέρχεται σε 225,8 δις δολάρια (13 Νοεμβρίου 2020). Το φαινόμενο αυτό έχει ονομασθεί «δολαριοποίηση» και δείχνει την έλλειψη εμπιστοσύνης των τούρκων καταθετών προς το νόμισμα της χώρας τους.

Επομένως προκειμένου να σταθεροποιηθεί η ισοτιμία του νομίσματος θα πρέπει πρωταρχικά η προσπάθεια να ξεκινήσει από την αποκατάσταση εμπιστοσύνης των τούρκων καταθετών. Κάτι αρκετά δύσκολο με δεδομένη την ιστορική εξέλιξη της ισοτιμίας του τουρκικού νομίσματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι από την 1η Ιανουαρίου 2005 που εισήχθη η νέα τουρκική λίρα με ισοτιμία έναντι του δολαρίου ίση με 1,325,7 , καθ΄ όλη τη  διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν το τουρκικό νόμισμα συνεχώς διολίσθαινε.

Μια καλή αρχή θα ήταν η μείωση του ποσοστού πληθωρισμού γεγονός που θα αντέστρεφε την συνεχώς μειούμενη αγοραστική δύναμη των τούρκων πολιτών. Η μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική αύξησης των μισθών στα όρια του πληθωρισμού καθώς και η μέσω δανείων συγκράτηση  ή και αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών δύσκολα μπορεί να συνεχισθεί σε καθεστώς αύξησης των επιτοκίων και προσπάθειας μείωσης της ισοτιμίας του νομίσματος σε σχέση με τα αποθεματικά νομίσματα.  Εν κατακλείδι, η κατάσταση στην τουρκική οικονομία είναι δύσκολη και συνεχίζει να κινείται σε καθεστώς μεγάλης μακροοικονομικής ανισορροπίας.

Η παρουσία του προέδρου Ερντογάν δεν μπορεί εύκολα να δημιουργήσει περιβάλλον μείωσης της υπάρχουσας αβεβαιότητας. Ο  πρόεδρος Ερντογάν, κατ’ εξοχήν πολιτικός παίκτης, δύσκολα θα αποδεχθεί τους περιορισμούς που προέρχονται από το παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Η ματιά του είναι συνεχώς προσανατολισμένη στον πολιτικό και εκλογικό κύκλο της χώρας του, αλλά και στις γεωπολιτικές επιδιώξεις του. Αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας. Παράλληλα ως γνήσιος ανατολίτης είναι έτοιμος να παζαρέψει τα πάντα και να υποχωρήσει τακτικά μπροστά στις ανυπέρβλητες δυσκολίες, για να επανέλθει πάλι όταν κρίνει ότι το περιβάλλον του το επιτρέπει.

Ήδη, οι αλλαγές του διοικητή της ΚΤ αλλά και του Υπουργού Οικονομικών, κατά την άποψή μου, θέλουν να δείξουν ότι οι υπεύθυνοι για την σημερινή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι άλλοι , οι συγκεκριμένοι δύο, που λειτουργούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, προκειμένου να παραμείνει αλώβητος ο Ερντογάν. Αυτό κυρίως απευθύνεται στο εσωτερικό της χώρας. Σε δεύτερο σημείο φαίνεται ότι με δεδομένο το σημερινό αδιέξοδο ακόμη και ο Ερντογάν φαίνεται να έχει δεχθεί (προσωρινά) ότι χρειάζεται κάποια μεγαλύτερη προσαρμογή της οικονομίας (πριν από όλα αύξηση των επιτοκίων). Όμως , φοβούμαι,  ότι η προσαρμογή δεν θα είναι μακροχρόνια ώστε να είναι και αποδοτική. Με την πρώτη καλυτέρευση της ισοτιμίας,  αλλά  λαμβάνοντας υπόψη  όλα τα αρνητικά που συνεπάγεται η αύξηση των επιτοκίων, και ειδικά οι επιπτώσεις στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, στις επενδύσεις  και στους μισθούς των εργαζομένων, πιστεύω ότι ο Ερντογάν θα επανέλθει στις γνωστές απόψεις του για τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής.

ΥΓ

Από τη στιγμή που έχει βελτιωθεί η ισοτιμία του νομίσματος όλοι οι αναλυτές που διαβάζουν τις οικονομικές εξελίξεις στην γείτονα χώρα με χρηματιστηριακούς όρους έχουν προσωρινά σιγήσει. Όλες οι αναλύσεις περί επικείμενης κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας,  έχουν αποσυρθεί από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Θα επανέλθουν, είμαι βέβαιος, με την πρώτη ευκαιρία,  έχοντας πάντα ως  βάση τα «οικονομικά του αεροδρομίου».