Ο πρόεδρος Ερντογάν και η πολεμική βιομηχανία : επιτυχημένη ιστορία ή απατηλά οράματα

1.

Η αμυντική τουρκική βιομηχανία, μπορούμε να πούμε ότι συγκροτείται από τρεις ομάδες επιχειρήσεων με ξεχωριστά αντικείμενα εργασιών.

Η πρώτη ομάδα επιχειρήσεων, η Turkish Armed Forces Foundation (TSKGV), βρίσκεται τα τελευταία 30 χρόνια υπό τον έλεγχο του στρατού και διοικείται από στρατηγούς εα. Περιλαμβάνει πολλές επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων οι περισσότερο τεχνολογικά προοδευμένες και πρωτοπόρες στο αντικείμενό τους. Αναφέρουμε : την Aselsan (επικοινωνιακή τεχνολογία, ραντάρ, και πληροφοριακή τεχνολογία), την Roketsan (παραγωγή ρουκετών και πυραυλικών συστημάτων), Havelsan (ηλεκτρονικό πόλεμο),  Isbir (σε ηλεκτρικά συστήματα), Aspilsan (παραγωγή στρατιωτικών μπαταριών). Από το Δεκέμβριο 2017, ο όμιλος βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ερντογάν.

Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από επιχειρήσεις joint ventures. Πρόκειται για επιχειρήσεις που συνεργάζονται στενά με αντίστοιχες ξένες επιχειρήσεις (partners) για την κατασκευή τμημάτων ή τελικών προϊόντων. Εμφανίστηκαν στις αρχές του 2000 ως ανταγωνιστές της TSKGV, χωρίς να καταφέρουν σημαντικά αποτελέσματα. Αναφέρουμε τις σημαντικότερες : Nurol Defense Industry, MIKES και Koc Holding’s Otokar.

Η τρίτη ομάδα επιχειρήσεων – πρόκειται για ανερχόμενη ομάδα – που διοικείται από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του Ερντογάν και αφοσιωμένους σε αυτόν. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο  Metin Gurcan (Al Monitor), τρεις είναι οι ανερχόμενες  μεγάλες επιχειρήσεις: η Baykar Makina που ανήκει στην οικογένεια του γαμπρού του Ερντογάν, Selcuk Bayraktar – η BMC που ανήκει στην οικογένεια Ozturk και στον Ethem Sancak, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) – και η Tumosan  που ανήκει στο Albayrak Group.

Εξ αυτών η πλέον φιλόδοξη εμφανίζεται να είναι η BMC, η οποία το 2019, κατάφερε να εισέλθει στη λίστα των 100 πρώτων επιχειρήσεων παγκοσμίως, αναφορικά με τις πωλήσεις – 85η θέση-  με 554,18 εκατομμύρια πωλήσεις. Στην ίδια λίστα, το 2019, υπάρχουν ήδη ακόμη τέσσερις τουρκικές αμυντικές εταιρείες:Aselsan (52η),  Turkish Aerospace Industries (69η)  STM Savunma Teknolojileri Muhendislik ve Ticaret A.S.(85η), και Roketsan A.S (89η).

Πρόκειται για την κυρίαρχη εταιρεία στην παραγωγή λεωφορείων, φορτηγών, σιδηροδρομικών συστημάτων, οχημάτων που φέρουν οπλισμό και θωρακισμένων οχημάτων. Ο Sancak κατέχει το 25% των μετοχών του ομίλου, η οικογένεια Ozturks  το 25.1%, και το υπόλοιπο 49.9% ανήκει στην εταιρεία  Qatar Armed Forces Industry Committee.

2.

Η αμυντική βιομηχανία φαίνεται ότι αποτελεί τον νέο προνομιούχο τομέα της τουρκικής οικονομίας, αφού ο προηγούμενος, ο κατασκευαστικός, έχει υποστεί μεγάλη συρρίκνωση και δεν ανταποκρίνεται στα οράματα του τούρκου προέδρου. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι βέβαια:

-η προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης  και αποστροφή της από τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση

– το διπλωματικό παίγνιο, όπου η τουρκική αμυντική βιομηχανία, πρέπει να έχει σημαντικό ρόλο, εκφράζοντας με ευθύ τρόπο την ισχύ της Τουρκίας του Ερντογάν. Ο στόχος αυτός συναρτάται ευθέως με τη σταδιακή απεξάρτηση της Τουρκίας από τις εισαγωγές οπλικού υλικού από το εξωτερικό και υποκατάστασης αυτού από εγχωρίως παραγόμενο. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, την περίοδο 2015-2019, οι εισαγωγές της μειώθηκαν κατά 48,0%, παρότι την περίοδο αυτή οι τουρκικές δυνάμεις έχουν εμπλακεί σε πολεμικές συρράξεις (Συρία, Λιβύη). Υπολογίζεται ότι η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το 68,5% των αναγκών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων από το 24,0% το 2002.

– οι εξαγωγές αμυντικού υλικού και σε χώρες όπως Κατάρ, Πακιστάν, Ουκρανία, Ουζμπεκιστάν, Μαλαισία, Μπαγκλαντές και ορισμένες ακόμα  αφρικανικές (Μαυριτανία, Μπουρκίνα Φάσο, Γκάνα, Σενεγάλη, Τσαντ), όλες ισλαμικού προσανατολισμού , εκτός βεβαίως της Ουκρανίας. Οι  στόχοι, εκτός του οικονομικού κινήτρου, συνδέονται και με την προσπάθεια επηρεασμού όλων αυτών των χωρών και την ένταξή τους στην τουρκική επιρροή.

Όμως οι περισσότερες από αυτές τις χώρες συμμετέχουν ελάχιστα στις εξαγωγές οπλικών συστημάτων και αμυντικού υλικού της Τουρκίας. Οι κυριότεροι εισαγωγείς οπλικών συστημάτων από την Τουρκία, το 2019, είναι οι εξής χώρες (σε εκατομμύρια δολάρια)  : ΗΠΑ (600 ), Γερμανία (190), Ομάν (180), Κατάρ (175), ΗΑΕ (100), Ολλανδία (60), ΗΒ (40), Ινδία (40), Πολωνία (30), Γαλλία (20), σύμφωνα με τα στοιχεία Turkish Exporters Assembly. Επίσης οι εξαγωγές της Τουρκίας , την περίοδο 2015-2019, αποτελούν το 0,8% των παγκόσμιων εξαγωγών, αυξημένες κατά 80,0% σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία (2010-2014), 0,5%. Είναι προφανές ότι οι εξαγωγές προς τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, αποτελούν κυρίως μέρη των τελικών προϊόντων μετά από συμφωνίες συμπαραγωγής. Οι εξαγωγές προς τις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης αποτελούν περίπου το 50,0% των συνολικών εξαγωγών της Τουρκίας δείχνοντας την εξάρτηση της από τις αγορές (μέσω κυβερνητικών συμφωνιών) των χωρών αυτών.

Οι στόχοι βέβαια του 11ου Αναπτυξιακού Πλάνου της Προεδρίας της Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) μέχρι το 2023 , είναι τουλάχιστον μεγαλεπήβολοι για να μην πούμε εξωπραγματικοί.

Σύμφωνα λοιπόν με το 11ο Αναπτυξιακό Πλάνο η τουρκική αμυντική βιομηχανία θα πρέπει να καταγράψει, μέχρι το 2023, κύκλο εργασιών $ 26,9 δισεκατομμυρίων, από τα $ 10,9 δισεκατομμύρια, που ήταν το 2019 (αύξηση της τάξεως του 155% ή $ 16,0 δισεκατομμύρια σε απόλυτους αριθμούς).

Οι εξαγωγές θα πρέπει να αυξηθούν από τα $ 3 δισεκατομμύρια που ήταν το 2019 στα $ 10,2 δισεκατομμύρια το 2023 (αύξηση της τάξεως του 240% ή $ 7,0 δισεκατομμύρια σε απόλυτους αριθμούς), ενώ οι εργαζόμενοι στον κλάδο θα πρέπει να αυξηθούν από τα 44.700 στα 79.300 άτομα (αύξηση της τάξεως του 77,40% ή 34.600 άτομα σε απόλυτους αριθμούς).

Τέλος, το ποσοστό κάλυψης των αναγκών των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας από συστήματα εγχώριας σχεδίασης, ανάπτυξης και παραγωγής θα πρέπει να αυξηθεί από το 65% που είναι σήμερα στο 75% το 2023.

Ο μακροχρόνιος σχεδιασμός της Προεδρίας της Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) είναι τουλάχιστον εξωπραγματικός : μέχρι το 2053 απόλυτη αυτάρκεια σε οπλικά συστήματα και εξαγωγές 50 δις δολάρια!!!

Η εξωπραγματική διάσταση του σχεδιασμού αφορά κατ’ αρχάς  αυτό καθ’ αυτό τον μακροχρόνιο σχεδιασμό (κανείς δεν μπορεί να σχεδιάζει για τόσο μακρινό διάστημα) και δεύτερον οι πρόσφατες εμπειρίες «μικρών» χωρών που επιχείρησαν να εισέλθουν επιθετικά στις εξαγωγές όπλων – Βραζιλία, Σουηδία – δεν στέφθηκαν με επιτυχία.

Απαιτεί επίσης συνεχώς νέα επενδυτικά κεφάλαια, παραγωγή νέας τεχνολογίας, νέες αγορές σε ένα έντονα ανταγωνιστικό τομέα, πολιτικές συμμαχίες, και σταθερή οικονομία.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει σειρά προκλήσεων που δημιουργούν μεγάλες δυσκολίες σε όλα τα παραπάνω. Συγκεκριμένα : εξάρτηση από πλήθος πρώτων υλών απαραίτητων για την κατασκευή των τελικών προϊόντων (πχ εισαγωγή ειδικευμένου χάλυβα από τη Φιλανδία),  πλήθος τεχνιτών και ειδικευμένου προσωπικού εγκαταλείπουν την Τουρκία λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και του συνεχούς περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, μεγάλη κρίση στην εξωτερική πολιτική που δυσκολεύει αφάνταστα τη συνεργασία στο στρατιωτικό – τεχνολογικό επίπεδο, βαθιά οικονομική κρίση που αποδυναμώνει συνεχώς το νόμισμα και δημιουργεί έντονες ανησυχίες στους ξένους επενδυτές, αποχώρηση ξένων επενδυτών (κάτι που στερεί απαραίτητους πόρους, στους οποίους κτίστηκε το οικονομικό παράδειγμα του Ερντογάν) αδυναμίες τεχνολογικού χαρακτήρα (κυρίως στην παραγωγή των κινητήρων που αποτελούν τον βασικό παράγοντα στα εξελιγμένα οπλικά συστήματα. Η συνεργασία με την Ουκρανία για την εισαγωγή κινητήρων  προκειμένου να υλοποιηθεί το πρόγραμμα των μη επανδρωμένων αεροπλάνων AKINCI  αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα).