Κατατέθηκε τελικά η αναμενόμενη πρόταση της ευρωπαϊκής επιτροπής (27 Μαΐου 2020) για τη δημιουργία του λεγόμενου Σχεδίου Ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία COVID-19. Η πρόταση κινήθηκε στο αναμενόμενο πλαίσιο (είχε περίπου αναγγελθεί από την πρόεδρο της επιτροπής ) και έχει ως βάση το σχέδιο Μέρκελ- Μακρόν. Η πρόταση πλέον είναι γνωστή.
Εν συντομία :Πεντακόσια δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και 250 δισεκατομμύρια σε δάνεια. Οι επιπλέον πόροι θα αντληθούν από την Επιτροπή με την έκδοση ομολόγων διάρκειας έως 30 ετών, και θα διανεμηθούν στα κράτη-μέλη, τις περιφέρειες και τους τομείς της οικονομίας που έχουν πληγεί βαρύτερα από την κρίση. Η αποπληρωμή των ομολόγων θα αρχίσει από το 2028. Αυτό σημαίνει ότι θα εκδοθούν ομόλογα με διαφορετικό χρόνο ωρίμανσης (από 8 έτη μέχρι και 30 έτη). Το προτεινόμενο σχέδιο φαίνεται ότι σπάζει ένα ταμπού που ισχύει μέχρι τώρα στην ΕΕ: της έκδοσης πιστοποιητικών κοινού χρέους. Δηλαδή με την εγγύηση και των 27 χωρών της ΕΕ.
Θα περιοριστούμε τις προφανείς δυσκολίες που ενυπάρχουν στην πρόταση οι οποίες χρειάζονται να ξεπερασθούν στην πορεία του χρόνου και μέχρι την τελική απόφαση. Μέχρι τότε ας μην κραυγάζουν “Vittoria” όσοι κάνουν (σκοπίμως) την επιθυμία τους πραγματικότητα. Εξάλλου όπως λέει και ο ποιητής «ο άνθρωπος έχει ως γνωστόν τη σιγουριά του πρώτο εχθρό».
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι προς το παρόν, η πρόταση της Επιτροπής είναι απλώς … πρόταση. Οι πρώτες αντιδράσεις από τις τέσσερις χώρες (Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία)που εξ αρχής ήταν αντίθετες στην πρόταση Μέρκελ- Μακρόν , όπως αναμενόταν, συνεχίζουν να είναι αρνητικές. Είναι γνωστόν ότι στα ζητήματα κοινοτικού προϋπολογισμού απαιτείται ομοφωνία για τη λήψη αποφάσεων. Οπότε, οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι σκληρές.
Όπως πάντα όμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται ότι θα επιτευχθεί τελικά συμφωνία. Το ερώτημα όμως είναι τι θα περιλαμβάνει αυτή η συμφωνία. Η επίτευξη συμφωνίας προφανώς σημαίνει υποχώρηση και από τις δύο πλευρές. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο ότι η συμφωνία μάλλον θα κινηθεί στη μείωση του συνολικού ύψους προς εκείνο που έχει προταθεί από το γαλλογερμανικό σχέδιο. Προφανώς θα έχει και άλλες αλλαγές έτσι ώστε να ικανοποιηθούν μερικώς οι χώρες που αντιδρούν.
Η επίτευξη συμφωνίας στην επιτροπή και στη Σύνοδο Αρχηγών θα πρέπει να ακολουθηθεί από την ψήφιση της πρότασης από τα 27 κοινοβούλια των χωρών μελών, κάτι που θα απαιτήσει χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι, για το έτος 2020 δεν προβλέπεται πιθανότατα καμία πράξη που να απορρέει από το νέο πλαίσιο.
Οι πόροι θα ενταχθούν στον πολυετή προϋπολογισμό της ένωσης (2021-2027) και θα διατεθούν κατά τη διάρκεια του. Συνεπώς οι πόροι, θα διατεθούν με βάση τα συνηθισμένα κριτήρια που υπάρχουν σήμερα και διέπουν τους προϋπολογισμούς της ένωσης συν τα πρόσθετα κριτήρια, που θα τεθούν λόγω τη ιδιαιτερότητας της παρούσας κατάστασης, εντός 7 ετών. Αυτό σημαίνει αργή και γραφειοκρατική αντιμετώπιση της κρίσης. Ενώ η ίδια η επιτροπή στις εκτιμήσεις της θεωρεί ότι οι οικονομίες της ευρωζώνης θα υποστούν συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά μ.ο , 7,7% το 2020, οι πόροι προγραμματίζονται να δοθούν σε βάθος επταετίας.
Επίσης σχετικά με τον γραφειοκρατικό τρόπο αντιμετώπισης σημειώνουμε παραδειγματικά τα εξής : Ο πρώτος πυλώνας του Σχεδίου Ανάκαμψης αφορά τη στήριξη των κρατών-μελών της Ε.Ε.. Το βασικό όχημα ονομάζεται Διευκόλυνση Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility), το οποίο υπολογίζεται ότι θα μπορεί να δώσει επιχορηγήσεις 310 δισ. ευρώ και δάνεια 250 δισ. ευρώ. Οι χώρες που θα αιτηθούν πόρους από το συγκεκριμένο εργαλείο θα πρέπει να καταθέσουν αναλυτικά σχέδια δημόσιων επενδύσεων και συνοδευτικών μεταρρυθμίσεων, τα οποία πρέπει να συμβαδίζουν με τις βασικές προτεραιότητες της Ε.Ε.: την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή ατζέντα και την ενίσχυση της «ανθεκτικότητας» των οικονομιών της Ένωσης απέναντι σε μελλοντικά σοκ. Επιπλέον, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις συστάσεις πολιτικής του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Τα εθνικά αυτά σχέδια θα εξετάζονται και θα εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η έγκρισή της όμως, παρότι αναγκαία, δεν είναι ικανή συνθήκη για την αποδέσμευση των χρημάτων. Θα πρέπει να εγκριθούν και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ωστόσο η απόφαση του Συμβουλίου δεν χρειάζεται να είναι ομόφωνη, αλλά λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία. Δεν είναι μόνο αυτές οι δυσκολίες : οι απαιτήσεις – αιρεσιμότητες που αφορούν μεταρρυθμίσεις (προκειμένου να εγκριθούν τα σχέδια των κρατών και συνεπώς οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια) ίσως δεν γίνουν ευνοϊκά δεκτές από χώρες όπως η Ιταλία, ενώ οι αιρεσιμότητες που αφορούν το σεβασμό του κράτους δικαίου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συναντήσουν την αντίδραση της Ουγγαρίας και μάλλον της Πολωνίας. Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πως θα ξεπερασθούν αυτές οι δυσκολίες. Παράλληλα θα πρέπει να μη ξεχνούμε ότι στην περίπτωση της έγκρισης των σχεδίων των κρατών μελών θα υπάρχει επιτήρηση για το κατά πόσον η χρησιμοποίηση των πόρων γίνεται σύμφωνα με τους σκοπούς που έχουν διατυπωθεί. Επιπλέον, οι πόροι θα διατεθούν με βάση της προτεραιότητες της ένωσης στους αναφερόμενους παραπάνω τομείς και όχι με βάση τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα προβλήματα της κάθε χώρας που δημιουργήθηκαν ή οξύνθηκαν λόγω της πανδημίας COVID-19.
Μια ακόμη δυσκολία είναι από που θα βρεθούν οι πόροι για την αποπληρωμή των εκδιδομένων ομολόγων. Ουσιαστικά η Επιτροπή προτείνει νέους φόρους για την αύξηση των εσόδων προκειμένου να αποπληρωθεί το νέο χρέος της ένωσης. Συγκεκριμένα προτείνει τα νέα κοινοτικά έσοδα που θα επιτρέψουν την αποπληρωμή του νέου ευρωπαϊκού χρέους να προκύψουν από την επέκταση του συστήματος εμπορίας ρύπων της Ε.Ε. (για παράδειγμα μεταξύ άλλων στους κλάδους της ναυτιλίας και των αερομεταφορών), από τη «διασυνοριακή προσαρμογή άνθρακα» (τον νέο φόρο για την αποτροπή εξόδου παραγωγικών μονάδων προς χώρες με πιο χαλαρή περιβαλλοντική νομοθεσία) και από έναν νέο ψηφιακό φόρο (που ως τώρα έχει αποδειχθεί αδύνατον να συμφωνηθεί). Οι συγκεκριμένες φορολογίες (περιβαλλοντικές και ψηφιακές) για την ενίσχυση των ιδίων πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού έχουν προταθεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά έχουν συναντήσει τη σθεναρή αντίσταση συγκεκριμένων χωρών. Και εδώ θα πρέπει να περιμένουμε τις αποφάσεις. Παράλληλα πρέπει η κυβέρνηση να εκτιμήσει τι ακριβώς σημαίνουν για την ελληνική οικονομία οι νέες αυτές επιβαρύνσεις.
Ακόμη, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες , απορρίφθηκε η ιδέα των «ομολόγων εις το διηνεκές» (perpetual bonds), ως πολιτικά μη εφικτών και νομικά επισφαλών. Όμως η έκδοση διηνεκών ομολόγων ήταν σαφώς μια λύση που δεν θα εξανάγκαζε την επιτροπή να επιβάλλει νέους φόρους για αποπληρωμή του χρέους. Έτσι η επιβάρυνση του ΔΧ των κρατών θα είναι ελάχιστη. Η ιδέα δεν είναι νέα. Η Μεγάλη Βρετανία εξέδωσε για πρώτη φορά τέτοιου είδους ομολογίες (“Consols”), το 1752 και στη συνέχεια τις χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει τους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα, τον Κριμαϊκό πόλεμο. Επίσης οι ΗΠΑ εξέδωσαν διηνεκείς ομολογίες το 1870 για να σταθεροποιήσει το χρέος από τον εμφύλιο πόλεμο. Βεβαίως και αυτές οι ομολογίες μπορούν να αποπληρωθούν αν το αποφασίσει ο εκδότης , όπως έπραξε η Μεγάλη Βρετανία το 2015 αποπληρώνοντας όλες τις ομολογίες που αφορούσαν στην χρηματοδότηση των προηγούμενων πολέμων. Η θεωρητική δυσκολία εδώ αφορά στο ποιος θα αγοράσει αυτού του είδους τις ομολογίες. Πρακτικά δεν θα πρέπει να υπάρχει πρόβλημα δεδομένου ότι κυκλοφορούν στην αγορά ομολογίες 100 ετών (Αυστραλία) με επιτόκιο λίγο κάτω από το 0,5%. Επίσης η ρευστότητα λόγω της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών είναι αυξημένη. Με βάση αυτό το επιτόκιο, μπορούμε να πούμε ότι η επιβάρυνση των κρατών μελών για μια έκδοση χρέους ύψους 0,750 τρις ευρώ, θα είναι μόνο περίπου 3,75 δις ευρώ ετησίως. Ουσιαστικά ελάχιστα και χωρίς δυναμική επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.
Ακόμη υπάρχει μια εναλλακτική στρατηγική, παρότι αυτή παραμένει ως ταμπού στους περισσότερους οικονομολόγους και τους ασκούντες την πολιτική, που ονομάζεται, ευθεία, μη επιστρεφόμενη χρηματοδότηση από την ΚΤ για τις επιπρόσθετες δημοσιονομικές μεταφορές που κρίνονται απαραίτητες , μια παρέμβαση γνωστή ως «χρήμα από το ελικόπτερο». Οι ΚΤ έχουν την ικανότητα να δημιουργούν χρήμα με μορφή (χαρτο)νομίσματος (αύξηση της νομισματικής βάσης), και να πιστώνουν το χρήμα σε ένα αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ υπουργείου οικονομικών ή υπουργείων οικονομικών (περίπτωση ΕΕ) ή σε αντίστοιχο λογαριασμό των τραπεζικών ιδρυμάτων. Στην παρούσα κατάσταση, η ΚΤ μπορεί να πιστώσει τους λογαριασμούς των Υπουργείων Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης με τις επιπρόσθετες μεταβιβάσεις για την περίοδο του προγράμματος. Η πίστωση θα μπορούσε να είναι μη επιστρεφόμενη πχ, θα μπορούσε να ισοδυναμεί με μεταφορά από την ΚΤ στις κυβερνήσεις. Από την άποψη της λογιστικής εγγραφής, θα μπορούσε να καλυφθεί από μια μείωση των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας ( αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για την ικανότητα της τράπεζας να συνεχίσει να λειτουργεί, διότι απλούστατα καμία κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να πτωχεύσει) ή ως διηνεκής απαίτηση στην πλευρά του ενεργητικού. Έτσι αυτό δεν θα έχει καμία επίδραση στα κέρδη της ΚΤ τα οποία περιοδικά μεταφέρονται στην κυβέρνηση, ειδικά εάν το επιτόκιο στα ρευστά αποθέματα είναι μηδέν. Σημειωτέων ότι μια τέτοια μεταβίβαση από την ΚΤ στο υπουργείο οικονομικών θα ισοδυναμεί με μια ανάλογη απόκτηση κυβερνητικού χρέους από την ΚΤ, ακολουθούμενη από μια άμεση διαγραφή του, έτσι ώστε δεν θα έχει καμία επίδραση στο δημόσιο χρέος. Πρόκειται για την πολιτική που ασκεί η Μεγάλη Βρετανία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι καταστατικά αυτό απαγορεύεται από τις συνθήκες της ΕΕ. Όμως απαγορευόταν και από το καταστατικό της Τραπέζης της Αγγλίας. Όμως αυτό δεν εμπόδισε, λόγω της οικονομικής συγκυρίας, να το παρακάμψει. Οι κανόνες υπάρχουν για να καταστρατηγούνται όταν το δημόσιο συμφέρον το επιβάλλει.
Παρότι όπως αναφέραμε υπάρχουν λύσεις, η ΕΕ (διάβαζε Γερμανία) επιλέγει την λιγότερο αποτελεσματική. Είναι βέβαιον ότι η ΕΕ, περνάει μια βαθιά οικονομική κρίση λόγω του κορωναϊού. Όμως περνά και μια βαθιά υπαρξιακή κρίση που όλοι την αντιλαμβάνονται. Μια ένωση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει η ΕΕ, με τις αλλαγές που γίνονται στον πλανήτη, και όλες όσες θα γίνουν λόγω του κορωναϊού, είναι αδύνατον να συνεχίσει να υφίσταται μόνο λόγω του φόβου που διακατέχει όλους (κράτη και πολίτες) για το τι θα συμβεί σε μια πιθανή κατάρρευσή της.