Αποτελεί κοινό τόπο ότι η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελεί τη βασική διαδικασία εξόδου από την κρίση και αύξησης της απασχόλησης.
Είναι γνωστό ότι η μεγέθυνση του οικονομικού συστήματος αποτελεί ένα μεσοπρόθεσμο στόχο και συνίσταται στην εξάπλωση της παραγωγικής δυνατότητας (μετρούμενη ως αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ καθώς και του πραγματικού κατά κεφαλή ΑΕΠ).
Η επένδυση θεωρείται ο πρωταρχικός κινητήρας της μεγέθυνσης, καθόσον επιτρέπει την αύξηση της διαθεσιμότητας των παραγωγικών παραγόντων (φυσικό κεφάλαιο και εργασία) ή ένας σωστότερος συνδυασμός των δύο έτσι ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα.
Πολλοί οικονομολόγοι, προερχόμενοι από διάφορες σχολές σκέψεις, θεωρούν ότι η παρούσα φάση της οικονομικής συγκυρίας, χαρακτηρίζεται από χρόνια υπερβάλλουσα αποταμίευση έναντι των επενδύσεων.
Επιπλέον θεωρούν ότι η υπερβάλλουσα αποταμίευση δημιουργεί το έλλειμμα ζήτησης που με τη σειρά του προκαλεί τη μείωση της παραγωγής και συνεπώς την ανεργία. Σε αυτό το πλαίσιο μόνο η αύξηση των επενδύσεων, και συνεπώς η μεγέθυνση του ΑΕΠ, θα μπορούσε να οδηγήσει την οικονομία στην ισορροπία της πλήρους απασχόλησης. Διαφοροποιούνται μόνο στο μονοπάτι που πρέπει να ακολουθηθεί για την επίτευξη του στόχου.
‘Όμως είναι εύκολο να δειχθεί ότι η υπόθεση της υπερβάλλουσας αποταμίευσης είναι εντελώς ασύμβατη με την ιδέα όταν οι αποφάσεις για την παραγωγή εξαρτώνται από την ενεργό ζήτηση.
Στην πραγματικότητα, κάτω από την ισορροπία της πλήρους απασχόλησης δεν υπάρχει κατάσταση υπερβάλλουσας αποταμίευσης: η αποταμίευση είναι πάντοτε ίση με την επένδυση καθόσον η πραγματοποιηθείσα παραγωγή, εντός των ορίων της παραγωγικής δυνατότητας της οικονομίας, είναι πάντοτε ίση με τη ζήτηση.
Εάν λοιπόν δεν υπάρχει υπερβάλλουσα αποταμίευση τι υπάρχει σε μια οικονομία με ανεργία;
Σε μια οικονομία που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης σίγουρα πρέπει να υπάρχει φυσικό κεφάλαιο μη χρησιμοποιούμενο. Μάλιστα σε μια οικονομία σε κρίση αυτό ισχύει στο μέγιστο βαθμό.
Με άλλους όρους, εάν η ζήτηση είναι πολύ κατώτερη από την συνολική παραγωγική δυνατότητα, σημαντικό μέρος του φυσικού κεφαλαίου μένει αχρησιμοποίητο ή υποαπασχολούμενο στην παραγωγή. Συνεπώς σε μια φάση της κρίσης η οικονομία βρίσκεται με υπερβάλλον φυσικό κεφάλαιο. Για παράδειγμα, ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργασιακού δυναμικού στην ελληνική βιομηχανία, την περίοδο 2009-2018, κατά μέσο όρο, ήταν 67,8% , ενώ την περίοδο 1995-2008, αντίστοιχα ήταν 75,96% .
Η πρώτη συνέπεια είναι η μείωση των επενδύσεων.
Η δεύτερη συνέπεια είναι η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων. Η συνέπεια από τη μείωση των μισθών είναι η μείωση της δαπάνης των νοικοκυριών, γεγονός που σπρώχνει προς τα κάτω τη ζήτηση, την παραγωγή και την απασχόληση καθιστώντας ακόμη πιο αβέβαιη την πορεία της οικονομίας.
Η τρίτη συνέπεια είναι η δημιουργία των επιχειρηματικών μη αποτελεσματικών δανείων λόγω της αδυναμίας των επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους προς το τραπεζικό σύστημα.
Εάν όλα τα παραπάνω έχουν νόημα, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των επενδύσεων, όπως υποθέτει η νεοκλασική σκέψη (ιδιωτικές επενδύσεις) ή η νεοκεϋνσιανή αντίστοιχη ( δημόσιες επενδύσεις) , δεν είναι σε θέση να αποτρέψει, εκτός με τρόπο συγκυριακό, τη συσσώρευση των παραγόντων που οδηγούν σε κρίση. Πράγματι, εάν η αύξηση της επένδυσης αναμένεται να αυξήσει τη συνολική ζήτηση των αγαθών βραχυπρόθεσμα, θα μεγεθύνει και την μακροπρόθεσμη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας, αντισταθμίζοντας (ολοκληρωτικά ή μέρος) το αρχικό χάσμα μεταξύ δυνητικής και τρέχουσας παραγωγής. Δεδομένου ότι, στη συνέχεια, οι επενδύσεις μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα (γεγονός με υψηλή πιθανότητα όταν εμπεριέχουν τεχνολογικές καινοτομίες), αυτό το χάσμα θα μπορούσε αντιθέτως να αυξηθεί, αυξάνοντας το βαθμό της μη χρησιμοποίησης της δυναμικότητας/κεφαλαίου και τους κινδύνους της επανεμφάνισης της κρίσης.
Συμπερασματικά, η όλη αναφερόμενη κατάσταση περιγράφει κάτι σαν το παράδοξο του Ζήνωνα, με τις επενδύσεις στο ρόλο του Αχιλλέα και η μείωση της υπερβάλλουσας παραγωγικής δυνατότητας- κεφαλαίου στο ρόλο της χελώνας την οποία δεν μπορεί να φθάσει ο Έλληνας ήρωας. Το αποτέλεσμα αυτής της μάταιης επιδίωξης είναι μια προοδευτική μετατόπιση της κατανομής του εισοδήματος υπέρ των κερδών και αύξησης των κινδύνων αστάθειας συνολικά για την οικονομία.
Παρατηρούμε ότι αυτό το παράδοξο μπορεί να ξεπεραστεί κατά τη διάρκεια του χρόνου μέσω ενός ρυθμού μεγέθυνσης της παραγωγικής δυνατότητας χαμηλότερου από το ρυθμό αύξησης της ζήτησης των αγαθών. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, με αμετάβλητα τα μεγέθη της ροπής προς κατανάλωση και του πληθυσμού, μόνο με μια σημαντική ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθών, ικανού να αυξήσει την κατανάλωση των νοικοκυριών με ρυθμό υψηλότερο από τον αντίστοιχο της αύξησης των επενδύσεων.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 22.12.2019