Το κρισιμότερο ίσως, θέμα στις συζητήσεις με τους δανειστές την εβδομάδα που πέρασε είναι τι θα αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη. Πού βρισκόμαστε;
Νομίζω ότι η βασική λογική των θεσμών, της ΕΚΤ και του ESM, είναι ότι πρέπει να προχωρήσουμε δραστικά στο ζήτημα των κόκκινων δανείων. Να βρεθεί ένας μηχανισμός, δηλαδή, που να διευκολύνει τις διαδικασίες του νόμου Κατσέλη διότι θεωρούν ότι ο νόμος αυτός δημιουργούσε προβλήματα στη διεκπεραίωση. Αφενός για το ύψος των προστατευόμενων δανείων, ότι δηλαδή ήταν πολύ υψηλό και αφετέρου ότι οι δικαστικές διαδικασίες αργοπορούσαν, δεν ήταν αποτελεσματικές. Επαναλαμβάνω, δεν είναι απολύτως αληθές αυτό που υποστηρίζουν οι θεσμοί. Επομένως, θα μειωθεί το ύψος και θα βρεθεί μια διαδικασία να επιταχύνεται η διεκπεραίωση. Αυτό θα περιλαμβάνει ο νέος νόμος.
Τι γνωρίζουμε έως τώρα, σχετικά;
Οι πληροφορίες λένε ότι οι θεσμοί θέλουν προστασία κάτω από 100.000 εμπορική αξία. Η κυβέρνηση επιμένει ότι αυτό είναι ένα πολύ μικρό ποσό και επομένως μιλάει για 200.000 ή 150.000. Για λόγους κοινωνικούς, πολιτικούς αλλά και οικονομικούς δεν μπορεί να δεχθεί αυτό το «κάτω από 100.000». Δεν θα το δεχθεί, νομίζω.
Να δούμε τα σχέδια για τα κόκκινα δάνεια, της Τραπέζης Ελλάδος και αυτό του ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας). Καταρχάς, ποιο το μέγεθος του προβλήματος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης;
Εδώ τα κόκκινα δάνεια είναι περίπου 47% έναντι 4% στην Ευρωζώνη. Η συζήτηση έχει προχωρήσει, έχει ωριμάσει. Σημασία έχει το εξής: γίνεται παραδεκτό, πλέον, από τα πιο επίσημα χείλη, όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από τον Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος ότι ακόμη και αν επιτευχθούν όλοι οι στόχοι που έχουν τεθεί από τους θεσμούς για μείωση των κόκκινων δανείων, αυτό δεν αρκεί για να μπορέσουμε να φθάσουμε σε ένα σημείο να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να αρχίσουν οι τράπεζες να λειτουργούν, δηλαδή να χορηγούν δάνεια που είναι και ο σκοπός τους. Υπάρχει ανάγκη, λοιπόν, λέγεται επισήμως, να υπάρξει νέος μηχανισμός, να επιταχυνθεί η διαδικασία.
Οι προτάσεις κάθε μια από τις δυο ξεχωριστά τι προβλέπουν;
Ο πρώτος μηχανισμός έχει κατατεθεί εδώ και πολύ καιρό από την Τράπεζα Ελλάδος. Στην ουσία λέει το εξής: πρέπει να βρεθεί μια εταιρεία ειδικού σκοπού στην οποία θα μεταφερθεί σημαντικό μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος του αναβαλλόμενου φόρου που θα λειτουργεί ως εγγύηση. Δηλαδή, το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης του κράτους από τις τράπεζες, που θα μεταβιβασθεί, στην ουσία θα αντιστοιχεί σε μια κάλυψη των πρόσθετων ζημιών που θα παραχθούν για τις τράπεζες από τις αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων και θα διαγραφούν, θα φύγουν από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε σχέση με τις τιμές της αγοράς.
Να περιγράψουμε, λίγο, τι είναι ο «αναβαλλόμενος φόρος» για να κατανοηθεί και γιατί θα λειτουργεί, στο σχέδιο αυτό, ως εγγύηση;
Ο αναβαλλόμενος φόρος ψηφίστηκε το 2014 και είναι στο πλαίσιο των διεθνών τραπεζικών προτύπων, που δίνει τις δυνατότητες στις τράπεζες – μόνο στις τράπεζες, σε καμιά άλλη επιχείρηση στην Ελλάδα – να μην πληρώνουν φόρο για 30 χρόνια προκειμένου να αντισταθμίσουν τις ζημιές που υπέστησαν από το PSI. Θα έχουμε έτσι, υπό μια έννοια, τις εγγυήσεις για τη διαφορά που θα υπάρξει ανάμεσα στην τιμή όπου είναι εγγεγραμμένα τα δάνεια και στην τιμή αγοράς όταν θα μεταφερθούν στον μηχανισμό. Θα καλύπτεται, υπό μια έννοια, από αυτό τον φόρο ο οποίος θα λειτουργεί ως εγγύηση του δημοσίου. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός προβλέπει ότι ο αναβαλλόμενος φόρος από τις ζημιές του PSI+, αλλά και αυτός που θα προκύψει από την ενεργητική αναδιάρθρωση δανείων θα αναγνωρίζεται στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εξαρτάται από τη μελλοντική κερδοφορία τους. Έτσι στην ακραία περίπτωση που για τα επόμενα 30 χρόνια οι τράπεζες δεν εμφανίσουν κέρδη, το Δημόσιο θα καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στον αναβαλλόμενο φόρο. Η δέσμευση αυτή δεν παρέχεται δωρεάν από το Δημόσιο. Οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να αποδώσουν δωρεάν μετοχές αντίστοιχης αξίας προς το Δημόσιο.
Σε κάθε περίπτωση είναι δέσμευση καθαρά θεωρητικού περιεχομένου, δεδομένου ότι είναι πρακτικά αδύνατο να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς κέρδη.
Μια τέτοια λύση, γιατί δεν θα μπορούσε να έχει ήδη γίνει; Δεν άλλαξαν οι δυνατότητες. Η ανάκαμψη της οικονομίας θα ξεκίναγε έτσι ενωρίτερα, δεν είναι απλό.
Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα για την ελληνική περίπτωση. Επί της ουσίας, ρωτάς γιατί δεν έγινε αυτό εξαρχής. Νομίζω διότι κάποιος έπρεπε να βάλει παραπάνω χρήματα, δηλαδή να υπάρξει ένα ακόμη PSI των ιδιωτικών χρεών. Ένα κούρεμα, δηλαδή, των δανείων, του ιδιωτικού χρέους που είχαν οι τράπεζες, με έναν κλασικό τρόπο. Δηλαδή, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που θα αγοράσει τα δάνεια από τις τράπεζες, θα εκδώσει ομόλογα και θα προσπαθήσει να περισώσει ό,τι γίνεται απ΄ αυτές τις αξίες στην αγορά όπως κάνουν όλες οι τράπεζες σ’ όλες τις χώρες του κόσμου που είχαν τραπεζική κρίση. Αυτό σημαίνει όμως ότι κάποιος έπρεπε να βάλει τα κεφάλαια για να αγοραστούν αυτά τα δάνεια. Τότε, οι δανειστές, το αρνήθηκαν, διότι δεν ήθελαν να δώσουν περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα. Τώρα, με το σχέδιο της Τραπέζης Ελλάδος τον ρόλο αυτό τον παίζει ο αναβαλλόμενος φόρος, ως εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Μπορεί να λειτουργήσει έως ενός ορισμένου ορίου διότι προϋποθέτει ότι οι τράπεζες θα παράξουν κέρδη στα τριάντα χρόνια, πράγμα βέβαιο.
Ποιο το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας;
Σ’ αυτό φαίνεται ότι συμφωνεί και η κυβέρνηση. Στη θέση του αναβαλλόμενου φόρου που θα καλύψει τη διαφορά, όπως είπαμε πριν, μεταξύ τιμής εγγραφής του δανείου και τιμής αγοράς τους, πρέπει να βάλει κάποιος χρήματα. Υπολογίζεται ότι θα είναι γύρω στα τέσσερα δισ. Είναι χρήμα πραγματικό. Θα τα βάλει το κράτος αφού τα πάρει από το μαξιλάρι; Άρα χρειάζεται μια έγκριση από το ESM. Διαφορετικά, θα πρέπει οι τράπεζες να τιμολογήσουν, θα έλεγα, πολύ χαμηλότερα τα δάνειά τους, άρα να εγγράψουν μεγαλύτερη ζημιά. Όταν βγουν τα ομόλογα στην αγορά θα αξιολογηθούν από τους οίκους. Αυτός που θα θέλει να αγοράσει τα ομόλογα θα δει και θα εξετάσει τι εγγύηση υπάρχει. Στο μεν ένα σχέδιο υπάρχει ο αναβαλλόμενος, ενός κράτους όμως που δεν μπορεί ακόμη να βγει στις αγορές, άρα εδώ αυξάνεται το ασφάλιστρο κινδύνου. Στη δεύτερη περίπτωση, στο σχέδιο του ΤΧΣ, υπάρχει μία εγγύηση πραγματική, χρήματα. Από την άποψη αυτή το σχέδιο αυτό είναι αποτελεσματικότερο, οι τιμές των ομολόγων θα είναι υψηλότερες, θα έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να απορροφηθούν οι ζημιές που θα εγγράφουν οι τράπεζες μικρότερες. Αυτή, χοντρικά, είναι η διαφορά των δυο σχεδίων. Οι τράπεζες οπωσδήποτε θα εγγράψουν ζημιές, η προσπάθεια είναι για όσο το δυνατό μικρότερες. Αυτό επιχειρείται τώρα. Οι τράπεζες να φθάσουν στο σημείο να μπορούν να χορηγούν δάνεια. Ο μηχανισμός του σχεδίου του ΤΧΣ, είναι σχεδόν αντιγραφή του ιταλικού σχεδίου .
Ποια η αποτελεσματικότητα του ιταλικού μηχανισμού;
Ιδρύθηκε το 2016 και δημιούργησε ένα θετικό προηγούμενο. Πήγε αρκετά καλά, στα δυο χρόνια που δουλεύει. Τα κόκκινα δάνεια έχουν μειωθεί κατά 46δισ. Εδώ δυστυχώς δεν ακολουθήθηκε η πρακτική που είδαμε σ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Με την ευκαιρία, να πω, έπρεπε να υπάρχει ένας υφυπουργός για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Επίκειται έξοδος στις αγορές, κατά τη γνώμη σου; ΄Εχει γίνει πολιτικό επίδικο και από τη ΝΔ.
Έχει προγραμματισθεί να γίνει και θα γίνει. Μετά τις Πρέσπες, νομίζω, θα έχουμε ένα πενταετές ομόλογο. Ήδη υπάρχει αποκλιμάκωση και των δεκαετών αλλά θα επιλεγεί το πενταετές, κάπου δύο δισ. έναντι των επτά που απαιτείται. Όλες οι χώρες που βγήκαν πρόσφατα – Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία – πήγαν καλά. Η Ελλάδα, βέβαια, έχει το πρόβλημα του υψηλού χρέους. Το πενταετές, σημειώνω, λήγει εντός περιόδου όπου θα υπάρχει εποπτεία, άρα οι αγορές εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Το 2022, εξάλλου, ο ρυθμός μεγέθυνσης θα είναι ίσος ή και θα ξεπερνά τον ρυθμό της ευρωζώνης. Έχω την εντύπωση ότι η ΝΔ διέπεται από μια καταστροφολογία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Πώς πάει η οικονομία, λοιπόν;
Υπάρχει σταθεροποίηση, χωρίς αμφιβολία και αναγνωρίζεται απ’ όλες τις πλευρές. Υπάρχει και μια μικρή αύξηση οικονομικής δραστηριότητας. Βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι εάν θα μπορέσει αυτά τα θετικά βήματα να έχουν και μακροπρόθεσμη προοπτική.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Η ΕΠΟΧΗ