Οι συνεχείς εξαγγελίες της Κυβέρνησης (ειδικά μέσω των Υπουργών Ανάπτυξης που υποτίθεται ότι έχουν τη σχετική αρμοδιότητα) για την επικείμενη αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας μέσω της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης αλλά και όλων των άλλων μέσων που δημιουργούν κατά καιρούς οι κυβερνήσεις (ΤΕΜΠΜΕ ,ΕΤΕΑΝ) έχουν αποδειχθεί υπέρμετρες πομφόλυγες. Είναι εύκολο και ασφαλώς λιγότερο επικίνδυνο να αποδώσουμε όλες αυτές τις πομφόλυγες σε επικοινωνιακή διάθεση για χειραγώγηση της κοινής γνώμης από το να τις αποδώσουμε σε έλλειψη γνώσης ή σωστότερα σε έλλειψη αίσθησης της ιστορικής πραγματικότητας και των θεωρητικών προταγμάτων που επιχειρούν να την εξηγήσουν και να την μεταβάλλουν προς το «κοινό συμφέρον».
Συγκεκριμένα έχουμε τα ακόλουθα :
Κατά το 2010 και ειδικά κατά το δεύτερο εξάμηνο, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου του υπολοίπου της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας (το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τη Γενική Κυβέρνηση και τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται ως το άθροισμα των υπολοίπων σχετικών δανείων , των χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρικών ομολόγων που διακρατούν οι τράπεζες συν το υπόλοιπο των τιτλοποιημένων δανείων και των εταιρικών ομολόγων), από τα εγχώρια Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) επιβραδύνθηκε σε 5,5% το Δεκέμβριο του 2010 από 6,6% στο τέλος του Δεκεμβρίου 2009 .
Έχει ενδιαφέρον να ειπωθεί σε τι συνίσταται αυτή ο έστω και επιβραδυνόμενος ετήσιος ρυθμός ανόδου :
– Αύξηση παρουσίασε μόνον η χρηματοδότηση προς τη Γενική Κυβέρνηση . Πρόκειται δηλαδή για αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου . Το Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα διακρατεί το 2010 ομόλογα του ελληνικού δημοσίου κατά 11,2 δις ευρώ ή σε ποσοστό 33,3% περισσότερο από το έτος 2009. Η συνολική αξία του εν λόγω χαρτοφυλακίου ανήλθε στο τέλος του Δεκεμβρίου 2010 στο ύψος των 44,8 δις ευρώ.
– Η σωρευτική καθαρή ροή προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα ,το τέλος του 2010, διαμορφώθηκε σε -0,5 δις ευρώ έναντι θετικής ροής 10,3 δις ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2009. Αναλυτικά:
– Συνολική χρηματοδότηση Ιδιωτικού Τομέα : -0,2 % (σε σχέση με το 2009).
– Χρηματοδότηση επιχειρήσεων : +1,0 %.
– Χρηματοδότηση ελευθέρων επαγγελματιών,
αγροτών και ατομικών επιχειρήσεων : -0,8%
Χρηματοδότηση Ιδιωτών : -1,4 %.
Η παρατηρούμενη επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα το 2010 οφείλεται σε παράγοντες προσφοράς και ζήτησης όπως είναι αναμενόμενο. Εκτιμάται ότι στην τρέχουσα συγκυρία μεγαλύτερη επίδραση έχουν οι παράγοντες που οδηγούν σε συγκράτηση της προσφοράς , ιδίως η συνεχιζόμενη άνοδος των επισφαλών δανείων και οι περιορισμοί στην εξωτερική χρηματοδότηση των τραπεζών. (Ενδεικτικά , ο λόγος δανείων προς καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα στα ΝΧΙ αυξήθηκε σημαντικά σ ε123,1% το Δεκέμβριο του 2010, από 106,5% το Δεκέμβριο του 2009 , κυρίως λόγω της μείωσης τω καταθέσεων). Επίσης επηρέασαν τη μείωση της προσφοράς , οι δευτερογενείς επιπτώσεις της ύφεσης, ο κίνδυνος μείωσης της αξίας των επιχειρήσεων. Από τη μεριά της ζήτησης οι λόγοι είναι λίγο πολύ γνωστοί μέσα στο υφιστάμενο υφεσιακό περιβάλλον . Μείωση επενδύσεων, αύξηση επιτοκίων κτλ.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο είναι οι προβλέψεις της Τραπέζης της Ελλάδος για τις εξελίξεις το 2011. Σύμφωνα με τις προβλέψεις η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής . Συνεπώς φαίνεται να αποτελούν πομφόλυγες πρώτου μεγέθους οι μεγαλόστομες εξαγγελίες της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού ανάπτυξης. Αν όμως η χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας δεν αυξηθεί πως θα έλθει η πολυπόθητη μεγέθυνση της οικονομίας. Απλά θα αργήσει περαιτέρω με αποτέλεσμα την χειροτέρευση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών που έχουν ως βάση αναφοράς το ΑΕΠ.
Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο φαινόμενο: η δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα , συνολικά αυξήθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2009 , σε 59,8% του ΑΕΠ από 52,8% του ΑΕΠ , λόγω της μείωσης του ΑΕΠ και όχι λόγω αύξησης των δανείων.
Η χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας προϋποθέτει θετικές προσδοκίες αναφορικά με τις επενδύσεις αλλά και την ροπή προς κατανάλωση. Είναι οι θετικές προσδοκίες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις επένδυσης και όχι το αντίθετο όπως λανθασμένα διακηρύττουν οι οπαδοί της νεοκλασικής σχολής. Πως θα δημιουργηθούν θετικές προσδοκίες σε μια οικονομία σε βαθειά ύφεση που έχει ανάγκη λόγω των πολλαπλών προβλημάτων της γρήγορη μεγέθυνση ως μοναδική απάντηση στα πολλαπλά αυτά προβλήματα της ; Ποιός θα αποδεχτεί το ρόλο της λοκομοτίβας της μεγεθυντικής διαδικασίας στην ελληνική οικονομία ; Το σίγουρο είναι ότι το ρόλο δεν μπορεί να τον αναλάβει κανένας ιδιώτης επενδυτής. Άλλωστε, αν το ήθελε θα τον είχε ήδη αναλάβει. Ποιός απομένει λοιπόν αγαπητοί νεοκλασικοί και νεοφιλελεύθεροι συνομιλητές ;