«Ένας Γερμανός είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πει ψέμα, χωρίς να το πιστεύει ο ίδιος»
- T. Adorno, Minima Moralia
1.
Η εικόνα του εθνικού παρελθόντος αποτελεί μέρος της αυτοεικόνας κάθε λαού. Είναι εντελώς συνηθισμένο, στα έθνη γενικά, οι άνθρωποι να γαλουχούνται με αντιλήψεις αναφορικά με την αξία και τη σπουδαιότητα του έθνους τους οι οποίες πλειοδοτούσαν κατά πολύ έναντι κάθε νηφάλιας αποτίμησης στηριζόμενης στα αντικειμενικά δεδομένα. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά τα πράγματα στην Γερμανία.
Όπως συμβαίνει παντού, έτσι και στη Γερμανία, το ρεαλιστικό αίσθημα υπερηφάνειας για τα εθνικά επιτεύγματα και τα εθνικά χαρακτηριστικά τους μεταλλάχθηκε ανεπαίσθητα σε μια υπερηφάνεια η οποία αφορούσε κατορθώματα και γνωρίσματα υπερ μεγεθυμένα ή και εντελώς φανταστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση Kantorowicz. (Δες Κουτί 1)
Όμως , στην Γερμανία, για κοινωνιοεξελικτικούς και πολιτισμικούς λόγους δημιουργήθηκε μια κατάσταση στην οποία το επίπεδο της εθνικής αυτοσυνείδησης ανάμεσα στην υπερηφάνεια και στην αλαζονεία παρέμεινε σχετικά επισφαλής και ευάλωτη.
Η μετεξέλιξη της Γερμανίας, αρχικά σε ενιαίο απολυταρχικό κράτος και κατόπιν σε ενιαίο εθνικό κράτος, συντελέστηκε με πολύ βραδείς ρυθμούς και με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με άλλα υπόλοιπα ευρωπαϊκά απολυταρχικά ή εθνικά κράτη.
Τα ανερχόμενα γερμανικά μεσαία στρώματα , αισθανόμενα μειονεκτικά έναντι των αντίστοιχων αγγλικών και γαλλικών, λόγω της αργοπορημένης ανάπτυξής τους, στράφηκαν στην ανάδειξη ορισμένων συλλογικών επιτευγμάτων σε τομείς της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της μουσικής και άλλων τεχνών – δηλαδή σε αυτό που ονομάστηκε γερμανική Kultur (σε αντίθεση με τον όρο civilization που χρησιμοποιούν οι αγγλοσάξονες).
Σε σύγκριση με άλλες χώρες (πχ Αγγλία) οι Γερμανοί διέθεταν μια αόριστη εικόνα για την πατρίδα τους και τα εθνικά χαρακτηριστικά της. Δεν υπήρχε κάποιος «τρόπος ζωής» ο οποίος να λογίζεται στη σκέψη και στον λόγο ως χαρακτηριστικά γερμανικός. Το μόνο ειδικά γερμανικό ήταν μια γενική κοσμοθεώρηση, ένας ιδιαίτερος τύπος πεποιθήσεων, και τίποτε παραπάνω.
Έτσι ο Γερμανός κυρίως αισθανόταν αυτή την αξία και ελάχιστα την βίωνε στην καθημερινή του πραγματικότητα. Δεν απόρρεε δηλαδή, από την γερμανική αυτοεικόνα , τίποτε που να μπορεί να ληφθεί ως κανόνας πρακτικής καθοδήγησης στην καθημερινή ζωή , με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να βασίζονται μόνο στις ατομικές τους προσλήψεις. Δεν συνδεόταν μ’ έναν συγκεκριμένο κώδικα διαγωγής που να παρέχει στα άτομα ένα μέτρο σχετικά σταθερό, εσωτερικευμένο υπό τη μορφή ενός στρώματος της ατομικής τους συνείδησης, με βάση το οποίο θα έκριναν τους άλλους και τον εαυτό τους.
Την εθνική συνείδηση εκτός από αίσθηση , η μεγάλη μάζα των Γερμανών, την βίωνε κυρίως σε εορτασμούς , επίσημες αργίες και προπαντός σε κρίσεις και καταστάσεις κινδύνου. Σε αυτές τις στιγμές ο γερμανικός λαός συνειρμικά οδηγούνταν σε μια εθνική ανάταση η οποία συνόρευε με το ιερό με έντονα μυστικιστικά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια αιώνων απολυταρχικής εξουσίας, οι Γερμανοί είχαν καλλιεργήσει μια σιωπηρή λαχτάρα για εθνικά ιδεώδη, πεποιθήσεις , βασικές αρχές και πρότυπα.
Σε ομαλές περιόδους η μεγάλη ιδεατή εικόνα της Γερμανίας βρισκόταν στο παρασκήνιο. Έδινε λίγη απ’ τη λάμψη της στη ζωή του γερμανικού λαού τις μέρες γιορτής. Έριχνε όμως και μια βαριά σκιά. Η εικόνα αυτή ήταν τόσο εξυψωμένη, ώστε πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν τα καθημερινά δρώμενα της πολιτικής ζωής αποκρουστικά και ασήμαντα.
Το βαθύ χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο εξαιρετικό και στο κανονικό, είχε κι απ’ αυτή την άποψη ευρύτατες συνέπειες: η πραγματικότητα και η κανονικότητα απαξιώνονταν ως ασήμαντες και ανούσιες.
Την συγκεκριμένη τάση των Γερμανών να αναζητούν ένα συλλογικό ιδανικό έξω από την καθημερινή ζωή την ενίσχυε και, στην πραγματικότητα, την αναπαρήγε η εικόνα ενός τάχα χαμένου εθνικού μεγαλείου.
Αυτό συνέβαινε διαμέσου της εξιδανικευμένης εικόνας του ισχυρού Ράιχ του παρελθόντος , την οποία κάθε Γερμανός και κάθε Γερμανίδα είχαν αφομοιώσει ως μέρος της ταυτότητάς τους και η οποία αποτελούσε μέρος της απάντησης στο ερώτημα: «Τι είμαι ως Γερμανός;».
Αυτό το Ράιχ, αυτή η ιδεατή εικόνα της Γερμανίας, επανερχόταν σταθερά ως σημείο αναφοράς για χειροπιαστή δράση σε κρίσιμες καταστάσεις. Αποτελούσε σύμβολο πίσω απ’ το οποίο συσπειρώνονταν οι Γερμανοί. Κινητοποιούσε ισχυρές συναισθηματικές δυνάμεις. Η πραγματική και η ιδεατή Γερμανία έρχονταν πιο κοντά. Κάποιες φορές, για σύντομο διάστημα, έφτασαν σχεδόν να ταυτιστούν. Σε τέτοιες καταστάσεις, η απολυτότητα και η αδιαλλαξία του γερμανικού εθνικού ιδανικού δικαιώνονταν πλήρως.
Όταν το ζήτημα είχε να κάνει με την αποκατάσταση της παλαιάς δόξας της Γερμανίας η πραγματική πολιτική κατάσταση μπορούσε να παραγνωριστεί πλήρως. Ήταν αδιανόητο να υπάρξει η οποιαδήποτε υποχώρηση.
Ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Γερμανών, τα οποία έχουν θεωρηθεί ως επικίνδυνα (ισχυρή δόση επιθετικότητας και καταστρεπτικότητας) οφείλονται περισσότερο σε μια τάση που έχει ενσταλαχτεί στους Γερμανούς, όχι μόνο από την παράδοση συμπεριφορών τους, αλλά και την συνδυαστική επίδραση των επαναλαμβανόμενων ιστορικών βιωμάτων, της εκπαίδευσης και της προπαγάνδας- στην τάση τους, σε κρίσιμες καταστάσεις, όταν γινόταν επίκληση του υπερμεγεθυμένου ιδεατού «εμείς» τους , να ενεργούν στο όνομα της Γερμανίας τόσο τυφλά όσο το απαιτούσε το υψηλό ιδανικό τους, δηλαδή αδιαφορώντας για αυτό που οι άλλοι αποκαλούσα «σκληρή πραγματικότητα», δίχως να λογαριάζουν τις συνέπειες για τους υπόλοιπους και για τους εαυτούς τους. Στο βωμό της ιδεατής Γερμανίας τα πάντα φαίνονταν δυνατά κι επιτρεπτά. Ο πατριωτισμός- εθνικισμός των Γερμανών είναι κατά βάση ρομαντικός. Και για αυτό είναι επικίνδυνος.
Κουτί 1
Η Μυστική Γερμανία του Ernst Kantorowicz
Ο Ernst Kantorowicz (1895-1963), Γερμανός ιστορικός εβραϊκής καταγωγής, συνδεδεμένος με τον κύκλο του συμβολιστή ποιητή Stefan George, ήταν καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Το 1933, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ανέστειλε την ακαδημαϊκή του δραστηριότητα και έξι χρόνια αργότερα μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου απέκτησε την έδρα της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ. Απολύθηκε επειδή δεν δέχτηκε να δώσει έναν αντικομμουνιστικό όρκο, όμως συνέχισε να διδάσκει στο διάσημο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών στο Πρίνστον. Τα πιο διάσημα έργα του είναι το Emperor Frederick II και τα Two Bodies of the King .
Το 1933, ο Ernst Kantorowicz είναι 38 ετών. Εθνικιστής από καλή οικογένεια, ο μεσαιωνικός ιστορικός και βιογράφος του Φρειδερίκου Β’ βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Ωστόσο, αφού υπηρέτησε τη χώρα του κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και έχοντας καταστείλει – ως μέλος των Freikorps – τις κομμουνιστικές εξεγέρσεις που συγκλόνισαν τη Βαϊμάρη, ο Kantorowicz ανακαλύπτει ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος ως «Εβραϊκό υποκείμενο». Έτσι πήρε ένα εξάμηνο άδεια και όταν, το 1933, επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, εγκαινίασε το μάθημα με μια ομιλία αφιερωμένη στη μυστηριώδη μυστική Γερμανία (Das geheime Deutschland). Ο Kantorowicz πέρασε τα νιάτα του πολεμώντας στο όνομα της Γερμανίας. Έχασε τον Μεγάλο Πόλεμο. Ως ρεβανσιστής εθνικιστής πυροβόλησε τους συμπατριώτες του, ενοχοποιώντας τους ότι ήθελαν να ξεκινήσουν μια επανάσταση. Και, παρ’ όλα αυτά, αποκλείεται από τη νέα κατεύθυνση της χώρας. Ανθρώπινα, υπάρχει μόνο μία πιθανή αντίδραση, που είναι να πει: “Αυτή δεν είναι η πραγματική Γερμανία!” Το παρόν – μεταξύ Ναζί και κομμουνιστών – είναι άρρωστο, αντιφατικό, ένοχο. Η πραγματική Γερμανία ζει στο παρελθόν. Και παραμένει μυστικό από τα μάτια των περισσότερων.
Σε αυτήν την κρυφή αποφασιστικότητα του Γερμανού Geist αφιέρωσε ο Kantorowicz την ομιλία του το 1933, αφιερωμένη ακριβώς στη μυστική Γερμανία. Αλλά, συγκεκριμένα, πώς πρέπει να το καταλάβουμε; Απάντηση: «Η μυστική Γερμανία είναι σαν μια έσχατη κρίση και μια ανάσταση νεκρών, πάντα κοντά, παρόντες. Είναι αληθινά υπαρκτό και τόσο αληθινό όσο ο θάνατος. Είναι η μυστική κοινότητα των ποιητών και των σοφών, των ηρώων και των αγίων, των εκτελεστών και των θυμάτων που δημιούργησε η Γερμανία και προσφέρθηκαν στη Γερμανία. Είναι η κοινότητα εκείνων που (…) ήταν ωστόσο οι μόνοι που δημιούργησαν το αληθινό πρόσωπο των Γερμανών»[1].
Η μυστική Γερμανία είναι πάντα παρούσα, δίνοντας το μέτρο σύγκρισης με το κάθε σήμερα. Είναι το σημείο μόνιμο αναφοράς. Είναι ένας α-ιστορικός Όλυμπος. Υπάρχει για να παρέχει η όχι τη νομιμοποίηση σε κάθε παρόν «Όποιος δεν παίρνει στα σοβαρά αυτή τη μυστική Γερμανία, όποιος θέλει μόνο να την καλύψει ή ακόμα και να την εκμεταλλευτεί για ακάθαρτους σκοπούς, καλύτερα να μην στρέψει το βλέμμα του προς αυτό το μυστικό βασίλειο» [2]. Μέσα σ’ αυτή «ο πιο οικείος και ουσιαστικός πυρήνας του έθνους βρίσκει προστασία»[3] Η μυστική Γερμανία, είναι η μόνη παράμετρος για να μετρηθεί το μεγαλείο του γερμανικού Geist: «Από τότε που υπάρχει κάτι γερμανικό με την υψηλή έννοια της λέξης, μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από τις συνθήκες και την κατάσταση του ορατού βασιλείου, υπήρξε μια άλλη Γερμανία, που είχε πάντα τη δική της ουσία και ζωή πέρα από τη Γερμανία ορατή σε όλους»[4].
- di Ruvo, I Tarocchi di Hegel, Limes, La Germania senza qualita- no 6 -2024
Η Secret Germany είναι απλά μια συμπτωματική εφεύρεση στο μυαλό του Kantorowicz; Ή μήπως είναι μια φαντασιακή κατάσταση που δεσπόζει ως μέρος της αυτογνωσίας των Γερμανών; Μήπως με αυτό τον τρόπο, δηλαδή η ύπαρξη ενός «ακίνητου» αλλά ιερού παρελθόντος -το Απόλυτο Χεγκελιανό Πνεύμα – που αποσυνδέεται συστηματικά από το γίγνεσθαι – το οποίο κατά τον Χέγκελ είναι απόλυτη αρνητικότητα- και στο τέλος της διαλεκτικής του πορείας θα επέστρεφε στον εαυτό του, καταλαγιασμένο, έχοντας εν τω μεταξύ επανεγκολπωθεί το σύνολο των επιμέρους , πεπερασμένων προσδιορισμών του , δηλαδή και τα πεπερασμένα ένοχα ιστορικά παρόντα του.
Μπορεί να υπεισέλθει εδώ , και κάτω από αυτή την ανάλυση, αναγνώριση κάποιας ενοχής για τα ιστορικά πεπραγμένα που πραγματικά να διεισδύει στην αυτογνωσία του γερμανικού λαού; Μπορεί να υπάρξει Erinnerung (αναγνώριση της ενοχής) που μπορεί να γίνει αποδεκτό και συγχρόνως να θεραπεύσει με την προσαρμογή και το πέρασμα του χρόνου ό,τι έχει συμβεί; Ή η μεταπολεμική Γερμανία αποτελεί το ένα μέρος μιας αντίφασης στην πορεία του Απολύτου Πνεύματος, που δεν γνωρίζει ούτε η ίδια που θα την οδηγήσει πια. Ελπίζω όχι εκεί που οδηγήθηκε η Γερμανία της Βαϊμάρης. Εκεί τα όνειρα ήταν : μαρξιστική παλιγγενεσία, χιτλερικές ανοησίες ή νοσταλγία à la Kantorowicz. Συνταγή για την καταστροφή. Το οποίο συμβαίνει αμέσως.
2.
Οι περισσότεροι παρατηρητές της σύγχρονης γερμανικής σκηνής επισημαίνουν ότι μετά την ενοποίηση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχασθεί μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κυρίως επανήλθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της δεκαετίας του 1920 το κύριο περιεχόμενο των οποίων ήταν προσανατολισμένο στις γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις.
Η γοητεία που ασκούν ξανά οι γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις από τη δεκαετία του 1920 είναι σύμπτωμα ενός ευρύτερου πολιτιστικού αναπροσανατολισμού. Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο λόγο με τη γερμανική ταυτότητα. Την επαύριον της ενοποίησης, το κυρίαρχο ερώτημα ήταν, «Τι σημαίνει γερμανικός;» ένα ερώτημα που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, αν εξαιρέσουμε κάποια περιθωριακά στοιχεία της ακροδεξιάς.
Βεβαίως , σήμερα τουλάχιστον, το γερμανικό ζήτημα φαίνεται να μην συνδέεται τόσο με τα παραδοσιακά θέματα της Machtpolitik και της Realpolitik, τα οποία έχουν βρει μια λύση(;) με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο με τη γερμανική ταυτότητα. Προκρίνεται η συζήτηση σε πολιτιστικό επίπεδο.
Όμως πριν αναφερθούμε σε αυτά τα ζητήματα θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δύο λόγια για τον τρόπο που οι Γερμανοί, ιστορικά, αντιλαμβάνονται τη Realpolitik. Η αναφορά δεν είναι τυχαία όπως θεωρούμε ότι θα δειχθεί στη συνέχεια.
Στη ρίζα της Realpolitik βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας που μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: « Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, η μόνη ρεαλιστική θέση είναι ότι η πολιτική βασίζεται στην αχαλίνωτη χρήση βίας. Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι παρά τις ωραίες λέξεις που μπορεί να μεταχειρίζονται οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες, την κρίσιμη ώρα βασίζονται κι αυτοί στην ισχύ τους, για να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Και τη χρησιμοποιούν δίχως αναστολές, όπως κι οι Γερμανοί. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι Γερμανοί είναι πιο ειλικρινείς»[5] Η παραπάνω άποψη βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Εκεί όμως που χρειάζεται να σταθούμε είναι η λέξη «ειλικρινείς». Ενώ η εθνική πίστη των Γερμανών στη Realpolitik συνδεόταν με την πίστη τους στον πόλεμο και στη χρήση της ένοπλης ισχύος ως έσχατο μέσο για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των εθνών και έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία στο ρόλο που έπαιζε η φυσική βία δεν έδειχναν ανάλογη ευαισθησία για τους περιορισμούς στην άσκηση της υπέρτερης ισχύος την οποία συνεχώς υπερτιμούσαν ως προς την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της, πιστεύοντας ότι πάντοτε θα λειτουργούσε υπέρ τους. Αυτή τη μονομέρεια των αντιλήψεών τους την ονόμαζαν ειλικρίνεια.
Αρνούνταν κατηγορηματικά να «ντύσουν» την ωμή βία με την λεγόμενη «μαλακή ισχύ» ώστε να παραχθεί η ισχύς με τη σύγχρονη έννοια κάτι που , κυρίως οι Αγγλοσάξονες, αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη το έχουν αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη. Η απουσία «μαλακής ισχύος» σε συνδυασμό με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική τους στην ουσία μετέτρεπε την γερμανική Realpolitik σε ένα επικίνδυνο μίγμα κυνικού ρομαντισμού και άτεγκτης πορείας προς το πεπρωμένο.
Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της γερμανικής Realpolitik από τους γερμανικούς πολεμικούς στόχους τον προηγούμενο αιώνα. Μολονότι οι ηγετικές ομάδες της Γερμανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους διέφεραν σημαντικά ως προς την κοινωνική τους καταγωγή , οι πολεμικοί τους στόχοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι: αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, πιθανώς με κάποιες υπερπόντιες κτήσεις. Στην πράξη δεν ήταν παρά μια γερμανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία στην Ευρώπη και πέραν αυτής.
Έχει σημασία να αναφέρουμε (ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα σημερινά σχέδια της Γερμανίας όπως αυτά εκφράζονται από τον Wolfgang Schauble ) ότι το σχέδιο στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός από την άμεση προσάρτηση περιοχών, κυρίως στα ανατολικά, απέβλεπε στη σύσταση μιας κεντροευρωπαϊκής ένωσης, αποτελούμενης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Αυστροουγγαρία , με την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία ως συνδεδεμένα μέλη. Πολλά εδάφη στην Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και μεγάλων τμημάτων της Ρωσίας , προορίζονταν να αποτελέσουν απλώς και μόνο αποικίες. Οραματίζονταν, επίσης, την επέκταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική, στον Ειρηνικό ωκεανό αλλά και στη Μέση Ανατολή. Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας , παρακάμπτει τη Ναζιστική περίοδο για πολλαπλούς λόγους ,αλλά επανέρχεται ποικιλοτρόπως στο Αυτοκρατορικό παρελθόν της χώρας της.
Το μη ρεαλιστικό και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ήταν , ακόμα και σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας στο πεδίο του πολέμου, η απόλυτη αδυναμία ενός λαού με πληθυσμό 60-70 εκατομμύρια να μπορέσει να επιβληθεί ,πολιτικά, οικονομικά ,σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αναπτυγμένων εθνικών κρατών μεγέθους 450-500 εκατομμυρίων. Η αφέλεια των γερμανικών πολιτικών ηγεσιών εδραζόταν στο ότι φθάνει να κερδίσει τον πόλεμο και όλες οι χώρες θα ήταν έτοιμες να δεχθούν την γερμανική κυριαρχία. Επί της ουσίας τα σχέδια των πολιτικών ελίτ στερούνταν ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Ο τρόπος που ονειρεύονταν να επιβληθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς δεν θα ήταν αποτελεσματικός ούτε για υποανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.
Αν πράγματι έχουμε εισέλθει , κατά κάποιο τρόπο, στο μυαλό του Wolfgang Schauble, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου του, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο περίπλοκα αλλά και ενδιαφέροντα. Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της ΕΕ και σαφέστατα με την προοπτική του.
3.
Ας επανέλθουμε τώρα στα ζητήματα που ανέκυψαν μετά την ενοποίηση και αφορούν στην εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας. Μια συζήτηση που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Η συζήτηση γίνεται στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της Γερμανικής κοινωνίας και επιδιώκεται να δειχθεί ότι αυτή η ιδιαιτερότητα ισχύει μέχρι και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στην Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με την, μέχρι την ενοποίηση, πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ. Οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Ιδέες που , παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του Ναζισμού, θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (τις οποίες κατέστρεψαν οι Ναζί ως μικροαστοί).Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός στηρίζει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας αλλά και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει την υπέρμετρη «ωμή βία» με την οποία επιβάλλουν ,εκεί που μπορούν, την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο) και με τη σειρά της στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Wolfgang Schauble αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, μια νέα γενιά , αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Wolfgang Schauble , δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη τους στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
Τώρα, είναι γνωστόν, ότι στην ιστορία της Γερμανίας , οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα καθορίστηκαν από τη διάχυτη και εγγενή αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας περί της ιδιαιτερότητας της, σε σχέση με τη Δύση. Δεν πρόκειται, όπως λανθασμένα πολλές φορές αναφέρεται, περί απλού ιδεολογήματος, αλλά για συγκεκριμένο περιεχόμενο που πήρε το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα σε πλήρη αλληλεξάρτηση με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαδικασίες της γερμανικής κοινωνίας. Υπ΄ αυτήν την άποψη η συγκεκριμένη αντίληψη ως δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της γερμανικής κοινωνίας αποτελεί μέρος της πραγματικότητάς της. Συνεπώς χρειάζεται ως τέτοια να ληφθεί υπόψη και ως τέτοια να ενταχθεί σε μια συλλογιστική αντιμετώπισης. Οι θέσεις που θεωρούν τις αντιλήψεις αυτές ως ανορθολογικές , μεταφυσικές κτλ [6] απλά επιβεβαιώνουν τα θεμελιώδη λάθη ενός «φιλελευθερισμού» που σφύζει από «οικουμενιστικά ιδεολογήματα» τα οποία δεν αντέχουν στην βάσανο της κριτικής της ιστορίας.
Από ιστορική άποψη, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί το δικό της δρόμο. Έτσι το ζήτημα με τη γερμανική πολιτική της ταυτότητας είναι ότι τα βασικά σημεία αναφοράς της , τόσο ιστορικά όσο και πολιτισμικά, διαπνέονται από το ήθος της γερμανικής εξαίρεσης[7]. Αναπόφευκτα, λοιπόν, όταν τίθενται σήμερα εκ νέου ζητήματα που αφορούν την εξέλιξη της γερμανικής εθνικής ταυτότητας είναι δύσκολο –αν όχι αδύνατο- να αποφευχθεί η χρήση της εθνοκεντρικής φρασεολογίας των παλαιότερων συζητήσεων για τη γερμανική ταυτότητα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το πρόβλημα δεν είναι η γερμανική ιδιαιτερότητα , άλλωστε όλοι οι λαοί έχουν τις ιδιαιτερότητες τους που ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ιστορική τους διαδρομή, παρά τις ισοπεδωτικές επιδράσεις που έχει επιφέρει η νεωτερικότητα κύρια συνιστώσα της οποίας αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα. Το ζήτημα είναι γιατί η γερμανική ιδιαιτερότητα διάκειται τόσο εχθρικά στις υπόλοιπες εθνικές ιδιαιτερότητες που προσπαθεί ουσιαστικά να τις απαλλοτριώσει, να τις υποτάξει, να τις υποδουλώσει και εν τέλει να τις εξαφανίσει. Αυτό χρειάζεται να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί. Θα το επιχειρήσουμε σε άλλο άρθρο. Όμως μπορούμε απλά να αναφέρουμε ότι : Οι Γερμανοί διακρίνονται από το έντονο πάθος με το οποίο αφοσιώνονται σε διάφορες ιδέες και προσπαθούν να τις μετατρέψουν σε πραγματικότητες. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, οι πιο καταστροφικές αποτυχίες τους, η τραγική πολιτική τους ιστορία διαπνέονται εξ ολοκλήρου από αυτό τον επικίνδυνο ιδεαλισμό. Αν οι περισσότεροι από εμάς είμαστε θύματα των περιστάσεων, μπορεί κανείς να πει ότι ο γερμανικός λαός ως σύνολο είναι έρμαιο των ιδεών[8]. Ακόμη: Οι Γερμανοί είναι περίεργος λαός… Κάνουν τη ζωή τους δύσκολη χωρίς λόγο, αναζητώντας βαθιές σκέψεις και ιδέες παντού, δίνοντας βαθύτερο νόημα στα πάντα.[9]
Τώρα μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι ,η μελέτη της ιστορίας δείχνει ότι , παρά τις συνεχείς προσπάθειες , αποτυγχάνει , προκαλώντας όμως τεράστιες καταστροφές , στην ίδια την Γερμανία αλλά και στις υπόλοιπες χώρες. Πάντοτε υπήρξε η περίοδος μεγάλης μεγέθυνσης της ισχύος της υπερακοντίζοντας το εθνικό αίσθημα της ιδιαιτερότητας της , για να ακολουθήσει η υπερτίμηση της ισχύος της και τελικά να επέλθει η καταστροφή. . Η ιστορία των Γερμανών είναι μια ιστορία των άκρων. Έχει τα πάντα, εκτός από τη μεσότητα, εδώ και χίλια χρόνια οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα…. Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές[10] .
Δεν θα ήταν παράλογος ο παραλληλισμός , ότι , και σήμερα η Γερμανία ακολουθεί την ίδια λογική με το παρελθόν, αυτή τη φορά στο πεδίο της οικονομίας. Η ρήση του Walter Rathenau « η οικονομία καθορίζει τη μοίρα μας» φαίνεται ότι αποτελεί το moto των νέων πολιτικών και επιχειρηματικών γερμανικών αρχηγεσιών, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας 1950. Ακόμη κάτι που συνδέει τις δύο αυτές φάσεις της γερμανικής ιστορίας είναι το ότι η Γερμανία έβγαινε ηττημένη και κυριολεκτικά υποταγμένη στους δυτικούς καπιταλιστές. Ουσιαστικά ήταν η οικονομία η μόνη διέξοδος για την Γερμανική αυτοσυντήρηση δεδομένου ότι η πολιτική είχε περάσει σε χέρια αλλότρια. O M. Foucault[11] στο μάθημα της 31 Ιανουαρίου 1979, τριάντα περίπου χρόνια μετά την ενοποίηση των ζωνών κατοχής των τριών δυτικών δυνάμεων[12] σημείωνε τα παρακάτω: ««Στην περίπτωση της σύγχρονης Γερμανίας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κράτος που μπορούμε να το ορίσουμε ως ριζικά οικονομικό, με τη στενή έννοια του όρου «ριζικά», επειδή η ρίζα του είναι ακριβώς οικονομική. (…) Είμαστε αντιμέτωποι με ένα κρατικοποιημένο εμπορικό άνοιγμα. Μήπως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία ενός οικονομικού, ριζοσπαστικά οικονομικού κράτους;»[13].
Το ερώτημα είναι ρητορικό και η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Στη Γερμανία δεν μπορεί να υπάρξει κράτος με την κλασική έννοια του όρου. Μόνο μια κοινωνία πολιτών (Gesellschaft) μπορεί να υπάρξει, μια αγορά που δημιουργεί -σχεδόν παρεμπιπτόντως- ένα κυβερνητικό σύστημα απαραίτητο μόνο για την προστασία και τη ταξινόμηση του εμπορίου. Κυριαρχία, εξουσία, στρατός: αυτές οι λέξεις αναφέρονται στον ναζισμό. Επιπλέον: στη Γερμανία τον υπονοούν. Ο M. Foucault ονομάζει αυτό το φαινόμενο «φοβία του κράτους» [14], εννοώντας με αυτή την έκφραση την υποχώρηση της (γεω)πολιτικής λόγω της ενδόμυχης γερμανοφοβίας. Η κοινωνία των πολιτών είναι πιο ασφαλής από το κράτος. Δεν έχει συμφέροντα και εξυπηρετεί μόνο τη διασφάλιση της τάξης της αγοράς, τίποτα περισσότερο. Οι καιροί της πολιτικής εξουσίας και της γεωπολιτικής έχουν περάσει. Η Γερμανία μπορεί να είναι ξανά ευτυχισμένη. Κανένα Gesellschaft δεν θα μπορέσει να επαναλάβει το Άουσβιτς.
Η εγκαθίδρυση ενός ριζοσπαστικά οικονομικού κράτους μας επιτρέπει επίσης να εγκαινιάζουμε μια νέα σχέση με το παρελθόν. Η πολιτική νομιμότητα, στην πραγματικότητα, δεν θα εξαρτάται πλέον από μια κοινή ιστορία ή εθνικές μυθολογίες, αλλά μάλλον από την οικονομική ανάπτυξη: «Η οικονομία παράγει σημάδια, τα οποία είναι πολιτικά σημάδια που επιτρέπουν στις δομές να λειτουργούν, παράγει μηχανισμούς και δικαιολογίες εξουσίας. Η ελεύθερη αγορά, η οικονομικά ελεύθερη αγορά, δεσμεύει πολιτικά και εκδηλώνει πολιτικούς δεσμούς» [15]. Είναι η οικονομία που δημιουργεί την αίσθηση του ανήκειν στο καθεστώς. Αλλά, υπογραμμίζει ο M. Foucault, υπενθυμίζοντας τον Μαρξ, είναι μια αθεϊστική πειθαρχία, ικανή να καταστρέψει όλους τους παραδοσιακούς δεσμούς που δημιουργήθηκαν σε όλη την ιστορία. Ως εκ τούτου, μπορεί επίσης να διώξει τις μνήμες που συνδέονται με τον ναζισμό, βοηθώντας στην κάθαρση του γερμανικού πνεύματος διοχετεύοντάς το προς μια διαφορετική προσωρινότητα: «Στη Γερμανία θα εδραιωθεί μια νέα διάσταση προσωρινότητας, που δεν θα είναι πλέον αυτή της ιστορίας, αλλά αυτή της οικονομικής ανάπτυξης. Αντιστροφή του χρονικού άξονα, εξουσιοδότηση να λησμονηθεί»[16] .
Η σταθερότητα, η αθωότητα και η συνέπεια επιτυγχάνονται πιά μέσω της οικονομίας. . Γενική πρόβα για το τέλος της ιστορίας!! Δεν πρόκειται πλέον για διαλεκτική αντιμετώπιση των αντιφάσεων και των σφαλμάτων του παρελθόντος, αλλά για κατοίκηση μιας άλλης χρονικότητας, μη αναγώγιμης στην ιστορικο-γεωπολιτική διάσταση. Πρόκειται για τη ζωή σε έναν διαφορετικό, θεραπευμένο κόσμο, στον οποίο η μνήμη δεν χρησιμοποιείται για να αντιμετωπίσει κανείς το Schuldigsein, αλλά για να απολαύσει την ετερότητά του. Να κοιτάξουμε με περιφρόνηση το παρελθόν από τα ύψη ενός αθώου κόσμου, στον οποίο η ιστορία δεν φτιάχνεται από το ζεύγος ενοχής-αντίφασης -που τώρα στάλθηκε στη σοφίτα- αλλά από το εμπόριο και την ορθολογική επικοινωνιακή ανταλλαγή, που στοχεύει οντολογικά στην κατανόηση και προσανατολίζεται κανονιστικά στη δημιουργία μιας ειρηνικής κοινωνίας[17]
Όλα εξελίχθηκαν με αυτό τον τρόπο.
Η τρομακτική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με την ενοποίηση της χώρας, παρά τις επίμονες, αλλά ατελέσφορες προσπάθειες ,της Γαλλίας, να θέσουν πολιτικούς φραγμούς ελέγχου(Κώστας Μελάς, Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση) οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εκεί τελείωσαν όλα. Η πρόταξη της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας δικαιολογήθηκε με βάση την ιδιαιτερότητα της (το γνωστό : κάντο όπως η Γερμανία) στην οποία όμως προσέδιδαν οικουμενικά ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και καλούσαν τις υπόλοιπες χώρες να μιμηθούν το συγκεκριμένο πρότυπο. Γνώριζαν(ουν) σαφέστατα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί (κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες) αλλά το προέτασσαν για να αναδείξουν τη δικιά τους ισχύ και την αδυναμία των άλλων επιδιώκοντας να τους μειώσουν ηθικά σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα αλλά επί της ουσίας να επιβάλλουν εντελώς λανθασμένα μέτρα τα οποία εξουθενώνουν τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν συστηματικά τη δικιά τους οικονομική ισχύ. Προσοχή, οι μηχανισμοί που υποσκάπτουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας δεν είναι μόνο οικονομικοί (όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί) αλλά πρωτίστως είναι λόγοι πολιτικοί και ως γνωστόν η Γερμανία ως πολιτικό υποκείμενο ταλανίζεται από απίστευτο αριθμό λανθασμένων επιλογών και πρακτικών.
5.
Την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» διεκήρυξε ο Καγκελάριος Helmut Kohl κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Τεσσάρων συν Δύο (3.10.1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Μια δεκαετία αργότερα την επαναβεβαίωσε ο Υπουργός Εξωτερικών Joschka Fischer κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12.5.2000).
Η άποψη του Χέλμουτ Κολ ότι η Γερμανική και η Ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος έχει τεθεί για καλά στις ελληνικές καλένδες.
Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης, αλλά η χώρα τα βρίσκει δύσκολα να χειριστεί τον ηγεμονικό ρόλο που έχει αποκτήσει και που ποτέ δεν ήθελε.
Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια, είναι ότι υπάρχουν χώρες σήμερα στην ΕΕ που δεν «χωρούν» στο σχέδιο Schauble σε μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Το ΗΒ είναι η πρώτη και ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτήν τη κατηγορία. Βεβαίως η Β. Ιρλανδία ως κομμάτι του αγγλοσαξονικού κόσμου και έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου : Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Οι γνωστές προτάσεις του Schauble προς την Ελλάδα για «προσωρινή» αποχώρηση από το ευρώ αποτελούν αποχρώσεις ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης. Η Κύπρος και η Μάλτα, όπως είναι λογικό, δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη.
Ήδη η αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ, φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια του Wolfgang Schauble και της παρέας του. Με την γερμανική ενοποίηση, ένα στοιχείο – κλειδί της δυναμικής της Ευρώπης, που ήταν βασισμένη στην ισορροπία μεταξύ των μεγαλύτερων μελών – κρατών, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας , χάθηκε. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι με την γερμανική ενοποίηση, το ενδιαφέρον της Βρετανίας στην Ε.Ε. εξαφανίστηκε. Και με την απόσυρση αυτή της Βρετανίας, η ισορροπία των δυνάμεων κλονίστηκε ακόμη περισσότερο.
Η μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και συγκεκριμένων θεσμών (από την ΚΑΠ μέχρι την ΕΚΤ) έχει αποτύχει με βάση τα σημερινά αποτελέσματα. Η Γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ έχοντας δημιουργήσει: θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί, συμμαχίες προθύμων χωρών που την ακολουθούν, αποδυνάμωση των ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία) που διστάζουν ή αδυνατούν να προβάλλουν αντιρρήσεις σοβαρού περιεχομένου στην πορεία της ένωσης. Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: ο φόβος για τη «νομιμοποιημένη» ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού ιδεαλιστικού εθνικισμού μέσω της αποδυνάμωσης ή και τελικά διάλυσης της ευρωζώνης και της ΕΕ, η αντιμετώπιση του οποίου σχεδόν θα είναι αδύνατη από κάθε χώρα ξεχωριστά. Ο φόβος είναι υπαρκτός και δεδομένος. Δείχνει με σαφήνεια ότι η προβαλλόμενη αντίληψη αντιμετώπισης του γερμανικού ιδεαλιστικού εθνικισμού με άμεση αντιπαράθεση με οποιοδήποτε άλλον ευρωπαϊκό εθνικισμό είναι ατελέσφορη. Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της πληθώρας των υπαρκτών προβλημάτων μας κατά μόνας. Όλοι όσοι φαντασιώνονται ότι η αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές (από οικονομική μέχρι γεωπολιτική πλευρά). Εξάλλου η Ελλάδα έχει πικρή πείρα από την εχθρότητα της Γερμανίας από την περίοδο του χαμένου πολέμου του 1897 και τη σαφή υποκίνηση της Τουρκίας προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα (μεταξύ άλλων και οι Γερμανοί ομολογιούχοι) με την επιβολή στη συνέχεια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο οικονομικός έλεγχος πολύ νωρίς συσχετίσθηκε από τους μελετητές της εποχής με τα αίτια του πολέμου. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας την ελληνική ήττα, εξώθησαν σε πόλεμο – την Ελλάδα έμμεσα με πράκτορες, την Τουρκία άμεσα- για να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να δεχτεί τον έλεγχο. «Ως εκρίθη η μάχη του Δομοκού, η Γερμανία ήρξατο να ομιλή περί ελέγχου» γράφει ο Α. Ανδρεάδης [18].
Παράλληλα δείχνει, επίσης, αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί: ότι δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ χωρίς την Γερμανία. Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης ενώ ένας σημαντικός αριθμός κρατών , κυρίως της Β. κα Κ. Ευρώπης έχουν δεθεί ποικιλότροπα στον γερμανικό πυρήνα ισχύος.
Όλες οι σκέψεις για συνεργασία των χωρών του Νότου προσκρούουν κατ’ αρχάς στη ισχύ της Γερμανίας. Ουσιαστικά χωρίς την Γερμανία είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει Ενωμένη Ευρώπη που να έχει ρόλο στα διεθνώς τεκταινόμενα είτε αυτά είναι οικονομικά θέματα είτε γεωπολιτικά, αλλά και να λειτουργεί σε καθεστώς «συνεργασίας και συνεννόησης» με την υπόλοιπη καθοδηγούμενη από την Γερμανία Ευρώπη. Είναι τουλάχιστον αφελές και άστοχο να υποστηρίζεται ότι η σημερινή Γαλλία θέλει και μπορεί να παίξει το ρόλο του εναλλακτικού πόλου ισχύος έναντι της Γερμανίας. Αυτό θα σήμαινε ,κατ’ αρχάς, πλήρη ανατροπή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής από τη μεριά της Γαλλίας, κάτι που μόνον η Λεπέν υποστηρίζει και συνεπώς το καθιστά περισσότερο δύσκολο με την πόλωση που δημιουργεί στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ανατροπές στρατηγικής αυτού του βεληνεκούς αποτελούν ιστορικές αποφάσεις και συμβαίνουν στην πολιτική όταν ο αντίπαλος λάβει , απολύτως, τη ξεκάθαρη μορφή του εχθρού.
Συγχρόνως δεν είναι καθόλου βέβαιον, ότι, τα συμφέροντα των χωρών του Νότου ταυτίζονται και ότι είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε αμοιβαιοποίηση των διαφορετικών βαρών και κόστη που υπάρχουν σε κάθε ξεχωριστή χώρα και παράλληλα να διασαλέψουν, ομοιόμορφα , τις σχέσεις τους με την ισχυρή Γερμανία
Όλες αυτές οι σκέψεις ένα στόχο μπορούν να έχουν : να αμβλύνουν ορισμένες από τις εκφάνσεις της ασκούμενης γερμανικής κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο διότι προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές συνθήκες δημιουργίας της ΕΕ. Διακηρύξεις τύπου ότι χρειάζεται «νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους ευρωπαϊκούς λαούς» μάλιστα από πλήρως υποταγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκαλούν μειδιάματα καθώς αντανακλούν εμφανή αδυναμία πρόσληψης της σημερινής πραγματικότητας. Διαμορφώνεται ήδη ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» το οποίο δεν έχει λάβει υπόψη του καθόλου τις μελαγχολικές κενολογίες αυτού του είδους. Φθάνει να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνέχιση της αυταπάτης τελικά θα μετατραπεί σε απάτη , για να μην πούμε ότι κάθε αυταπάτη είναι απάτη.
Τελικά φαίνεται ότι ο απόλυτος εγκλωβισμός των ευρωπαϊκών χωρών στο πείραμα της ΕΕ και της ευρωζώνης φοβούμαι ότι μπορεί να σπάσει μόνο «με ένα πάταγο και όχι με ένα λυγμό» σε αντίθεση με όσα αναφέρει ο ποιητής.
Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκοτεινές, αλλά τόσο εμφανείς, κινήσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
6.
Αλλά η αντίφαση, ειδικά στη Γερμανία, πεθαίνει σκληρά. Και, όταν την αφήνουν να βγει από την πόρτα, τείνει να ξαναμπεί από το παράθυρο, πλαισιωμένη από τη Schuld, τον πιστό της σύντροφο. Ας κοιτάξουμε αυτή την οικονομία στα μάτια, αυτή τη θεϊκή συσκευή που είναι ικανή να ξεπλύνει τον κόσμο της ενοχής. Δεν είναι ο καπιταλισμός η αντίφαση που γίνεται οικονομικό σύστημα; Δεν είναι, όπως πάντα ήξεραν οι Γερμανοί, το λιγότερο σταθερό και αθώο πράγμα που υπάρχει; Δεν βασίζεται το δυτικό καπιταλιστικό σύστημα στη συνεχή παραγωγή του Schuld, δηλαδή της ενοχής -που οδηγεί τα υποκείμενα να καταναλώνουν όλο και περισσότερα για να συμβαδίζουν με τους άλλους- και του χρέους;[19] Δεν είναι η Γερμανία ακριβώς η χώρα που, παρόλο που έχει καταργήσει το ιδεώδες χρέος (με την εισαγωγή ισοσκελισμένου προϋπολογισμού στο σύνταγμα), συνεχίζει να το αναπαράγει στην πραγματικότητα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε ηθικό επίπεδο;[20]
Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ναι. Αλλά θα ήταν λάθος να κατηγορήσουμε τη Γερμανία για απλή υποκρισία. Όχι ότι λείπει, αλλά το θεμελιώδες ερώτημα είναι, να επιστρέψουμε στον Μαρξ, αυτό της γερμανικής ιδεολογίας. Η Bundesrepublik βιώνει μια μεταβατική φάση στην οποία ανακαλύπτει εκ νέου τη διττή ουσία του Schuld. Αλλά της λείπει το Bildung που είναι απαραίτητο για να αντιμετωπίσει την αντίφαση που δημιουργεί η επιστροφή της. Και επομένως η Γερμανία κρύβει, πρώτα και κύρια από τον εαυτό της, την αλλαγή φάσης που περνά, γιατί δεν έχει τα εργαλεία να αντιμετωπίσει την τραγωδία. Το Βερολίνο θα προτιμούσε να συνεχίσει να ζει σε μια κωμωδία, για να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσει αυτές τις αντιφάσεις που υπάρχουν και γίνονται αντιληπτές από όλους εκτός από τον πρόσωπο, από τη μάσκα που βρίσκεται στη σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας. Σύμφωνα ,με τη ρήση του Χέγκελ : «Κωμική (…) είναι η υποκειμενικότητα που οδηγεί σε αντίφαση και διαλύει τις ενέργειές της από μόνη της, αλλά παραμένει εξίσου ακίνητη και βέβαιη για τον εαυτό της»[21].
Σήμερα η αντίφαση εμφανίζεται σε όλα της τα στοιχεία. Αγορά δεν σημαίνει ειρήνη, παρόν δεν σημαίνει απουσία ιστορίας, ενότητα δεν σημαίνει συνδιαλλαγή. Το Zeitenwende, το εποχικό σημείο καμπής που επικαλέστηκε ο Scholz, δεν είναι κάτι που το κάνει η Γερμανία, αλλά το υφίσταται. Και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως το 1945, με την αφαίρεση του παρελθόντος, της ενοχής και της αντίφασης. Αναγκάζει την Bundesrepublik να ασχοληθεί με το παρελθόν της. Ή μάλλον με την αφαίρεσή του. Όμως οι ειδήσεις αναφέρουν έλλειψη ικανότητας να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Δύο παραδείγματα πάνω από όλα.
Πρώτον: η ανάπτυξη του Alternative für Deutschland, ειδικά στην πρώην ΛΔΓ. Ουσιαστικά, στα ανατολικά Länder ψηφίζουν ένα κόμμα με νεοναζιστικά χαρακτηριστικά λόγω νοσταλγίας για τον κομμουνισμό. Υπέρτατη αντίφαση, που θα απαιτούσε βαθύ Erinnerung. Κάτι που προφανώς δεν πραγματοποιείται. Το να αφοσιωθείς σε αυτό θα σήμαινε να ανακαλύψεις πώς η λεγόμενη επανένωση δεν ήταν παρά μια προσάρτηση της Ανατολής από τη Δύση, της οποίας οι πληγές δεν επουλώθηκαν ποτέ από την αγορά. Η (τυπικά) ενωμένη Γερμανία βασίζεται σε ένα Anschluss. Είναι δύσκολο να το παραδεχτεί κάποιος που έχει αφαιρέσει αυτές τις λέξεις από την ιστορία του.
Δεύτερον: υποστήριξη στο Ισραήλ. Το Βερολίνο αδυνατεί να προχωρήσει πέρα από την επανάληψη του πανομοιότυπου, γιατί ο ναζισμός παραμένει ταμπού και ταυτόχρονα φετίχ. Το να κάνεις ένα χιλιοστό πίσω ως υποστήριξη -περισσότερο λεκτική παρά πραγματική- για το εβραϊκό κράτος σημαίνει να νιώθεις σαν ναζί. Το μέγιστο που μπορεί να γίνει, με ηθικολογικό και πατερναλιστικό τρόπο, είναι να προειδοποιηθεί το Ισραήλ να μην επαναλάβει τα λάθη της ναζιστικής Γερμανίας[22] . Όλα αυτά ενώ το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας λογοκρίνει Εβραίους καθηγητές, ένοχους ότι υπέγραψαν ένα δημόσιο έγγραφο για την υποστήριξη του παλαιστινιακού λαού.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να μιλάμε για γερμανική στρατηγική είναι καθαρά ευσεβής πόθος. Ο λόγος είναι απλός: η Γερμανία δεν είναι ακόμη ένα πλήρες κράτος. Η Bundesrepublik είναι στην πραγματικότητα ένα τεράστιο Gesellschaft, που βασίζεται σε συμβόλαια ,σε τελωνεία κτλ. Η προτεραιότητα του Βερολίνου, το αληθινό Zeitenwende, θα πρέπει να είναι η μετατροπή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας σε ένα κράτος αντάξιο του ονόματος. Αλλά αυτό προϋποθέτει βαθιά Erinnerung, μια τραγική επίγνωση των αντιφάσεων που διατρέχουν το γερμανικό Gesellschaft από ιστορική, εθνική, θρησκευτική και γεωπολιτική άποψη.
7.
Η Γερμανία είναι αυτή τη στιγμή η μεγάλη ηττημένη της τρίτης πράξης -αν και όχι ακόμη παγκόσμια- του Μεγάλου Πολέμου. Για να μην καταλήξει όπως μετά τις δύο πρώτες πράξεις, το Βερολίνο θα πρέπει να κοιτάξει μέσα του, να συμβιβαστεί με τις ενοχές του και να αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις του. Απαραίτητη προϋπόθεση να μην τις κρύψει πάλι κάτω από το χαλί -εκείνο το πείραμα απέτυχε- αλλά τουλάχιστον να τις αντέξει. Δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η διαδικασία. Όμως σήμερα φαίνεται πιο απαραίτητο από ποτέ. Σίγουρα δεν μπορεί να αναβληθεί άλλο.
Υπάρχει, ωστόσο, μια εναλλακτική λύση για τη Γερμανία. Το Βερολίνο θα μπορούσε –όπως φαίνεται σκοπεύει να κάνει– να αφεθεί στην ενατένιση του μέλλοντος χωρίς να δεσμευτεί, αφήνοντας τον εαυτό του να καθοδηγείται από την τύχη και τη συγκυρία. Όμως σ’ αυτή την περίπτωση, επειδή γνωρίζουμε ότι η φύση απεχθάνεται το κενό είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Απόλυτο Πνεύμα θα συνεχίσει τη διαδρομή του προς την επιστροφή στον εαυτό του, έχοντας επανεγκολπωθεί τους επιμέρους πεπερασμένους προσδιορισμούς του , δηλαδή και τα πεπερασμένα ένοχα ιστορικά παρόντα του.
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ “ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ”
10ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025 ΑΙΘΟΥΣΑ ΙΑΝΟΣ
[1] E. Kantorowicz, La Germania segreta, Bologna 2022, Marietti, p. 106
[2] Στο ίδιο, p. 107
[3] Στο ίδιο, p. 116.
[4] Στο ίδιο,, p. 107.
[5]Ν. Ελίας, Ναζισμός και Γερμανικός Χαρακτήρας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015,σ. 115.
[6] Richard Wolin, Η Γοητεία του Ανορθολογισμού, Εκδόσεις Πόλις,2007
[7] Υπάρχει πάντα το δίλημμα της γερμανικής ιδιαιτερότητας σε σχέση με τις αξίες της Δύσης.
[8] E.M .Butler, The Tyranny of Greece over Germany, Cambridge, 1935
[9] J.P. Eckermann, Συνομιλίες με τον Γκαίτε, Εκδόσεις Printa, 2014
[10]A.J.Taylor, The Course of German History: A Survey of the Development of German History since 1815, Routledge Classics,2001
[11] M. Foucault, Nascita della biopolitica, Corso al College de France (1978-1979), Feltrinelli ,Milano 2005, p. 83.Η μετάφραση του κειμένου είναι δικιά μας.
[12] Την 1η Ιανουαρίου 1947 Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ ένωσαν τις ζώνες κατοχής τους στη Γερμανία σε μια ενιαία διοικητική ενότητα, στην οποία προστέθηκε τον Απρίλιο του 1949 και η γαλλική ζώνη κατοχής. Ήδη από τις αρχές του 1948 αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών χωρών καθώς και των ΗΠΑ ανακοίνωσαν την ένωση των περιοχών της δυτικής Γερμανίας υπό τον έλεγχο ενός νέου ομοσπονδιακού συστήματος. Επιπλέον ξεκίνησε υπό την σκέπη του σχεδίου Μάρσαλ η βιομηχανική ανασυγκρότηση και η οικονομική παλινόρθωση της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής νέου νομίσματος, του γερμανικού μάρκου (Deutsche Mark) που θα αντικαθιστούσε το παλιό νόμισμα του Ράιχ (Reichsmark).
[13] M. Foucault, Nascita della biopolitica, Corso al College de France (1978-1979), Feltrinelli ,Milano 2005, p. 83.
[14] Στο ίδιο, p. 83.
[15] Στο ίδιοi, p. 83.
[16] Στο ίδιο
[17] Πρόκειται για τη θεωρητική άποψη του Habermas, που κατέρρευσε πρακτικά και θεωρητικά.
[18] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ
[19] Schuld, σημαίνει τόσο δάνειο όσο και αμαρτία.
[20] Cfr. F. Petroni, «L’insostenibile leggerezza delle formiche», Limes 4/2020, «Il vincolo interno», pp. 163-173.
[21] G.W.F. Hegel, Estetica, Milano 2016, Bompiani, pp. 1615-1616.
[22] M. Kormbaki, C. Schult, «Berlin’s support for Israel is damaging its international standing», Spiegel International, 5/4/2024.