Η  Κερδοσκοπία

 

Παρά τις ατέλειωτες συζητήσει που έχει προκαλέσει, η λέξη κερδοσκοπία (speculation), παραμένει μια ακαθόριστη έννοια. Απέκτησε την οικονομική της σημασία στα τέλη του 18ου αιώνα. Σε μια επιστολή (1 Μαΐου 1774) ο Οράτιος Γουόλπολ περιέγραφε τον σερ Τζορτζ Κόλμπρουκ, μέλος του κοινοβουλίου και τραπεζίτη, ως «μάρτυρα αυτού που ονομάζεται κερδοσκοπία», όταν ο Κόλμπρουκ χρεοκόπησε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να μονοπωλήσει την αγορά του λευκού ορυκτού άλατος.  Δύο χρόνια αργότερα, ο Άνταμ Σμιθ έγραψε στον «Πλούτο των Εθνών» για τις περιουσίες που δημιουργήθηκαν απότομα «σε μερικές περιπτώσεις… από αυτό που ονομάζεται κερδοσκοπική συναλλαγή». Παρ’ όλα αυτά, ο «κερδοσκόπος έμπορος» του Σμιθ ήταν ένας επιχειρηματίας που «δεν ασχολείται με κάποιο συνηθισμένο, καθιερωμένο ή γνωστό κλάδο των επιχειρήσεων. Επιδίδεται σε οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή όταν υπολογίζει ότι θα είναι περισσότερο επικερδής απ’ όσο συνήθως…». Δηλαδή ο κερδοσκόπος ορίζεται από την ετοιμότητά του να επιδιώξει τη βραχυπρόθεσμη εκμετάλλευση ευκαιριών με στόχο το κέρδος. Οι επενδύσεις του είναι ρευστές, ενώ εκείνες των συνηθισμένων επιχειρηματιών είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σταθερές. Τη διάκριση αυτή διατηρεί και ο Κέινς , ο οποίος περιγράφει την «επιχείρηση» ως τη «δραστηριότητα που προβλέπει ποιες είναι οι προοπτικές απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους» σε αντίθεση με την κερδοσκοπία, την οποία ονομάζει «η δραστηριότητα που προβλέπει την ψυχολογία της αγοράς».

Όμως καταστάσεις που θυμίζουν κερδοσκοπία ανιχνεύονται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην απόκτηση (αγαθών) που δεν έχει όρια , που κατευθύνεται δηλαδή κατά μέγα μέρος από το εγωιστικό χρηματικό κέρδος. Την αποκαλεί χρηματιστική. Είναι αφύσικη επειδή δεν έχει όρια. Στη ρωμαϊκή εποχή , ακόμη από την εποχή της Δημοκρατίας (2ο πχ αιώνα) , αλλά και συνέχεια  στην εποχή της αυτοκρατορίας , η κερδοσκοπία στις συναλλαγές ήταν διαδεδομένη. Μάλιστα σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς οι περισσότερες νέες περιουσίες στην αυτοκρατορική Ρώμη αποκτήθηκαν μέσω της κερδοσκοπίας . Στη Ρώμη συσσωρεύονταν κεφάλαια , όπως θα συνέβαινε αργότερα στη Φλωρεντία, στην Αμβέρσα, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ο Άγιος Αυγουστίνος  θεωρούσε την άμετρη δίψα για το κέρδος, την appetitus divitarum infinitus, ως ένα από τα τρία σημαντικότερα αμαρτήματα, μαζί με τον πόθο για δύναμη και τη σεξουαλική λαγνεία. Στην Πόλη του Θεού την οποία οραματιζόταν, δεν υπήρχε θέση για τον κερδοσκόπο.

Στη  μεσαιωνική Ευρώπη  θα πρέπει να  σημειώσουμε ότι ο πολιτισμός  της ήταν εχθρικός στην οικονομική κερδοσκοπία, τόσο για πρακτικούς λόγους όσο και για ιδεολογικούς.  Το φεουδαλικό σύστημα κατήργησε πολλές από τις οικονομικές συναλλαγές του ρωμαϊκού κόσμου, αντικαθιστώντας τις χρηματικές δοσοληψίες σε πληρωμές σε είδος.. Όμως οι καθηγητές των μεσαιωνικών πανεπιστημίων αναβίωσαν την ιδέα του Αριστοτέλη για τη «δίκαιη τιμή» και ακολούθησαν το κήρυγμα του Θωμά του Ακινάτη, ο οποίος δήλωνε ότι ήταν άδικο και παράνομο να πουλάς ακριβότερα ή να αγοράζεις φτηνότερα από την αξία ενός πράγματος.  Επίσης καταδίκαζαν την τοκογλυφία. Πίστευαν ότι η επιδίωξη του κέρδους διέφθειρε ηθικά και ήταν επικίνδυνη για τη συλλογική ευημερία.

Όμως από τον ύστερο Μεσαίωνα, πολλές ιταλικές πόλεις , Φλωρεντία, Βενετία, Πίζα, Βερόνα, Γένοβα άρχισαν να θέτουν σε κυκλοφορία κρατικά ομόλογα δημιουργώντας μια νέα κερδοσκοπική αγορά. Με το πέρασμα του χρόνου και οι πόλεις της Βορείου Ευρώπης , Αμβέρσα, Λειψία, Μπριζ μπήκαν στο ίδιο παιγνίδι επεκτείνοντάς το σε δημοτικά ομόλογα, συναλλαγματικές , λαχνούς και μετοχές των γερμανικών ορυχείων. Μετά τη λεηλασία της Αμβέρσας από τα ισπανικά στρατεύματα το 1585 , το Άμστερνταμ επωφελήθηκε και κατέστη το κέντρο των  κερδοσκοπικών πράξεων.  Στο Χρηματιστήριο του Άμστερνταμ(1610) ανταλλάσσονταν κάθε είδους  οικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες. Στη συνέχεια ήρθε το Λονδίνο , η Νέα Υόρκη κτλ.

Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε τις «χρυσές κλωστές» που  ενώνουν αυτή τη διαχρονική εμφάνιση της κερδοσκοπίας ως συνεχούς τάσης στις ανθρώπινες κοινωνίες νομίζω ότι θα καταλήγαμε  στα παρακάτω:

Την ένταση μεταξύ ασκητισμού και κτητικότητας.   Σε όλες τις κοινωνίες περισσότερο ή λιγότερο  υπήρξε μια συνεχής διαπάλη μεταξύ ενός ασκητισμού, ο οποίος εκθείαζε τον μόχθο των ανθρώπων in senso lato , και ενθάρρυνε τη λιτή ζωή μέσω του περιορισμού της ικανοποίησης των ενστικτωδών ενορμήσεων. Αλλά με τον καιρό ή κατά χρονικά διαστήματα νίκησε η ροπή προς την κτητικότητα.

Τον διαχωρισμό του νόμου από την ηθικότητα. Η αιτία αυτού του διαχωρισμού , ο οποίος εντάθηκε τον 17ο αιώνα, υπήρξε το γεγονός ότι η ηθικότητα, όπως εννοούνταν τότε, ήταν κατά κύριο λόγο θρησκευτική και δεν κάλυπτε την ιδιωτική συμπεριφορά των ατόμων. Ο νόμος  όφειλε να είναι τυπικός και διαδικαστικός όχι ουσιαστικός και αυτός ο διαχωρισμός σήμαινε ότι το κράτος δεν θα παρέμβαινε σε οικονομικές συμφωνίες μεσολαβώντας ανάμεσα στα διαπραγματευόμενα μέρη.