Επιβεβλημένη η αύξηση του κατώτατου μισθού

Ένας καλός τρόπος για να εκτιμηθεί εάν ο κατώτατος μισθός μιας χώρας είναι υψηλός ή χαμηλός είναι να τον αποτιμήσουμε σε σχέση με τους υπόλοιπους μισθούς της χώρας. Έτσι, ο κατώτατος μισθός μιας χώρας μπορεί να εκφραστεί και να αποτιμηθεί ως αναλογία του μέσου ή του διάμεσου μισθού της χώρας. Βέβαια, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο κατώτατος μισθός της Ελλάδας μπορεί να ιδωθεί ως «χαμηλός» ή «υψηλός» σε σχέση με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες, αναλόγως με το αν συγκρίνουμε τον κατώτατο μισθό ως αναλογία του μέσου μισθού ή του διάμεσου μισθού.

Μεθοδολογικά, ο μέσος μισθός μιας χώρας είναι πιο αντιπροσωπευτικός του συνολικού κόστους εργασίας και της ανταγωνιστικότητας («κόστους» και όχι τιμής) μιας χώρας, ενώ ο διάμεσος μισθός είναι πιο αντιπροσωπευτικός του επιπέδου διαβίωσης του μέσου εργαζόμενου μιας χώρας. Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στον κατώτατο μισθό ως διάσταση κόστους παραγωγής, είναι ορθότερο να τον συγκρίνουμε ως αναλογία του μέσου μισθού. Όταν αναφερόμαστε στον κατώτατο μισθό ως διάσταση κοινωνικής ευημερίας τότε είναι ορθότερο να εκφράζουμε ως αναλογία του διάμεσου μισθού.

Ο κατώτατος μισθός προφανώς επηρεάζει το κόστος εργασίας των πιο χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι το κόστος εργασίας δεν είναι συνάρτηση μόνο του μισθού αλλά και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των αμειβόμενων με τον κατώτατο μισθό, για τους οποίους σε πολλές χώρες ισχύουν πολιτικές μείωσης μη μισθολογικού κόστους. Συνεπώς, είναι δυνατόν ο κατώτατος μισθός μιας χώρας να είναι ίσος με αυτόν μιας άλλης χώρας, αλλά το κόστος εργασίας της να είναι χαμηλότερο ή υψηλότερο για τις χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, ανάλογα με την ύπαρξη ή μη πολιτικής επιδότησης του μη μισθολογικού κόστους.

Ως προς τον μέσο μισθό, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα (στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2020)  ανέρχεται στο 40,0% και είναι ο 7ος  χαμηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ως προς τον διάμεσο μισθό ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται στο 50,0% και είναι  ο 8ος  χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Επομένως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι υψηλός αλλά αντιθέτως αρκετά χαμηλός. Παράλληλα η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ, όπου το σημερινό ύψος του κατώτατου μισθού εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο ύψος του 2012.

Υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ του ύψους του σημερινού κατώτατου μισθού και του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου εισοδήματος), το οποίο επιδεινώνεται περαιτέρω από τις συνέπειες της ακρίβειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Σημειώνω ότι μόνο σε δύο χώρες της ΕΕ –Πορτογαλία και Γαλλία- το ύψος του κατώτατου μισθού υπερβαίνει το 60,0% του διάμεσου μισθού.

Συνεπώς η αύξηση του κατώτατου μισθού κρίνεται επιβεβλημένη. Στη παρούσα συγκυρία, έντονων πληθωριστικών πιέσεων, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα μεταφερθεί στις τιμές των τελικών προϊόντων, εκτός αν η αύξηση της παραγωγικότητας θα απορροφήσει τις αυξήσεις και το mark up των επιχειρήσεων παραμείνει σταθερό ή μειωθεί. Δύσκολα πράγματα!! Οι ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας, μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων (κυρίως εμπορικών) παρά την πιθανολογούμενη αύξηση του τζίρου τους από την αύξηση της προσδοκώμενης ζήτησης λόγω αύξησης του κατώτατου μισθού, θα δυσκολευτούν στην παρούσα συγκυρία. Επομένως θα πρέπει να ληφθούν στοχευμένα μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης μέσω ελάφρυνσης του μη μισθολογικού κόστους αλλά και γενικότερα της φορολογικής επιβάρυνσης.  Καταλήγοντας θεωρώ ότι η πρόταση της ΓΕΣΕΕ για άνοδο του κατώτατου μισθού, κατ’ αρχάς στα 751 ευρώ με προοπτική στο 60,0% του διάμεσου μισθού (809 ευρώ) αρκετά ρεαλιστική φθάνει να ληφθούν στοχευμένα μέτρα για ανάλογη  μείωση της επιβάρυνσης των μικρών επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κινδύνου και όχι μόνο της αύξησης του πληθωρισμού.