Ο «πόλεμος των θέσεων» της νέας άκρας δεξιάς

Οι διάφορες συζητήσεις για το δεξιό εξτρεμισμό στη σημερινή Ευρώπη εστιάζουν, κυρίως, στη σύγκριση με τη Γερμανία της Βαϊμάρης. Έχουν την τάση να διαπιστώνουν αναλογίες ανάμεσα στα δεξιά εξτρεμιστικά κινήματα  που σημειώνουν επιτυχίες στο πολιτικό σκηνικό της σημερινής Ευρώπης και τον «ιστορικό φασισμό»: το πρώτο κύμα φασιστικών κινημάτων που σάρωσε την Ευρώπη τη δεκαετία του ’20 και του ’30.

Παρόλο που τα κόμματα της άκρας δεξιάς διέπονται από μια νεοφασιστική αντίληψη η οποία έχει σημαντικές ιδεολογικές συγγένειες με τους φασισμούς του παρελθόντος, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν είναι το ίδιο φαινόμενο με τον ιστορικό φασισμό. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο ιστορικός φασισμός είναι ένα ιδιαίτερο πολιτικό φαινόμενο της μεσοπολεμικής περιόδου, που αποτελούσε αντίδραση σε μια σειρά από κρίσιμα προβλήματα- την πολιτική αστάθεια, την οικονομική καταστροφή και την σοβιετική απειλή- που ενέσκηψε στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα κυρίαρχα φασιστικά κόμματα της μεσοπολεμικής περιόδου διέθεταν μαζικές παραστρατιωτικές οργανώσεις (τα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ, τις Squadre του Μουσολίνι, τη Σιδηρά Φρουρά των Κορνήλιου Κοντρεάνου και Χόρια Σίμα  κ.τ.λ) ο ρόλος των οποίων ήταν να υποθάλπουν την κοινωνική αταξία και να τρομοκρατούν τους  αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς αλλά και την κοινωνία.

Συνεπώς, τα μεσοπολεμικά φασιστικά κόμματα  είχαν έναν καθαρό εξωκοινοβουλευτικό και αντικοινοβουλευτικό προσανατολισμό. Στις μέρες μας μόνο η Χρυσή Αυγή (;) και το JOBBIT  έχουν παρόμοια οργάνωση. Οι σημερινοί νεοφασίστες κυκλοφορούν με ακριβά ιταλικά κοστούμια αντί για μαύρα πουκάμισα και ψηλές μπότες.

Σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε εντονότατες προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στον ιστορικό φασισμό και την ευρωπαϊκή νέα άκρα δεξιά.

Η ευρωπαϊκή νέα άκρα δεξιά έχει καταστρώσει ένα περίτεχνο πολιτικό πρόγραμμα, που βρίσκει μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Έτσι σε αντίθεση με τα νεοφασιστικά κόμματα των αρχών της μεταπολεμικής περιόδου, τα σημερινά κόμματα δεν είναι δυνατόν να απορριφθούν εύκολα ως ιστορικοί αναχρονισμοί ή οπισθοδρομικά στοιχεία. Σε αντίθεση με τα βαριά, κατακερματισμένα κόμματα του 1960 και του 1970, που είχαν αρχηγούς πρώην ναζί και οπισθοδρομικούς εθνικιστές, τα εκσυγχρονισμένα κόμματα της νέας άκρας δεξιάς της Ευρώπης προσφέρουν μια ακροδεξιά ιδεολογία με σύγχρονο, δημοκρατικό μανδύα. Επίσης, τα οικονομικά προγράμματα των περισσότερων σύγχρονων ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης είναι ρητά υπέρ του laissez-faire και του νεοφιλελευθερισμού[1] , σε πλήρη αντίθεση με τον κορπορατικό προσανατολισμό του ιστορικού φασισμού. Ένα ακόμη στοιχείο που χρειάζεται να τονισθεί είναι ότι η άκρα δεξιά και ο  σημερινός νεοφασισμός εμφανίστηκαν σε ένα σταθερότερο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον σε σχέση πάντα με τον ιστορικό φασισμό.

Η αρχή της αλλαγής τοποθετείται στα τέλη τις δεκαετίας του 1970, όταν, με πρωτοπόρο τον Γάλλο Alain de Benoist και την οργάνωσή του GRECE (Groupement de Recherches et d’ Etudes pour une Civilisation Europeene), η νέα άκρα δεξιά θέτει σε εφαρμογή μια νέα στρατηγική: έναν «γκραμσισμό της δεξιάς»[2] για την ανατροπή της πολιτιστικής κυριαρχίας της αριστεράς και την επικράτηση δεξιών ιδεών και θεματικών. Αυτός ο πολιτιστικός και πολιτικός αγώνας θα προετοίμαζε το έδαφος για την πολιτική κυριαρχία της ακροδεξιάς.

Η μεγάλη καινοτομία της GRECE ήταν ότι έλαβε σοβαρά υπόψη τα ζητήματα του πολιτισμού από τη σκοπιά της δεξιάς. Η πολιτική δεξιά είχε παραχωρήσει το πνευματικό-πολιτιστικό πεδίο στη μαρξιστική αριστερά, ενώ τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα (η άκρα δεξιά) επιδίδονταν σε έναν αντιδιανοητικό ακτιβισμό, ο οποίος είχε σαφή αντιδιανοουμενίστικα χαρακτηριστικά και συνδεόταν με μια μορφή λαϊκίστικης εξέγερσης. Από την άποψη αυτή, η GRECE επέστρεφε στην παράδοση των ιστορικών- συγγραφέων της Action Francaise (Charles-Marie-Photius Maurras,Maurice Barres)[3].

Αφού φλέρταρε για πολλά χρόνια με μια πιο ορθόδοξη, φασιστική θεωρία βιολογικού ρατσισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (με έντονες αναφορές στη σκέψη του Ιταλού θεωρητικού του «πνευματικού ρατσισμού»  βαρόνου Τζούλιους Έβολα), η Νέα Δεξιά, ανέπτυξε μια νέα, έξυπνη στρατηγική. Η προσέγγιση αυτή , με την οποία, αποστασιοποιούνταν από τον ξεπερασμένο ιστορικό φασισμό, της επέτρεπε να συνεχίσει τη φασιστική προπαγάνδα αλλά σε μια πιο αποδεκτή μορφή.  Ο Alain de Benoist, εγκατέλειψε τη φυλή και υιοθέτησε τον πολιτισμό. Υποστήριξε ειδικότερα ότι όλες οι πολιτικές συγκρούσεις θα έπρεπε να ερμηνεύονται με όρους πολιτισμού. Λεηλάτησε τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, από την ανθρωπολογία μέχρι την ψυχιατρική, για να στηρίξει τα επιχειρήματά του για τη μακραίων διάρκεια των πολιτιστικών και εθνικών διαφορών. Ο πολιτισμός έπρεπε να αντικαταστήσει την τάξη ως στοιχείο διαφοροποίησης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες , οι οποίες γίνονταν όλο και πιο ομοιογενείς κοινωνικά και καλούνταν ως σύνολο να υπερασπίσουν τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τους απέναντι σε μη Ευρωπαίους ξένους, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους. Αυτή η ιδιάζουσα ιδεολογία του «εθνοτικού πλουραλισμού» απαιτούσε τη χάραξη καθαρών διαχωριστικών γραμμών στη βάση εθνοτικών και πολιτισμικών διαφορών. Η έμφαση στη διαφύλαξη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας – σε αντίθεση με έναν επιθετικό εξισωτισμό και οικουμενισμό της παγκοσμιοποίησης , που οδηγούσε σε μια ανεξέλεγκτη ανάμειξη των λαών και εξαφάνιζε συνεπώς τις ιδιαίτερες παραδόσεις- έφερε το νέο δεξιό στοχασμό κοντά σε ορισμένες μορφές φιλοσοφικού συντηρητισμού. Συμβάδιζε επίσης φιλοσοφικά με ορισμένες εκδοχές του μεταμοντερνισμού, στο μέτρο που οι θεωρητικοί της Νέας Δεξιάς εισηγούνταν ένα παγκόσμιο «δικαίωμα στη διαφορά»[4] .

Η αντίληψη της Νέας Δεξιάς για το πολιτικό ήταν πολιτισμική με μια διττή έννοια. Αφενός ο πολιτισμός καθόριζε τις πολιτικές εντάσεις, αφετέρου ο δρόμος προς την πολιτική εξουσία περνούσε κατεξοχήν μέσα από τον πολιτισμό.

Αντί να προχωρήσει απευθείας στην ίδρυση πολιτικών κομμάτων (ή στη δημιουργία παραστρατιωτικών ομάδων ή την οργάνωση φασιστικών κινημάτων ευρείας βάσης) η Νέα Δεξιά επιχείρησε να διεισδύσει στα ΜΜΕ και το εκπαιδευτικό σύστημα και να κατακτήσει τα υψίπεδα του πνεύματος. Τότε μόνο, όταν θα είχε αποκτήσει πολιτισμική εξουσία, θα μπορούσε να περάσει στον πολιτικό στίβο και να μεταφράσει αυτή τη δύναμη σε εκλογικές νίκες.

Η Νέα Δεξιά απέκτησε για πρώτη φορά δημόσιο βήμα το 1978, όταν ο εκδότης του Figaro Magazine,  Louis Pauwels άρχισε να δημοσιεύει τακτικά άρθρα του Alain de Benoist και άλλων ομοϊδεατών του. Με τη σταθερή  του παρουσία στο κυριακάτικο ένθετο μιας μεγάλης συντηρητικής εφημερίδας της Γαλλίας, το όνομα του Alain de Benoist  έγινε πολύ οικείο μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Η αρθρογραφία του Alain de Benoist, προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις κυρίως με τις αριστερές απόψεις καθιστώντας τον επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημοσιεύτηκαν περίπου 2000 άρθρα για κάποιον που μέχρι πρότινος ήταν σχεδόν άγνωστος.

Η όλη πολιτιστική λογική της άκρας δεξιάς δεν θα μπορούσε ποτέ να προκαλέσει το ενδιαφέρον μεγάλο μέρους των πολιτών , αν οι κοινωνικές διεργασίες που προκαλούσε η εν εξελίξει παγκοσμιοποίηση , δεν έδιναν την αφορμή για μια εδραία  ερμηνευτική πρόταση, εντελώς διαφορετική τόσο από την καθεστηκυία άποψη όσο φυσικά και από την αντίστοιχη αριστερή .

Περίπου τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και το κίνημα της άκρας δεξιάς στην Γερμανία. Η γερμανική νέα δεξιά ιδιοποιήθηκε την στρατηγική των ομοϊδεατών της στη Γαλλία. Ένας από τους βασικούς της στόχους ήταν να αντιπαλέψει την υποτιθέμενη πολιτισμική κυριαρχία της αριστεράς εφαρμόζοντας και αυτή έναν «γκραμσισμό της δεξιάς» που θα της επέτρεπε να ανατρέψει την πνευματική ηγεμονία της αριστεράς και να επιβάλει μια ηγεμονία της δεξιάς. Στη Γερμανία η νέα άκρα δεξιά βρήκε το δημόσιο βήμα μέσα από μία από τις κύριες ημερήσιες εφημερίδες της Γερμανίας  την Die Welt  το εκδοτικό οίκο Ullstein. Μία χαλαρή ομάδα συγγραφέων και ιστορικών της νεότερης γενιάς κατείχαν τότε σημαντικά πόστα σε αυτούς τους δύο οργανισμούς. Μεταξύ αυτών η κυριότερη μορφή ήταν ο Rainer Zitelmann. Το πρώτο ζήτημα που επικεντρώθηκαν ήταν η επανερμηνεία του εθνικοσοσιαλισμού. Είχε προηγηθεί η Διαμάχη των Γερμανών Ιστορικών για αυτό το ζήτημα τη δεκαετία του 1980 στην οποία είχε πρωτοστατήσει από την πλευρά των αναθεωρητών ο Ernst Nolte, ο οποίος υποστήριζε ότι το Άουσβιτς όχι μόνο δεν ήταν μοναδικό στο είδος του, αλλά ήταν απλώς μια από τις πολλές άλλες γενοκτονίες του 20ου αιώνα (επιπλέον, δεν ήταν καθόλου «πρωτότυπο» σε σύγκριση με τα σοβιετικά γκουλάγκ)[5].

Στην Ιταλία, ενσωματώνονται στις ακροδεξιές θεωρίες στοιχεία αποκρυφισμού, παγανισμού, μυθολογίας και εσωτερισμού[6]. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλαν αποφασιστικά οι ιδέες του Βαρόνου  Julius Evola (Giulio Cesare Andrea Evola) ο οποίος εξελίχθηκε σε κυρίαρχη μορφή στο χώρο διαφόρων ακροδεξιών κινημάτων. Περίπλοκη προσωπικότητα. Αντιφατική. Αρχικά οπαδός του ντανταϊσμού, στη συνέχεια του μυστικισμού, του εσωτερισμού , του αποκρυφισμού και του παγανισμού. Βασικός εκπρόσωπος της λεγόμενης «συντηρητικής επανάστασης», στενός συνεργάτης του φασιστικού κινήματος στην Ιταλία, πιστός οπαδός του Μουσολίνι μέχρι το τέλος,  παρότι ιδεολογικά βρισκόταν πιο κοντά στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Επεξεργάστηκε την ιδέα του «πνευματικού ρατσισμού» μέσω της οποίας επιχείρησε να ενδυναμώσει με έμμεσο τρόπο τον βιολογικό ρατσισμό παρότι κατ’ αρχάς φαίνεται ότι την αρνείται. Ο «πνευματικός ρατσισμός»  έχει ως βάση την «εσωτερική ράτσα» η οποία προσδιορίζεται ως η κληρονομιά τάσεων και συνηθειών, η οποία με βάση τις περιβαλλοντικές επιδράσεις, φθάνουν να εκδηλώνονται συνολικά. Το ανήκειν σε μια ράτσα προσδιορίζεται με βάση τα πνευματικά  χαρακτηριστικά σε συνέχεια των αντίστοιχων φυσικών. Τα τελευταία με το πέρασμα του χρόνου γίνονται εμφανείς. Ο πνευματικός ρατσισμός του Evola, έχει ως αρχή το βιολογικό δεδομένο, που του φαίνεται, όμως, χονδροπρεπή και ντετερμινιστικό ως ιδέα και θέλει να το  μετουσιώσει σε ανώτερο «πνευματικό επίπεδο» δηλαδή να του προσδώσει μεταφυσική υπόσταση. Με αυτό τον τρόπο ο Evola, επιχειρεί να εξευγενίσει τα βιολογικά χαρακτηριστικά και όχι να τα περιορίσει.

Δεν μπορούμε να εισέλθουμε σε λεπτομέρειες, σε τούτο το κείμενο. Εκείνο που έχει σημασία να υπογραμμισθεί είναι η στροφή που πραγματοποίησε η νέα άκρα δεξιά από τα θέματα της βιολογίας (ράτσα, αίμα, φυλή κ.τ.λ) στα αντίστοιχα του πολιτισμού (ταυτότητα, εθνική ιδιαιτερότητα, εθνική  προτεραιότητα ,κοσμοπολιτισμό, πολυπολιτισμικότητα, μετανάστευση, θρησκεία, ζητήματα φύλου  κ.τ.λ), φαίνεται ότι έχουν εγκατασταθεί στον πυρήνα του δημόσιου διαλόγου. Η υπεραισιοδοξία που απέπνεε η εποχή της Παγκοσμιοποίησης με την γνωστή ρητορική που την συνόδευε, προκαλούσε μια συστηματική υποτίμηση, σε όλες αυτές τις αντιλήψεις, αρνούμενη να τις δώσει την παραμικρή σημασία. Η συστηματική υποτίμηση αφενός και η αλαζονική πεποίθηση περί της πορείας των μελλοντικών εξελίξεων αφετέρου, επέτρεψε την βαθμιαία εγχάραξη και νομιμοποίηση των συγκεκριμένων απόψεων σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Από τη στιγμή, όμως,  που η οικονομία εισήλθε σε κρίση, και αποκαλύφθηκε το αληθινό πρόσωπο της Παγκοσμιοποίησης, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου δημιουργώντας «πεδίο δόξης λαμπρό» για την επέκταση και την εξάπλωση των συγκεκριμένων απόψεων.  Όπως συμβαίνει στην ιστορία, όταν οξύνεται η κρίση, αποσαρθρώνονται όλα τα μεσοβέζικα υβριδικά μορφώματα και τη θέση τους καταλαμβάνουν τα  ακραία, και υποτιθέμενα  αυθεντικά μορφώματα με έντονη αντισυστημική ρητορεία.

 

 

 

 

 

[1]  Neil Davidson – Richard Saull,   Neoliberalism and the Far-Right: A Contradictory Embrace, Critical Sociology 1–18,© The Author(s) 2016

 

[2] Η  αναφορά παραπέμπει ευθέως στην γνωστή θέση του Gramsci του «πολέμου των θέσεων» (Guerra delle posizioni) ως στρατηγική κατάληψης της εξουσίας στις δυτικές αναπτυγμένες κοινωνίες, στις οποίες η ¨κοινωνία των ιδιωτών» είναι αναπτυγμένη και ως εκ τούτου παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες. Ουσιαστικά αποτελεί έναν άλλο δρόμο για την επανάσταση σε σχέση με τον δρόμο που ακολούθησε ο Lenin στην επανάσταση του Οκτώβρη. Αυτή τη στρατηγική ο Gramsci την ονομάζει «πόλεμο κινήσεων» (Guerra  manovrata). (Δες: «Due rivoluzioni» Ordine Nuovo  3 luglio  1920).

Η στρατηγική  του «πολέμου των θέσεων» απορρέει ευθέως από την έννοια της ηγεμονίας που ο ίδιος έχει επεξεργαστεί η οποία αποτελεί τον πυρήνα της σκέψης του Gramsci σχετικά με την προλεταριακή επανάσταση (Δες μεταξύ πολλών άλλων : A. Gramsci, Note sul Machiavelli, Editori Riuniti 1975).

[3] Για όλα αυτά έχει ενδιαφέρον το  : Jan- Werner Muller, Ένας επικίνδυνος νους, Εκδόσεις Πόλις,2010.

[4] Έχω αναπτύξει τα θέματα αυτά στο: Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ , Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη 2017.

[5] Όπως παραπάνω.

[6] Γνωστά πράγματα και για το ελληνικό τοπίο. Τα τηλεοπτικά κανάλια (ειδικά τα περιφερειακά και τοπικής εμβέλειας) «γέμισαν» στην κυριολεξία  από «ειδικούς» της αρχαίας ελληνικής  ιστορίας, συνωμοσιολόγους  κάθε θέματος, κοσμοκαλόγερους που προφητεύουν είτε την καταστροφή του κόσμου ή την νίκη του ξανθού γένους, ιερείς που εκθειάζουν την ελληνική ορθοδοξία με το δικό τους «ξεχωριστό» τρόπο, δημοσιογράφους που αφιερώνουν μεγάλη σειρά εκπομπών στον αποκρυφισμό, στην εξωγήινη διάσταση του ελληνικού γένους. Νέοι όροι και έννοιες εμφανίζονται στο λεξιλόγιο των Ελλήνων : οι Ελ, ο Σείριος, οι Εσοχθόνιοι,  ο Ερμής ο τρισμέγιστος, ο αποκρυφισμός, οι Νεφελίμ, το Δελφικό Έψιλον, η Ομάδα Έψιλον, οι Χαζάροι, οι Μάγια και τόσοι άλλοι που ανασύρθηκαν από τα αραχνιασμένα ντουλάπια του παρελθόντος χρησιμοποιούμενοι για να …ερμηνεύσουν τις σημερινές ιστορικές εξελίξεις. Ήταν ένα παράξενο θέαμα να βλέπουμε αυτούς τους ημιμαθείς ανόητους να τσαλαβουτάνε στο βόρβορο του «μεταφυσικού»

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ