Πρέπει να ανησυχούμε για τον πληθωρισμό;

Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη δημοσιοποίησαν ένα «ζευγάρι» δεδομένων που σηματοδοτούν μια ανησυχία σε σχέση με την εξέλιξη των πληθωριστικών πιέσεων. Στις ΗΠΑ καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση του ΔΤΚ από το 2008, κατά 4,2% σε ετήσια βάση, και στην Κίνα οι τιμές παραγωγής αυξήθηκαν κατά 6,8% τον Απρίλιο, η μεγαλύτερη αύξηση από το 2017.

Οι αναλύσεις και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού συγκλίνουν προς τις ίδιες εξηγήσεις: πίσω από την αύξηση των τιμών υπάρχει μια δυνατή αύξηση της ζήτησης και ταυτόχρονα μια μη ανταπόκριση της προσφοράς. Ο πληθωρισμός αυξάνεται καθώς επιταχύνεται η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη

Από την πλευρά των ΗΠΑ – κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα-  υπάρχει μια καθησυχαστική εξήγηση: η άνοδος των τιμών είναι συγκυριακή. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Fed δήλωσαν ότι πιστεύουν πως η αύξηση του πληθωρισμού θα είναι “παροδική”, ενώ οι προσδοκίες της αγοράς είναι ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν έως τουλάχιστον το 2024.

Η πρόσφατη αύξηση των τιμών στις ΗΠΑ δεν αναμένεται να οδηγήσει στο είδος του ανεπιθύμητου υψηλού πληθωρισμού όπως φοβούνται ορισμένοι οικονομολόγοι, δήλωσε ο πρόεδρος της Federal Reserve Bank of Chicago, Charles Evans, επιβεβαιώνοντας την υποστήριξη του στην ιδιαίτερα διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. “Δεν έχω δει κάτι μέχρι τώρα που να με πείσει να αλλάξω την πλήρη υποστήριξη μου προς την διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής ή προς τις κατευθύνσεις για τη μελλοντική πορεία της πολιτικής”, ανέφερε ο Evans. Ο ίδιος εκτίμησε ότι ο κίνδυνος να ακολουθήσει το 2022 και στη συνέχεια “υψηλός και επίμονος πληθωρισμός” είναι χαμηλός. Η άνοδος του πληθωρισμού θα αποδειχθεί προσωρινή και αναμένει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα διατηρήσουν τα επιτόκια αμετάβλητα.

Εξάλλου η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Janet Yellen, έχει σταθερό προσανατολισμό προς την πλήρη απασχόληση και την ενίσχυση των αμοιβών των εργαζομένων.  Η πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού,  αντικατοπτρίζει τις συγκρίσεις από έτος σε έτος, οι οποίες θα εξασθενίσουν, την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων από τεχνητά χαμηλά επίπεδα λόγω της πανδημίας και μια αύξηση της ζήτησης καθώς οι οικονομίες ανοίγουν ξανά.

Από την πλευρά της Κίνας διακρίνεται κάποια ανησυχία. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η Κίνα έχει ανάγκη των πρώτων υλών προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει την άνοδό της. Όμως η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, λόγω της αυξημένης ζήτησης, και της αδυναμίας της προσφοράς να ανταποκριθεί, φαίνεται ότι δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στην οικονομία της χώρας στην παρούσα φάση. Η όλη προσπάθεια της κινέζικης κυβέρνησης κατατείνει στο να μην μεταφερθούν αυτές οι αυξήσεις στις τιμές καταναλωτή δεδομένου ότι δεν θέλει να εκδηλωθεί δυσαρέσκεια σε καμία κοινωνική ομάδα.

Η αισιοδοξία της Ουάσιγκτον έχει βάση. Στην εξέλιξη της πορείας των τιμών βαραίνει ένα «θετικό σοκ» : κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του  lockdown οι καταναλωτές μείωσαν σημαντικά τη δαπάνη και συσσώρευσαν μη θελημένες αποταμιεύσεις. Με την βαθμιαία επιστροφή στην κανονικότητα η ζήτηση είναι ισχυρή. Η οικονομία βρίσκεται λοιπόν αντιμέτωπη με την περίπτωση ενός «καλού» πληθωρισμού που δείχνει τη δύναμη της ανάκαμψης. Τα φαινόμενα που προέρχονται από την στενότητα της προσφοράς θεωρούνται επιλύσιμα εντός συντόμου διαστήματος. Βέβαια υπάρχουν ζητήματα που αφορούν στις γεωργικές και ορυκτές πρώτες ύλες που μάλλον η επίλυσή τους θα διαρκέσει περισσότερο και συνεπώς μπορούν να συμβάλλουν στην άνοδο του πληθωρισμού. Ίσως αυτό το σημείο μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά των οπτικών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.