Ο ρόλος της αύξηση των καταθέσεων στην ανάκαμψη της οικονομίας

Μεταξύ Μαρτίου 2020 και 2021 οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 19,665 δις ευρώ (από 145,088 σε 164,753). Αυτές των νοικοκυριών κατά 10,7 δις ευρώ (από 128,328 σε 117,628) και των επιχειρήσεων κατά 8,429 δις ευρώ (από 23,920 σε 32,349).

Ένας από τους βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία και την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας, με δεδομένο τον έλεγχο της πανδημίας, είναι εκτός του πόσο αυξήθηκαν οι καταθέσεις συνολικά, ποια νοικοκυριά εκτιμάται ότι αύξησαν τις καταθέσεις τους και πως σκοπεύουν να τις αξιοποιήσουν.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις τα νοικοκυριά που ανήκουν σε υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια αύξησαν τις καταθέσεις τους, κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πανδημικής κρίσης , σε αντίθεση με τα νοικοκυριά που ανήκουν σε χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια. Οι εξελίξεις αυτές ήταν αναμενόμενες : τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου, αύξησαν τις καταθέσεις τους , διότι μείωσαν, σε μεγάλο βαθμό, τις δαπάνες για διακοπές, ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες δηλαδή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Αντιθέτως οι καταθέσεις των νοικοκυριών χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και ιδιαίτερα εκείνων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημική κρίση (περιλαμβάνουν ανέργους, εργαζομένους με μειωμένες ώρες απασχόλησης, ασθενείς κ.ά.) μειώθηκε, αφού ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους αφορά ανελαστικές δαπάνες και είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, θέρμανση κ.λπ.).[1]

Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με τη θεωρία, τα νοικοκυριά που ανήκουν στα υψηλά εισοδήματα έχουν μικρότερη οριακή ροπή προς κατανάλωση συγκριτικά με όσα ανήκουν στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Μάλιστα η παραπάνω θεωρητική απόφανση έχει εκτιμηθεί πρόσφατα και εμπειρικά[2] Γνωρίζουμε ότι η προκληθείσα ύφεση οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό στην πτώση της ζήτησης των υπηρεσιών (τουρισμός, διασκέδαση, εστίαση κτλ). Εκτιμάται ότι η ανάκαμψη της ζήτησης στον τομέα των υπηρεσιών είναι σαφώς πιο αργή από την αντίστοιχη ύφεση που έχει ως αιτία τη μείωση ζήτηση των αγαθών. Με βάση αυτό γίνονται εκτιμήσεις ότι η ανάκαμψη θα είναι περισσότερο αβέβαιη και πιο αργή. Η μείωση της ζήτησης των υπηρεσιών είναι δηλαδή λιγότερο συμπιεσμένη από την αντίστοιχη μείωση ζήτησης των αγαθών. Επίσης, με βάση την κοινή λογική, κανένα νοικοκυριό δεν θα δαπανήσει την επιπλέον αποταμίευση του που προήλθε από την πανδημία. Μεγάλο ποσοστό θα την διατηρήσει ως αποταμίευση.

Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να συνάδουν και τα στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε η ΕΡΝΣΤ και ΓΙΑΝΓΚ : Ο Έλληνας καταναλωτής αλλάζει στη μετά-COVID εποχή[3]

σε δείγμα Ελλήνων καταναλωτών, μεταξύ 9 και 15 Απριλίου 2021. Σύμφωνα με αυτά το 59% των Ελλήνων εκτιμά πως ο φόβος της πανδημίας θα συνεχίσει να είναι μαζί μας για πάνω από ένα χρόνο ακόμη – μια πιο απαισιόδοξη εκτίμηση σε σχέση με άλλες περιοχές ή χώρες που καλύπτει η παγκόσμια έρευνα της EY.

Με δεδομένη την κυρίαρχη ανησυχία για τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία, οι Έλληνες δηλώνουν ότι ξοδεύουν σήμερα λιγότερο (60%) και αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα (43%), ενώ οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών έχουν γίνει μακράν το σημαντικότερο κριτήριο αγοράς (67%). Η τάση αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει στο εγγύς μέλλον, καθώς η τιμή θα παραμείνει, με διαφορά, το σημαντικότερο κριτήριο για τις αγορές και κατά την επόμενη τριετία (79%). Για την πλειονότητα των προϊόντων οι Έλληνες θα συνεχίσουν να ξοδεύουν στο μέλλον τα ίδια με την περίοδο της πανδημίας, ενώ στις περιπτώσεις που οι δαπάνες ενδέχεται να αλλάξουν, κατά κανόνα θα μειωθούν.

Όσον αφορά στις επιχειρήσεις , μετά τη λήξη των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, πιθανότατα, θα χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους προκειμένου να καλύψουν υποχρεώσεις που προς το παρόν έχουν αναβληθεί (φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.) αλλά και τα συνήθη (προ της πανδημίας) λειτουργικά έξοδά τους (ενοίκια, μισθούς κ.λπ.). Δηλαδή και εδώ  αναμένεται αύξηση της ζήτησης πολύ μικρότερη αναλογικά με την αύξηση των καταθέσεων.

 

 

 

[1] Υπάρχει και πρόσφατες εμπειρικές έρευνες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση: Bank of Ireland, “TheimpactofCovid-19 on consumer spending”, December2020 / Bank of England, “How has Covid affected house hold savings”, November2020.

[2] “Estimating   the Marginal Propensity to consume Using the Distributions of Income, Consumption, and Wealth”, Federal Reserve Bank of Boston, 2019.

 

[3] https://www.ey.com/el_gr/news/2021-press-releases/05/ereuna-ey-o-ellinas-katanalotis-allazei-sti-meta-covid-epoxi