Συνέντευξη

Ερώτηση

1) Η κυβέρνηση και τα φιλικά προσκείμενα σε αυτήν μέσα ενημέρωσης καλλιεργούν ένα κλίμα εφησυχασμού ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας είναι ένα προσωρινό φαινόμενο και όλα θα επανέλθουν στην κανονικότητα μετά τους εμβολιασμούς που θα φέρουν το τέλος της «κρίσης κορωνοϊού». Όμως η κατάσταση για όποιον βιώνει τις συνέπειες της κρίσης, ειδικότερα όσο πιο χαμηλά βρίσκεται όσον αφορά το εισόδημα, είναι τελείως διαφορετική. Ποια είναι α) η πραγματική κατάσταση της οικονομίας και ειδικότερα η κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων που πλήττονται ιδιαίτερα από αυτή την κρίση.

Απάντηση

Σε μια χώρα που έχει χαθεί  το 25% του ΑΕΠ κατά την περίοδο των δέκα μνημονιακών χρόνων και απώλεσε  άλλο ένα 10% μέσα σε ένα χρόνο (2020) δεν μπορεί να περνά, ως ζήτημα άνευ αξίας, στα ψιλά των εφημερίδων και των ΜΜΕ.

Η κυβέρνηση, εμφορούμενη από έναν άκρατο οικονομισμό ο οποίος συμπλέει με υψηλή αυταρχικότητα, και επιπλέον από μια επικοινωνιακή  ρητορική συνεχούς ωραιοποίησης της πραγματικότητας,  «χαρούμενη και αισιόδοξη», κοιτάζει το μέλλον ουσιαστικά κρύβοντας τη σημασία της τεράστιας μείωσης του ΑΕΠ , κατά 20 δις ευρώ, το 2020, (το  ΑΕΠ από 184 δις ευρώ το 2019 μειώθηκε στο επίπεδο των 166 δις ευρώ το 2020). και των μεγάλων συνεπειών που αυτή έχει επιφέρει στην οικονομία και στην κοινωνία.

Πρέπει να εξηγηθεί τι σημαίνει η μείωση του 10% και να μην κρύβονται οι κυβερνώντες και οι οικονομολόγοι της  πίσω από τις αρνητικές επιπτώσεις της  πανδημίας (κρούσματα, διασωληνωμένοι, θάνατοι) που με πηχυαίους τίτλους καταλαμβάνουν τα πρωτοσέλιδα του τύπου.  Μια ύφεση 10% έχει τεράστιο κόστος, και αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά  τα προβλήματα που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το επενδυτικό κενό και τη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος των εργαζομένων.

Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις διαρθρωτικού τύπου προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία πριν από την πανδημία του κορωναϊού και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική – προσφυγική κρίση και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

Με απλά λόγια σχεδόν το σύνολο των προβλημάτων που «κουβαλάει» η ελληνική οικονομία, ας πούμε τα τελευταία 50 χρόνια, και τα οποία επιχείρησε να διορθωθούν μέσω των μνημονίων, μετά την κρίση του 2010, υπάρχουν εκεί και μας βγάζουν την γλώσσα και μερικά από αυτά έχουν αποθρασυνθεί ( χειροτερεύσει) περαιτέρω. Όμως ακόμη και η διαφημιζόμενη επιτυχία των μνημονιακών προγραμμάτων , δηλαδή η προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων, τίθεται εν αμφιβόλω: η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει στον αστερισμό των διπλών ελλειμμάτων.

Αναφέρω συγκεκριμένα για το 2020:

 

Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.

Δημόσιο χρέος ύψους 338 δις ευρώ (περίπου  208% του ΑΕΠ) και με ιδιωτικό χρέος πάνω από 240 δις ευρώ ή 148,0% του ΑΕΠ  (χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνονται οι αγνώστου ύψους οφειλές μεταξύ ιδιωτών). Η βιωσιμότητα του  ελληνικού δημοσίου χρέους εξαρτάται κατ’ αρχάς από την τήρηση των συμφωνιών  από τους ευρωπαίους δανειστές.

Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της νέας χρονιάς, καθώς από αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσον θα υπάρξουν χιλιάδες πτωχευμένες επιχειρήσεις, απολύσεις εργαζομένων και δραματική αύξηση της ανεργίας αλλά και μια νέα γενιά μη αποτελεσματικών  δανείων που θα βαρύνουν για ακόμη μια φορά  τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Η πραγματικότητα είναι αδήριτη. Κάθε ημέρα, με την οικονομία σε συνθήκες lock down, ή μερικής δραστηριότητας,  το πρόβλημα διογκώνεται καθώς συσσωρεύονται ολοένα και περισσότερες υποχρεώσεις, συνεπώς και τα συνολικά χρέη, οι οποίες αναστέλλονται προκειμένου  να αποπληρωθούν «στο προσεχές μέλλον», όταν ελπίζεται ότι θα έχει ομαλοποιηθεί η κατάσταση.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία  από το επιστρεπτέο κομμάτι των τεσσάρων φάσεων της επιστρεπτέας προκαταβολής αλλά και των φορολογικών υποχρεώσεων που έχουν ανασταλεί μέχρι τον Απρίλιο, έχουν  συσσωρευτεί επιπλέον χρέος συνολικού ύψους περίπου 7-8 δισ. ευρώ. Οι αναστολές δανειακών υποχρεώσεων από τις τράπεζες προσθέτουν επιπλέον 20,5 δισ. Ευρώ (σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος Νοέμβριος 2020. Σύμφωνα με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών ανέρχονται σε 30 δις ευρώ μέχρι το τέλος του έτους 2020 ) στον συνολικό λογαριασμό, ενώ μόνο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν για τα απλήρωτα τιμολόγια και τις επιταγές που έχουν «παγώσει» με κρατική παρέμβαση. Με το ποσό των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αναστολή να έχει ήδη ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ –και ενώ αναμένονται νέες αναστολές για το πρώτο τρίμηνο του 2021–, θεωρείται πρακτικά πολύ δύσκολο αυτά τα χρέη να πληρωθούν μέσα στην περίοδο 2021-2022 και ταυτόχρονα με τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις των συγκεκριμένων ετών.

Δημοσιονομικά ελλείμματα

Σημαντικότατη αύξηση παρουσίασαν και τα δύο ελλείμματα.

Πρωτογενές έλλειμμα : 6,0-6,5% του ΑΕΠ

Γενικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα: περίπου 9,0%.

Το μεγάλο ζήτημα είναι πως θα αποφασίσουν η ΕΕ και η Κυβέρνηση να προσαρμόσουν αυτά τα ελλείμματα στις ανάγκες της οικονομίας.

Έλλειμμα Ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 2020, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σημείωσε έλλειμμα 11,2 δισ. ευρώ, κατά 8,4 δισ. ευρώ μεγαλύτερο από εκείνο του 2019. Θα ανέλθει δηλαδή περίπου  στο 7,0% του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία εν μέρει αντισταθμίστηκε κυρίως από τον περιορισμό (κατά 4,3 δισ. ευρώ) του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών και δευτερευόντως από τη βελτίωση του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων. Ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών προέρχεται από τη μεγαλύτερη σε απόλυτο μέγεθος και με ταχύτερο ρυθμό μείωση των εισαγωγών σε σχέση με εκείνη των εξαγωγών.

Τραπεζικό σύστημα και ρευστότητα

Ίσως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εδώ και δέκα χρόνια ταλανίζουν την ελληνική οικονομία αφορά στο τραπεζικό σύστημα και στην πρωτοφανή αδυναμία του να παίξει το ρόλο για τον οποίο έχει δημιουργηθεί: την χορήγηση ρευστότητας στην οικονομία. Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του Κεντρικού Τραπεζίτη ότι στην ελληνική οικονομία , μετά τις είσοδο της Ελλάδος στην αγορά ομολόγων της ΕΚΤ, 40 δις ευρώ έχουν εισέλθει στην οικονομία εκ των οποίων ελάχιστα έχουν οδηγηθεί στην πραγματική οικονομία . Σε συμπληρωματική του δήλωση σημείωσε ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν τοποθετήσει περίπου 12 δις ευρώ σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Το πρόβλημα των μη αποτελεσματικών δανείων συνεχίζει να ταλανίζει τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών και είμαστε μάρτυρες της διαμάχης μεταξύ κυβέρνησης και Τραπέζης της Ελλάδος σχετικά με την πρόταση της τελευταίας για δημιουργία «bad bank» την οποία αρνείται η πρώτη.

Ανεργία

Το  επίπεδο  ανεργίας  υπολογίζεται  στο 16,5%,  λαμβάνοντας  υπόψη, μεταξύ  των άλλων, τα μέτρα  στήριξης  του  προγράμματος SURE. To 2020 οι απασχολούμενοι ήταν 3.823 εκ άτομα, οι  άνεργοι  758.000  άτομα και  το  εργατικό  δυναμικό  ήταν 4.588  εκ άτομα. Αντίστοιχα τον Δεκέμβριο του 2019, το εργατικό δυναμικό ήταν 4.640 εκ. άτομα και οι  άνεργοι ήταν 774.000  άτομα (16,7%). Ουσιαστικά, η  στατιστική  ανεργία παρέμεινε  σταθερή, δεδομένου  ότι  το εργατικό δυναμικό παρουσιάζεται μειωμένο κατά 57.000 άτομα και το μεγαλύτερο μέρος αυτών προέρχεται από τους απασχολούμενους που φαίνονται μειωμένοι κατά 41.000 άτομα. Όμως, η πραγματική ανεργία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, εκτιμάται (2020) σε 1.090.0000 άτομα.

Διαθέσιμο εισόδημα

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, λόγω των περιοριστικών μέτρων τον  προηγούμενο χρόνο, περισσότεροι από 1.700.000 μισθωτοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα τέθηκαν  σε αναστολή συμβάσεων εργασίας για χρονικά διαστήματα από 3 έως και 10 μήνες, περίπου  1.400.000 ατομικές επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι ανέστειλαν τη λειτουργία τους, τουλάχιστον  για 5 έως και 7 μήνες , ή υπολειτούργησαν  τουλάχιστον για 9 μήνες μέσα πραγματοποιώντας σημαντικά μειωμένους τζίρους. Επιπλέον, περισσότεροι από 400.000 ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων υποχρεώθηκαν για χρονικά διαστήματα από 6 έως και 10 μήνες μέσα στο 2020 να εισπράξουν ενοίκια μειωμένα κατά 40% ή και περισσότερο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΣΕΕ, 6 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δηλώνουν απώλεια εισοδήματος το 2020.

Επίσης με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων μειώθηκε κατά 1,1%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους, ενώ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 είχε σημειώσει ετήσια αύξηση ύψους 3,8%.%. Παράλληλα, το πρώτο εννεάμηνο του 2020, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (σε τρέχουσες τιμές) μειώθηκε σημαντικά περισσότερο, κατά 5,4%, σε ετήσια βάση. Ως εκ τούτου, η ακαθάριστη αποταμίευση, η οποία αποτελεί το μέρος του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος που δεν καταναλώνεται, ήταν θετική και διαμορφώθηκε σε 2,3% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι -2,2%, το πρώτο εννεάμηνο του 2019. Εκτιμάται ότι  η αποταμίευση των νοικοκυριών χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και ιδιαίτερα εκείνων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημική κρίση (περιλαμβάνουν ανέργους, εργαζομένους με μειωμένες ώρες απασχόλησης, ασθενείς κ.ά.) μειώθηκε, αφού ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους αφορά ανελαστικές δαπάνες και είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, θέρμανση κ.λπ.). Αντίθετα, τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν εκείνα που συσσώρευσαν αποταμιεύσεις, διότι μείωσαν, σε μεγάλο βαθμό, τις δαπάνες για διακοπές, ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες δηλαδή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Από την έναρξη της πανδημικής κρίσης, αρνητικές στο διαθέσιμο εισόδημα ήταν οι συμβολές των αμοιβών της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, του λειτουργικού πλεονάσματος/μικτού εισοδήματος αλλά και του εισοδήματος περιουσίας.

 

Ο ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ το 2021

 

Όλες οι παραπάνω εξελίξεις αλλά και τα υπάρχοντα οικονομικά στοιχεία παραπέμπουν σε μια πιο αργή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας για το 2021.  Οι χειμερινές  προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ήρθε να επιβεβαιώσει όσες απόψεις  είχαν διατυπώσει έντονες επιφυλάξεις για τις υπέρμετρα αισιόδοξες εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί κατά καιρούς στο πρόσφατο παρελθόν από την ευρωπαϊκή επιτροπή και το υπουργείο οικονομικών.

Για του λόγου το αληθές αναφέρω τις προηγούμενες εκτιμήσεις , για το 2021, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών.

Ευρωπαϊκή επιτροπή – Άνοιξη  2020 : 7,9%, Καλοκαίρι 2020 : 6%, Φθινόπωρο 2020: 5%, Χειμώνας 2021(Φεβρουάριος 2021): 3,5%.

Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών – Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2021: 7,8%, Προϋπολογισμός 2021: 4,8% .(Σημείωση : Προς την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ρυθμό ανάπτυξης φέτος 3,5%, αντί του 4,8% του προϋπολογισμού, εκτιμά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ότι κινείται πιθανότατα η οικονομία, με τα σημερινά δεδομένα,(23 Φεβρουαρίου 2021) εξαιτίας της παράτασης του lockdown. Σε υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 0,8% του ΑΕΠ μεταφράζεται κάθε μήνας που περνάει με συνέχιση των περιοριστικών μέτρων, είπε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Συνέντευξη ΕΡΑ).  

 

Η προβαλλόμενη ως δικαιολογία μεγάλη αβεβαιότητα που συνοδεύει τη διαταραχή της πανδημίας του κορωναϊού COVID-19 για τις αρχικά πολύ αισιόδοξες εκτιμήσεις και τη βαθμιαία μείωσή τους στη συνέχεια, πρέπει να γίνει αποδεκτή  όμως μέχρι ενός ορισμένου βαθμού. Είναι εμφανές, δια γυμνού οφθαλμού, ότι πάντοτε επιλέγεται ως βασική εκτίμηση αυτή που στηρίζεται στις πλέον αισιόδοξες προσδοκίες. Προφανώς αυτό εντάσσεται στην αντίληψη που υποστηρίζει ότι οι θετικές προσδοκίες αυξάνονται με αισιόδοξα μηνύματα που τονώνουν τη ψυχολογία του κόσμου!!! Θεωρώ ότι κάνουν λάθος, αλλά δεν είναι του παρόντος.

 

Τα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2021

 

Σε επιβάρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 0,7% του ΑΕΠ μεταφράζεται κάθε μήνας που περνάει με συνέχιση των περιοριστικών μέτρων,(23.02.2021 ΕΡΑ) ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, αναδεικνύοντας το βαρύ κόστος του lockdown για το ΑΕΠ και τον προϋπολογισμό.
Ως γνωστό, το  πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού, για το 2021, έχει προβλεφθεί στο 3,9% και μετά τη δίμηνη επιβάρυνση είναι πιθανό να κινείται στην περιοχή του 5% του ΑΕΠ, αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα το προσεχές διάστημα. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, τα μέτρα στήριξης του πρώτου τριμήνου θα φτάσουν τα 5,9 δισ. ευρώ, ενώ σε κάθε περίπτωση θα ξεπεραστούν τα 7,5 δισ. ευρώ που προβλέπονται στον προϋπολογισμό για το σύνολο του έτους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην 9η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας εκτιμά ότι τα μέτρα στήριξης φέτος θα φτάσουν το 6,5% του ΑΕΠ, ήτοι περίπου 11,2 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση είχε υπολογίσει στον προϋπολογισμό περίπου 7,5 δισ. ευρώ συν 1,1 δισ. ευρώ από το React EU, συνολικά 8,6 δισ. ευρώ.

 

 

Ερώτηση

2) Με βάση τη κατάσταση που περιγράψατε ποια είναι η αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται συνολικά για την οικονομία αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας, ειδικότερα των πλέον ευάλωτων κοινωνικά ομάδων σε σχέση με άλλα τμήματα της κοινωνίας.

Απάντηση

Τα κυβερνητικά μέτρα είχαν αμυντικό χαρακτήρα προκειμένου να  δημιουργήσουν ένα στοιχειώδες δίχτυ προστασίας των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν περιορισμένη για δύο προφανείς λόγους: ο πρώτος είναι σχετικός με την αδυναμία να συλλάβουν και να αντιμετωπίσουν με τον πρέποντα τρόπο την εξέλιξη της πανδημίας. Η ματιά της Κυβέρνησης ήταν στραμμένη συνεχώς προς την οικονομία με τον συγκεκριμένο τρόπο που αντιλαμβάνονται τη λειτουργία της. Το να εισέλθει μια χώρα σε lock down είναι σχετικά εύκολο. Το δύσκολο είναι πως εξέρχεσαι. Ο δεύτερο λόγος αφορά ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν κοινωνική πολιτική επικεντρωμένη στις πιο ευαίσθητες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες του πληθυσμού. Όπως έχουμε αναφέρει είναι αυτές οι ομάδες που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες. Η εντονότερη αναδιανομή προς αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες πιθανόν θα είχε και περισσότερα οφέλη για την οικονομία πέρα από τις κοινωνικές επιπτώσεις.  

 

 

Ερώτηση

 

3) Η κυβέρνηση και ο τύπος συνεχώς επικαλούνται το Ταμείο Ανάκαμψης και τα 32 δισ. ευρώ που θα έλθουν σε βάθος 5ετίας, ότι αυτά θα λύσουν όλα τα προβλήματα. Επειδή και κατά το παρελθόν επί δεκαετίες είχαμε τις ίδιες υποσχέσεις και είδαμε τα αποτελέσματα, με την «πτώχευση» στην πράξη της Χώρας και του λαού και τα μνημόνια που ακολούθησαν, πόσο αυτά τα χρήματα επαρκούν για να ξεπεραστούν τα προβλήματα της οικονομίας.

Απάντηση

 

Η επάρκεια των πόρων είναι πάντοτε ένα σχετικό μέγεθος σε μια διαδικασία εν εξελίξει

μάλιστα σε καθεστώς υψηλής αβεβαιότητας. Εξάλλου κανείς δεν έχει αναφέρει βάσει

ποιων κριτηρίων καθορίστηκε το ύψος των πόρων προς διάθεση. Όταν ασκείται διακριτική οικονομική πολιτική υπάρχει η ευχέρεια των φορέων της οικονομικής πολιτικής να μεταβάλλουν με τις ενέργειες τους τα διάφορα οικονομικά μεγέθη που ελέγχουν ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην ΕΕ, όπου επικρατεί η άσκηση οικονομικής πολιτικής κανόνων , δηλαδή ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής στους οποίους επιχειρείται να προσαρμοσθεί η οικονομική δραστηριότητα. Αυτή η διαφορά στον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής είναι καθοριστική για να διαχωρίσει δύο σχολές σκέψεις : την παρεμβατική και την υποτιθέμενη μη παρεμβατική. Η τελευταία γίνεται παρεμβατική μόνο αν σημαντικά εξωγενή γεγονότα προκαλούν μεγάλες αρνητικές αναταραχές (όπως η πανδημία COVID-19). Όμως η λογική της παρέμβασης είναι οργανικά ενσωματωμένη στην βασική της αντίληψη, δηλαδή αυτή της μη παρέμβασης.

Επιπλέον, οι πόροι θα διατεθούν με βάση της προτεραιότητες της ένωσης στους αναφερόμενους παραπάνω τομείς και όχι με βάση τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα προβλήματα της κάθε χώρας που δημιουργήθηκαν ή οξύνθηκαν λόγω της πανδημίας COVID-19.

 

 

Ερώτηση

 

4) Η κυβέρνηση υπόσχεται ότι τα μέτρα της «επιτροπής Πισσαρίδη» που γίνονται στο πλαίσιο των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης θα λύσουν και τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Όμως από την ανάγνωσή τους προκύπτει ότι είναι ξαναζεσταμένες οι ίδιες πολιτικές που μας οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα. Τελικά τι πρέπει να αναμένομε ειδικά από τα μέτρα της Επιτροπής.

Απάντηση

 

Ένα ακόμη Σχέδιο για την «Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας» προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια  βιβλιογραφία με τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της Επιτροπής Πισαρρίδη .

Το σχέδιο δεν «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», δεδομένου ότι επί της ουσίας επαναλαμβάνει, με σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο, ήδη  γνωστές αναλύσεις, απόψεις και προτάσεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμιας Τράπεζας, Ευρωπαϊκής Επιτροπής), όσο και αντίστοιχων ελληνικών (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος).

Οι απόψεις αυτές διέπονται από την κυρίαρχη  λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον ένα ή άλλο τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία από όλες τις κυβερνήσεις που υπηρέτησαν την χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις, έτσι ώστε να συνάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσον η συνέχιση της ίδιας οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

 

Ερώτηση

 

5) Υπάρχει διέξοδος σε όλα αυτά τα αδιέξοδα που καταγράφονται στον οικονομικό τομέα και ποια είναι αυτή;  Μπορεί η παραγωγική ανασυγκρότηση να δώσει λύσεις, με ποια μορφή και ποιες διαδικασίες; 

Απάντηση

 

Η κρίση χρέους, η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, καθώς και η

τρέχουσα οικονομική κρίση εξαιτίας του Covid-19, έχουν αναδείξει την ανάγκη

μετασχηματισμού του οικονομικού υποδείγματος.

Η επιτυχία του μετασχηματισμού θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες:

Πρώτον, από τη ρεαλιστική ανάγνωση των βασικών χαρακτηριστικών και

των ιδιαιτεροτήτων της σημερινής αναπτυξιακής ταυτότητας της οικονομίας. Η αλλαγή αυτής της ταυτότητας είναι μια σωρευτική διαδικασία, που απαιτεί χρόνο και μείζονες μεταρρυθμίσεις σε πολλές δομές της πολιτικής και της οικονομίας, στη συμπεριφορά των θεσμικών τομέων, στην επιχειρηματική κουλτούρα, σε παγιωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις οικονομικής πολιτικής, καθώς και στις παρεμβάσεις μικροοικονομικής, μακροοικονομικής, βιομηχανικής, χρηματοδοτικής και κοινωνικής πολιτικής.

Δεύτερον, από τον οραματικό στόχο που αφορά το ποια Ελλάδα θέλουμε να έχουμε στο μέλλον. Αυτός ο οραματικός στόχος μπορεί να προέλθει από την οικοδόμηση ενός νέου, βιώσιμου, διατηρήσιμου υποδείγματος ανάπτυξης χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Για να είναι βιώσιμο το αναπτυξιακό υπόδειγμα πρέπει  να επιτυγχάνει υψηλή οικονομική αποτελεσματικότητα σε όρους όγκου και ποιότητας απασχόλησης καθώς και αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για όλους χωρίς αποκλεισμούς.

Η οικονομική αποτελεσματικότητα εξαρτάται από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της

οικονομίας, την ποιότητα και τον όγκο των παραγωγικών επενδύσεων, την κατανομή της τραπεζικής ρευστότητας, την ενίσχυση των θεσμών προστασίας της κοινωνίας. Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, η βελτίωση των δομών κοινωνικής προστασίας και η περιβαλλοντική προστασία πρέπει να αποτελούν τα βασικά ενδιάμεσα μέσα για την επίτευξη του στόχου.

 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021