H ψηφιακή τεχνολογία και οι τεχνολογικοί κολοσσοί

Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη που επικρατεί στον πλανήτη , αυτό που θα χαρακτηρίσει τον 21ος αιώνα θα είναι η μετάβαση από το καθεστώς της αμερικανικής ηγεμονίας στο καθεστώς μιας έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων  ΗΠΑ- Κίνας.

Η πρώτη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών είναι εμφανής και αφορά στην συγκέντρωση ισχύος στη Νέα Τεχνολογία. Πρόκειται για τη νέα ψηφιακή τεχνολογία (τεχνική νοημοσύνη, ρομποτική κτλ).  Οι ΗΠΑ διαθέτουν πέντε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας: Alphabet , Amazon, Facebook, Apple, Microsoft. Πρόκειται για τις εταιρείες που θεωρούνται ανάμεσα σε αυτές με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία σε παγκόσμια κλίμακα, από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας.

Η κάθε μία από αυτές εξειδικεύεται στο διαδικτυακή διαφήμιση ,στις διαδικτυακές πωλήσεις, υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων (messaging)  , στο υλισμικό (hardware), και στο λογισμικό (software).  Οι πέντε εταιρείες έχουν γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια χάρις στις επενδύσεις που έχουν κάνει στην έρευνα και την ανάπτυξη, αλλά και στις εξαγορές και συγχωνεύσεις που έχουν προβεί, εξαλείφοντας κάθε πιθανό μελλοντικό ανταγωνισμό. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση μονοπωλίων που δυσκολεύουν αφάνταστα την είσοδο άλλων εταιριών στην αγορά , για να μην πούμε την απαγορεύουν de facto. Παράλληλα είναι οι μεγάλοι νικητές την περίοδο της πανδημίας. Επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους παράγοντας σωρεία κερδών.

Τα τελευταία έτη, η άνοδος της Κίνας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό παίγνιο και σε αυτόν τον τομέα ήταν δυναμική. Τέσσερεις κινέζικες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας προβάλλουν ως οι ισχυροί ανταγωνιστές των αμερικάνικων εταιριών αμφισβητώντας την ηγεμονία τους στο πλανητικό πεδίο. Πρόκειται για τις εταιρίες  Baidu, Alibaba, Tencent και Xiaomi, οι οποίες έχοντας κυριαρχήσει στην κινεζική αγορά για χρόνια, επεκτείνονται σε παγκόσμια κλίμακα. Και οι κινέζικες εταιρείες δρουν ακριβώς όπως και οι αμερικάνικες. Η μοναδική τους διαφορά είναι ότι βρίσκονται κυριολεκτικά στην υπηρεσία της κυβέρνησής τους ενώ οι αντίστοιχες αμερικάνικες με έμμεσο τρόπο πράττουν το ίδιο.

Ο ανταγωνισμός των αμερικανικών τεχνολογικών εταιριών με τις αντίστοιχες κινέζικες έχει  έντονα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά καθώς συνδέεται με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Για πρώτη φορά, οι τεχνολογικές καινοτομίες, δίνουν τη δυνατότητα σε αυτές τις εταιρείες να πάρουν τον έλεγχο σε μεγάλους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, στηριζόμενες σε κρατικές πολιτικές και διευκολύνσεις.

Ίσως το βασικότερο  κοινό χαρακτηριστικό των αμερικανικών και κινέζικων  τεχνολογικών γιγάντων είναι η μεγάλη σημασία που δίνουν στη συλλογή στοιχείων των χρηστών τους, τα επονομαζόμενα big data, τα οποία είναι απαραίτητα  για την προώθηση της ανάπτυξής των δραστηριοτήτων τους.

Απλά αναφέρουμε ότι η διαχείριση των big data των πελατών αυτών των εταιρειών δημιουργεί σημαντικότατα προβλήματα που άπτονται της παραβίασης του ιδιωτικού βίου  των πελατών τους και θίγει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα τους. Στην ουσία μετά την κατάργηση της δημόσιας σφαίρας  οι πολίτες υφίστανται και την απώλεια της ιδιωτικότητα τους. Ο καταναλωτής αυτών των υπηρεσιών  χάνει σταδιακά αλλά σταθερά τα δικαιώματα του πολίτη. Βρισκόμαστε ήδη στις «κοινωνίες του ελέγχου» στις οποίες «το ουσιώδες είναι ένα ψηφίο …η ψηφιακή γλώσσα του ελέγχου είναι φτιαγμένη από ψηφία που σηματοδοτούν ή την πρόσβαση στην πληροφόρηση, ή την απόρριψη. Δεν  βρισκόμαστε πλέον μπροστά στο ζεύγος μάζα/άτομο (όπως στις πειθαρχικές κοινωνίες). Τα άτομα δημιουργούνται από τις «διαιρέσεις» και οι μάζες από τα στατιστικά δείγματα, τα δεδομένα, τις αγορές ή τις «τράπεζες πληροφοριών»[1].

Βεβαίως θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ευθύνη για αυτό «βαραίνει» και σε μεγάλο μέρος τον ίδιο των καταναλωτή αυτών των υπηρεσιών δεδομένου ότι με τη «δική του συναίνεση» παρέχει πλήθος από τα στοιχεία της καθημερινής του δραστηριότητας και συμπεριφοράς. Προσοχή όμως, η παρεχόμενη «συναίνεση» επιβάλλεται από τη ίδια λειτουργική δομή της «κοινωνίας του ελέγχου» την οποία θα πρέπει να εννοήσουμε «ως κοινωνία …όπου οι μηχανισμοί του προστάγματος γίνονται ολοένα πιο «δημοκρατικοί», ολοένα πιο εμμενείς στο κοινωνικό πεδίο, καθώς κατανέμονται στο νου και το σώμα όλων των πολιτών. Ως εκ τούτου, οι συμπεριφορές κοινωνικής ένταξης και αποκλεισμού, οι οποίες αποτελούν ίδιον της εξουσίας, ολοένα περισσότερο εσωτερικεύονται από τα ίδια τα υποκείμενα. Η εξουσία πλέον ασκείται μέσω μηχανισμών οι οποίοι οργανώνουν με άμεσο τρόπο τους νόες(σε επικοινωνιακά συστήματα , πληροφορικά δίκτυα, κ.τ.λ) και τα σώματα (σε συστήματα κρατικής πρόνοιας, επιτηρούμενες δραστηριότητες ,κ.τ.λ), ωθώντας τα προς μια κατάσταση αυτόβουλης αλλοτρίωσης από την αίσθηση της ζωής και την επιθυμία για δημιουργικότητα… Η εξουσία μπορεί να επιτύχει την αποτελεσματική διοίκηση ολοκλήρου του φάσματος του βίου του πληθυσμού μόνον όταν καθίσταται μια αναπόσπαστη, ζωτική λειτουργία την οποία κάθε άτομο ενστερνίζεται και  επανενεργοποιεί εκουσίως»[2].

Επίσης η διαχείριση των big data των διαφόρων  κρατών επιτρέπει , στις εταιρείες και στα κράτη στα οποία ανήκουν ,τη δυνατότητα  ελέγχου πληθυσμών και ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας. Η γεωπολιτική διάσταση του ρόλου των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών είναι εμφανής δια γυμνού οφθαλμού.

Παρά τον εμφανιζόμενο έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των αμερικάνικων και κινέζικων τεχνολογικών κολοσσών – η Ευρώπη είναι ουσιαστικά απούσα από αυτό το παίγνιο, και διατηρεί μια αμυντική στάση καθώς επιδιώκει τον περιορισμό των δραστηριοτήτων των τεχνολογικών γιγάντων μέσω του συστηματικού ελέγχου τους , επανακαθορίζοντας τον ρόλο της ένωσης ως παγκόσμιας τεχνολογικής αστυνομίας- μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι δρουν με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα. Και οι δύο πλευρές  επιδιώκουν εμφανώς να υποδουλώσουν τις υπόλοιπες χώρες και τους πολίτες τους μέσω της κυριαρχίας των αλγορίθμων, των ψηφιακών πλατφορμών και της τεχνικής νοημοσύνης.

Εκτός των παραπάνω, οι νέες τεχνολογίες σε συνάρτηση με το ότι παράγονται από πολύ μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες ανήκουν σε  συγκεκριμένα κράτη, πιθανότατα θα διευρύνουν το χάσμα μεταξύ αυτών των κρατών και των υπολοίπων.

Πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ[3]  διαπίστωσε ότι οι νέες τεχνολογίες απειλούν να ανοίξουν την ψαλίδα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών χωρών, μετατοπίζοντας μεγαλύτερη μερίδα των επενδύσεων σε προηγμένες οικονομίες όπου η αυτοματοποίηση αποτελεί ήδη πραγματικότητα. Με τη σειρά του, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις θέσεις εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, απειλώντας να αντικαταστήσει αντί να υποστηρίξει το αυξανόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών.

Δεν θα είναι κάτι το νέο στην παγκόσμια ιστορία , πάντοτε ο κάτοχος της τεχνολογίας ήταν ο κερδισμένος στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και ισχύος. Το καμπανάκι έχει χτυπήσει εδώ και καιρό για την Ευρώπη.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να διαπιστώσουμε σε ότι αφορά στους φορείς της  νέας τεχνολογικής επανάστασης, δηλαδή στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας τα ακόλουθα: πλάι στους κινδύνους που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αναδεικνύεται μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή προερχόμενη από τον τρόπο που οι ιδιοκτήτες αυτών των τεχνολογικών κολοσσών αντιλαμβάνονται το ρόλο τους. Θεωρούν ότι το σύστημα λειτουργεί τέλεια, ότι οι ίδιοι είναι τόσο επιτυχημένοι γιατί είναι οι πιο έξυπνοι, ότι αυτοί πρέπει να καθορίσουν την πορεία της τεχνολογίας, χωρίς παρεμβάσεις από το κράτος, με την κοινωνία να ακολουθεί τον δρόμο που θα χαράξουν. Μέχρι σήμερα οι διαχειριστές της αμερικανικής οικονομίας έχουν επιτρέψει στους γίγαντες της τεχνολογίας να κερδοσκοπούν ιλιγγιωδώς με επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται ολοένα και περισσότερο στην αυτοματοποίηση και την αντικατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο (και ειδικά την πιο σύγχρονη εκδοχή του, την τεχνητή νοημοσύνη). Βέβαια, ιστορικά μιλώντας, ανέκαθεν οι τεχνολογικές επαναστάσεις είχαν μεν οδυνηρές επιπτώσεις σε σημαντικές κατηγορίες του πληθυσμού στις φάσεις των μεταβάσεων, αλλά μετά ακολουθούσαν περίοδοι ανάκαμψης. Είναι πολύ νωρίς να προβλέψουμε τι θα συμβεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος εγγυάται ότι η μετάβαση θα επιδιωχθεί εις βάρος της εργασίας. Νομίζω ότι το σύστημα θα αναζητήσει πρωτευόντως τη διέξοδο στην αξιοποίηση των επιτευγμάτων της τεχνολογίας, της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, ολοκληρώνοντας την προηγούμενη του ψηφιακού μετασχηματισμού[4] . Υπάρχει πραγματική δυνατότητα στο προσεχές μέλλον με δεδομένη την σημερινή κατάσταση των κοινωνιών  να μεταβληθεί η διαχείριση της ψηφιακής τεχνολογίας ώστε να αμβλύνει, αντί να επιδεινώσει, την ανισότητα που διαβρώνει την κοινωνική συνοχή στις ανεπτυγμένες οικονομίες;  Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Πάντως φαίνεται από τη μελέτη της  ιστορίας του καπιταλισμού, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει τεχνολογική εξέλιξη χωρίς να συμβεί μια βαθιά μετάλλαξη του.

 

 

 

[1] Gilles Deleuze, Οι κοινωνίες του ελέγχου, Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2001, σ.12.

[2] M. Hardt – A. Negri, Αυτοκρατορία, Εκδόσεις Scripta, 2002, σ.49-50.

[3] Cristian Alonso, Siddharth Kothari, and Sidra Rehman, How Artificial Intelligence Could Widen the Gap Between Rich and Poor Nations, IMF Block, 2 December 2020

[4] Κ. Μελάς, Η Γεωπολιτική Δύναμη του Ψηφιακού Κεφαλαίου, Περιοδικό Εθνικές Επάλξεις, Τεύχος 134, Δεκέμβριος 2020.