Απαραίτητος ο ρόλος των δημοσίων επενδύσεων στην οικονομική ανάπτυξη και στη κοινωνική συνοχή

 

1.

Μία από τις αιτίες της αρνητικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2016 , και  των χαμηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ  της ελληνικής οικονομίας την τριετία 2017-2019 από τους στόχους που είχαν τεθεί,  ήταν και η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων σε σχέση με τους στόχους που είχαν  τεθεί στο πλαίσιο των αντίστοιχων κρατικών προϋπολογισμών. Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για το 2020, παρά τις εντελώς ιδιαίτερες συνθήκες που επικράτησαν λόγω της πανδημίας του COVID 19.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών  το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) υποεκτελέστηκε : κατά 451  εκατ. ευρώ ή 6,8% το 2016, κατά 877 εκατ. ευρώ ή 13,0%  το 2017 , κατά 463 εκατ. ευρώ ή 6,9% το 2018, και κατά 595 εκατ. ευρώ το 2019 ή 8,8%. Ο στόχος και για τα τέσσερα έτη ήταν 6,750 δις ευρώ. Συνολικά, την περίοδο 2016-19 το ΠΔΕ περικόπηκε ή υποεκτελέστηκε κατά 2,386 δισ. ευρώ.

Οι περικοπές έγιναν από το σκέλος των εθνικών πόρων του ΠΔΕ έτσι ώστε να είναι δυνατή να προστεθεί η μείωση των δαπανών στο πρωτογενές πλεόνασμα και να δημιουργηθεί το υπερπλεόνασμα. Να σημειωθεί ότι όταν οι περικοπές γίνονται από το σκέλος που συγχρηματοδοτείται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν μπορεί να δημιουργηθεί δημοσιονομικό πλεόνασμα, αφού η μείωση των δαπανών συνοδεύεται από ανάλογη μείωση των εσόδων.

Το ίδιο σκηνικό έχουμε και για το 2020, συνεχίζεται η υποεκτέλεση του ΠΔΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών διαπιστώνεται υποεκτέλεση του ΠΔΕ κατά 1.012 εκατ. ευρώ στο ενδεκάμηνο  η οποία οφείλεται σε έργα που δεν σχετίζονται με την πανδημία και εντοπίζεται κυρίως στο εθνικό σκέλος, το οποίο παρουσίασε υποεκτέλεση κατά 801 εκατ. ευρώ.

Η αύξηση  στις δαπάνες του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) το 2020 , κατά 3,671 δις ευρώ (από 6,750 σε 10,421 δις ευρώ) αντανακλά την επιδότηση τόκων δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), μέρος της επιστρεπτέας προκαταβολής, την αποζημίωση ειδικού σκοπού στους αυτοαπασχολουμένους και στις επιχειρήσεις, τη σύσταση του ταμείου εγγυοδοσίας επιχειρήσεων και τη δράση ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για δημόσιες επενδύσεις αλλά για μεταβιβάσεις που εγγράφονται στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.

Οι αιτίες της υστέρησης είναι πολλαπλές και σχετίζονται πρωτίστως  με χρόνιες αδυναμίες των κυβερνήσεων και της δημόσιας διοίκησης εν γένει. Η ιδιαιτερότητα του ΠΔΕ είναι ότι τα έργα που χρηματοδοτεί είναι, κατά κανόνα, πολυετή. Η επιτυχής εκτέλεση του ετήσιου προϋπολογισμού εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ύπαρξη «ώριμων έργων», τα οποία οφείλουν να έχουν σχεδιαστεί σε παρελθόντα χρόνο. Κατά συνέπεια, αστοχίες ή καθυστερήσεις στο σχεδιασμό νέων έργων εμφανίζονται, με καθυστέρηση περίπου 2 ετών, ως υστερήσεις στην εκτέλεση του ΠΔΕ.

Για το 2021 προβλέπονται για το ΠΔΕ πόροι ύψους 6,750 δις ευρώ. Οι δαπάνες αυτές που αντιπροσωπεύουν το 3,9% του ΑΕΠ της χώρας, κατανέμονται σε 6 δις ευρώ για έργα που θα συγχρηματοδοτηθούν από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε 0,750 δις ευρώ για έργα που θα χρηματοδοτηθούν  αποκλειστικά από εθνικούς πόρους. Επίσης έχουν προβλεφθεί οι πιστώσεις των δαπανών που θα χρηματοδοτηθούν από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας και οι οποίοι ανέρχονται σε 2,636 δις ευρώ επιπλέον των 6,750 δις ευρώ. (Στοιχεία από τον Προϋπολογισμό του 2021). Προσοχή πρόκειται για προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις ….

2.

Το ΠΔΕ αποτελεί για το Κράτος το σημαντικότερο μέσο χρηματοδότησης της αναπτυξιακής πολιτικής, με δράσεις που συμβάλλουν στην αύξηση του δημοσίου και ιδιωτικού κεφαλαίου της οικονομίας και στηρίζουν την αναπτυξιακή διαδικασία και τον εκσυγχρονισμό της χώρας σε μακροχρόνια βάση. Βασική πηγή εσόδων για τη χρηματοδότηση των έργων του ΠΔΕ αποτελούν οι εισροές από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα οφέλη από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων είναι δεδομένα και δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν.

Η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης επαναπροσδιορίζει το μέγεθος και τη σύνθεση της εγχώριας ζήτησης και επιφέρει αμεσότερα και ισχυρότερα θετικά αποτελέσματα στη συνολική ζήτηση και στο προϊόν από ό,τι μια αντίστοιχη αύξηση της δημόσιας δαπάνης για κατανάλωση. Ταυτόχρονα η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επιφέρει μόνιμη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Ο λόγος είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και δημιουργούν κίνητρα για την ανάληψη νέων ιδιωτικών επενδύσεων με θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση.

Μέσω εξωτερικών οικονομιών δημιουργεί προστιθέμενη αξία, η οποία διαχέεται σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Oι επενδύσεις σε υποδομές έχουν σημαντικά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οικονομικά οφέλη αφού δημιουργούν ζήτηση και θέσεις απασχόλησης στις κατασκευές και άλλους οικονομικούς κλάδους, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τη συνολική ζήτηση και το ΑΕΠ.

Ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών μέσω της μείωσης της αβεβαιότητας για τις μελλοντικές εξελίξεις,  ισχυροποιεί την κοινωνική συνοχή  συμβάλλοντας στην προσφορά  των απαραίτητων κοινωνικών αγαθών  διαμορφώνοντας έναν σαφή και διακριτό δημόσιο χώρο.  το κράτος δικαίου και διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την ομαλή λειτουργία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητα.

Η παροχή καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης επιτρέπει τη βελτίωση της ποιότητας του εγχώριου εργατικού δυναμικού και την αύξηση προσφοράς ειδικευμένης εργασίας και διαμορφώνει υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας και αμοιβής της εργασίας. Παράλληλα, η ενίσχυση της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) δημιουργεί σημαντικές εξωτερικές οικονομίες στον ιδιωτικό τομέα και προάγει την καινοτόμο επιχειρηματικότητα.

Παράλληλα, σε περιβάλλον ιδιωτικής αποεπένδυσης και μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας, όπως συμβαίνει σήμερα  λόγω της πανδημικής κρίσης, οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να αποτελέσουν μοχλό κινητοποίησης της ιδιωτικής επενδυτικής πρωτοβουλίας με σημαντικά αναπτυξιακά αποτελέσματα που διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και τούτο επειδή η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων ερμηνεύεται από τους οικονομικούς φορείς ως ένδειξη αξιόπιστης προσήλωσης της κυβερνητικής πολιτικής στην ανάπτυξη και ως εκ τούτου η εμπιστοσύνη ενισχύεται, με αποτέλεσμα η συνολική ενεργός ζήτηση να αντιδρά θετικά στις μεταβολές των δημοσίων επενδύσεων παρά την εν γένει αυξημένη αβεβαιότητα

 

Πρόσφατες μελέτες τεκμηριώνουν ότι ο οικονομικός πολλαπλασιαστής των δημοσίων δαπανών είναι σημαντικά μεγαλύτερος όταν η οικονομία είναι σε ύφεση, με το ΑΕΠ να υπολείπεται από το επίπεδο δυνητικής παραγωγής, όπως στην Ελλάδα κατά την έξοδο από την κρίση.

Ο πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων σε συνθήκες ύφεσης έχει εκτιμηθεί , με βάση τη διεθνή εμπειρία, περίπου στο 1,9. Για κάθε ευρώ που το κράτος επενδύει στις υποδομές το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1,9 ευρώ. Υψηλότερα μεγέθη έχουν εκτιμηθεί για την ελληνική οικονομία όπου υπολογίζεται ότι μια αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 1 ευρώ αυξάνει το ΑΕΠ από 2,91 ευρώ μέχρι 3,99 ευρώ σε ορίζοντα 12 τριμήνων (τριετίας). Επίσης σε πρόσφατη εμπειρική διερεύνηση της Τραπέζης της Ελλάδος , εξετάζεται η επίδραση μιας μόνιμης ceteris paribus αύξησης των δημόσιων επενδύσεων κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, η οποία λαμβάνει χώρα στις αρχές του 2018, στο πραγματικό ΑΕΠ, τις πραγματικές ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση.  Από τα αποτελέσματα προκύπτει  εξής:  η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, η οποία γίνεται ορατή ήδη από την πρώτη περίοδο και ισχυροποιείται με την πάροδο του χρόνου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκτίμηση του μεγέθους των θετικών επιδράσεων από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων εμπεριέχει αβεβαιότητα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Και τούτο διότι η τιμή του πολλαπλασιαστή, δηλ. η αύξηση του ΑΕΠ από μια αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, εξαρτάται μεταξύ άλλων από τέσσερις σημαντικούς παράγοντες: (α) τη σωστή διαχείριση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ώστε να διασφαλίζεται ο σωστός προγραμματισμός και η κατανομή της δαπάνης σε ποιοτικές επενδύσεις, (β) τη χρηματοδότηση των επενδύσεων ώστε να μην επηρεάζεται αρνητικά η δημοσιονομική σταθερότητα, (γ) τη θέση της οικονομίας στον οικονομικό κύκλο τη δεδομένη χρονική στιγμή, δηλ. εάν βρίσκεται σε ύφεση ή σε άνθηση, και (δ) την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής (Τράπεζα της Ελλάδος). Από τους παραπάνω παράγοντες μόνο ο τέταρτος λειτουργεί προς τη θετική κατεύθυνση στη σημερινή συγκυρία.

3.

Η προσπάθεια της κυρίαρχης νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας να αντικειμενοποιήσει τα κριτήρια ορισμού των δημοσίων και κοινωνικών αγαθών, υπάγοντάς τα κατά βάση στην τεχνική φύση και στα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής αποτελεί ένα έωλο επιχείρημα από την πλευρά της. Με το συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος προσπαθεί να επιτύχει δύο στόχους: Αφενός να αφήσει αλώβητη τη βασική της προκείμενη περί του αγοραίου χαρακτήρα όλων των αγαθών και συγχρόνως να μπορεί στο μέλλον να δικαιολογήσει όποια διαφοροποίηση παρατηρηθεί, αποδίδοντάς την στις τεχνολογικές εξελίξεις και να την χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, ακριβώς όπως πράττει σήμερα. Αφετέρου να υποκρύψει ότι ο χαρακτηρισμός των διαφόρων αγαθών ως δημοσίων-κοινωνικών , αποτελεί αντικείμενο κυριαρχικής δημόσιας θέσπισης και να της αποδοθεί ο εξ αντικειμένου «φυσικός» καθορισμός. Όμως αυτή η «αντικειμενικότητα» όχι μόνο δεν είναι πραγματική αλλά είναι και επιπλέον στρεβλωτική της πραγματικότητας.

Το τι παρουσιάζεται ως Δημόσιο ή ως Ιδιωτικό είναι απόφαση εσωτερική του ιδίου του κράτους εξαρτώμενη βασικά από την πίεση που ασκούν οι διάφορες κοινωνικές δυνάμεις στα πλευρά του συστήματος ως εκφραστές διαφορετικών υλικών ή συμβολικών συμφερόντων. Έτσι λοιπόν αυτή η συνεχής πάλη των κοινωνικών ομάδων διαμορφώνει τα όρια ανοχής του συστήματος λειτουργίας του αστικού κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης μαζικοδημοκρατίας. Η πίεση των εργαζομένων υπέρ της διατήρησης του δημοσίου νοικοκυριού συνάδει με την προσπάθεια διατήρησης ενός δημοσίου χώρου όπου η καθημερινή παρέμβαση των εργαζομένων–πολιτών θα καθοδηγείται από το στόχο της κοινωνικής ευημερίας. Η Δημοκρατία απαιτεί συνεχή παρέμβαση εκ μέρους των πολιτών. Η δυνατότητα παρέμβασης όμως απαιτεί τη θέσπιση του δημοσίου χώρου και του δημοσίου χρόνου. Η παρούσα φάση της παγκοσμιοποίησης αποδεικνύει περίτρανα ότι στο καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορούν ποτέ να θεωρηθούν οι κατακτήσεις της δημοκρατίας ως δεδομένες. Ανά πάσα στιγμή και ώρα μπορούν να καταλυθούν…

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021