Πληθυσμός και οικονομική ανάπτυξη

Αν θέλει κανείς να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία οποιασδήποτε οικονομίας σε βάθος χρόνου, πρέπει να αρχίσει μελετώντας τα δεδομένα για τον πληθυσμό (συνολικά τα δημογραφικά στοιχεία) και την παραγωγικότητα της . Το μέγεθος της παραγωγικότητας ,ουσιαστικά και πραγματικά, αντανακλά την  ικανότητα του συνόλου των δραστηριοτήτων της χώρας- δημοσίων και ιδιωτικών – που εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Από το εκπαιδευτικό σύστημα , τη δημόσια διοίκηση μέχρι το μάρκετινγκ και το μάνατζμεντ των επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την αποταμίευση και όλα τα υπόλοιπα μακροοικονομικά μεγέθη.  Αντίστοιχα όταν μιλάμε για τα δεδομένα του πληθυσμού, αναφερόμαστε συγκεκριμένα : στη φυσική αύξηση του πληθυσμού, και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, ( και δευτερευόντως στην απασχόληση, και στην ανεργία).

Ας ασχοληθούμε σήμερα  με τον πληθυσμό αφήνοντας το μέγεθος της παραγωγικότητας για μελλοντική παρέμβαση. Η αφορμή για τούτο το άρθρο μου δόθηκε διαβάζοντας την λεγόμενη Έκθεση Πισαρρίδη στην οποία δεν υπάρχει καμία αναφορά στο δημογραφικό πρόβλημα που ταλανίζει την χώρα.

Σε όλα τα υποδείγματα οικονομικής ανάπτυξης το μέγεθος του πληθυσμού αποτελεί έναν από τους δύο (ο άλλος είναι το Κεφάλαιο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η Τεχνολογία) παράγοντες της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Παράλληλα και η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η δημογραφία επηρεάζει καταλυτικά την οικονομία. Το σκεπτικό είναι μάλλον εύκολα εξηγήσιμο: όταν ο πληθυσμός μειώνεται, μειώνονται κατά κανόνα τόσο οι καταναλωτές της εγχώριας αγοράς, όσο και οι εν δυνάμει παραγωγοί. Χρειάζονται, δηλαδή, σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα, οι οποίες θα αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις του μειωμένου πληθυσμού. Παρότι έχει παρατηρηθεί ελάχιστες χώρες για ορισμένο χρονικό διάστημα έχουν καταφέρει μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας να αντισταθμίσουν τον μειούμενο πληθυσμό – δεν θέλω να πιστέψω ότι η Έκθεση Πισαρρίδη υπονοεί κάτι τέτοιο με τη μη αναφορά –   μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι ο κανόνας είναι πως η μείωση του πληθυσμού είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με μειωμένες οικονομικές επιδόσεις.

Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, με βάση τα αποτελέσματα  όλων των προβολών που έχουν γίνει από διάφορους φορείς είναι σε πρώτη ανάγνωση μάλλον αποκαρδιωτικά. Ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται μακροπρόθεσμα να μειωθεί και παράλληλα να αυξηθεί το ποσοστό των ατόμων πάνω από 65 ετών γεγονός που θα μειώσει τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.

Θα κάνουμε αναφορά στις προβολές της ΕΛΣΤΑΤ του 2011 και του 2018. Οι προβλέψεις του 2011 φτάνουν έως το 2060, ενώ οι προβλέψεις που έγιναν το 2018  φτάνουν έως το 2080. Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat προχώρησαν σε σημαντική αναθεώρηση των προβλέψεων, με βάση στοιχεία που προέκυψαν για την περίοδο 2010-2015. Οι προβλέψεις για το μέγεθος του πληθυσμού και τον ρυθμό αύξησής του έχουν αναθεωρηθεί σημαντικά προς το χειρότερο, αρχίζοντας από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009. Πλέον προβλέπεται πως το 2060 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι κατά 2,4 εκατ. πολίτες μικρότερος απ’ ό,τι προβλεπόταν το 2011. Δηλαδή από 10,7 σε 8,3 εκατομμύρια.

Πριν από αυτή την ημερομηνία, ο ελληνικός πληθυσμός αυξανόταν με αργό ρυθμό και προβλεπόταν ότι θα αρχίσει να μειώνεται σταδιακά εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Στα νέα στοιχεία φαίνεται ότι το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτασε στο αποκορύφωμά του και πως στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται σταδιακά. Η περίοδος συμπίπτει με την οικονομική ύφεση και την πίεση που άσκησε αυτή στην οικογένεια και ευρύτερα στην κοινωνία. Οι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό και να μεταναστεύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ακόμη πιο μακριά, με αποτέλεσμα τη μείωση του εγχώριου πληθυσμού. Τέτοια σημαντική υποχώρηση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού δεν απαντάται συχνά στα στοιχεία άλλων χωρών και δείχνει πως η ύφεση είχε βαθιά επίπτωση στην Ελλάδα.

Η ύπαρξη μικρότερου πληθυσμού στο μέλλον σημαίνει πως και η οικονομία θα είναι μικρότερη σε σύγκριση με τις προσδοκίες που υπήρχαν στην αρχή της δεκαετίας. Με μικρότερο πληθυσμό θα περιοριστούν η κατανάλωση, οι επενδύσεις και το επίπεδο της συνολικής απασχόλησης. Συνεπώς, περιορίζεται και το δυνητικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας (το συνολικό επίπεδο δραστηριότητας).

Τώρα ας εξετάσουμε την εξέλιξη της ομάδας του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Στα νέα στοιχεία του 2018 αποτυπώνεται η απότομη συρρίκνωση και αυτής της ομάδας του πληθυσμού. Προβλέπεται ότι έως το 2060 το μέγεθος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) θα είναι κατά 1,2 εκατ. μικρότερο από την προηγούμενη πρόβλεψη του 2011. Δηλαδή με την πρόβλεψη του 2011 ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός  το 2060 θα ήταν 5,7 εκατομμύρια ενώ με τις προβλέψεις του 2018 πέφτουν στα 4,5 εκατομμύρια. Και πάλι η διαφορά είναι πολύ σημαντική και επηρεάζει τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να περιμένει κανείς από την ελληνική οικονομία.

Επιπρόσθετα, η Ελλάδα είναι μια αυξανόμενα γηράσκουσα χώρα, καθώς οι πολίτες άνω των 65 ετών, που σήμερα αντιπροσωπεύουν το 21% του συνολικού πληθυσμού, το 2050 θα φτάσουν στο 30%-33%, ενώ ο πραγματικά οικονομικά ενεργός πληθυσμός αντίστοιχα θα μειωθεί σημαντικά.

Ο κανόνας είναι ότι τόσο η γήρανση όσο και η μείωση του πληθυσμού συνολικά επιβραδύνουν την ανάπτυξη. Και ο κίνδυνος για μια χώρα με τόσο αρνητικά δημογραφικά χαρακτηριστικά που επιπλέον έχει απωλέσει περίπου το 35,0% του ΑΕΠ από το 2008-2020  είναι αυτονόητος.

Αναπόφευκτο το ζήτημα που τίθεται για την περίπτωση της Ελλάδας αφορά πως μπορούν να αντιμετωπισθούν οι επιδράσεις της μείωσης του γενικού και του  οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και όχι μόνο. Διότι η συρρίκνωση του φυσικού πληθυσμού έχει και μια τεράστια γεωπολιτική σημασία μάλιστα όταν γειτονικές χώρες συνεχίζουν με ταχεία βήματα την αύξηση του δικού τους πληθυσμού.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021