Μικρές σκέψεις για την αλήθεια

Ως άνθρωποι ξεκινάμε την ζωή μας στην κοινωνία  από το “certum”, την εξοικείωση με τις επιμέρους πραγματικότητες και τις πεποιθήσεις. Εμείς οι άνθρωποι προσανατολιζόμαστε και προσαρμοζόμαστε μέσα στο φυσικό και κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον μας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως αυτό το περιβάλλον έχει προεπιλεγεί και προκαταβολικά ερμηνευθεί  με μια σειρά από νοητικές κατασκευές που φτιάχνει η κοινή λογική μέσα από την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής[1]. Ο καθένας από μας , στις
καθημερινές του δραστηριότητες και χωρίς να το πολυσκέφτεται, χρησιμοποιεί   έναν τεράστιο αριθμό προεπιλεγμένων και προμελετημένων νοητικών κατασκευών. Δίχως  αυτή τη γνώση η ζωή στον κόσμο θα ήταν αδιανόητη. Κανένας μας δεν είναι ικανός να χτίσει έναν κόσμο σημασιών και νοημάτων από το τίποτε. Ο καθένας μας μπαίνει σε έναν «προκατασκευασμένο» κόσμο όπου άλλα πράγματα είναι σημαντικά και άλλα όχι, όπου οι καθιερωμένες σχέσεις φέρνουν ορισμένα πράγματα στο προσκήνιο και αφήνουν άλλα στο περιθώριο. Πάνω απ’ όλα , μπαίνουμε σε έναν κόσμο όπου πολλές του απόψεις είναι τόσο προφανείς που δεν τις συνειδητοποιούμε καν, ούτε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ή
ιδιαίτερη αναφορά σε αυτές, για να είναι αφανώς μεν χειροπιαστά παρούσες σε οτιδήποτε κάνουμε, και έτσι προικίζουν τις ενέργειές μας και τα αντικείμενα πάνω στα οποία ενεργούμε με τη στερεότητα της «πραγματικότητας»[2]. Οι συνταγές που συνοδεύουν τις στερεότυπες καταστάσεις της καθημερινής ζωής μας συνδυάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν μια «σχετικά φυσική θεώρηση του κόσμου». Αυτές οι συνταγές προσφέρουν αξιόπιστη κι επαρκή καθοδήγηση για τις συνηθισμένες ανθρώπινες ενέργειες. Φαίνεται να έχουν αρκετή συνοχή, σαφήνεια και συνέπεια ώστε λογικά να προσφέρουν στον καθένα την ευκαιρία να κατανοεί τους άλλους και ο ίδιος να γίνεται κατανοητός.

Όμως σημαντικότατο ρόλο στην ανθρώπινη ζωή καταλαμβάνει το verum, η αλήθεια. Σωστότερα η αίσθηση της αλήθειας. Η γνώση οικουμενικών αληθειών .
Χωρίς γενικές αλήθειες δεν μπορεί να υπάρξει φιλοσοφία και επιστήμη. Δεν θα μας απασχολήσει εδώ πως επιτυγχάνεται η πρόσβαση στην αλήθεια. Θα μας απασχολήσει  το πώς γίνεται αντιληπτή στις ανθρώπινες κοινωνίες η σχέση μεταξύ αλήθειας και βεβαιότητας ή πεποιθήσεων ή κοινού νου και οι συνέπειες της.  Το πως εγκαθίσταται σε αυτές οδηγώντας τες, στη συνέχεια, σε συγκεκριμένο τρόπο πολιτιστικής συμπεριφοράς.

Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η αλήθεια , υπό μια έννοια, αποτελεί ένα υπερκείμενο (περιοριστικό) πλαίσιο , που μας βοηθά στον τρόπο σκέψης. Είναι ένα βοήθημα που με έναν συγκεκριμένο «εγκωμιαστικό» τρόπο, συντρέχει στην επικύρωση αριθμού υφιστάμενων πεποιθήσεων[3].

Συνεπώς μέσω της αλήθειας καθίστανται ορισμένες πεποιθήσεις μας έγκυρες σε σχέση με εναλλακτικές ή ευθέως αντίθετες απόψεις που αφορούν το ίδιο θέμα. Με την έννοια αυτή, η διαδικασία της επικύρωσης μέσω της επενέργειας της αλήθειας λαμβάνει μια εριστική χρήση «Η ιδέα της αλήθειας ανήκει στη ρητορική της εξουσίας. Δεν έχει νόημα παρά μονάχα στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης – υφίσταται μονάχα στην κατάσταση της διαφωνίας: όταν διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις και όταν τίθεται ως θέμα συζήτησης ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, και όταν για συγκεκριμένους λόγους είναι σημαντικό για κάποιους ή για όλους τους αντιμαχόμενους να δείξουν ή να υπαινιχθούν ότι η άλλη πλευρά έχει άδικο.

Όταν επικυρώνεται η αλήθεια μιας πεποίθησης, τούτο συμβαίνει επειδή η αποδοχή αυτής της πεποίθησης διαφιλονικείται ή αναμένεται να είναι διαφιλονικούμενη. Πάντοτε  η διαμάχη σχετικά με την αλήθεια ή την αβασιμότητα ορισμένων πεποιθήσεων είναι ταυτοχρόνως η διαπάλη σχετικά με το δικαίωμα κάποιων να μιλάνε με αυθεντία την οποία κάποιοι άλλοι θα πρέπει να υπακούουν. Είναι μια διαμάχη σχετικά με την καθιέρωση ή την επανεπιβεβαίωση των σχέσεων ανωτερότητας και κατωτερότητας, κυριαρχίας και υποταγής, ανάμεσα σε υποστηρικτές πεποιθήσεων»[4].

Ποιοι είχαν το δικαίωμα να μιλάνε με αυθεντία ως φορείς της αλήθειας; Και ποιοι ήταν αυτοί που υφίστανται το πλαίσιο της αλήθειας;

Η απάντηση είναι απλή. Φθάνει να ανατρέξουμε στον θείο Πλάτωνα και στο σκοτεινό σπήλαιό του . Το σπήλαιο  κατοικείται από κοινούς θνητούς. Ανάμεσα σε αυτούς , όμως, υπάρχει μια μικρή ομάδα ατόμων οι οποίοι επιχειρούν να εξέλθουν του σπηλαίου για να βγουν έξω σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο κυριαρχούμενο από το φως των καθαρών ιδεών. Πρόκειται για τους θεωρητικούς αναζητητές της αλήθειας.   Όσο σημαντική είναι αυτή η ενέργειά τους, άλλο τόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το μονοπάτι που ανοίγουν είναι πολύ στενό και δύσκολα μπορούν να το ακολουθήσουν οι πολλοί. Μόνο λίγοι και εκλεκτοί έχουν αυτή την ικανότητα.   Η πλατωνική αυτή θέση υποδηλώνει με σαφήνεια όχι μόνο ότι λίγοι και εκλεκτοί (οι φιλόσοφοι) μπορούν να ακολουθήσουν το στενό
μονοπάτι που τους οδηγεί έξω από το σπήλαιο, αλλά και ότι οι πολλοί δεν μπορούν να το ακολουθήσουν  χωρίς καθοδήγηση και ακόμη περισσότερο ότι ανθίστανται  σε αυτή την καθοδήγηση ,παραμένοντας στο σπήλαιο. Η πλατωνική αλήθεια είναι πολύ σκληρή για  να υποφέρεται  από τον λαό , με αποτέλεσμα η κλασική έκκληση για την «αρετή» ως στόχο της ανθρώπινης προσπάθειας να είναι ουσιαστικά ακατόρθωτη.
Μόνο  μια ελίτ μπορεί να φθάσει στην αλήθεια , την οποία κρατάει για τον εαυτό της. Αυτό της δίνει την επίγνωση και την εγγενή δύναμη που δεν μπορούν οι άλλοι να κατέχουν. Από εδώ απορρέει η ανάγκη να λέγονται ψέματα (τα ευγενή ψεύδη)  στο λαό σχετικά με τη φύση της πολιτικής, και όχι μόνο,  πραγματικότητας. Υπάρχει μια Φυσική Ιεραρχία στα ανθρώπινα είδη, και συνεπώς οι κανόνες πρέπει να περιορίζουν την ελεύθερη έρευνα και να εκμεταλλεύονται τη μετριότητα και την ασθενική ηθική των καθημερινών ανθρώπων, έτσι ώστε να διατηρείται σε τάξη η κοινωνία[5].

Την αριστοκρατική εκδοχή της πλατωνικής αλήθειας , μετά από ένα σύντομο διάλειμμα της εμφάνισης της σοφιστικής κίνησης όπου τέθηκε  εν αμφιβόλω το πλατωνικό πλαίσιο εισάγοντας για πρώτη φορά μια δημοκρατική εκδοχή της αλήθειας  διαδέχτηκε ,in senso lato, η αντίστοιχη ιουδαιοχριστιανική εκδοχή ,στην οποία φορέας της αλήθειας ήταν η θεολογία και οι υπηρετούντες αυτήν.  Για τον προνεωτερικό άνθρωπο , η αλήθεια και η πραγματικότητα, που ήταν ταυτισμένες, αποτελούσαν το προϊόν της πρόθεσης του Θεού, όντας ενσωματωμένες άπαξ δια παντός στο σχήμα της Θείας δημιουργίας.

Επανέρχεται δηλαδή με άλλο τρόπο πάλι, έστω και σχετικά διαφοροποιημένη, η πλατωνική εκδοχή. Η εμφάνιση της νεωτερικότητας , μέσα από σφοδρή σύγκρουση με την ancient regime,μεταβάλλει πάλι το πεδίο. Η εποχή του διαφωτισμού τοποθετεί το Δικαστήριο του Λόγου στο επίκεντρο των αποφάνσεων «εναντίον όλων των αστήρικτων φιλοδοξιών και
αξιώσεων (αναγγέλλοντας) το καθήκον της φιλοσοφίας να εξαλείψει τις ψευδαισθήσεις οι οποίες οφείλονται σε εσφαλμένες αντιλήψεις» και να διακηρύξει ότι η γνώμη – οριζόμενη ως μια άποψη που δεν φέρει τη σφραγίδα του Λόγου- είναι εντελώς απαράδεκτη[6].

Κατά κοινή ομολογία , η καντιανή αντίληψη ήταν σαφώς δημοκρατική. Η δημοκρατικότητα συνίσταται στο ότι η φιλοσοφική αλήθεια όφειλε να είναι ένα είδος αλήθειας που μπορούσε να διαθέσει και να χρησιμοποιήσει κάθε ον προικισμένο με λογικές ικανότητες και οι περισσότεροι άνθρωποι πράγματι είναι τέτοια όντα. Το στενό μονοπάτι που οδηγεί έξω από το πλατωνικό σπήλαιο γίνεται μεγάλος δρόμος που μπορούν να διαβεί σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων. Η προοδευτική εξάπλωση του Λόγου θα υπερνικήσει την κοινή λογική των διαφόρων πεποιθήσεων μέχρι την τελική επικράτηση της φιλοσοφικής αλήθειας.

Βεβαίως οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν το μεγάλο φιλόσοφο του Καίνιξμπεργκ. Στο τέλος της νεωτερικότητας , το νεανικό όραμα της φιλοσοφίας του κατεστημένου διαφωτισμού «να
κατακτήσει και να σαγηνεύσει τα μη φιλοσοφικά μυαλά με την ίδια τη λογικότητα και να ξεμπερδεύει μια για πάντα με την ακατέργαστη και ασταθή κοινή λογική, αντικαταστάθηκε από λυπημένες και μελαγχολικές σκέψεις για την κωφότητα του κοινού νου ή της κοινής συνείδησης και για τη σθεναρή αντίστασή τους απέναντι στη φωνή του καθολικού φιλοσοφικού λόγου και στις προσπάθειες αναμόρφωσής τους.  Η φιλοσοφία μπορεί ακόμη να αναζητεί τη βεβαιότητα, αλλά μια βεβαιότητα που καταφανώς και με αδήριτο τρόπο της λείπει  είναι η βεβαιότητα ότι θα είναι ο νικητής της συζήτησης»[7].

Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς  με το ακόλουθο συμπέρασμα του Μάρτιν Χάιντεγκερ:
«Η φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να αναιρέσει την κοινή λογική, καθότι η τελευταία κωφεύει απέναντι στη γλώσσα της φιλοσοφίας. Μήτε μπορεί καν να επιθυμεί κάτι τέτοιο, καθότι η κοινή λογική είναι τυφλή απέναντι σε ό,τι θέτει ενώπιον της η φιλοσοφία ως ουσιώδες όραμα»[8].
Η κατάληξη του καντιανού οράματος ήταν η εγκατάλειψη της μάχης με την κοινή λογική και η εγκαινίαση της μάχης μόνο μεταξύ των φιλοσόφων, οι οποίοι φαίνονται πεισμένοι ότι αυτός είναι ο χώρος που τους ανήκει.

Από την άλλη μεριά, ο κόσμος της κοινής λογικής διαφεύγει, βυθισμένος στις καθημερινές του επιδιώξεις και απασχολήσεις, πάντα προς το εύκολα διαθέσιμο , από το ένα τρέχον πράγμα στο άλλο, σε μια συνεχή διαδικασία πλάνης. Ο νεωτερικός άνθρωπος πλανάται συνεχώς, κάτι που τον αποτρέπει από την πρόσβαση στην αλήθεια. Είναι  ον που κρύβεται από την αλήθεια. Επομένως η κοινή λογική ομιλεί πάντοτε από τα βάθρο που βρίσκεται στον αντίποδα της αλήθειας. Ο δρόμος  της διαχωρίζεται από τον αντίστοιχο δρόμο του Λόγου και της αλήθειας. Όμως , και αυτό είναι το σημαντικό, το ότι ο νεωτερικός άνθρωπος κρύβεται διαμέσου της κοινής λογικής από την φιλοσοφική αλήθεια, αφήνει
ανέγγιχτα και διακριτά τα όρια των δύο «ομιλιών».  

Η σημαντική αλλαγή που σημειώνεται με το πέρασμα στη σημερινή μετανεωτερική εποχή, είναι ακριβώς η προσπάθεια εξαφάνισης αυτών των ορίων , τα οποία αναφέραμε μόλις προηγουμένως.  Η μεταμοντέρνα μορφή «απόκρυψης» συνίσταται όχι τόσο στο να κρύβεις την αλήθεια του Όντος πίσω από το ψεύδος των όντων, αλλά στο να θολώνεις ή και να εξαλείφεις εντελώς τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος στο εσωτερικό των ίδιων των όντων, και έτσι να καθιστάς άνευ σημασίας και άνευ νοήματος τα θέματα «της καρδιάς του ζητήματος», της σημασίας και του νοήματος[9]. Αναδύεται με κάθε μεγαλοπρέπεια  η έννοια της αυτοπραγμάτωσης[10] ως βασικού ερμηνευτικού εργαλείου της μεταμοντέρνας κατάστασης. Μέσω αυτής της έννοιας οι μεταμοντερνιστές χαριεντίζονταν με την τελεσίδικη απομάγευση του κόσμου, η οποία αποτίναξε και τα τελευταία απομεινάρια εναρμονιστικού ορθολογισμού, διαλύοντας το ενιαίο και συμπαγές πρόταγμα του στην ελευθεριάζουσα αμετροέπεια των πολλαπλών λόγων και των κατακερματισμένων πράξεων. Η μαζικοδημοκρατική κοινωνία της μετανεωτερικής εποχής , εγκαταλείποντας ή καταστρέφοντας τις ολοποιητικές εναρμονιστικές φιλοδοξίες της νεωτερικότητας, δύο μόνον διαδικασίες κατορθώνει, πρακτικά, να συσχετίσει οργανικά στους κόλπους της :την πολτοποίηση της συλλογικότητας- τα «πρόσωπα» καθίστανται άμορφη μάζα τυποποιημένων μονάδων, διασκορπισμένα  εντός της ισοπεδωτικής εγκοσμιότητας – με τον ατομοκεντρικό υποκειμενισμό υπερφίαλων υπάρξεων, που είναι πάντα πρόθυμες να αναγνωρίσουν υψίστη  σπουδαιότητα στην ιστορική ουτιδανότητα της συνείδησης και των ενεργημάτων της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Alfred Schutz, Common- sense and scientific interpretation of human action, Collected Papers, Volume I, Martinus Nijhoff 1967.

[2] Zygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Ψυχογιός 2002

[3] Richard Rorty, Pragmatism, Davidson and Truth, Objectivity, Relativism, and Truth, Cambridge University Press 1991.

[4] Zygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Ψυχογιός 2002

[5] Κ. Μελάς, Νεοσυντηρητικοί , Αντίλογος 2007.

[6] Immanuel Kant, Κριτική του Καθαρού Λόγου, Παπαζήση 1979.

[7] Zygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Ψυχογιός 2002

[8] Martin Heidegger, On the essence of truth, Basic Writings, Routledge 1978

[9] Zygmunt Bauman,  Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Ψυχογιός 2002

[10] Π. Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Θεμέλιο 1995.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΡΕΑΡ 2020