Προσοχή  στις μεγαλοστομίες

Όπως είναι γνωστό, η ΕΕ έχει θεσμοθετήσει μέτρα άμεσης (βραχυχρόνιας) αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας COVID-19, ύψους 540 δις ευρώ ήδη από τα τέλη της  Άνοιξης 2020. Το συνολικό ύψος των μέτρων επιμερίζονταν ως εξής : 240 δις ευρώ από το ESM με τις γνωστές στενές προϋποθέσεις, 200 δις ευρώ από την ΕΤ επενδύσεων για την ενίσχυση των δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και 100 δις ευρώ από το πρόγραμμα SURE με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης και την προστασία των εργαζομένων από την ανεργία (και αυτό με συγκεκριμένες προϋποθέσεις βασική των οποίων ήταν η συμπληρωματικότητα του ως προς τους εθνικούς πόρους που θα χρησιμοποιούνταν κάτι που δυσκολεύει εν τοις πράγμασι τις οικονομίες που δεν έχουν το δημοσιονομικό περιθώριο να δαπανήσουν τα απαραίτητα ποσά από εθνικούς πόρους).  Παρ’ όλα αυτά ,από τα τρία προγράμματα, μέχρι σήμερα  τα κράτη μέλη κάνουν χρήση  μόνο το πρόγραμμα SURE, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα προβλήματα της ανεργίας έστω και με τους υπάρχοντες περιορισμούς. Τα υπόλοιπα προγράμματα μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, παραμένουν υπό μια έννοια ανενεργά.

Η κατάσταση αυτή δείχνει όχι μόνο τις αργές και δαιδαλώδεις διαδικασίες που χρειάζεται να ακολουθήσει η ΕΕ (λόγω του τρόπου θέσμισής της) αλλά και τις  επιπτώσεις που αυτός ο τρόπος λειτουργίας  προκαλεί στο ουσιαστικό περιεχόμενο των αποφάσεων. Πως αλλιώς να ερμηνευθεί το γεγονός ότι έχουν θεσπιστεί προγράμματα βραχυχρόνιας βοήθειας τα οποία τα κράτη μέλη αρνούνται να χρησιμοποιήσουν;

Πως όμως τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της μεγάλης ύφεσης που έχει ενσκήψει λόγω της πανδημίας COVID-19; Μα χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο εθνικούς πόρους. Σε αυτό έχει βοηθήσει όχι μόνο η αναβολή του ορίου για το δημοσιονομικό έλλειμμα 3,0% ετησίως όπως επέβαλε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αλλά και η παράλληλη αναβολή  της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων προς τις εθνικές επιχειρήσεις. Η απόφαση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στοχεύει στο να δώσει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να στηρίξουν τις χειμαζόμενες βιομηχανίες τους.  Το μέτρο έχει αποδειχθεί σημαντικό για τη διατήρηση σε λειτουργία χιλιάδων επιχειρήσεων στις ευρωπαϊκές χώρες που διαφορετικά θα είχαν οδηγηθεί σε πτώχευση ή κοντά σε αυτήν. Η έγκριση των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όπως φαίνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι καθόλου φειδωλή στο να εγκρίνει κρατικές ενισχύσεις. Έτσι από την έναρξη εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου τον Μάρτιο 2020, η Ευρωπαϊκή  Επιτροπή έχει εγκρίνει περισσότερες από 350 έκτακτες κρατικές ενισχύσεις, με τα ποσά να υπολογίζονται περίπου σε 3,0 τρις  ευρώ στο σύνολο των χωρών της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 52,8% των ενισχύσεων αυτών έχει δοθεί από τη γερμανική κυβέρνηση. Δηλαδή ομιλούμε για ενισχύσεις (διαφόρων ειδών) οι οποίες ανέρχονται σε περίπου 1,5 τρις ευρώ!!! Ακολουθούν η Ιταλία (15,2%), η Γαλλία (14,1%), η Ισπανία (5%), το Ηνωμένο Βασίλειο (2,8%), η Πολωνία (2%) και το Βέλγιο (1,9%). Η Ελλάδα και οι υπόλοιπες  20  χώρες συναποτελούν μόλις το 6,2% της κατανομής, με ποσοστά που κυμαίνονται από 0,01% έως 1,1%.

Φαίνεται , δια γυμνού οφθαλμού , ότι η συγκεκριμένα  απόφαση μπορεί  να προκαλέσει μια άνιση ανάκαμψη, αθέμιτο ανταγωνισμό, ρήγματα στην ενιαία αγορά και βαθύτερο χάσμα ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες μέλη.

Το αποτέλεσμα είναι, όμως, ότι εκμεταλλεύονται εις το έπακρον την ευκαιρία όσες χώρες διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, ενώ οι φτωχότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης ,αδυνατούν να τις ακολουθήσουν στον ρυθμό τους.

Οι όποιες αντιδράσεις είχαν εκδηλωθεί  από τις πρωτεύουσες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, που θεωρούν βέβαιο ότι με τη νέα αυτή στρατηγική της Κομισιόν θα αντιμετωπίσουν αθέμιτο ανταγωνισμό από τις βιομηχανίες των βόρειων χωρών, ενώ οι οικονομίες τους θα ανακάμψουν σαφώς λιγότερο και σαφώς αργότερα, καθώς δεν έχουν τη δυνατότητα να τις στηρίξουν με δημόσιο χρήμα έχουν οδηγηθεί στις ελληνικές καλένδες.

Όλες οι ελπίδες πλέον βασίζονται στο Ταμείο Ανάκαμψης και στα 750 δις ευρώ που έχουν συμφωνηθεί να εισρεύσουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες  τα επόμενα επτά έτη. Όμως και εδώ υπάρχουν δυσκολίες. Δεν έχει επέλθει τελική συμφωνία τόσο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  αλλά και μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Το Κοινοβούλιο, για παράδειγμα, αλλά  και κάποια κράτη-μέλη επιμένουν να προτείνουν την αποσύνδεση της διαπραγμάτευσης για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο  με αυτήν για το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να προχωρήσει το δεύτερο που επείγει και να συζητηθεί περαιτέρω το πρώτο. Επίσης διαφωνίες υπάρχουν σχετικά και με το κράτος δικαίου. Έχοντας πάντοτε κατά νου το πως πολιτεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να παραμένουμε πολύ προσεκτικοί σε μεγαλοστομίες που το μόνο που καταφέρνουν είναι να θέτουν πολύ ψηλά τον πήχη και στη συνέχεια να περνούμε από κάτω.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 04 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020