Καθοριστική η συμβολή της ΕΚΤ στη μείωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου

Είναι γνωστό ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, με βάση την αξιολόγηση των τεσσάρων μεγάλων οίκων αξιολόγησης, βρίσκεται στο επίπεδο των λεγόμενων «σκουπιδιών» (junk) πολύ κάτω από τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα , έστω και της χειρότερης, που θα αιτιολογούσε έστω και με αυξημένο κίνδυνο την αγορά εργαλείων χρέους (πχ ομόλογα) του ελληνικού δημοσίου. Παρόλα αυτά παρατηρούμε ότι η απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, έχει μειωθεί κατά 30 σημεία βάσης (0,3%) και κυμαίνεται κάτω από το 1,0% (στην περιοχή του 0,8%). Η μείωση της απόδοσης, προφανώς οφείλεται στην υπάρχουσα (αυξημένη) ζήτηση των ελληνικών τίτλων.  Δηλαδή παρότι τα ελληνικά εργαλεία χρέους χαρακτηρίζονται ως «σκουπίδια», υπάρχει αγορά για αυτά.

Στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης έχει μέγιστη και καθοριστική συμβολή   η συμμετοχή, έστω και με waiver (με παρέκκλιση) , στο πρόγραμμα Πιστωτικής Επέκτασης (QE ) που αφορά στις έκτακτες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας  COVID-19. Πρόκειται για το πρόγραμμα  Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP) της ΕΚΤ ύψους 1,350 τρις ευρώ και διάρκειας μέχρι τον Ιούνιο του 2021 , με προοπτική να επεκταθεί μέχρι το τέλος του 2021. Αφορά δε στην αγορά στοιχείων του ενεργητικού δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Δηλαδή η ΕΚΤ παρεμβαίνει αγοράζοντας στη δευτερογενή αγορά χρεωστικούς τίτλους των κρατών μελών αλλά και των ιδιωτών προκειμένου να στηρίξει τη ρευστότητα που είναι τόσο αναγκαία στη παρούσα οικονομική φάση λόγω της συνέχισης της πανδημίας. Παράλληλα μειώνεται και το κόστος δανεισμού για τις χώρες συμβάλλοντας στη συγκράτηση της αύξησης του δημοσίου χρέους.

Η στήριξη στα ελληνικά ομόλογα είναι παραπάνω από σημαντική: σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου 2020 η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα ύψους 12,966 δις ευρώ συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων αλλά και στην αλλαγή του status στις διεθνείς αγορές :  στην τρέχουσα συγκυρία τα ελληνικά ομόλογα αντιμετωπίζονται σαν να φέρουν αξιολόγηση investment grade  από τη στιγμή που συμμετέχουν, έστω και με waiver, στο συγκεκριμένο πρόγραμμα που αφορά στην Πανδημία (PEPP). Χωρίς τη στήριξη από την επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων (αλλά και των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης) θα ήταν αρκετά υψηλότερες.

Εκτός των παραπάνω, οι συνολικές παρεμβάσεις  επεκτατικής νομισματικής πολιτικής  της ΕΚΤ, επιτρέπουν στον ΟΔΔΗΧ να  σχεδιάζει τρόπους εκμετάλλευσης του εξαιρετικά ευνοϊκού κλίματος με νέες εξόδους στην αγορά  ώστε να βελτιώσει την ρευστότητας στην αγορά και την καμπύλη αποδόσεων και να ενισχύσει το «μαξιλάρι ασφαλείας» (cash buffer), του Ελληνικού Δημοσίου, για να μπορούν να χρηματοδοτηθούν νέα μέτρα στήριξης της οικονομίας, αλλά και να συγκρατήσει την αύξηση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας  μέσα σε 14 μήνες έχει αντλήσει, επιτυχώς, πόρους από τις αγορές 6 φορές – τις 3 κατά τη διάρκεια της κρίσης – συνολικού ύψους 14 δισ. ευρώ. Πρόκειται ουσιαστικά για το ύψος του ποσού  κρατικών ομολόγων που έχουν αγοραστεί από την ΕΚΤ. Γίνεται εμφανές και από αυτό το στοιχείο ότι ο ρόλος της ΕΚΤ είναι καθοριστικός όχι μόνο ως προς την απόδοση αλλά και ως προς το ύψος των εκδόσεων στις οποίες προβαίνει ο ΟΔΔΗΧ.

Δύο σκέψεις μου έρχονται καθώς γράφονται τα παραπάνω:

Η πρώτη αφορά στο πόσο διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις των μνημονιακών προγραμμάτων – ειδικά του τρίτου- αν η ΕΚΤ δεν απέκλειε την ελληνική οικονομία από τα προγράμματα πιστωτικής επέκτασης από το 2015. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι τα αποτελέσματα θα ήταν σαφώς θετικότερα σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας  και σε όλους τους μακροοικονομικούς δείκτες. Η ΕΚΤ στην περίπτωση αυτή λειτούργησε έναντι της Ελλάδος ως ιδιωτική τράπεζα και όχι ως η κεντρική της τράπεζα όπως όφειλε να συμπεριφέρεται.

Η δεύτερη σκέψη έχει σχέση με το ότι πρέπει να συλλογιστούμε  πολύ σοβαρά πριν αρχίσουμε τους πανηγυρισμούς για τη μεγάλη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών στοιχείων χρέους (ομόλογα , έντοκα κτλ), ως γεγονός που καταδεικνύει την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας. Απέχουμε πολύ από την επιθυμητή κατάσταση μιας βέβαιης και σταθερής ανοδικής πορείας της οικονομίας. Το 2021 πρωτίστως θα είναι ένας κρίσιμος χρόνος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι καιροί ου μενετοί.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020