Δύο σκέψεις για το σχέδιο της επιτροπής Πισαρρίδη.

 

1.

Ένα ακόμη Σχέδιο για την «Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας» προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια  βιβλιογραφία με τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της Επιτροπής Πισαρρίδη.

Το σχέδιο δεν «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», δεδομένου ότι επί της ουσίας επαναλαμβάνει, με σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο, ήδη  γνωστές αναλύσεις, απόψεις και προτάσεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμιας Τράπεζας, Ευρωπαϊκής Επιτροπής), όσο και αντίστοιχων ελληνικών (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος).

Οι απόψεις αυτές διέπονται από την κυρίαρχη  λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον ένα ή άλλο τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία από όλες τις κυβερνήσεις που υπηρέτησαν την χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις, έτσι ώστε να συνάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσον η συνέχιση της ίδιας οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Το κείμενο πράγματι αξιολογεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μετά το τέλος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής , αναφερόμενο με μελανά χρώματα για το πλήθος των προβλημάτων που την διέπουν (σελίδες 17-29).

Αναφέρει χαρακτηριστικά:

 

Δηλαδή τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υπάρχουν ενώ πολλά από αυτά έχουν σαφώς χειροτερέψει (πχ. οι επενδύσεις, οι αποταμιεύσεις, ο πλούτος των πολιτών, το ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η ενσωμάτωση νέας τεχνολογίας στα παραγόμενα προϊόντα, οι μισθοί έχουν μειωθεί δραματικά) μετά από δέκα χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής πολιτικής των οποίων η οικονομική λογική είναι η ίδια με αυτή που διέπει το προσχέδιο Πισαρρίδη.

Όλες αυτές είναι  διαπιστώσεις του Σχεδίου της επιτροπής Πισαρρίδη. Όμως για το πως μετά από δέκα έτη προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης,  διαπιστώνονται αυτά τα αποτελέσματα δεν υπάρχει ούτε λέξη στο κείμενο.  Λες και η οικονομική πολιτική ασκείται «από τον ουρανό» και δεν είναι έργο ανθρώπων που ακολουθούν συγκεκριμένες θεωρίες και αντιλήψεις. Η απλή καταγραφή των προβλημάτων που έχουν προκύψει, μετά την εφαρμογή ενός προγράμματος ,χωρίς αξιολόγηση των θεωρητικών αντιλήψεων που το διέπουν, θεωρώ ότι αποτελεί τουλάχιστον  είδος σκληρού ιδεολογικού δογματισμού.

2.

Σύμφωνα με το Σχέδιο Πισαρρίδη τα αναπτυξιακά εμπόδια στην ελληνική οικονομία είναι πολλά και διάφορα. Θα περιορισθώ σε όσα σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση και της οποίας τα βασικά προβλήματα είναι τα ακόλουθα:

Είναι δύσκολο να διαφωνήσει με τον πυρήνα αυτών των διαπιστώσεων. Όμως και εδώ πρόκειται για αναφορά σε προβλήματα χιλιοειπωμένα και συνεχώς επαναλαμβανόμενα από ικανό αριθμό μελετητών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Δεν προστίθεται κάτι το οποίο δεν είναι γνωστό. Εκείνο που επιμελώς κρύβεται ή δεν αναφέρεται με τρόπο εμφανή είναι ότι όταν αναφερόμαστε στη λειτουργία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης αλλά και της εκπαίδευσης και της εξωτερικής πολιτικής στην ουσία κάνουμε αναφορά στο πολιτικό ελληνικό σύστημα. Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης ,in senso lato, είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στην χώρα διαχρονικά. Η ευθύνη θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στην χώρα. Όλες οι προσπάθειες που έχουν γίνει, και έχουν γίνει αρκετές, για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης σκοντάφτει στο ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο κατάπνιξης όλων των δημιουργικών προσπαθειών στοχεύοντας αποκλειστικά στην συνέχιση της αναπαραγωγής του. Με απλά λόγια χρειάζεται αλλαγή του τρόπου που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται το ρόλο του στην κοινωνία. Διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια προοπτική. Πολύ αμφιβάλω για να μην πω ότι είμαι σχεδόν βέβαιος.

3.

Όπως είναι γνωστό, κάθε πρόγραμμα συντίθεται από τον καθορισμό των στόχων, των μέσων που υπηρετούν την επίτευξη των στόχων και τους τρόπους  (πως και πότε θα χρησιμοποιηθούν τα μέσα). Συνήθως οι καθοριζόμενοι στόχοι είναι τις περισσότερες φορές οι ίδιοι, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής αντίληψης που διέπει τις οικονομικές σχολές. Αυτό που διαφοροποιεί τις οικονομικές σχολές είναι κυρίως τα χρησιμοποιούμενα μέσα αλλά και οι τρόποι.

Στο πρόγραμμα τίθεται ως κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια  η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας (δηλαδή η σχετική συμμετοχή των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν), καθώς και η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία.

Η επιμονή στην αύξηση διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων χωρίς αναφορά στα προβλήματα που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη επιλογή σε ένα νέο διαμορφούμενο διεθνές περιβάλλον, τη δομή των ελληνικών εξαγωγών (το ½ προέρχεται από υπηρεσίες χαμηλού τεχνολογικού περιεχομένου που προκαλεί αρνητικές αναδράσεις στη διατήρηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς και τη χαμηλή προστιθέμενη αξία στην ελληνική μεταποίηση), τη άρνηση να αναφερθεί ρητά ότι η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών  σε συνθήκες μείωσης του ΑΕΠ στηρίχθηκε στη διοικητική  δραστική μείωση του εργασιακού κόστους με αποτέλεσμα τα όποια κέρδη να κατανεμηθούν ανισομερώς μεταξύ κέρδους και εργατικού μισθού, δεν αντανακλά παρά μια διαδεδομένη άποψη που θυμίζει έντονα Συμφωνία της Ουάσιγκτον.

Ως ενδιάμεσοι στόχοι προκειμένου να επιτευχθεί ο κύριος στόχος τίθενται:

(α) Η άνοδος των συνολικών επενδύσεων και των εξαγωγών ως ποσοστού του ΑΕΠ, ώστε να κινηθούν σταδιακά από τα σημερινά επίπεδα, του 12% και 37% περίπου αντίστοιχα, προς αυτά του 24% και 68%, δηλαδή προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της Ευρωζώνης.

(β) Ειδικότερα, η συστηματική άνοδος των εταιρικών επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών (σήμερα βρίσκονται μόλις στο 8% και 19% του ΑΕΠ αντίστοιχα).

(γ) Η σταδιακή αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, που αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, όπως και για την ενίσχυση των εξαγωγών.

Οι παραπάνω στόχοι τίθενται περισσότερο ως επιθυμίες και λιγότερο ως εμπεριστατωμένη άποψη δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στο πως θα επιτευχθούν (απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στο πως θα  δημιουργηθεί η απαιτούμενη επενδυτική ζήτηση καθώς και η αντίστοιχη καταναλωτική ,καθοριστικός παράγοντας της οποίας είναι οι αμοιβές της εργασίας. Η αντίληψη για την αγορά εργασίας είναι αυτή λειτουργεί ως residuo της όλης παραγωγικής διαδικασίας. ΄

Σχετικά τώρα με την αύξηση του αριθμού των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων σημειώνουμε τα παρακάτω:

Τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια  οι Έλληνες οικονομολόγοι (προερχόμενοι από κάθε οικονομική σχολή) ανακοίνωναν το τέλος της ελληνικής μικρής οικογενειακής επιχείρησης και την επικράτηση των αντίστοιχων μεγάλου μεγέθους.

Κάθε φορά διαψεύδονταν, καθώς έκλειναν οι μεγάλοι και επιζούσαν οι μικροί και ευέλικτοι. Οι ΜΜΕ επιχειρήσεις έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονομία και αυτό αποτελεί αδήριτη πραγματικότητα.

Η διαφορά αυτής της κρίσης από τις άλλες –και ένας από τους λόγους που είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι– είναι ότι τώρα η κρίση έχει πλήξει περισσότερο τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: στο μεταποιητικό τομέα, πριν την κρίση, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με πάνω από 9 εργαζόμενους συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη) συμμετείχαν με 46,0% της απασχόλησης και 32,0% της προστιθέμενης αξίας ( 14,0% και 7,0% αντίστοιχα στην ΕΕ-27).

Στα χρόνια της κρίσης περίπου 220.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (30,0% των υπαρχόντων έκλεισαν)  και περίπου 730.000 θέσεις εργασίας απωλέσθηκαν. Όλα τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν είχαν σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες στις ΜΜΕ σε σχέση με τις μεγάλες.

Ένα παράδειγμα αρκεί. Η δυναμική, μικρή οικογενειακή επιχείρηση ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας, προς όφελος της παραγωγής. Τα οικογενειακά ακίνητα αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Ο ΕΝΦΙΑ μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε θανάσιμο μειονέκτημα για την επιχειρηματικότητα, τη στιγμή που η τραπεζική πίστη στέρευε.

Η υπερφορολόγηση, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2016, έφερε άλλο ένα πλήγμα. Όταν η φορολογία έπληττε τη ρευστότητα, η λιτότητα ήλθε να περικόψει κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα που χρειάζονται οι μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικτυωθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Έτσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε τόσο στη χρηματοδότηση, όσο και από τη μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών.

Πώς εξηγείται αυτή η αντιμετώπιση; Οι εγχώριοι οικονομολόγοι  ήταν πάντα απορριπτικοί για τη μικρή επιχείρηση. Η Αριστερά ποτέ δεν απογαλακτίστηκε από τον Μπάτση και τη «Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Το ίδιο και οι νεοφιλελεύθεροι Δεξιοί που  αναφέρουν τη μικρή επιχείρηση μόνο ως τροχοπέδη: είτε επειδή ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή είτε ως ανίκανη να αφομοιώσει τεχνολογία. Η προκατάληψη αυτή εναντίον του μικρού μεγέθους έχει ως αποτέλεσμα η μικρή επιχείρηση να γίνεται στόχος για τον οποίο ελάχιστοι κόπτονται πραγματικά. Όταν λείπουν πόροι, οι πολιτικοί προτιμούν να επισωρεύουν και άλλα βάρη σε επιχειρήσεις, παρά να δυσαρεστήσουν κάποιους ψηφοφόρους. Η ελληνική μικρή επιχείρηση είναι το εύκολο θύμα.

Η κατακλείδα είναι ότι, αφού η ελληνική οικονομία αποτελείται πρωταρχικά από μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να βρεθεί  κάποια λύση που δεν απαιτεί θαυματουργή εξωτερική παρέμβαση, αλλά πολιτικές που θα βοηθήσουν τις υπαρκτές εγχώριες επιχειρήσεις.

Η χρησιμοποίηση ενός «ιδανικού» αναπτυξιακού υποδείγματος ως προτύπου, ή ακόμη και η χρησιμοποίηση ενός «ξένου» υποδείγματος, αφενός αφαιρεί την αξία των ιδιομορφιών της πραγματικότητας αφετέρου επιβάλλει στην κοινωνία μέσα, τρόπους και μέτρα που είναι ακατάλληλα για την  επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων, με φυσιολογικό αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία.