Η σαστισμένη Ευρώπη σε περιδίνηση καταστροφής

 (Ομιλία στο Ινστιτούτο Πουλαντζά, Πέμπτη 30 Απριλίου 2020)

 Α.

Η απόκλιση των οικονομιών της ζώνης του ευρώ καθοριστικός παράγοντας της αποτυχίας του ευρωπαϊκού σχεδίου

 1.

Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις , όχι απλές αποκλίσεις θέσεων , ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Αναφερόμαστε  σε αντιθέσεις που άπτονται της πολιτικής ενοποίησης η οποία άλλωστε αποτελούσε τον καταληκτικό στόχο του ενοποιητικού εγχειρήματος. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια , κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ»  η οποία στηρίζεται ως γνωστό ,στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ  «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές» Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί μόνο έτσι η λύση , ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς , διευρύνοντας το φάσμα των τομέων της από κοινού δράσης , βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ.

Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση , εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης.

Βασίσθηκε στην παθητική συναίνεση των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών , οι οποίοι θεώρησαν  κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται ) «εξ’ υφαρπαγής» – «στα μουλωχτά», και   δευτερευόντως επειδή  φαίνεται ότι «πείσθηκαν» μέσω μιας βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και στην γενικότερη ευημερία τους φθάνει να εγκαταλειφθεί κάθε είδος «λαϊκισμού» που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.

2.

Σε αυτό το πλαίσιο αντιλήψεων, επιλέχτηκε η οικονομία ως ο χώρος που θα επιχειρείτο πρωταρχικά η σύγκλιση των επιμέρους ευρωπαϊκών οικονομιών έτσι ώστε, η πολιτική ενοποίηση θα ακολουθούσε, υπό μια έννοια, ως ώριμος  καρπός. Όλες οι εθνικές αρχηγεσίες των επιμέρους χωρών και ειδικά των «μεγάλων» , γνώριζαν (ουν) ότι η πολιτική ενοποίηση(με όποια μορφή)  αποτελεί τη βασική προϋπόθεση , την ικανή και αναγκαία συνθήκη , για την λειτουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ζώνης με βάση τα ιστορικά πραγματικά χαρακτηριστικά των υπαρχόντων εθνικών κρατών.  Με αυτό τον σχεδιασμό οι ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές αρχηγεσίες έθεσαν σε εφαρμογή το σχεδιασμό για την σύγκλιση των οικονομιών των συμμετεχουσών χωρών. Σύμφωνα με τους ιθύνοντες της ΕΕ, Η ενίσχυση της βιώσιμης οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ κατέχει κεντρική θέση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ιδιαίτερα στη συζήτηση για τη βάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Η σύγκλιση συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ και μακροπρόθεσμα στην οικονομική ανάπτυξη και στην κοινωνική και πολιτική συνοχή της ΕΕ στο σύνολό της.

Υπάρχουν διαφορετικές διαστάσεις της οικονομικής σύγκλισης στην ΕΕ, συγκεκριμένα η πραγματική, η ονομαστική, η κυκλική και η διαρθρωτική. Αυτή που μας ενδιαφέρει είναι η πραγματική σύγκλιση. Ως πραγματική σύγκλιση ορίζεται η διαδικασία σύγκλισης των εισοδημάτων (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και εξομοίωσης των επιπέδων διαβίωσης και συνιστά πολιτικό στόχο κατοχυρωμένο στη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ.

 Ας δούμε πως εξελίχθηκε ιστορικά η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης των χωρών της ΕΕ.

Οι 12 χώρες που συμμετείχαν αρχικά στην ευρωζώνη (ΕΖ-12) παρουσίασαν σε γενικές γραμμές μια πορεία πραγματικής σύγκλισης από το 1960 μέχρι και περίπου την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007-08.

Η σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μπορεί να διακριθεί σε δύο φάσεις: (α) από το 1960 και μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973, κατά την οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες χαμηλότερων εισοδημάτων (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία) αυξανόταν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από τον αντίστοιχο των χωρών με υψηλότερα εισοδήματα, και (β) από το 1986, με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, μέχρι και την υιοθέτηση του ευρώ το 1999, περίοδο κατά την οποία ο ρυθμός πραγματικής σύγκλισης ήταν πιο υποτονικός.

Την περίοδο 2000-09 η διαδικασία σύγκλισης στη ζώνη του ευρώ παρουσίασε σημάδια κόπωσης, ενώ η κρίση δημόσιου χρέους το 2010 οδήγησε σε έντονη πραγματική απόκλιση μέχρι και το τέλος του 2017. Ως αποτέλεσμα, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί από το 2012 σε ανησυχητικά επίπεδα. Σημειώνεται επίσης ότι αυτή η πραγματική απόκλιση φαίνεται  να μην σχετίζεται αποκλειστικά με τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση στην Ελλάδα. Αντίθετα, φαίνεται ότι συνδέεται με πιο θεμελιώδεις παράγοντες, που αφορούν και άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Είκοσι χρόνια μετά την εφαρμογή του εγχειρήματος μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι το εγχείρημα οδηγείται σε αποτυχία. Η ποθητή σύγκλιση των οικονομιών όχι μόνο δεν έχει συμβεί, αλλά παρατηρείται ότι  η πραγματικότητα κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή οι οικονομίες αποκλίνουν.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις αναφορικά με την αποτυχημένη πορεία της σύγκλισης των οικονομιών, που αποτελούσε υπαρξιακό λόγο δημιουργίας της ευρωζώνης χρειάζεται, κατ’ αρχάς, να ερμηνευθούν και να κατανοηθούν. Χωρίς κανένα ενδοιασμό οι ευθύνες θα πρέπει να αποδοθούν στην ασκούμενη πολιτική της συνεχούς δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και στην γενικότερη αρχιτεκτονική του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του ενιαίου νομίσματος. Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της, είναι αυτοί που φέρουν την ευθύνη για αυτές τις επιλογές.

Οι αρχιτέκτονες των οικονομικών θεσμών  της ΕΕ δημιούργησαν ένα άκαμπτο και χωρίς δυνατότητα επιλογών πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Υιοθέτησαν εξ ολοκλήρου τις αποφάνσεις της νεοφιλελεύθερης αντίληψης  και της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας(ΝΚΜ)  επιλέγοντας τη θέσπιση απλών κανόνων ως μέσων άσκησης της οικονομικής πολιτικής  αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μορφή διακριτικής πολιτικής.

Οι κανόνες είναι ένα σύνολο απλών και προκαθορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής πολιτικής , που ανακοινώνονται δημοσίως. Αναφέρονται σε μεγέθη ελεγχόμενα πλήρως από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. Συνήθως οι κανόνες είναι σταθεροί και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως παθητική  πολιτική.

Παράλληλα με την ύπαρξη κανόνων  , η ΝΚΜ επιλέγει να ενσωματώσει στο κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό σύστημα , με κατάλληλες συνταγματικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις εκείνους τους θεσμούς μέσω των οποίων επιτυγχάνονται οι βασικοί σκοποί της οικονομικής πολιτικής . Με άλλα λόγια , με τους νέους θεσμούς επιδιώκεται η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταβολών στην οικονομία  ώστε να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική.

Ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του παραπάνω οικονομικού υποδείγματος οι ηγέτες των Εθνικών χωρών της Ευρώπης προχώρησαν στη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας  της ΕΕ (Μάαστριχτ  Δεκέμβρης 1991).

Η οικονομική πολιτική ασκείται μέσω απλών σταθερών κανόνων που αφορούν στα επιλεγμένα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη τα οποία συνάδουν με τη λογική του υποδείγματος  : πληθωρισμό, δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος.  Αναγνωρίζονται εύκολα ότι πρόκειται για στόχους  που ανήκουν  στο χώρο ευθύνης     της  νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Για τη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής δημιούργησαν ένα θεσμό , την ΕΚΤ, στον  οποίο έχουν παραχωρηθεί ευρύτατες αρμοδιότητες  κατευθείαν από την ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ , αλλά επιπλέον έχει την ελευθερία να ερμηνεύει την αποστολή αυτή. Ο συγκεκριμένος θεσμός δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας –τουλάχιστον νομικά-  ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού θεσμού. Η ηγεσία της δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Ο μοναδικός της στόχος είναι η διατήρηση του πληθωρισμού κάτω και γύρω από το 2,0%.

Αντίστοιχα για την εποπτεία των κανόνων που έχουν τεθεί από τη Συνθήκη της Δημιουργίας της ΕΕ [συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 104Γ)]  για το πλαίσιο λειτουργίας της αποκεντρωμένης σε εθνικό επίπεδο  δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Άμστερνταμ 1997) που καθορίζει τη διαδικασία εποπτείας των δημοσιονομικών πολιτικών με την εισαγωγή του Ευρώ (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1466/97 και 1467/97 αλλά και Ψήφισμα του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997) έχει ανατεθεί στην  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν έχει εξουσία λήψης αποφάσεων αλλά έχει δυνατότητα άσκησης επιρροής με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα κάθε μέλους, αλλά και με τις συστάσεις στις οποίες προβαίνει προτού αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Αρχηγών που αποτελεί το όργανο που λαμβάνει τις αποφάσεις.

Παράλληλα  υπάρχει ο πυλώνας  ενσωμάτωσης εκείνων των θεσμών που εξυπηρετούν το δόγμα της ελεύθερης αγοράς  που ακούει στο όνομα πολιτική ανταγωνισμού. Η ΕΕ αποτελεί το φορέα άσκησης της πολιτικής ανταγωνισμού συγκεντρώνοντας στα χέρια της εξουσίες νομοθετικές , εκτελεστικές και δικαστικές. Βασικός άξονας της πολιτικής ανταγωνισμού είναι η κατάργηση οποιασδήποτε δυνατότητας  κρατικής παρέμβασης και ως εκ τούτου αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Όχι  μόνο των επιχειρηματικών δράσεων αλλά και εκείνων που ανήκουν στην κοινωνική και δημόσια σφαίρα μέσα από τη διαδικασία κατάργησης των ρυθμιστικών παρεμβάσεων.

Είναι επομένως προφανές ότι η λογική που διέπει τους οικονομικούς θεσμούς δημιουργεί κατά τρόπο «αντικειμενικό» δυναμική εξέλιξη προς μια οικονομία όλο και πιο νεοφιλελεύθερη δεδομένου ότι αυτό παράγεται εγγενώς από τον τρόπο θέσπισής τους. Τη μόνη εξουσία που έχουν είναι να αυξάνουν την ένταση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά και όχι να τη μειώνουν.

Η λογική των οικονομικών θεσμών επομένως δείχνει προς μια μόνον κατεύθυνση αντιγράφοντας στην κυριολεξία τις αποφάνσεις ενός συγκεκριμένου … οικονομικού δόγματος. Η παντελής άρνηση  της δυνατότητας επιλογής που απορρέει από μια  στοιχειωδώς δημοκρατική πολιτεία είναι προφανής αλλά το κυριότερο είναι και επικίνδυνη. Η άσκηση της οικονομικής πολιτικής μέσω κανόνων που έχουν ενσωματωθεί  στο σκληρό πυρήνα της «συνταγματικής» ευρωπαϊκής  τάξης παραπέμπει το λιγότερο σε …μια καλοπροαίρετη δεσποτεία.

Η αποτυχία του βασικού στόχου, θέτει σε αμφισβήτηση τόσο το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του , όσο και την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Όμως θέτει εν αμφιβόλω τη συνολική στρατηγική που θα οδηγούσε στη σύγκλιση των οικονομιών και συνεπώς θα διευκόλυνε τη διαδικασία πολιτικής ενοποίησης της Ένωσης. Ουσιαστικά απαιτείται μια νέα στρατηγική αλλά σε ένα πολύ δυσκολότερο περιβάλλον, εξωτερικό αλλά και εγχώριο. Οι λαοί φαίνεται να δυσπιστούν όλο και περισσότερο στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και μόνο ο φόβος για χειρότερες εξελίξεις τους κρατά προσκολλημένους σε αυτό.  

 

Β.

Η πολιτική ενοποίηση της Ενωμένης Ευρώπης : μπορεί να υπάρξει;

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με το μέλλον της ΕΕ   δεν είναι ότι χρειάζεται η πολιτική ενοποίηση αλλά πρώτον  αν μπορεί να πραγματοποιηθεί .

Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα αναδεικνύοντας τις δυσκολίες οι οποίες εγγενώς υφίστανται.[1]

Η νεώτερη ιστορία της  Ευρώπης  είναι υπό μιαν έννοια ταυτισμένη με την εμφάνιση και  τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών. Από το 16ο μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη γίνεται η γεωγραφική περιοχή στην οποία  λαμβάνει χώρα η δημιουργία ενός μοναδικού πολιτειακού φαινομένου στη νεώτερη ιστορία της ανθρωπότητας ,του έθνους κράτους , το οποίο  εξακολουθεί μέχρι και τις μέρες μας να συνιστά το βασικό θεσμικό υποκείμενο των διεθνών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι δημιουργός χώρος  της ανάδυσης του νεότερου κυρίαρχου κράτους. Στη βάση της νεωτερικότητας θεωρίας της κυριαρχίας υπάρχει ένα περιεχόμενο που πληρώνει και τρέφει τη μορφή της κυρίαρχης εξουσίας  : η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και επικύρωση της αγοράς ως θεμελίου των αξιών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς αυτό το περιεχόμενο , που εργάζεται αενάως στο εσωτερικό του μηχανισμού κυριαρχίας , αυτή (η μορφή κυριαρχίας) δεν θα είχε καταφέρει να καταλάβει ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ευρωκεντρισμός διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους εθνοκεντρισμούς (όπως τον σινοκεντρισμό) και απέκτησε παγκόσμια περιωπή , κυρίως επειδή υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις του κεφαλαίου[2] . Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι αδιαχώριστη από την κεφαλαιοκρατία. Είναι μια κεφαλαιοκρατική κυριαρχία , μια μορφή προστάγματος το οποίο υπερκαθορίζει τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας ως λειτουργία της ανάπτυξης του κεφαλαίου.

Η Ευρώπη  είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας πολυμορφίας που βρίσκει έκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι συνειδησιακά ταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και έκφραση της «πατρίδος τους» της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών τους , σε πολλές περιπτώσεις του θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί, ακόμα δε της εθνικής τους φυσιογνωμίας.

Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά πολύ κάθε προγενέστερη διατύπωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας. Η εθνική ιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα. Όλα τα νήματα μιας μακριάς εξέλιξης κατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την πνευματική ουσία, του λαού και του έθνους υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορία και μια γλωσσική κοινότητα. Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης, μιας σταθερής αγοράς, η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις και εκπολιτισμό. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια διαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής και απαραβίαστης , ακαταπολέμητης ενότητας.

Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και οικείας εστίας τους» και να  συναινέσουν σε κάτι που είναι απόμακρο , άγνωστο , μη οικείο, γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο. Οι θεσμοί των Βρυξελλών θεωρούνται απόμακροι και νεφελώδεις.[3] Σε αντίθεση με τα κρατικά Κοινοβούλια, τα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και όλες τις συνιστώσες του έθνους-κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής να δημιουργήσει οποιοδήποτε δεσμό με τον Ευρωπαίο πολίτη. Για παράδειγμα, ακόμη και ο πιο ενημερωμένος κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός Ευρωπαίος ελάχιστα κόπτεται για τις τύχες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού ή Σοσιαλιστικού  Κόμματος, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τις ιδέες του στο Ευρωκοινοβούλιο. Φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή είναι προτιμητέα «η τυραννία της οικειότητας» από το φόβο του απόμακρου και μη οικείου υπερκράτους. Η αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών φυσικά δεν είναι ομοιόμορφη μεταξύ των κρατών –μελών αλλά και υπό μίαν άποψη δεν είναι ούτε εντελώς μετρήσιμη διότι βασίζεται σε ορισμένες εκφάνσεις του «φαντασιακού» κάθε λαού που καμιά «συνολο-ταυτιστική»[4] ή «ορθολογική»[5] μέθοδος δεν δύναται να την  καταγράψει.  Εκφράζεται όμως σε σημαντικές καμπές της ιστορίας και αυτό είναι εμφανές και στα  δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Συνθήκη αλλά όχι μόνο σε αυτά. .[6] Παρά τη θεσμική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το έθνος-κράτος παραμένει ο κύριος εκφραστής της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, ο αποδέκτης κοινωνικών αιτημάτων, αλλά και το βασικό σημείο αναφοράς στην οργάνωση των κοινωνιών. Εν ολίγοις, η αποτυχία ή ο εξευτελισμός της Ευρώπης δεν φαίνεται να βαρύνει ουδόλως στις συνειδήσεις των πολιτών της, όπως θα συνέβαινε με την πατρίδα τους. Επιπλέον, η απόρριψη μιας συνθήκης δεν έχει κάποιο άμεσο και εμφανές αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων, εκτός ίσως από τον προβληματισμό που δημιουργεί στους πολιτικούς τους ηγέτες, κάτι που ελάχιστα συγκινεί. Είναι νομίζω η απόδειξη  ότι «κανείς δεν ερωτεύεται έννοιες όπως η κοινή αγορά». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ευνόητα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι σχεδόν αδύνατη, ελλείψει ενός «ευρωπαϊκού πατριωτισμού». Παράλληλα η παρούσα οικονομική και κοινωνική  κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη, με πρωτοβουλίες κυρίως της γερμανικής κυβέρνησης, συμβάλλει καταλυτικά στην αποδόμηση οποιασδήποτε έστω και συμβολικής  εικόνας  της Ενιαίας Ευρώπης. Η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων είναι χαρακτηριστική. Φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές αρχηγεσίες φαίνεται να μην κατανοούν ότι ο πυρήνας των θεμάτων τα οποία προτάσσονται , απεκδυόμενα από τα ρατσιστικά – ξενοφοβικά ενδύματα, εκφράζουν αιτήματα των λαϊκών τάξεων που όχι μόνο δεν ακούγονται από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές αρχηγεσίες αλλά συνθλίβονται καθημερινά στο βωμό της ανάγκης υποστήριξης με κάθε τρόπο των πολυεθνικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών δημιουργώντας μια ανισοκατανομή του εισοδήματος η οποία θυμίζει έντονα τα μέσα του 19ου αιώνα. Πάντοτε στην ιστορία τα άκρα μπορεί να ασκούσαν πολιτική αλλά λόγω της φύσης τους, παρήγαγαν πολιτική τα συμπεράσματα της οποίας όποτε έγιναν αποδεκτά, βεβαίως στρογγυλεμένα και απαλλαγμένα από τις ακραίες ιδεολογικές δοξασίες , λειτούργησαν υπέρ της αποτελεσματικότερης λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας σε παγκόσμιο αλλά και σε εθνικό επίπεδο.  Όμως συνοδεύεται και από την άνοδο του σκεπτικισμού για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πολλών τμημάτων του πληθυσμού τα οποία εμφορούνται καθόλα από δημοκρατικές ιδέες και μέχρι τώρα ήταν φίλα προσκείμενες στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης. Αυτό διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού τόσο στο σύνολο των χωρών της ΕΕ και ακόμη και στην Γερμανία η οποία αν τι άλλο συγκυριακά εμφανίζεται ως η μόνη χώρα η οποία κερδίζει από την παρούσα κατάσταση. Φαίνεται δυστυχώς ότι ο μόνος συνδετικός κρίκος ο οποίος παραμένει σήμερα μεταξύ των λαών της ΕΕ  φαίνεται ότι είναι ο φόβος της διάλυσης και το αβέβαιο  που θα επακολουθήσει. Δυστυχώς  δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να διατηρήσει ενωμένη την … Ενωμένη  Ευρώπη. ΄

Γ.

Συμφωνία με γερμανική σφραγίδα στο Eurogroup …και με την παρέμβαση της Γαλλίας

Τελικά, για ακόμη μια φορά, όπως συνήθως συμβαίνει την περίοδο του ευρώ, το Eurogroup αποδείχτηκε ο κατάλληλος χώρος επίλυσης των διαφορών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης ,με μια απόφαση που σαφέστατα εκφράζει τις απόψεις των Γερμανών και των συμμάχων τους. Το αίτημα για έκδοση κοινών πιστοποιητικών χρέους , δηλαδή την έκδοση ευρωομολόγου, όπως είχε διατυπωθεί από 9 +2 χώρες της ευρωζώνης, δεν ικανοποιήθηκε και οι 4  βόρειες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία) επέβαλαν τις αρχικές τους απόψεις. Η μόνη παραχώρηση ήταν η υπόσχεση για τη δημιουργία ενός «νέου ταμείου υποστήριξης των ευρωπαϊκών οικονομιών» το οποίο θα συζητηθεί στη σύνοδο των αρχηγών των κρατών μελών. Επίσης το ύψος του συνόλου των μέτρων  από ESM, Κομισιόν και ΕΤΕΠ παρέμεινε στα 540 δις ευρώ, σε αντίθεση με τα όσα απαιτούσαν οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου (τουλάχιστον 1 τρις ευρώ) και η πρόεδρος της ΕΚΤ (1,5 τρις ευρώ). Φειδωλή λοιπόν η ΕΕ απέναντι σε μια οικονομική κρίση η οποία είναι παγκόσμια και σχεδόν όλοι οι πολυμερείς διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ) θεωρούν ότι προσομοιάζει σε αυτήν του 1929.

Η δέσμη των μέτρων περιλαμβάνει:

Η (σκόπιμη) ασάφεια των επίμαχων σημείων των κοινών συμπερασμάτων , προκειμένου να υπάρξει κάποια συμφωνία και να δοθεί αυτή η εντύπωση ,τόσο στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, όσο και στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δημιουργεί την αίσθηση ότι μπορούν να υπάρξουν περαιτέρω διαπραγματεύσεις στο μέλλον. Όμως όποιες διαπραγματεύσεις και αν υπάρξουν , το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές θα εξελιχθούν είναι δεδομένο: συνάδει με την λογική των βορείων (δημιουργία ταμείου που θα χορηγεί δάνεια σε κάθε κράτος έτσι ώστε να μην υπάρχει ίχνος αμοιβαιοποίησης του κόστους). Οι Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά, και το χρησιμοποιούν συνεχώς σε περιόδους κρίσης, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει ευρωζώνη χωρίς αυτούς. Τα υπόλοιπα κράτη παρά τα όσα υποστηρίζουν κατά καιρούς έχουν , κατά βάθος, αναγνωρίσει ως ισχύουσα, την παραπάνω αντίληψη. Κυρίως φαίνεται ότι η Γαλλία, παρά τα όσα κατά καιρούς υποστηρίζει, είναι αυτή που υιοθετεί συνειδητά και υποσυνείδητα αυτή την αντίληψη, και η οποία εδράζεται, ιστορικά, στις σχέσεις της με την Γερμανία , από την εποχή του Μπίσμαρκ. Αυτό είναι φανερό και στην παρούσα φάση, δεδομένου ότι η συμβιβαστική λύση που απέτρεψε ένα δεύτερο ναυάγιο σε διάστημα δύο ημερών, επετεύχθη χάρις στη δικιά της παρέμβαση. Συμφώνησε κατ’ αρχάς με την Γερμανία (το Παρίσι και το Βερολίνο έδρασαν συνδυαστικά ήδη από την Τετάρτη, σε συντονισμό με τον πρόεδρο του Eurogroup, για να το προετοιμάσουν το έδαφος της συνάντησης) για το είδος και το ύψος των μέτρων και μετά έπεισε την Ισπανία να δεχθεί το συμβιβασμό αφήνοντας την Ιταλία ουσιαστικά μόνη της.  Οι υπόλοιπες χώρες που είχαν υπογράψει το αίτημα για την έκδοση ευρωομολόγου, όπως πάντοτε συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, σιώπησαν μεγαλοπρεπώς, αντιλαμβανόμενες ότι όταν «τσακώνονται οι ελέφαντες την πληρώνουν τα ποντίκια».

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του  υπουργούς Οικονομικών Χρήστου  Σταϊκούρα, ο οποίος  μίλησε για «μία ικανοποιητική συμφωνία που προσφέρει νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για να αντιμετωπισθούν οι πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορωνοϊού». Θα πρέπει, τόνισε, «να αποτελέσει το εφαλτήριο για ακόμη πιο φιλόδοξες – μελλοντικά – ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες» για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και για την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα. Με το «μέτρο» το 2% του ΑΕΠ ανά χώρα, το ευρωπαϊκό πακέτο καλύπτει για την Ελλάδα περίπου 3,5 δισ. ευρώ από τον ESM ή και ένεση 9 με 15 δισ. ευρώ συνολικά. Βεβαίως τα λεγόμενα του υπουργού δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια της λογικής των μέτρων. Όμως αυτό δεν είναι του παρόντος. Απλά σημειώνω ότι όλα διέπονται από τη λογική δανειστή – δανειζόμενου (τραπεζική) με ότι αυτό συνεπάγεται.

Είναι βέβαιον ότι η ΕΕ, περνάει μια βαθιά οικονομική κρίση λόγω του κορωναϊού. Όμως περνά και μια βαθιά υπαρξιακή κρίση που όλοι την αντιλαμβάνονται. Μια ένωση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει η ΕΕ, με τις αλλαγές που γίνονται στον πλανήτη, και όλες όσες θα γίνουν λόγω του κορωναϊού, είναι αδύνατον να συνεχίσει να υφίσταται μόνο λόγω του φόβου που διακατέχει όλους (κράτη και πολίτες)  για το τι θα συμβεί σε μια  πιθανή κατάρρευσή της.

 

Δ.

Στο τραπέζι το σχέδιο της von der Leyen

Για ακόμη μα φορά, η ΕΕ παρουσίασε ακριβώς την ίδια συμπεριφορά που την χαρακτηρίζει από την εποχή της δημιουργίας της : αργοπορία σε οποιαδήποτε απόφαση ανεξαρτήτως της κρισιμότητας του ζητήματος, προβολή των εθνικών συμφερόντων, και σαφώς διαφορετικές αντιλήψεις σε βασικά ζητήματα που διέπουν τον τρόπο αντιμετώπισης της δυναμικής πραγματικότητας μεταξύ των λεγομένων Βορείων και Νοτίων χωρών.

Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης η οποία εκφράστηκε με κατηγορηματικό τρόπο από την πρόεδρο της ΕΚΤ  Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία προειδοποίησε τους ηγέτες των «27» ότι έχουν κάνει πολύ λίγα υπερβολικά αργά και ότι ενδέχεται το ΑΕΠ της Ε.Ε. να βυθιστεί κατά 15% το 2020 (το βασικό σενάριο ωστόσο αναφέρεται σε ύφεση 9%), καμία θετική έκπληξη δεν υπήρξε από τη Σύνοδο Κορυφής των «27».

Με τις διαφωνίες Βόρειων και Νότιων να παραμένουν ισχυρές η συζήτηση για το Ταμείο Ανάκαμψης και Αλληλεγγύης και τους τρόπους χρηματοδότησης της ανάκαμψης των κρατών – μελών μετά τη λαίλαπα της πανδημίας μετατέθηκε για τις 6 Μαΐου. Η Ευρώπη κατά την προσφιλή μέθοδό της όταν θέλει να αποφύγει το καταστροφικό ναυάγιο μετέθεσε το πρόβλημα για αργότερα αναθέτοντας στην Κομισιόν να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες αυτής της κοινής προσπάθειας και να την παρουσιάσει στις 6 Μαΐου.

Οι ηγέτες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησαν από την ευρωπαϊκή επιτροπή να επεξεργαστεί ένα σχέδιο για την από κοινού χρηματοδότηση της ανάκαμψης της ΕΕ μετά την πανδημία της Covid-19. Οι αρχηγοί των μελών κρατών  θέλουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνδέσει αυτό το σχέδιο ανάκαμψης με το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ για το διάστημα 2021-27. Το σχέδιο που έχει επεξεργασθεί η ευρωπαϊκή επιτροπή στις γενικές του γραμμές είναι έτοιμο αλλά προφανώς λόγω των διαφωνιών που εξακολουθούν να υπάρχουν για τα επιμέρους χαρακτηριστικά του ίσως χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία με παράλληλη διαβούλευση μεταξύ των διαφωνούντων χωρών ώστε να βρεθεί μια κοινή συνισταμένη.

Ο σχεδιασμός της ευρωπαϊκής επιτροπής και της προέδρου της  von der Leyen βασίζεται στον μακροχρόνιο προϋπολογισμό 2021-2027 της ΕΕ. Η πρόεδρος της ευρωπαϊκής επιτροπής επιδιώκει την αύξηση του περιθωρίου μεταξύ των πόρων που πραγματικά μεταβιβάζονται από τις κυβερνήσεις (λίγο περισσότερο από 1 τρις ευρώ σε διάρκεια επτά χρόνων)  και των εικονικών μεταβιβάσεων,(προφανώς εγγυήσεων από τα κράτη –μέλη) που θα πάρουν τη θέση του αποθέματος, αυξάνοντας αυτή τη δεύτερη πηγή του προϋπολογισμού στο 2,0% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Το περιθώριο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση επιτρέποντας στην Επιτροπή να δανειστεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, με βάση το Άρθρο 122 της Συνθήκης για την ΕΕ, όπως άλλωστε έχει αναφέρει και η καγκελάριος Μέρκελ.

Η von der Leyen επιδιώκει να δημιουργηθεί το λεγόμενο Ταμείο Ανάκαμψης (Recovery Fund), το όχημα που θα διαχειριστή τις εκδόσεις των “Ursula-Bond”. Το Ταμείο Ανάκαμψης  όπως είναι γνωστό αποτελεί πρόταση της Γαλλίας. Η ευρωπαϊκή επιτροπή στοχεύει να συλλέξει πόρους μέχρι 1 τρις ευρώ οι οποίοι προστιθέμενοι στους αντίστοιχους που έχει αποφασίσει το Eurogroup , ύψους 540 δις ευρώ, θα μπορούσαν να ανέλθουν συνολικά  σε 1,5 τρις ευρώ. Παράλληλα υπάρχει το 1,1 τρις από την ΕΚΤ για αγορά ομολόγων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την αγορά των νέων  «Ursula-Bond».

Οι πόροι από τις εκδόσεις των τίτλων στους οποίους θα προβεί η ευρωπαϊκή επιτροπή, θα μπορούσαν  να διατεθούν  στις κυβερνήσεις που έχουν χτυπηθεί  περισσότερο από την κρίση  κατά ένα μέρος με τη μορφή βοήθειας (επιδοτήσεις – χωρίς επαναπληρωμή)  και κατά ένα δεύτερο μέρος με τη μορφή δανείων ωρίμανσης τουλάχιστον 20 ετών και με πολύ χαμηλό επιτόκιο που να αντανακλά το κόστος δανεισμού της ευρωπαϊκής επιτροπής.  Εδώ βρίσκεται η πρώτη μεγάλη διαφωνία. με τέσσερις χώρες –Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Ολλανδία– να διαφωνούν με την πρόταση χορήγησης βοήθειας για την ανάκαμψη μέσω επιδοτήσεων. Η δεύτερη μεγάλη διαφωνία συνίσταται στο ύψος των απαιτούμενων πόρων : Ισπανία  και Ιταλία θεωρούν ότι χρειάζονται πόροι περίπου 1,5 τρις ευρώ ενώ οι βόρειες χώρες πολύ λιγότερους. Παράλληλα η Ισπανία εξακολουθεί να ζητά την έκδοση κοινών πιστοποιητικών χρέους , αέναης διάρκειας, έτσι ώστε οι χώρες να μην επωμισθούν την αποπληρωμή των χρεολυσίων (αυξάνοντας το δημόσιο χρέος) και να υπάρχει μόνο η επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης (το οποίο προφανώς θα αναλάβει ο εκδότης αλλά θα το καταβάλλουν τα κράτη που θα κάνουν χρήση των πόρων ), κάτι που θα επιβαρύνει στο ελάχιστο το δημόσιο χρέος των κρατών. Πρόκειται για σαφή πρόταση με απλή λογική και εύκολη εφαρμογή καθώς και σίγουρη αποτελεσματικότητα.

Η καγκελάριος Μέρκελ όπως πάντα είναι αντίθετη στην έκδοση ευρωομολόγων, αλλά έχει αναφέρει ότι η Γερμανία είναι έτοιμη να δώσει μια περαιτέρω συνεισφορά αλληλεγγύης αναφέροντας ακριβώς τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό  ως πιθανό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση.  Η Μέρκελ θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή επιτροπή έχει την ικανότητα του ελέγχου των ροών χρήματος και εφαρμογής όσων θα συμφωνηθούν και σίγουρα είναι σε γνώση του σχεδίου της Γερμανίδας προέδρου της ευρωπαϊκής επιτροπής.

Παρά την κατ’ αρχή συμφωνία για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης ο απαιτούμενος χρόνος μάλλον θα είναι μακρύς και πιθανότατα θα τεθεί σε λειτουργία τις αρχές του 2021. Δηλαδή υπάρχει ο φόβος η Ευρώπη να αργήσει πάρα πολύ στην αντιμετώπιση της κρίσης. Επιπλέον ο σχεδιασμός της δαπάνης, των όποιων πόρων διατεθούν, να αφορά μόνο τις μελλοντικές εξελίξεις που αφορούν τεχνολογικούς και περιβαλλοντικούς σχεδιασμούς και καθόλου δαπάνες για κάλυψη των κόστη που προκλήθηκαν από την πανδημία του COVID-19.

Ε.

Η ΕΚΤ

 

Η ΕΚΤ  έχει δείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση της κρίσης αρχικά με το πρόγραμμα Πράξεων Πιο Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (LTROs) της ΕΚΤ σύμφωνα με το οποίο θα αγοράζονται ομόλογα των κρατών μελών μέχρι του απαιτούμενου  ύψους (αρχικά στα 750 δις ευρώ και στη συνέχεια στο 1,1 τρις ευρώ). Επίσης σε τέθηκε σε εφαρμογή  το πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού (ιδιωτικού τομέα ) ύψους 120 δις ευρώ (δεν αφορά στην Ελλάδα). Παρότι οι δράσεις αυτές διορθώνουν προς τα κάτω τις καμπύλες απόδοσης των ομολόγων επειδή η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγοράσει  ομόλογα από την πρωτογενή αγορά (λόγω του καταστατικού της και της γενικότερης αντίληψης περί μη νομισματοποίησης  των δημοσιονομικών ελλειμμάτων) αλλά μόνο από την δευτερογενή , μια πράξη, θα μπορούσαμε να πούμε,  που έρχεται εκ των υστέρων να παρέμβει διορθωτικά  στις συνέπειες που δημιουργούνται από την  αύξηση του εθνικού χρέους κάθε χώρας.  Η αγοραστική υποστήριξη του χρέους από την ΕΚΤ, εκτός αν διατηρηθεί στο διηνεκές,  δεν θα εμποδίσει όμως μελλοντικά την αύξηση των αποδόσεων, καθώς το εθνικό χρέος θα έχει αυξηθεί. Χρειάζεται συνεπώς μια πηγή χρηματοδότησης χαμηλότερου κόστους και βαθύτερου χρονικού ορίζοντα για να μετριαστεί ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης χρέους. Σε αυτό συμβάλλει  η έκδοση εργαλείων αμοιβαίου χρέους, για να αντληθούν από κοινού οι πόροι που θα χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες στήριξης της οικονομίας στη διάρκεια της πανδημίας. Το όφελος για τις υπερχρεωμένες χώρες θα ήταν ο ιδιαίτερα χαμηλού κόστους δανεισμός σε μακροχρόνιο ορίζοντα Ο αμοιβαίος δανεισμός θα πρέπει  να είναι μακροχρόνιος, κάτι που είναι δύσκολο για εθνικό δανεισμό σε συνθήκες υπερχρέωσης. Έτσι τα ομόλογα αυτά θα πρέπει να είναι μακροχρόνιας ωρίμανσης (30-50 έτη), με εκδότη έναν ευρωπαϊκό θεσμό (τον ESM αν μιλάμε μόνο για την Ευρωζώνη, την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα για ολόκληρη την Ε.Ε.) και με εγγύηση τα κεφάλαια του εν λόγω θεσμού.

  1. Η ΕΚΤ έχει παράσχει μέτρα ανακούφισης στον  χρηματοοικονομικό κλάδο της Γηραιάς Ηπείρου από το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού και εξής, μειώνοντας τα υποχρεωτικά επίπεδα αποθεμάτων κεφαλαίων, ώστε οι τράπεζες να μπορούν να ενισχύσουν με δανειακά κεφάλαια τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Τον Μάρτιο, η ΕΚΤ απελευθέρωσε 120 δισεκατομμύρια ευρώ κεφαλαίων, επιτρέποντας στις τράπεζες να αντλήσουν από τα αποθέματα ασφαλείας τους και να χρησιμοποιήσουν χρέος μειωμένης εξασφάλισης για την κάλυψη βασικών απαιτήσεων. Η ΕΚΤ έχει δώσει στις τράπεζες περισσότερο χρόνο για την αντιμετώπιση των επισφαλών δανείων και την αποκατάσταση άλλων δυσλειτουργιών.
  2. Η Επιτροπή ενέκρινε (28 Απριλίου) δέσμη μέτρων για τις τράπεζες ώστε να διευκολυνθεί η χορήγηση δανείων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος της δέσμης μέτρων είναι να διασφαλιστεί η δυνατότητα των τραπεζών να συνεχίσουν να δανείζουν χρήματα για τη στήριξη της οικονομίας και να συμβάλλουν στον μετριασμό του σημαντικού οικονομικού αντικτύπου του κορονοϊού. Η Επιτροπή πρότεινε  ορισμένες στοχευμένες βραχυπρόθεσμες τροποποιήσεις των κανόνων προληπτικής εποπτείας των τραπεζών της ΕΕ (κανονισμός για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις), προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ικανότητα των τραπεζών για χορήγηση δανείων και απορρόφηση ζημιών λόγω του κορονοϊού. Επίσης  προτείνει έκτακτα προσωρινά μέτρα για να αμβλυνθεί ο άμεσος αντίκτυπος των εξελίξεων λόγω του κορονοϊού, με την προσαρμογή του χρονοδιαγράμματος της εφαρμογής των διεθνών λογιστικών προτύπων στα κεφάλαια των τραπεζών, με την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των δημοσίων εγγυήσεων που χορηγούνται κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης, με την αναβολή της ημερομηνίας εφαρμογής του αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και με την τροποποίηση του τρόπου εξαίρεσης ορισμένων ανοιγμάτων από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης. Η Επιτροπή προτείνει επίσης την επίσπευση της ημερομηνίας εφαρμογής πολλών συμφωνηθέντων μέτρων που παρέχουν κίνητρα στις τράπεζες για τη χρηματοδότηση εργαζομένων, ΜΜΕ και έργων υποδομής.
  3. Επίσης  η ΕΚΤ έλαβε μέτρα για να μετριάσει τον αντίκτυπο των πιθανών υποβαθμίσεων αξιολόγησης στη διαθεσιμότητα των εξασφαλίσεων
    Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ενέκρινε προσωρινά μέτρα για τον μετριασμό της επίδρασης στην εξασφάλιση διαθεσιμότητας πιθανών υποβαθμίσεων αξιολόγησης που προκύπτουν από την οικονομική επιρροή από την πανδημία του κοροναϊού (COVID-19).
    Η απόφαση συμπληρώνει το ευρύτερο πακέτο εξασφάλισης ασφάλειας που ανακοινώθηκε στις 7 Απριλίου 2020.
    Μαζί αυτά τα μέτρα στοχεύουν να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κινητοποιήσουν ως ασφάλεια με το Ευρωσύστημα για να συμμετάσχουν στις πράξεις παροχής ρευστότητας και να συνεχίσουν να παρέχουν χρηματοδότηση στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.
    Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει στην επιλεξιμότητα των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων και των εκδοτών τέτοιων περιουσιακών στοιχείων που πληρούσαν τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας πιστοληπτικής ικανότητας στις 7 Απριλίου 2020 σε περίπτωση επιδείνωσης των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας που μπορεί να αποφασιστεί από τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που γίνονται αποδεκτόί  στο Ευρωσύστημα για όσο διάστημα καθώς οι αξιολογήσεις παραμένουν πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο πιστωτικής ποιότητας.
    Με αυτόν τον τρόπο, το Διοικητικό Συμβούλιο στοχεύει στην αποφυγή πιθανών προκυκλικών δυναμικών. Αυτό εξασφαλίζει διαρκή διαθεσιμότητα, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή χρηματοδότησης από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της τρέχουσας δύσκολης περιόδου.

 

 

 

 

 

 

[1] Η ανάλυση που ακολουθεί , παρουσιάζεται ολοκληρωμένα στο Κ. Μελάς , Η Σαστισμένη Ευρώπη, Εκδόσεις Εξάντας, 2009, σ

[2] A.Dirlik, The Postcolonial Aura . Boulder, Westview Press 1977.

[3] Αυτό αποτελεί άλλωστε ένα βασικό επιχείρημα του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ολλανδίας.

[4] Για το ζήτημα αυτό δες: Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας. Ράππα 1988.

[5] Δες, Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Θεμέλιο 2007. Τόμος Β.

[6] Είναι παραδειγματική η περίπτωση για  τον ιρλανδικό λαό που απέρριψε την Ευρωσυνθήκη, τη στιγμή που το 87% των πολιτών του θεωρεί ότι ωφελήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.